Περίληψη: Στην παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 2084/92 (Α΄ 165), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2335/95 (Α΄ 185), ορίζεται ότι: «Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος». Η διάταξη αυτή, κατά την έννοιά της, όπως τούτο συνάγεται, τόσο από τον σκοπό που επιδιώκεται με τη θέσπισή της, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης για τις κατηγορίες των προσώπων στις οποίες αναφέρεται (όπως εν προκειμένω των προσώπων που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και για τους οποίους συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%) εξαιτίας της βαρύτατης αναπηρίας αυτών και της εξ αυτού του λόγου αδυναμίας τους να εργασθούν, όσο και ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσής της, έχει εφαρμογή για τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος όχι μόνο σε ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται με βάση τις γενικές διατάξεις, αλλά και σε ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται με βάση τις προαναφερθείσες ευεργετικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 612/1977 και 2 παρ. 2 του ν. 3075/2002.
(…) Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1254/2012 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) κατά της 16595/2009 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση, αφού έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, είχε: α) ακυρωθεί η ../Σ.36
(Θέμα 11ο)/27.9.2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του «Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ηλεκτροτεχνιτών Ελλάδος» (Τ.Ε.Α.Η.Ε., το οποίο μεταγενεστέρως εντάχθηκε στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ., βλ. άρθρο 52 του ν. 3655/ 2008, Α΄ 58), β) κριθεί ότι οι ημέρες ασφάλισης του αναιρεσιβλήτου, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2000 έως και 1.6.2005 για το οποίο του καταβλήθηκε σύνταξη λόγω αναπηρίας, πρέπει να συνυπολογιστούν για τη θεμελίωση του δικαιώματός του για απονομή σύνταξης λόγω γήρατος και γ) αναπεμφθεί ο φάκελος της υπόθεσης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. προκειμένου αφενός να παραπεμφθεί ο αναιρεσίβλητος για εξέταση στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή προς διαπίστωση της φύσης των παθήσεών του και του ποσοστού αναπηρίας που αυτές του προσέδιδαν κατά την ημερομηνία (2.6.2005) υποβολής του προαναφερθέντος αιτήματός του να μετατραπεί η απονεμηθείσα από το ως άνω Ταμείο (Τ.Ε.Α.Η.Ε.) σε αυτόν, ως πάσχοντα από νεφρική ανεπάρκεια, σύνταξη λόγω αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος, με την προσθήκη στον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και του χρονικού διαστήματος λήψης της προαναφερθείσας σύνταξης λόγω αναπηρίας και, αφετέρου, να εξετασθεί από το αρμόδιο όργανο του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη μετατροπή της απονεμηθείσας στον αναιρεσίβλητο σύνταξης αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος.
- Επειδή, με το άρθρο 52 του ν. 3655/2008 το συσταθέν με το κ.δ. της 3.3.1943 (Α΄ 84) Τ.Ε.Α.Η.Ε. εντάχθηκε, από 1.6.2008, στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ., που είχε ήδη συσταθεί με το ν. 3029/2002 (Α΄ 160). Ακολούθως, με την παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) συνεστήθη, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (Ε.Τ.Ε.Α.) με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιουλίου 2012, στο οποίο εντάχθηκε, μεταξύ άλλων ταμείων, τομέων και κλάδων επικουρικής ασφαλίσεως, και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. (δεδομένου ότι το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. δεν εξαιρέθηκε από την ένταξη στον νέο ασφαλιστικό οργανισμό κάνοντας χρήση της σχετικώς παρασχεθείσας με την παρ. 1 του άρθρου 36 του νόμου αυτού δυνατότητας) και το οποίο, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 48 του ίδιου ως άνω νόμου, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σ’ αυτό ταμείων, τομέων και κλάδων. Σύμφωνα δε με την παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 74 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που άρχισε να ισχύει από 1.1.2017 σύμφωνα με το άρθρο 90 του νόμου αυτού, «α. Το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάζεται σε "Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών" αποκαλούμενο εφεξής "Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.". Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. συγκροτούν δύο (2) κλάδοι, οι οποίοι λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια: α) κλάδος επικουρικής ασφάλισης και β) κλάδος εφάπαξ παροχών, στους οποίους παρακολουθούνται αυτοτελώς οι εισφορές κάθε κλάδου. β. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται «Ε.Τ.Ε.Α.» νοείται εφεξής "Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π."». Τέλος, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 90 του ίδιου νόμου (4387/2016), ως χρόνος έναρξης λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. ορίζεται η 1η.1.2017. Με βάση τα ανωτέρω, νομίμως παρίσταται στο ακροατήριο και συνεχίζει τη δίκη με την ιδιότητα του αναιρεσείοντος το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. (ΣτΕ 1960/2018 κ.ά.).
- Επειδή, στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α? 213) και, περαιτέρω, συμπληρώθηκε με το άρθρο 15 παρ. 2 του
ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016) -η ισχύς του οποίου άρχισε, σύμφωνα με το άρθρο 32 του νόμου αυτού, από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως- ορίζονται τα εξής: «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. …» [η ως άνω διάταξη τέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 και επαναλήφθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 4446/2016, η οποία, κατ’ ουσίαν, προσέθεσε εδάφιο δεύτερο στην παρ. 3 του άρθρου 53]. Περαιτέρω, στην παρ. 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, ορίζονται τα εξής: «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ, εκτός αν προσβάλλονται αποφάσεις που εκδίδονται επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση του δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της. …». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, για το παραδεκτό της άσκησης αίτησης αναίρεσης απαιτείται σωρευτικώς η συνδρομή των προϋποθέσεων αμφότερων των παρ. 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΣτΕ 1948/2018). Ειδικότερα, αν πρόκειται για διαφορά που δεν έχει άμεσο χρηματικό αντικείμενο ή για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ ή για διαφορά που ανακύπτει κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας και αφορά περιοδικές παροχές ή τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη ή τη θεμελίωση δικαιώματος σε εφάπαξ παροχή και τον καθορισμό του ύψους της, για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης απαιτείται η προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι προαναφερθείσες διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ενώ, αν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναίρεσης ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί καμία επιρροή η τυχόν προβολή ισχυρισμών με το ως άνω περιεχόμενο. Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, ο αναιρεσείων βαρύνεται, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αίτησής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι με καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους τίθεται συγκεκριμένο νομικό ζήτημα, δηλαδή ζήτημα ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κρίσιμο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, επί του οποίου είτε δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε οι σχετικές κρίσεις και παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης έρχονται σε αντίθεση προς μη ανατραπείσα νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ 119/2019, 1563/2018, 3146/2017 κ.ά.).
- Στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος γεννήθηκε το έτος 1966 και πραγματοποίησε στην ασφάλιση του Τ.Ε.Α.Η.Ε. συνολικά 2.774 ημέρες ασφάλισης, απασχολούμενος ως ηλεκτροτεχνίτης κατά το χρονικό διάστημα από 10.4.1989 έως 2.2.2000. Με την ………/14.2.2000 αίτηση που υπέβαλε ο αναιρεσίβλητος στο ως άνω Ταμείο ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω αναπηρίας. Η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή (Α.Υ.Ε.) του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. ………, με την ../ 23.5.2000 πράξη της, γνωμάτευσε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας για το χρονικό διάστημα από 15.2.2000 έως 28.2.2002. Κατόπιν τούτου, ο Διευθυντής του Τ.Ε.Α.Η.Ε., με την .../20.7.2000 απόφασή του, του απένειμε σύνταξη αναπηρίας για το χρονικό διάστημα από 1.3.2000 έως 28.2.2002. Στη συνέχεια, με τις ……/14.3.2002, ……/4.3.2004 και ………/14.2.2007 γνωματεύσεις επίσης της Α.Υ.Ε. του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. …………, ο αναιρεσίβλητος κρίθηκε ανίκανος προς άσκηση του προαναφερόμενου επαγγέλματος λόγω αναπηρίας από την ίδια κοινή νόσο για τα μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα από 15.2.2002 έως 14.2.2004, από 1.3.2004 έως 28.2.2007 και από 1.3.2007 έως 28.2.2009 (στην τελευταία μάλιστα περίπτωση το ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής του βλάβης καθορίστηκε από το υγειονομικό όργανο σε 80%). Με βάση τις ως άνω γνωματεύσεις εκδόθηκαν οι ../2002, ../2004 και ../2007 αποφάσεις του ως άνω Διευθυντή του Τ.Ε.Α.Η.Ε., με τις οποίες, αντίστοιχα, παρατάθηκε η καταβολή στον αναιρεσίβλητο σύνταξης λόγω αναπηρίας από κοινή νόσο για τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα. Εξάλλου, ο αναιρεσίβλητος είχε υποβάλει στο ως άνω Ταμείο (Τ.Ε.Α.Η.Ε.) την ………/2.6.2005 αίτησή του, με την οποία είχε ζητήσει τη μετατροπή της απονεμηθείσας σε αυτόν σύνταξης από σύνταξη αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος, με την προσθήκη στον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και του χρονικού διαστήματος λήψης της προαναφερθείσας σύνταξης λόγω αναπηρίας, προκειμένου να συμπληρωθούν οι απαιτούμενες 4.050 ημέρες ασφάλισης, βάσει των ευεργετικών διατάξεων περί νεφροπαθών τελικού σταδίου. Το αίτημα αυτό, όμως, απορρίφθηκε με την ../ 15.7.2005 απόφαση της Διευθύντριας του Τ.Ε.Α.Η.Ε., με την αιτιολογία ότι ο απαιτούμενος κατά τον νόμο για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος χρόνος ασφάλισης (4.050 ημέρες ασφάλισης) αφορά, κατά την έννοια των οικείων διατάξεων, πραγματικό χρόνο ασφάλισης και, επομένως, ο αναιρεσίβλητος δεν θεμελίωσε το εν λόγω δικαίωμα αφού είχε πραγματοποιήσει μόλις 2.774 ημέρες πραγματικής ασφάλισης στο ως άνω Ταμείο. Ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της προαναφερθείσας απόφασης απορρίφθηκε με την 499/Σ.36(Θέμα 11ο)/27.9.2005 απόφαση του οικείου Δ.Σ. του εν λόγω Ταμείου με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι οι επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 40 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και 5 παρ. 4 του ν. 2335/1995 αφορούν «κατά κύριο λόγο τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης των ασφαλισμένων που συνταξιοδοτούνται βάσει των γενικών διατάξεων ... και όχι για τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης των ασφαλισμένων που συνταξιοδοτούνται βάσει των ειδικών και ευνοϊκών διατάξεων ...». Προσφυγή του αναιρεσιβλήτου κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών έγινε δεκτή με την 16595/2009 απόφασή του. Ειδικότερα, με την πρωτόδικη αυτή απόφαση: α) ακυρώθηκε η προαναφερθείσα απόφαση (499/Σ.36(Θέμα 11ο)/27.9.2005) του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Ε.Α.Η.Ε., β) κρίθηκε ότι οι ημέρες ασφάλισης του αναιρεσιβλήτου κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2000 έως και 1.6.2005, κατά το οποίο του καταβλήθηκε σύνταξη λόγω αναπηρίας, πρέπει να συνυπολογιστούν για τη θεμελίωση του δικαιώματός του για απονομή σύνταξης λόγω γήρατος και γ) αναπέμφθηκε ο φάκελος της υπόθεσης στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. προκειμένου αφενός να παραπεμφθεί ο αναιρεσίβλητος για εξέταση στην αρμόδια Υγειονομική Επιτροπή προς διαπίστωση της φύσης των παθήσεών του και του ποσοστού αναπηρίας που αυτές του προσέδιδαν κατά την ημερομηνία (2.6.2005) υποβολής του προαναφερθέντος αιτήματός του να μετατραπεί η απονεμηθείσα από το ως άνω Ταμείο (Τ.Ε.Α.Η.Ε.) σε αυτόν, ως πάσχοντα από νεφρική ανεπάρκεια, σύνταξη λόγω αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος, με την προσθήκη στον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και του χρονικού διαστήματος λήψης της προαναφερθείσας σύνταξης λόγω αναπηρίας και, αφετέρου, να εξετασθεί από το αρμόδιο όργανο του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. εάν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για τη μετατροπή της απονεμηθείσας στον αναιρεσίβλητο σύνταξης αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος. Κατά της πρωτόδικης απόφασης το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (1254/2012) με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 του
ν. 3075/2002, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 612/1977, θεμελιώνεται το δικαίωμα των πασχόντων από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου να λάβουν σύνταξη γήρατος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, όπως και οι τυφλοί προς τους οποίους ρητά εξομοιούνται, εφόσον αυτοί έχουν διανύσει συνολικά χρόνο ασφάλισης 4.050 ημερών, για τη συμπλήρωση του οποίου συνυπολογίζεται όμως και ο χρόνος κατά τον οποίο έλαβαν σύνταξη αναπηρίας (άρθρο 40 παρ. 3 του ν. 2084/1992, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 2335/1995). Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε δε περαιτέρω ότι εν προκειμένω ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε, ως ηλεκτροτεχνίτης, 2.774 ημέρες ασφάλισης στο Τ.Ε.Α.Η.Ε. ενώ στη συνέχεια έλαβε διαδοχικά σύνταξη αναπηρίας λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου (από 1.3.2000 έως 28.2.2002) και βαριάς αναπηρίας, για τον ίδιο λόγο, με ποσοστό 80%, από 1.3.2007 έως 28.2.2009. Με τις σκέψεις δε αυτές το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε, ότι μη νόμιμα δεν συνυπολογίστηκε στον χρόνο ασφάλισης του αναιρεσιβλήτου στο εν λόγω Ταμείο και το χρονικό διάστημα από 1.3.2000 έως 1.6.2005 (δηλαδή πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης), κατά το οποίο αυτός έλαβε επικουρική σύνταξη λόγω αναπηρίας, προκειμένου να συμπληρώσει τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης γήρατος, κατά μετατροπή της χορηγούμενης σύνταξης αναπηρίας.
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 27.9.2013 και, ως εκ τούτου, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Με την αίτηση δε αυτή άγεται κατ’ αναίρεση διαφορά που ανέκυψε κατόπιν άσκησης προσφυγής ουσίας εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου με αντικείμενο τη χορήγηση στον αναιρεσίβλητο επικουρικής σύνταξης λόγω γήρατος από το Ε.Τ.Ε.Α.Μ, επομένως, πρόκειται για διαφορά επί προσφυγής ουσίας που αφορά περιοδική ασφαλιστική παροχή (ΣτΕ 2490/2018 κ.ά.). Συνεπώς, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 4η σκέψη, για το παραδεκτό της άσκησης της κρινόμενης αίτησης απαιτείται η προβολή και η τεκμηρίωση εκ μέρους του αναιρεσείοντος Ταμείου, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς περιλαμβανόμενους στο εισαγωγικό δικόγραφο, της συνδρομής των προϋποθέσεων της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως ισχύει.
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ως μοναδικός λόγος αναίρεσης ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 2084/1982 (στην οποία προβλέπεται ο συνυπολογισμός του χρόνου λήψης της σύνταξης αναπηρίας για τη μετατροπή της σε σύνταξη γήρατος), εφόσον, όπως περαιτέρω προβάλλεται, ο συνυπολογισμός του χρόνου λήψης σύνταξης αναπηρίας για τη μετατροπή της σύνταξης αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος δεν είναι δυνατός δυνάμει της ως άνω διάταξης νόμου, όταν αυτή χορηγείται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας βάσει των ευεργετικών (και ειδικών) για τους νεφροπαθείς διατάξεων, όπως εν προκειμένω, αλλά μόνον για την περίπτωση συμπλήρωσης πραγματικού χρόνου ασφάλισης. Εξάλλου, προς θεμελίωση του παραδεκτού της κρινόμενης αίτησης, με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται ότι δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς το ως άνω ζήτημα του συνυπολογισμού ή μη του χρόνου λήψης σύνταξης αναπηρίας για τη μετατροπή της σύνταξης αναπηρίας σε σύνταξη γήρατος όταν αυτή χορηγείται ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας βάσει των ευεργετικών (και ειδικών) για τους νεφροπαθείς διατάξεων, όπως εν προκειμένω. Ο ισχυρισμός αυτός περί ανυπαρξίας νομολογίας προβάλλεται βασίμως, εφόσον το τιθέμενο με τον πιο πάνω λόγο αναίρεσης νομικό ζήτημα δεν είχε κριθεί με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου κατά τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αίτησης, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 18.6.2019, εμπροθέσμως κατατεθέν μετά τη συζήτηση της υπόθεσης και εντός της προθεσμίας που του χορηγήθηκε προς τούτο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 2 εδ. β΄ του π.δ. 18/1989, υπόμνημα του αναιρεσιβλήτου είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς και είναι περαιτέρω εξεταστέα κατ’ ουσίαν.
- Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ν. 612/1977 «Περί συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος των τυφλών των ησφαλισμένων εις ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών» (Α΄ 164) ορίζονται τα εξής: «1. Τυφλοί εξ αμφοτέρων των οφθαλμών ησφαλισμένοι εις ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, δικαιούνται συντάξεως λόγω γήρατος ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, εφ’ όσον συνεπλήρωσαν χρόνον ασφαλίσεως δεκαπέντε (15) ετών, ή προκειμένης ασφαλίσεως υπολογιζομένης κατά την νομοθεσίαν του οικείου φορέως εις ημέρας, 4.050 ημέρας ασφαλίσεως. 2. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της διεπούσης έκαστον οργανισμόν νομοθεσίας περί των τυχόν λαμβανομένων υπ΄ όψιν διά τον υπολογισμόν της συντάξεως αποδοχών, το ποσόν της συντάξεως των κατά την προηγουμένην παράγραφον προσώπων, καθορίζεται ίσον προς το αντιστοιχούν εις 35 έτη ασφαλίσεως ή εις 10.500 ημέρας ασφαλίσεως». Περαιτέρω, με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3075/2002 (Α΄ 297), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε από την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 (Α΄ 48) ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 612/1977 εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%. Η σύνταξη που καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται οριστική με την προϋπόθεση ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρίσκεται στο τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Για τους ασφαλισμένους που ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης για θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρισκόταν πριν το τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η σύνταξη του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται οριστική έξι (6) έτη μετά τη συνταξιοδότηση του δικαιούχου και εφόσον στο διάστημα της εξαετίας αυτής έχει εξεταστεί τουλάχιστον δύο φορές από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές».
- Επειδή, περαιτέρω, στην παρ. 3 του άρθρου 40 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από την παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2335/1995 (Α΄ 185), ορίζεται ότι: «Ο χρόνος κατά τον οποίο ο ασφαλισμένος έλαβε σύνταξη αναπηρίας συνυπολογίζεται για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος». Η διάταξη αυτή, κατά την έννοιά της, όπως τούτο συνάγεται, τόσο από τον σκοπό που επιδιώκεται με τη θέσπισή της, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης για τις κατηγορίες των προσώπων στις οποίες αναφέρεται (όπως εν προκειμένω των προσώπων που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και για τους οποίους συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%) εξαιτίας της βαρύτατης αναπηρίας αυτών και της εξ αυτού του λόγου αδυναμίας τους να εργασθούν (πρβ. ΣτΕ 2012/2007), όσο και ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσής της, έχει εφαρμογή για τον υπολογισμό του χρόνου ασφάλισης για τη χορήγηση σύνταξης γήρατος (κύριας και επικουρικής - ΣτΕ 1191/2014, 981/2010, 1334/2010, 3197/2007, 1975/2006 κ.ά.) όχι μόνο σε ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται με βάση τις γενικές διατάξεις αλλά και και σε ασφαλισμένους που συνταξιοδοτούνται με βάση τις προαναφερθείσες ευεργετικές διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του ν. 612/1977 και 2 παρ. 2 του ν. 3075/2002 (πρβ. ΣτΕ 1191/2014, 3695/2005 7μ., 2012/2007, 3197/2007, 1975/2006, 1175/2005, 2177/1997 κ.ά.).
- Επειδή, με τα δεδομένα αυτά η ως άνω κρίση του δικάσαντος εφετείου ότι μη νόμιμα δεν συνυπολογίστηκε στον χρόνο ασφάλισης του αναιρεσιβλήτου στο εν λόγω Ταμείο και το χρονικό διάστημα από 1.3.2000 έως 1.6.2005 (δηλαδή πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης), κατά το οποίο αυτός έλαβε επικουρική σύνταξη λόγω αναπηρίας, προκειμένου να συμπληρώσει τις απαιτούμενες ημέρες ασφάλισης για τη χορήγηση επικουρικής σύνταξης γήρατος, κατά μετατροπή της χορηγούμενης σύνταξης αναπηρίας, είναι ορθή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 2084/1992, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 2335/1995. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.