VIII. Αρείου Πάγου 1/2021 Πλ. Ολομελ.: «Συνταγματική η «διπλή» μείωση αποδοχών για τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα»

Περίληψη: Οι αποδοχές που είχαν μειωθεί κατά 25% από 1-11-2011 βάσει του Ενιαίου μισθολογίου Ν. 4024/11, μειώθηκαν εκ νέου από 1-1-2013, βάσει του Ν. 4093/12 κατά 25% - Η ρύθμιση δεν αντίκειται στο Σύνταγμα - Η επιλογή του νομοθέτη δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο - Η ρύθμιση του Ν. 4093/12 δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος - Και αντίθετη μειοψηφία.

 

(...) 10. Το Δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο, κατά  τις ανέλεγκτες παραδοχές του, ότι για τους αναιρεσείοντες-αναιρεσιβλήτους τυγχάνει εφαρμοστέα μία μείωση, την 1-1-2013, μέχρι ποσοστού 25% επί των κατά το μήνα Οκτώβριο του 2011 αποδοχών τους και κρίνοντας νόμω βάσιμη την αγωγή, παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 29 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του ν. 4024/2011(παρ. 2) και της περίπτωσης 12 της υποπ. Γ1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.(παρ. 3) Τούτο, διότι, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων, με την ένταξη του προσωπικού της αναιρεσείουσας-αναιρεσίβλητης στις διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου και βαθμολογίου του ν. 4024/2011 (Κεφάλαιο δεύτερο αυτού άρθρο 4 επ.), οι αποδοχές των αναιρεσιβλήτων-αναιρεσειόντων προσδιορίστηκαν την 1-1-2013 με βάση τις διατάξεις αυτές (ενιαίου μισθολογίου και βαθμολογίου) και σε σχέση με τις προκύπτουσες αποδοχές της 31-12-2012, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί από την εφαρμογή την 1-11-2011 της πρώτης μείωσης μέχρι ποσοστού 25% με βάση το  προβλεπόμενο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών, την 1-1-2013 υπήχθησαν περαιτέρω σε μειώσεις, με βάση την εφαρμοστέα μείωση κατά ποσοστό μέχρι 25%, ετεροχρονιζόμενο κατά το τυχόν υπερβάλλον μετά την 31-12-2016. Οι επίμαχες διατάξεις είναι συνταγματικά ανεκτές, καθόσον μ’ αυτές ο νομοθέτης προέβη στην ένταξη του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο νέο μισθολόγιο, ως άμεσο μέτρο για τον εξορθολογισμό της δημόσιας διοίκησης και την αντιμετώπιση της, κατά την εκτίμησή του, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης. Το μέτρο δε αυτό αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής («Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016») και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της Ελληνικής Οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί, τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, δεδομένου ότι συνδέεται με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Επομένως, το επίδικο μέτρο, που συνεπάγεται την περαιτέρω διπλή μείωση των αποδοχών του προσωπικού του ευρύτερου δημοσίου τομέα, το οποίο, λόγω της φύσης του, συμβάλλει άμεσα στην περιστολή των δημόσιων δαπανών, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο καταλαμβάνει γενικά όλους τους μισθωτούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών του Δημοσίου. Ακόμη, η εκτίμηση του νομοθέτη, ως προς τα ληπτέα μέτρα για την αντιμετώπιση της διαπιστωθείσας από αυτόν κρίσιμης κατάστασης, υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 3372, 3373/2015, 3404-3406/2014, 3177/2014, 1286/2012, σκ. 16, 668/2012, σκ. 35),(παρ. 4) δεδομένου ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει μεγάλης ελευθερίας επιλογής στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όταν η επιλογή αυτή αναφέρεται σε χορήγηση παροχών και εντάσσεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής που αποσκοπεί στη δημοσιονομική εξυγίανση, ενόψει των περιορισμένων πόρων του κράτους (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α., Κ. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, της 7.5.2013, σκ. 39). Κατά συνέπεια, τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για το νομοθέτη δεν καθιστά από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α., Κ. και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, σκ. 48). Περαιτέρω, ενόψει του κατά τα ανωτέρω προκύπτοντος ποσοστού μείωσης των αποδοχών και του λόγου της θέσπισής του, καθώς και του ύψους, στο οποίο είχαν διαμορφωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο οι αποδοχές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργησή τους στερείται, προδήλως, ευλόγου βάσεως, ούτε ότι η επερχόμενη με αυτήν μείωση των συνολικών αποδοχών θέτει σε διακινδύνευση την αξιοπρεπή διαβίωση των υπαλλήλων (ΣΤΕΟλ 1310/2019 σκ. 16).(παρ. 5) Υπό τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, με την αμφισβητούμενη διάταξη της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, δεν παραβιάζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προστασίας των δικαιωμάτων των προαναφερόμενων αναιρεσειόντων και, συνεπώς, αυτή δεν αντίκειται στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Κατά συνέπεια, ο από τον αρ. 1 του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ παραπεφθείς δεύτερος λόγος της από 21-3-2018 αιτήσεως της αναιρεσείουσας εργοδότριας είναι βάσιμος. Αντίθετα, ο από τον αρ. 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ παραπεμφθείς μόνος λόγος της από 26-3-2018 αιτήσεως των αναιρεσειόντων εργαζομένων (και οι συναφείς αιτιάσεις περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής, άλλως περί μη εφαρμογής της διάταξης της περ. 12 παραγράφου Γ υπο. Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012) είναι αβάσιμος.

  1. Κατά τη γνώμη, όμως, τριών μελών της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και συγκεκριμένα της αντιπροέδρου Δήμητρας Κοκοτίνη και των αρεοπαγιτών Διονυσίας Μπιτζούνη και Σταματικής Μιχαλέτου: «Στην προκείμενη περίπτωση, από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτουν τα εξής: Υπό το καθεστώς του ν. 4024/2011 οι αποδοχές του προσωπικού των δημοτικών επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005, όπως η εταιρεία «ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ», εξαιρέθηκαν μεν της εφαρμογής του μισθολογίου που καθιερώθηκε για τους υπαλλήλους του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, υπήχθησαν όμως, βάσει του άρθρου 31 του ν. 4024/2011, σε διπλό περιορισμό ανωτάτου ορίου, με κριτήρια αφενός την κατηγορία εκπαίδευσης, σε συνάρτηση με τις αποδοχές που προέβλεπε για κάθε τέτοια κατηγορία το μισθολόγιο, αφετέρου το μέσο κατά κεφαλή μισθολογικό κόστος, το οποίο δεν θα μπορούσε να υπερβαίνει το ποσό των 1.900 ευρώ ανά μήνα, ούτε, όπως ορίσθηκε με την από 31-12-2011 Πράξη Νομοθετικου Περιεχομένου, το 65% του μέσου κατά κεφαλή κόστους της 31-12-2009. Από την 1-1-2013 το προσωπικό της εταιρείας «ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ» υπήχθη στο μισθολόγιο του στενού δημόσιου τομέα, από το οποίο μέχρι τότε εξαιρείτο, με συνέπεια όχι μόνο την άρση του ορίου της συνολικής μείωσης έως το 65% των αποδοχών της 31-12-2009, το οποίο πριν λίγους μήνες είχε ο νομοθέτης εισαγάγει, αλλά και την εφεξής κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας μισθωτών, που καταλαμβάνονται πλέον από τη ρύθμιση της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011. Ακολούθως την 1-1-2013 τέθηκε σε ισχύ η διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οπότε η εναγομένη εταιρεία προέβη σε εκ νέου περικοπές των αποδοχών των εναγόντων κατά ποσοστό 25%, οι οποίες υπολογίσθηκαν βάσει των αποδοχών που λάμβαναν την 31-12-2012. Η διάταξη αυτή ως προς τους εργαζόμενους της ως άνω εταιρείας εφαρμοζόταν έως τις 31-12-2012 αναλόγως (άρθρο 31 παρ. 7 του ν. 4024/2011), ενώ από 1-1-2013 εφαρμόζεται ευθέως, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι αυτοί να έχουν υποστεί ήδη τις αντίστοιχες μειώσεις κατά 25% επί των καταβαλλόμενων αποδοχών τους. Όμως, η ευθεία εφαρμογή, εξαιτίας της υπαγωγής του προσωπικού των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο βαθμολόγιο και μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, δεν συνεπάγεται περαιτέρω μείωση των αποδοχών του προσωπικού αυτού, πλέον του 25% σε σύγκριση με εκείνες του μηνός Οκτωβρίου 2011,(παρ. 6) καθόσον αφενός η συγκεκριμένη διάταξη δεν προβλέπει ότι η αναστολή αφορά ειδικά συγκεκριμένες κατηγορίες υπαλλήλων (υπάλληλοι δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ), αφετέρου τυχόν αντίθετη ερμηνεία δεν συνάδει με τον σκοπό του νομοθέτη, που ήταν να μην υποστούν περαιτέρω μειώσεις όλοι οι εργαζόμενοι των οποίων οι αποδοχές είχαν ήδη περικοπεί από την 1-1-2011 κατά ποσοστό 25%, πλέον των περικοπών που υπέστησαν με τους νόμους 3833/2010, 3845/2010 και 3899/2010 και των περικοπών των επιδομάτων εορτών και αδείας. Άλλωστε, καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπει ότι με την εφαρμογή του ενιαίου μισθολογίου θα μπορούσε να γίνει νέα μείωση του μισθού μέχρι το ποσοστό 25%. Το άρθρο 29 παρ. 1 του ν. 4024/2011, το οποίο ίσχυε καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, αρχικά με ανάλογη εφαρμογή και στη συνέχεια ευθέως, ορίζει σαφώς ότι το ανώτατο όριο περικοπής που θα γινόταν είναι 25%. Ούτε χωρεί διασταλτική ερμηνεία διατάξεων που συνιστούν επέμβαση στον πυρήνα της εργασιακής σχέσης, επιφέροντας μονομερώς ουσιώδη μείωση των αποδοχών, χωρίς αντίστοιχη μείωση της παροχής εργασίας. Ούτε, ασφαλώς, ήταν στις προθέσεις του νομοθέτη να προβεί σε δυσμενέστερη μεταχείριση των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, επιβάλλοντας μεγαλύτερης έκτασης μείωση των αποδοχών τους, σε σχέση με την προβλεφθείσα για τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, καίτοι σε αυτούς κατ’ αρχήν απέβλεπε το ενιαίο μισθολόγιο. Αν ο νομοθέτης επιθυμούσε ειδικά για τις εταιρείες του ευρύτερου δημόσιου τομέα να εφαρμοσθεί δύο φορές το πλαφόν μείωσης του 25%, θα το όριζε ρητά. Εξάλλου, η αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ουδέν αναφέρει για τους λόγους της επιπρόσθετης μείωσης του μισθολογικού κόστους που επιβλήθηκε στο προσωπικό των ως άνω επιχειρήσεων. Επομένως, η αναστολή της υπερβάλλουσας μείωσης καταλαμβάνει τόσο τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, στους οποίους η διάταξη της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 εφαρμοζόταν ευθέως, όσο και τους εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως της εταιρείας «ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ», στους οποίους, όπως προεκτέθηκε, εφαρμοζόταν έως τις 31-12-2012 αναλόγως (άρθρο 31 παρ. 7 του ν. 4024/2011), ενώ από την 1-1-2013 η ίδια διάταξη εφαρμόζεται ευθέως. Κάτι διαφορετικό δεν προκύπτει από την προσθήκη με το άρθρο 31 του ν. 4354/2015(παρ. 7) στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 νέου εδαφίου, το οποίο ορίζει ότι «για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12 η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύει από 1-1-2013». Η συγκεκριμένη ημερομηνία τέθηκε ενόψει της ένταξης, από την ημερομηνία αυτή, των εργαζομένων της ΣΤΑΣΥ ΑΕ και των άλλων επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο βαθμολόγιο και μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, προκειμένου να ρυθμιστεί ο χρόνος επέλευσης της αναστολής των περαιτέρω μειώσεων των αποδοχών τους και όχι  με σκοπό την εφαρμογή μιας επιπλέον μείωσης μέχρι 25% των ήδη μειωμένων από 1-11-2011 κατά ποσοστό μέχρι 25% αποδοχών τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4354/2015 ουδεμία αιτιολογία διαλαμβάνεται, τόσο σχετικά με την αναγκαιότητα της αναδρομικότητας της διάταξης του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 4024/2011, όσο και με τους λόγους που επιβάλλουν την δεύτερη αυτή μείωση αποδοχών. Αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 1 του ν. 4354/2015 συνεπάγεται, με αναδρομική ισχύ, νέα από 1-1-2013 δραστική περικοπή των αποδοχών των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, επισωρευτικά με την προηγούμενη της 1-11-2011, τότε η διάταξη αυτή, ως προς το χρόνο έναρξης εφαρμογής της, είναι αντισυνταγματική λόγω παραβάσεως των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, διότι θα εισήγε δυσμενέστερη μεταχείριση των εργαζομένων των ΝΠΙΔ και των ΔΕΚΟ σε σχέση με τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και στα ΝΠΔΔ, χωρίς να συντρέχει κάποιος αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί τη δυσμενέστερη αυτή μεταχείριση και θα κατέληγε σε αιφνίδια, υπέρμετρη απώλεια των αποδοχών των εργαζομένων της εναγομένης εταιρείας σε σχέση με αυτή που ήδη, βάσει των διατάξεων του ν. 4024/2011, είχε υποστεί το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, τους ΟΤΑ και τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005, προσβάλλοντας έτσι την εργασιακή σχέση στον πυρήνα της χωρίς να συντρέχουν λόγοι που να καθιστούν αναγκαία την  προσβολή αυτή. Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ένταξη από 1-1-2013 του προσωπικού της επιχείρησης «ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ» στο βαθμολόγιο και μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων δεν έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα εκ νέου περικοπής των αποδοχών τους κατά ποσοστό 25%, πέραν της περικοπής, κατά το ποσοστό αυτό, που είχε ήδη γίνει το 2011, ενώ η αναστολή της υπερβάλλουσας μείωσης των αποδοχών από 31-12-2012 έως 31-12-2016,  η οποία προβλέπεται από την περίπτωση 2 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καταλαμβάνει τόσο τους υπαλλήλους του στενού δημόσιου τομέα, όσο και τους εργαζόμενους στις «ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΕ», στους οποίους έως τις 31-12-2012 εφαρμοζόταν αναλόγως, ενώ από 1-1-2013 ευθέως, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να έχουν ήδη υποστεί τις αντίστοιχες μειώσεις κατά ποσοστό 25% επί των καταβαλλομένων αποδοχών τους. Το Εφετείο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 29 παρ. 2 εδάφιο τελευταίο του ν. 4024/2011 και της περίπτωσης 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως βάσιμα υποστηρίζουν οι ενάγοντες με το μοναδικό λόγο της αναίρεσής τους από τον αριθμό 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ. Αντίθετα, ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης της εναγομένης εργοδότριας, από τον αριθμό 560 αρ. 1 του ΚΠολΔ, με τον οποίο υποστηρίζει ότι το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις και δεν εφάρμοσε, ενώ ήταν εφαρμοστέες, τις διατάξεις του άρθρων 7 παρ. 1 στ, 27, 31 παρ. 1, 33 περ. α, β, 34 περ. α και β και 35 του ν. 4354/2015, είναι αβάσιμος».
  1. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι, κατά την πλειοψηφήσασα στο Δικαστήριο τούτο άποψη, η εξεταζόμενη αγωγή, κατά παραδοχή του βασίμου πιο πάνω λόγου αναιρέσεως, κρίνεται μη νόμιμη κατά το μέρος που στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις, πρέπει: 1) Ο από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ μόνος λόγος της από 26-3-2018 αίτησης των αναιρεσειόντων-εργαζομένων για αναίρεση της 629/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών να απορριφθεί και στη συνέχεια, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς διερεύνηση, να απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη από 26-3-2018 αίτηση τούτων (αναιρεσειόντων). 2) Ο από το άρθρο 560 αρ. 1 ΚΠολΔ παραπεμφθείς ενώπιον της Ολομέλειας δεύτερος λόγος της από 21-3-2018 αιτήσεως της αναιρεσείουσας-εργοδότριας να γίνει δεκτός και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει δε του ότι η υπόθεση δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση ούτε επιφυλάχθηκε το Τμήμα που παρέπεμψε αυτήν (υπόθεση) στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αναιρετικού λόγου, πρέπει να κρατηθεί και να δικασθεί από την πλήρη Ολομέλεια (ΚΠολΔ 580 παρ. 3 εδ. α’, βλ. ΟλΑΠ16/2015), να ερευνηθεί κατά το αναιρούμενο μέρος κατ’ ουσίαν η έφεση, που ασκήθηκε από τους αναιρεσιβλήτους-εκκαλούντες (πλην της όγδοης εκκαλούσας, μη διαδίκου στην αναιρετική δίκη) και να απορριφθεί η τελευταία (έφεση)