IX. Αρείου Πάγου 519/2021 - Τμ. Β1: «Συλλογικές Συμβάσεις. Ζήτημα αν η πρόβλεψη όρου περί απορροφήσεως μισθωτών άλλων Τραπεζών ανήκει στους ενοχικούς ή στους κανονιστικούς όρους»

Περίληψη: Το περιεχόμενο των ΣΣΕ αποτελείται από το κανονιστικό και από το ενοχικό μέρος – Έννοια – Οι ΣΣΕ ως προς το κανονιστικό τους μέρος έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Συνέπειες. Οι ΣΣΕ μπορεί να προβλέπουν ως κανονιστικούς όρους και θέματα που συνδέονται με τους όρους των ατομικών συμβάσεων εργασίας (πρόσληψη με διαγωνισμό, προϋπηρεσία, επαναπρόσληψη εποχικώς εργαζομένων κ.λπ.) – Οι ειδικές ΣΣΕ του Ν. 3239/55 προσομοιάζουν προς τις επιχειρησιακές ΣΣΕ του Ν. 1876/90 – Η επιχειρησιακή ΣΣΕ δεσμεύει κατά το κανονιστικό της μέρος, το σύνολο των εργαζομένων τής επιχ/σεως, ανεξαρτήτως αν είναι μέλη της συμβληθείσης συνδικαλιστικής Οργανώσεως – Η ειδική ΣΣΕ 7.5.84 (και όχι 17.5) των Τραπεζών, η οποία κυρώθηκε από της ενάρξεως ισχύος της με το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 1483/84 – Στο άρθρο 14 της ΣΣΕ περιελήφθη όρος περί απορροφήσεως απολυομένων από τις ξένες Τράπεζες. – Πρόκειται για ζήτημα προσλήψεως και αποτελεί κανονιστική διάταξη της ΣΣΕ – Αναίρεση για παράβαση κανόνος του ουσιαστικού δικαίου – Ο λόγος ιδρύεται και όταν η παράβαση αφορά στους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών – Και αντίθετη άποψη μειοψηφίας: ΣΣΕ που κυρώνεται με νόμο αποκτά ισχύ τυπικού νόμου μόνον εφ’ όσον το κείμενό της έχει ενσωματωθή στο κείμενο του νόμου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως – Άλλως δεν πρόκειται περί γνησίας κυρώσεως – Ο όρος της ειδικής ΣΣΕ 7.5.84 δεν περιελήφθη στον κυρωτικό Ν. 1483/84, ως τμήμα αυτού – Ο όρος περί απορροφήσεως είναι (κατά την μειοψηφία) ενοχικός και όχι κανονιστικός – Οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων  173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται μόνον για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών και όχι και διατάξεων ουσιαστικού δικαίου.

 

(...) 3. Οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ), συναπτόμενες μεταξύ των συνδικαλιστικών οργανώσεων και της ένωσης εργοδοτών ή ενός μεμονωμένου εργοδότη, περιλαμβάνουν δύο μέρη, το κανονιστικό και το ενοχικό. Το ενοχικό μέρος ρυθμίζει τις σχέσεις και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της συμβαλλόμενης συνδικαλιστικής οργάνωσης με την αντίστοιχη εργοδοτική οργάνωση ή, όταν πρόκειται για επιχειρησιακές ΣΣΕ, με τον μεμονωμένο εργοδότη, με τον καθορισμό διαδικασιών ενημέρωσης, τη δημιουργία διαρκών επιτροπών συνεννόησης και επεξεργασίας θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος, παραχώρησης ειδικών συνδικαλιστικών εξυπηρετήσεων προς την εργατική πλευρά, όπως η παραχώρηση γραφείων, χώρων διενέργειας συνελεύσεων, επιτρεπτής κατά το άρθρο 5 Ν. 1264/82  χρηματοδότησης της συνδικαλιστικής οργάνωσης κ.λπ. Επίσης, στους ενοχικούς όρους εντάσσονται και οι όροι που αφορούν στη θέσπιση κανόνων διευκόλυνσης της διαπραγμάτευσης (πέραν των νομοθετικών θεσπισμένων), στην επίλυση των συλλογικών διαφορών με ειρηνικό τρόπο ή στον περιορισμό της προσφυγής σε απεργιακές εκδηλώσεις (υποχρέωση ειρήνης). Έτσι, οι ενοχικοί όροι δεν εμπεριέχουν ρυθμίσεις που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων, που εκπροσωπούνται από τη συνδικαλιστική οργάνωση, η δε ΣΣΕ ως προς το ενοχικό τμήμα της αποτελεί σύμβαση του κοινού ιδιωτικού δικαίου και δεσμεύει τα ίδια τα συμβαλλόμενα μέρη (συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτικές οργανώσεις ή ατομικώς εργοδότες). Η παράβαση ενοχικών όρων δεν δημιουργεί κατ’ αρχήν αξίωση για τους τρίτους, για τα μέρη δηλαδή της ατομικής σχέσης εργασίας, εκτός αν από τη βούληση των συμβαλλομένων μερών ή από τη φύση και το σκοπό του συγκεκριμένου συμβατικού όρου προκύπτει ευθεία απαίτηση υπέρ των μελών της συμβληθείσης συνδικαλιστικής οργανώσεως. Αντίθετα, η συνδικαλιστική οργάνωση που μετέχει στη σύναψη της ΣΣΕ έχει κατά της αντισυμβληθείσης οργανώσεως αξίωση για εκπλήρωση των ενοχικών όρων που συνομολογήθηκαν. Το κανονιστικό μέρος διαμορφώνει το ελάχιστο περιεχόμενο των όρων με βάση τους οποίους λειτουργούν οι υπαγόμενες στη ΣΣΕ ατομικές εργασιακές σχέσεις, που υφίστανται ήδη ή θα συνάπτονται στο μέλλον μεταξύ των δεσμευομένων από τη συλλογική σύμβαση εργασίας κατ’ ιδίαν εργοδοτών και των κατ’ ιδίαν εργαζομένων, εφόσον και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες καταλαμβάνονται από τη συλλογική σύμβαση, είτε διότι είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν στη ΣΣΕ, είτε διότι αυτή κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική, τουλάχιστον έως το Ν.  4046/2012 και την ΠΥΣ 6/2012.(παρ. 2) Ως προς το κανονιστικό μέρος της η ΣΣΕ, που αποτελεί και τη σημαντικότερη πλευρά της, λειτουργεί ως νόμος, καθόσον από τη διάταξη του  άρθρου 7 παρ. 1 Ν. 1876/90, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της ΣΣΕ έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 Συντάγματος, κατά τη σύναψη των ΣΣΕ τα συλλογικώς διαπραγματευόμενα μέρη ασκούν νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, που έχει παραχωρηθεί από την εν λόγω συνταγματική διάταξη, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος, και συνεπώς, οι ΣΣΕ ως προς το κανονιστικό τους μέρους έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 1903/2014, ΑΠ 692/2014, ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 127/2013, ΑΠ 127/2012, ΑΠ 1561/2011)(παρ. 3) και δεσμεύει τα πρόσωπα εργαζομένων και εργοδοτών που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της. Η παράβαση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κανονιστικό μέρος της ΣΣΕ, ενόψει της άμεσης και αναγκαστικής ισχύος των κανονιστικών όρων, δημιουργεί για τα μέρη της ατομικής σχέσης εργασίας αξίωση για εκπλήρωση. Έτσι, ο εργαζόμενος έχει αξίωση κατά του εργοδότη του και συνεπώς δικαίωμα για άσκηση αγωγής με αίτημα την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη ΣΣΕ, είτε πρόκειται για μισθολογικές υποχρεώσεις είτε για άλλους όρους. Περαιτέρω, το κύριο αντικείμενο των ΣΣΕ είναι η ρύθμιση των όρων εργασίας. Οι όροι αυτοί, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 Ν. 1876/90 «Ελεύθερες διαπραγματεύσεις και άλλες διατάξεις», μπορεί να αναφέρονται στη σύναψη, στη λειτουργία και στη λήξη των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Αν και κατά κανόνα τα κατ’ εξοχήν θέματα που αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης είναι το θέμα του μισθού και κατά δεύτερο λόγο το θέμα του χρόνου εργασίας, εν τούτοις όχι σπάνια στις ΣΣΕ περιέχονται και όροι που αφορούν τη σύναψη ή τη λύση της σύμβασης εργασίας ή άλλα ζητήματα που συνδέονται με τους όρους λειτουργίας των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Ειδικότερα η ΣΣΕ μπορεί να προβλέπει όρους που αφορούν την πρόσληψη με διαγωνισμό, τα προσόντα των προσλαμβανομένων, την περίοδο δοκιμής, τον έγγραφο τύπο, την αναγνώριση πλασματικού χρόνου προϋπηρεσίας, τη διαφύλαξη κάποιων από τις θέσεις που πρόκειται να καλυφθούν για κάποια κατηγορία εργαζομένων, την υποχρέωση επαναπρόσληψης εποχιακών εργαζομένων, κ.α. Πρόκειται για όρους κανονιστικούς και όχι ενοχικούς γιατί αφορούν και ισχύουν στις σχέσεις εργασίας των δεσμευομένων από τη ΣΣΕ προσώπων και όχι στη σχέση των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Υπό το προϊσχύσαν του Ν. 1876/90, με βάση το Ν. 3239/55, νομοθετικό καθεστώς δεν υφίστατο γενική πρόβλεψη περί επιχειρησιακών ΣΣΕ. Αντ’ αυτών προβλέπονταν οι λεγόμενες «ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας», οι οποίες αφορούσαν στους μισθωτούς μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων, που δεν υπάγονταν σε εθνική ομοιοεπαγγελματική σύμβαση εργασίας. Εφόσον δε αυτές αφορούσαν στο  προσωπικό επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων κοινής ωφέλειας (ΟΤΕ, ΔΕΗ κ.λπ.), καθώς και τραπεζικών επιχειρήσεων και τραπεζικών ιδρυμάτων, μπορούσαν να συνάπτονται από τον μεμονωμένο εργοδότη και το αντίστοιχο επιχειρησιακό σωματείο. Στη συγκεκριμένη δε, αυτή περίπτωση οι ειδικές ΣΣΕ του παρελθόντος, προσομοίαζαν με τις επιχειρησιακές ΣΣΕ, που θέσπισε στη συνέχεια ο Ν. 1876/90. Για το λόγο αυτό, υπό το καθεστώς του ισχύοντος Ν. 1876/90, οι ειδικές ΣΣΕ του Ν. 3239/55 συνέχισαν να λειτουργούν ως επιχειρησιακές ΣΣΕ (ΑΠ 252/2012,(παρ. 4) ΑΠ 453/2010), εφόσον δε εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη θέσπιση του Ν. 1876/90, υπάγονται στις διατάξεις αυτού ως προς τα αποτελέσματά τους, την καταγγελία και τη λήξη ισχύος τους, και στην περίπτωση που λήγουν ή καταγγελθούν, μπορούν να αντικατασταθούν με βάση την αρχή της τάξεως από τις προβλεπόμενες από τον Ν. 1876/90 επιχειρησιακές ΣΣΕ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 1§1, 3§1, 8§3, 10§2 και 16§3 του Ν. 1876/90 προκύπτει ότι η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας, κατά το κανονιστικό της μέρος, δεσμεύει το σύνολο των εργαζομένων στη συγκεκριμένη εκμετάλλευση, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη της συμβληθείσης συνδικαλιστικής οργανώσεως ή όχι.

Την 17.5.1984(παρ. 5) καταρτίστηκε Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (17.5.1984(παρ. 5) ΣΣΕ προσωπικού Τραπεζών) μεταξύ τριάντα τριών (33) Τραπεζών και της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Τ.Ο.Ε.), η οποία, συνταγέντος του υπ’ αριθμ. 34/1984 πρακτικού καταθέσεως, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΥΑ 15475/28.5.1984 - ΦΕΚ β’ 356/5.6.1984).(παρ. 5) Ακολούθως, με το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 1483/84 «Προστασία και διευκόλυνση των εργαζομένων με οικογενειακές υποχρεώσεις - Τροποποιήσεις και βελτιώσεις εργατικών νόμων» (ΦΕΚ 153/Α/8.10.1984),(παρ. 6) ορίστηκε ότι: «Κυρώνεται από τότε που ίσχυσε και εφαρμόζεται για όλες τις Τράπεζες (Ελληνικές και ξένες), που λειτουργούν στην Ελλάδα η από 17 Μαϊου 1984(παρ. 7) Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που αφορά το προσωπικό των Τραπεζών, που υπεγράφη παρουσία του Υπουργού Εργασίας και η οποία με την αριθ. 15474/1984 απόφαση του ίδιου Υπουργού δημοσιεύθηκε στο Φύλλο της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως αριθ. 356 τ. δεύτερο 5.6.1984» (από προφανή παραδρομή αναγράφεται 15474 αντί του ορθού 15475). Η Συλλογική αυτή Σύμβαση Εργασίας, η οποία καταρτίστηκε υπό την ισχύ του Ν. 3239/55, συνέχισε να ισχύει μετά την κατάργησή του, αφού κυρωθείσα με νόμο και μη καταργηθείσα μεταγενέστερα με νόμο (ΣΣΕ κυρωθείσα με νόμο, δεν είναι πλέον ορισμένης ή αόριστης διάρκειας, ούτε και καταγγέλλεται, αλλά ισχύει μέχρι να καταργηθεί με νόμο) υπήχθη, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, ως προς τα αποτελέσματά της και γενικά την ισχύ της, στις διατάξεις του Ν. 1876/90, που είναι άμεσης εφαρμογής και οι κανονιστικές του διατάξεις έχουν ισχύ νόμου (ΑΠ 1330/2018, ΑΠ 256/2016, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 280/2006). Στο άρθρο 14 της ως άνω ΣΣΕ υπό τον τίτλο «απορρόφηση απολυόμενων» ορίζεται ότι «Οι Τράπεζες, όπως έκαναν και στο παρελθόν, θα απορροφούν και στο μέλλον τους απολυόμενους υπαλλήλους από τις ξένες τράπεζες όταν οι απολύσεις γίνονται εξ αιτίας παύσης των εργασιών τους στην Ελλάδα. Θα προηγείται, όπου απαιτείται, κυβερνητική έγκριση». Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου αυτού προκύπτει υποχρέωση των συμβληθεισών τραπεζών «να απορροφούν», δηλαδή να προσλαμβάνουν τους απολυόμενους από τις ξένες τράπεζες υπαλλήλους, όταν αυτοί απολύονται εξ αιτίας παύσεως των εργασιών τους στην Ελλάδα, με μόνη προϋπόθεση, «όπου απαιτείται», την κυβερνητική έγκριση. Πρόκειται δηλαδή για ρύθμιση ζητήματος πρόσληψης και συνεπώς για κανονιστική διάταξη της ΣΣΕ, με βάση την οποία καθιερώνεται αυτοτελές δικαίωμα των απολυομένων από τις αλλοδαπές τράπεζες να αξιώσουν από τις τράπεζες που συμβλήθηκαν στην από 14.5.1984 Ειδική ΣΣΕ, την «απορρόφησή τους» - πρόσληψή τους.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Ουσιαστικού δικαίου κανόνας που παραβιάσθηκε μπορεί να περιέχεται και στις ΣΣΕ, κατά το κανονιστικό τους μέρος, όπως και στις ΔΑ για επίλυση συλλογικών διαφορών (ΑΠ 871/2018, ΑΠ 43/2017, ΑΠ 862/2009). Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βούλησης των μερών. Ειδικότερα, παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρα 173 και 200 ΑΚ,  υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας, είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, μολονότι, κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό  κρίση του, δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, καίτοι ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπληρώσεως ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Η διαπίστωση, εξ άλλου, από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα από αυτή, όπως συμβαίνει όταν, παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγ-κασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή, ανάλογα, στην ερμηνεία τους. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των ανωτέρω διατάξεων συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ’ αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με τα κριτήρια της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1457/2017, ΑΠ 672/2014, ΑΠ 1098/2011). Επίσης, εκ πλαγίου παραβίαση, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., μπορεί να συντελεσθεί και επί των  ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. Ειδικότερα, τέτοια παραβίαση υπάρχει: α) όταν δεν διευκρινίζεται επαρκώς εάν υπάρχει ή όχι κενό στη δικαιοπραξία, αν το δικαστήριο έχει προβεί στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων και αν δεν παραθέτει σαφώς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, β) όταν η απόφαση περιέχει ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την εφαρμογή ή όχι των ανωτέρω διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και γ) το δικαστήριο έσφαλε κατά την υπαγωγή των δεκτών γενόμενων περιστατικών στην έννοια του νόμου (ΑΠ 527/2008). Οι εν λόγω ερμηνευτικοί κανόνες εφαρμόζονται για την ερμηνεία δικαιοπραξιών και όχι για την ερμηνεία διατάξεων ουσιαστικού νόμου και, συνεπώς, η μη προσφυγή στους κανόνες αυτούς προκειμένου περί ερμηνείας ουσιαστικής διάταξης, όπως είναι και οι διατάξεις των ΣΣΕ, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο (ΑΠ 1330/2018, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 599/2004, ΑΠ 1012/1995). Τέλος, αλυσιτελής είναι ο λόγος αναίρεσης που πλήττει αιτιολογίες πλεοναστικές (ΑΠ 2020/2014, ΑΠ 1008/2007).

  1. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 14 της από 17.5.1984 Ειδικής ΣΣΕ, 25 παρ. 2 Ν. 1483/84, 2 και 7 παρ. 1 του Ν. 1876/90 και Ν. 3239/55, αποφαινόμενο ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη, γιατί ο όρος 14 της ως άνω από 17.5.1984 Ειδικής ΣΣΕ δεν έχει κανονιστικό, αλλά ενοχικό χαρακτήρα και συνακόλουθα δεν γεννά αγώγιμη αξίωσή τους απευθείας σε βάρος της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης, απορρίπτοντας την έφεσή τους ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το Εφετείο με τη κρίση του αυτή παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο επίμαχος όρος της από 17.5.1984 Ειδικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΟΤΟΕ - Τραπεζών) είναι κανονιστικός, δεδομένου ότι ρυθμίζει ζήτημα πρόσληψης των απολυομένων από τις ξένες τράπεζες τραπεζοϋπαλλήλων, όταν οι απολύσεις τους γίνονται εξ αιτίας παύσης των εργασιών τους στην Ελλάδα, από τις συμβληθείσες στην ΣΣΕ Τράπεζες, και όχι ενοχικός, και ως εκ τούτου γεννά αγώγιμη αξίωση στα πρόσωπα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ άλλων και τους αναιρεσείοντες, κατά των συμβληθεισών σ’ αυτή τραπεζών, υπό την επιφύλαξη της τυχόν απαιτούμενης κυβερνητικής έγκρισης, και συνεπώς έσφαλε μη εφαρμόζοντας τις διατάξεις αυτές, οι οποίες ήταν εφαρμοστέες στην ένδικη περίπτωση. Επομένως, ο περί τούτου από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αίτησης είναι βάσιμος.

Ένα μέλος του Δικαστηρίου, η Αρεοπαγίτης Πελαγία Ακάσογλου μειοψηφεί και έχει την ακόλουθη γνώμη:

(Ι).- Από τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 2 και 23 παρ. 1 Συντάγματος, 1 παράγραφοι 1 και 2, 2 παρ. 1, 3  παρ. 1, 7, 5 παρ. 3, 22, 21 παράγραφοι 1 και 2 ν. 3239/55 (ΦΕΚ Α. 125/ 20.5.1955), 2 παρ. 1, 3 παράγραφοι 1 και 5, 7 παρ. 1 και 8 παρ. 3 ν. 1876/90 (ΦΕΚ Α. 27/8.3.1990) - και όπως ίσχυσαν τα συγκεκριμένα άρθρα του ν. 3239/55 και του ν. 1876/90, κατά την ψήφιση του Συντάγματος 1975/1986/ 2001 και δη, με ισχύ των άρθρων αυτών του ν. 1876/90, από 8.5.1990 [απόφαση Υπουργού Εργασίας 12386/20.3.1990(παρ. 8) (ΦΕΚ Β. 189/22.3.1990), εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 35 ν. 1876/90] - προκύπτουν (και) τα εξής: Όλες οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) συμπληρώνουν τους γενικούς όρους εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται από το νόμο, ενώ οι κανονιστικοί όροι τους (Σ.Σ.Ε.) έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, δηλ. επιδρούν επί της ατομικής συμβάσεως εργασίας, κατά τρόπο άμεσο και αναγκαστικό, ως κανόνες δικαίου, χωρίς να καθίστανται περιεχόμενο της συμβάσεως εργασίας. Έτσι, με συνταγματική παραχώρηση, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν, κατά την κατάρτιση Σ.Σ.Ε., εξουσία κανονιστική (νομοθετική), εφ’ όσον οι Σ.Σ.Ε., ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου (ΑΠ 931/2017).(παρ. 9) Η αναγκαστική πρόσληψη εργαζομένων ορισμένης κατηγορίας, δεν αποτελεί αντικείμενο συλλογικής διαπραγματεύσεως, αφού είναι θέμα που ανάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του νομοθέτη δηλ., μόνο ο νομοθέτης μπορεί να ρυθμίσει εξαντλητικά τέτοιο θέμα, με νόμο, που δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντάγματος (Α.Ε.Δ. 8/2019), χωρίς να αφήσει περιθώρια συμπληρωματικής ρυθμίσεως, με Σ.Σ.Ε. Τούτο διότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει μεν, τον θεσμό της συλλογικής αυτονομίας των επαγγελματικών οργανώσεων, αλλά, όπως αυτός ο θεσμός είχε ήδη, στον χρόνο ψηφίσεως του Συντάγματος διαμορφωθεί, κατά περιεχόμενο και έκταση, από τον κοινό νομοθέτη (ΣτΕ 3026/1986). Έτσι, υπό την ισχύ (και κατά την ψήφιση του Συντάγματος) του ν. 3239/55, νόμιμο περιεχόμενο Σ.Σ.Ε. ήταν η ρύθμιση που αφορά τους όρους, τις συνθήκες και την αμοιβή της εργασίας, δηλ. το περιεχόμενο και τη λειτουργία των ατομικών σχέσεων εργασίας ενώ, δεν μπορούσε, με Σ.Σ.Ε. να θεσπισθούν κανόνες, που ανάγονται στην πρόσληψη εργαζομένου και τη «σύναψη» ατομικής συμβάσεως εργασίας (ΑΠ 714/1990). Οι Σ.Σ.Ε. διακρίνονταν (και) σε Ειδικές. Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ειδική Σ.Σ.Ε.), εφ’ όσον είχε καταρτισθεί και υπογραφεί παρουσία του Υπουργού Εργασίας, δέσμευε, για την περιφέρεια, όπου ίσχυε, το σύνολο των εργοδοτών και των εργαζομένων του επαγγέλματος, που αφορούσε. Επίσης, υπό την ισχύ (και κατά την ψήφιση του Συντάγματος) του μεταγενέστερου ν. 1876/90, νόμιμο περιεχόμενο Σ.Σ.Ε. είναι η ρύθμιση ζητημάτων, σχετικά με τη σύναψη, τους όρους λειτουργίας και τη λήξη ατομικής συμβάσεως εργασίας, ήτοι σχετικά με την πρόσληψη εργαζομένου, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών της ατομικής συμβάσεως, το αντικείμενο εργασίας και το ωράριο, τις μισθολογικές και άλλες παροχές. Ειδικότερα δε, ως προς την πρόσληψη εργαζομένου, μπορεί, με Σ.Σ.Ε., να συμφωνηθεί η σύνθεση και ο αριθμός των εργαζομένων για συγκεκριμένο έργο ή για την επάνδρωση Υπηρεσίας, που προϋποθέτει πως θα γίνουν ανάλογες προσλήψεις ή απασχόληση προσώπων, με ειδικά προσόντα, σε ορισμένους τομείς, η πρόσληψη, μόνο, στον πρώτο βαθμό ιεραρχίας ή η πρόσληψη, μόνο, κατόπιν διαγωνισμού ενώ, αποκλείονται συμφωνίες για την πρόσληψη ορισμένων προσώπων ή προσώπων από ορισμένο κύκλο. Η Επιχειρησιακή Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Σ.Σ.Ε.) είναι είδος των Σ.Σ.Ε., καταρτίζεται μεταξύ της συνδικαλιστικής οργανώσεως της επιχειρήσεως και του εργοδότη και η ισχύς της καταλαμβάνει όλους ανεξαιρέτως τους εργαζομένους της επιχειρήσεως. Ειδική Σ.Σ.Ε., αν και καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν. 3239/55, ήδη υπάγεται, ως προς τα αποτελέσματα και, γενικώς, την ισχύ της, στις διατάξεις του ν. 1876/90, που είναι άμεσης εφαρμογής, αντιστοιχεί δε, αυτή (Ειδική Σ.Σ.Ε.) στην Ε.Σ.Σ.Ε. του ν. 1876/90 (ΑΠ 256/2016,(παρ. 10) ΑΠ 1494/2010). Περαιτέρω, Σ.Σ.Ε., που κυρώνεται με νόμο, αποκτά ισχύ τυπικού νόμου, μόνον εφ’ όσον το κείμενο της (Σ.Σ.Ε.) έχει ενσωματωθεί στο κείμενο του νόμου και έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η κυρωθείσα Σ.Σ.Ε. αποκτά την  ποιότητα και ισχύ τυπικού νόμου και πρέπει να αντιμετωπίζεται, πλέον, ως τυπικός νόμος ενώ, εάν η σχετική διάταξη του κυρωτικού νόμου αναφέρει απλώς ότι  κυρώνεται η Σ.Σ.Ε., χωρίς να ενσωματώνεται το κείμενο της (Σ.Σ.Ε.) στο περιεχόμενο του νόμου και χωρίς να δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως επιβάλλει το άρθρο 42 παρ. 1 Συντάγματος, δεν πρόκειται για γνήσια κύρωση και η Σ.Σ.Ε. δεν καθίσταται τυπικός νόμος (ΣτΕ Ολ. 2386/1970).(παρ. 11) Η από 17.5.1984 Ειδική Σ.Σ.Ε. καταρτίσθηκε υπό την ισχύ του ν. 3239/55 και δημοσιεύθηκε, με την 15475/28.5.1984(παρ. 12) απόφαση του Υπουργού Εργασίας, στο ΦΕΚ Β. 356/5.6.1984, ίσχυσε από την 5.6.1984 και κυρώθηκε, με το άρθρο 25 παρ. 2 ν. 1483/84 (ΦΕΚ Α. 153/8.10.1984). Συγκεκριμένα, το άρθρο 25 παρ. 2 ν. 1483/84 ορίζει: «Κυρώνεται από τότε, που ίσχυσε και εφαρμόζεται για όλες τις Τράπεζες (Ελληνικές και Ξένες), που λειτουργούν στην Ελλάδα, η από 17 Μαϊου 1984 Ειδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που αφορά το προσωπικό των Τραπεζών, που υπεγράφη παρουσία του Υπουργού Εργασίας και η οποία, με την υπ’ αριθμ. 15474/1984 απόφαση του ίδιου Υπουργού, δημοσιεύθηκε στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, αριθμός 356, τ. δεύτερο, 5.6.1984» (στο ως άνω κείμενο αναφέρεται, ως αριθμός της επίμαχης αποφάσεως, ο 15474/1984, αντί του ορθού 15475/1984, όπως επισημαίνουν και οι αναιρεσείοντες στο δικόγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως). Δια του άρθρου 25 παρ. 2 ν. 1483/84, όπως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενό του, δεν σκοπήθηκε η αναγωγή της από 17.5.1984. Ειδικής Σ.Σ.Ε. σε διάταξη τυπικού νόμου (άρθρο 42 παρ. 1 Συντάγματος), όπως αναφέρθηκε, εφ’ όσον το κείμενο της (Ειδικής Σ.Σ.Ε.), δεν περιλαμβάνεται στον κυρωτικό ν. 1483/84, ως τμήμα αυτού. Στο άρθρο 14 της επίμαχης από 17.5.1984 Ειδικής Σ.Σ.Ε., με συμβαλλόμενη (και) την Ελληνική Τράπεζα υπό την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» (Ε.Τ.Ε. Α.Ε.), ορίζεται ότι «Οι Τράπεζες, όπως έκαναν και στο παρελθόν, θα απορροφούν και στο μέλλον τους απολυόμενους υπαλλήλους από τις ξένες Τράπεζες, όταν οι απολύσεις γίνονται εξ αιτίας παύσης των εργασιών τους στην Ελλάδα. Θα προηγείται, όπου  απαιτείται κυβερνητική έγκριση». Η ως άνω ρύθμιση είναι σχετική με την  πρόσληψη εργαζομένου και, κατά τα προεκτεθέντα, δεν ανήκει στο νόμιμο περιεχόμενο Ειδικής Σ.Σ.Ε. ώστε να είναι άμεσης εφαρμογής. Ειδικότερα, δεν ανήκει στο νόμιμο περιεχόμενο Ειδικής Σ.Σ.Ε.: (i).- υπό την ισχύ του ν. 3239/55, διότι δεν μπορούσε, με Σ.Σ.Ε., να θεσπισθούν κανόνες που ανάγονται στην πρόσληψη εργαζομένου και (ii).- υπό την ισχύ του ν. 1876/90, αφού αποκλείονται συμφωνίες για την πρόσληψη ορισμένων προσώπων ή προσώπων από ορισμένο κύκλο. Επομένως, ο συγκεκριμένος όρος, ως ενοχικός και όχι κανονιστικός, δεν παρέχει, σε βάρος (και) της πιο πάνω συμβαλλόμενης Ε.Τ.Ε. Α.Ε., άμεση αξίωση για πρόσληψη υπαλλήλου.

(ΙΙ).- Η παραβίαση κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, δηλ. κανόνων που ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλουν κυρώσεις, προβλέπεται, ως λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, χωρίς να ενδιαφέρει, σε ποιο επίπεδο εντάσσονται οι κανόνες από άποψη ιεραρχίας των πηγών του δικαίου (ΑΠ 1741/2012). Έτσι, στους κανόνες που έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου και η παραβίασή τους ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, περιλαμβάνονται και οι Σ.Σ.Ε., ως άνω, κατά τις κανονιστικές τους διατάξεις (ΑΠ 256/2016, ΑΠ 280/2006). Η παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου εκδηλώνεται (και) ως ψευδής ερμηνεία, όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε έννοια διαφορετική από την  αληθινή, ελέγχονται δε, δια του λόγου αυτού αναιρέσεως (και) τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας, κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ Ολ. 3/2020). Επομένως, ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ είναι δυνατόν να έχει ως περιεχόμενο (και) την αιτίαση ότι η αγωγή απορρίφθηκε, ως μη νόμιμη, ενώ ήταν νόμιμη, σύμφωνα με συγκεκριμένο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ Ολ. 28/1998).

Ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περιέχει, με την επίκληση του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ, την αιτίαση ότι η 6148/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών έκρινε την αγωγή μη νόμιμη, ενώ ήταν νόμιμη, σύμφωνα με την ιστορική της βάση, που εκτίθεται, πλήρως και σαφώς, στο δικόγραφο της αναιρέσεως. Έτσι, παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 14 της από 17.5.1984 Ειδικής Σ.Σ.Ε., 25 παρ. 2 ν. 1483/84, 2 και 7 παρ. 1 ν. 1876/90 και το ν. 3239/55, με ψευδή ερμηνεία. Ειδικότερα, οι αναιρεσείοντες επικαλούνται ότι το Εφετείο παραβίασε τις προηγούμενες «ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, αποφαινόμενο ότι ο όρος 14 της από 17.5.1984 Ειδικής Σ.Σ.Ε. μεταξύ Τραπεζών - Ο.Τ.Ο.Ε. δεν έχει κανονιστικό, αλλά ενοχικό χαρακτήρα».

Εν όψει όσων εκτέθηκαν στις αμέσως προηγούμενες υπό στοιχεία (Ι) και (ΙΙ) νομικές σκέψεις, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, το Εφετείο, που απέρριψε την αγωγή, ως μη νόμιμη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ. (α) ΚΠολΔ. Τούτο διότι ο όρος 14 της επίμαχης από 17.5.1984 Ειδικής Σ.Σ.Ε. δεν ανήκει στο νόμιμο περιεχόμενό της ούτε υπό την ισχύ του ν. 3239/55 ούτε υπό την ισχύ του ν. 1876/90 και είναι όρος ενοχικός, όχι κανονιστικός ώστε να μην επιδρά επί ατομικής συμβάσεως εργασίας των διαδίκων, κατά τρόπο άμεσο και αναγκαστικό. Επομένως, ο παραδεκτός (ορισμένος) πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος.

  1. Με τον δεύτερο λόγο της αίτησης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις ερμηνευτικές των δικαιοπραξιών διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επειδή δεν προσέφυγε στις διατάξεις αυτές για να ερμηνεύσει τον επίμαχο όρο της ως άνω ΣΣΕ και δη ότι η απορρέουσα από αυτόν υποχρέωση των Ελληνικών Τραπεζών να προσλαμβάνουν προσωπικό των αλλοδαπών τραπεζών, όταν οι τελευταίες παύουν τις εργασίες τους στην Ελλάδα αφορά σε αδιαίρετη παρά σε διαιρετή παροχή για κάθε μία από αυτές. Ο λόγος αυτός (πέραν του ότι η αιτιολογία ότι «Επί πλέον, οι ενάγοντες - εκκαλούντες ενήγαγαν επιλεκτικά τη συγκεκριμένη εναγομένη - εφεσίβλητη τράπεζα, χωρίς ωστόσο, ο επίμαχος όρος να παρέχει από το περιεχόμενό του, τη δυνατότητα επιλογής των απολυμένων υπαλλήλων, της τράπεζας, στην οποίαν επιθυμούν να προσληφθούν» είναι πλεοναστική) είναι απαράδεκτος, καθόσον οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται μόνο για την ερμηνεία των δικαιοπραξιών και όχι για την ερμηνεία διατάξεων ουσιαστικού νόμου, όπως είναι και οι διατάξεις των ΣΣΕ.
  1. Με τον τρίτο λόγο της αίτησης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, που συνίσταται στο ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 189, 192 και 873 ΑΚ, επειδή δεν εμπεριέχει οποιαδήποτε αιτιολογία, άλλως περιέχει αιτιολογία ανεπαρκή, σε ζήτημα που ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συγκεκριμένα σχετικά με το ότι η αναιρεσίβλητη με την από 23.3.2010 και με αριθ. πρωτ. 840 επιστολή της αναγνώρισε την υποχρέωσή της να «απορροφήσει» τους ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, σύμφωνα με τους όρους της από 17.5.1984 ΣΣΕ. Ο λόγος αυτός είναι αλυσιτελής, διότι πλήττεται μια πλεοναστική αιτιολογία της προσβαλλομένης, δοθέντος ότι η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και όχι ως ουσιαστικά αβάσιμη, επειδή δεν ερμηνεύθηκε, όπως απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, η ως άνω από 23.3.2010 επιστολή της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης. Ειδικότερα, το Εφετείο, απαντώντας, πλεοναστικά, σε σχετικό λόγο της έφεσης των εναγόντων - εκκαλούντων και ήδη αναιρεσειόντων, συμπεριέλαβε στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως το περιεχόμενό της εκτέθηκε παραπάνω, ότι: «....Ούτε αποδείχθηκε ότι η εναγομένη-εφεσίβλητη με την από 23.3.2010 απαντητική επιστολή της προς το «Σύλλογο Υπαλλήλων της Τράπεζας ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΕΞΠΡΕΣ» αποδέχθηκε την υποχρέωση όλων των τραπεζών που συμβλήθηκαν στην από 17.5.1984 ΣΣΕ να απορροφήσουν το προσωπικό της ξένης τράπεζας που έπαυσε τις εργασίες της, παρέπεμψε δε, τα μέλη του ανωτέρω Συλλόγου στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και την ΟΤΟΕ..».

Μετά από αυτά, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά της με αριθμ. 6148/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, κατά παραδοχή του πρώτου  λόγου της και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, το οποίο μπορεί να συγκροτηθεί από άλλο δικαστή εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως, (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ)