Περίληψη: Η συμφωνία‑πλαίσιο, ιδίως δε η ρήτρα 4, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μιας τέτοιας σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, τόσο από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου όσο και από τον σκοπό που επιδιώκει η συμφωνία‑πλαίσιο, και ειδικότερα η ρήτρα 4, προκύπτει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως προβλέπεται στην τελευταία αυτή ρήτρα, εφαρμόζεται μόνο στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει όμως ότι, κατά τη στιγμή κατά την οποία η LB ζήτησε να της χορηγηθεί απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα προκειμένου να αναλάβει θέση καθηγητή προσωρινής απασχόλησης στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, εργαζόταν για την Υπηρεσία Υγείας ως μέλος του μόνιμου προσωπικού. Επομένως, κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής, η LB παρείχε αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, σε συνδυασμό με τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η δημόσια αρχή αρνείται να χορηγήσει απόσπαση σε εργαζόμενο που απασχολείται βάσει συμβάσεως αορίστου χρόνου με την αιτιολογία ότι η απόσπαση αυτή ζητείται με σκοπό την ανάληψη θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)
της 3ης Ιουνίου 2021 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 4 – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων – Απόρριψη αιτήσεως για χορήγηση απόσπασης σε θέση εργασίας του δημοσίου τομέα, η οποία προβλέπεται για το μόνιμο προσωπικό – Εθνική νομοθεσία που αποκλείει την απόσπαση αυτή σε περίπτωση ανάληψης θέσης προσωρινής απασχόλησης – Πεδίο εφαρμογής – Αδυναμία εφαρμογής της ρήτρας 4 – Αναρμοδιότητα του Δικαστηρίου»
Στην υπόθεση C-942/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Aragón (ανώτερο δικαστήριο της Αραγωνίας, Ισπανία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 31 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
Servicio Aragonés de Salud
κατά
LB,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Kumin (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, P. G. Xuereb και I. Ziemele, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: E. Tanchev
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Servicio Aragonés de Salud, εκπροσωπούμενη από τον J. Divassón Mendívil, letrado,
– η LB, εκπροσωπούμενη από την E. Ena Pérez, procuradora, και τον F. Romero Paricio, abogado,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τoν S. Jiménez García,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την I. Galindo Martín καθώς και από τους N. Ruiz García και M. van Beek, εν συνεχεία από την I. Galindo Martín και τον N. Ruiz García,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4 της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία‑πλαίσιο) και περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Servicio Aragonés de Salud (Υπηρεσίας Υγείας της Αραγωνίας, Ισπανία, στο εξής: Υπηρεσία Υγείας) και της LB σχετικά με την άρνηση της πρώτης να δεχθεί το αίτημα της δεύτερης για χορήγηση απόσπασης σε θέση εργασίας που επρόκειτο να αναλάβει βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Από την αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 προκύπτει ότι «τα υπογράφοντα μέρη θέλησαν να συνάψουν συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, όπου θα διαγράφονται οι γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις· έχουν δείξει την επιθυμία τους να βελτιώσουν την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης, καθώς και να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκύπτει από διαδοχικές σχέσεις εργασίας ή συμβάσεις ορισμένου χρόνου».
4 Σκοπός της συμφωνίας‑πλαισίου, σύμφωνα με τη ρήτρα της 1, είναι:
«α) η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·
[...]».
5 Η ρήτρα 2 της συμφωνίας‑πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:
«1. Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.
- Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να αποφασίσουν ότι η παρούσα συμφωνία δεν εφαρμόζεται:
α) στις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας·
β) στις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημόσιου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης.»
6 Η ρήτρα 3 της συμφωνίας‑πλαισίου έχει ως εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.
- Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως “αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων. Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»
7 Η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, που φέρει τον τίτλο «Αρχή της μη διάκρισης», προβλέπει τα εξής:
«1. Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.
[...]
- Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρούσας ρήτρας καθορίζονται από τα κράτη μέλη ύστερα από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και από τους κοινωνικούς εταίρους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινοτική νομοθεσία και τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις και την πρακτική σε εθνικό επίπεδο.
- Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας.»
Το ισπανικό δίκαιο
8 Το άρθρο 2 του Ley 55/2003 del Estatuto Marco del personal estatutario de los servicios de Salud (νόμου 55/2003, περί του γενικού κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού των Υπηρεσιών Υγείας), της 16ης Δεκεμβρίου 2003 (BOE αριθ. 301, της 17ης Δεκεμβρίου 2003, σ. 44742), προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι ο νόμος αυτός έχει εφαρμογή επί του προσωπικού που υπηρετεί στα κέντρα και ιδρύματα υγειονομικής περίθαλψης των Υπηρεσιών Υγείας των Αυτόνομων Κοινοτήτων ή στα κέντρα και υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης της κεντρικής διοίκησης του κράτους.
9 Το άρθρο 62 του εν λόγω νόμου, που φέρει τον τίτλο «Υπηρεσιακές καταστάσεις», έχει ως εξής:
«To γενικό σύστημα υπηρεσιακών καταστάσεων του μόνιμου προσωπικού των Υπηρεσιών Υγείας περιλαμβάνει τις ακόλουθες καταστάσεις:
- a) ενεργός υπηρεσία·
- b) άδεια ειδικού σκοπού·
- c) υπηρεσία υπό άλλο νομικό καθεστώς·
- d) απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα·
- e) άδεια για προσωπικούς λόγους·
- f) αναστολή άσκησης καθηκόντων.
[...]»
10 Το άρθρο 66 του νόμου 55/2003, που φέρει τον τίτλο «Απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα», έχει ως εξής:
«1. Ο εργαζόμενος των Υπηρεσιών Υγείας είναι αποσπασμένος σε θέση του δημοσίου τομέα:
- a) όταν υπηρετεί σε άλλη κατηγορία προσωπικού, ως δημόσιος υπάλληλος ή ως υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή, εκτός αν έχει λάβει τη δέουσα άδεια περί άρσεως ασυμβατότητας·
[...].
- Ο εργαζόμενος των Υπηρεσιών Υγείας που είναι αποσπασμένος σε θέση του δημοσίου τομέα δεν αμείβεται, ο δε χρόνος παραμονής στην εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση λαμβάνεται υπόψη για τα επιδόματα τριετίας και για την υπηρεσιακή εξέλιξη, σε περίπτωση τυχόν επανόδου στην ενεργό υπηρεσία.»
11 Το άρθρο 67 του νόμου αυτού, που φέρει τον τίτλο «Άδεια για προσωπικούς λόγους», έχει ως εξής:
«1. Στον ενδιαφερόμενο χορηγείται άδεια για προσωπικούς λόγους αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτησή του, βάσει των ακόλουθων κανόνων:
- a) η άδεια για προσωπικούς λόγους μπορεί να χορηγείται στον εργαζόμενο όταν τη ζητεί για λόγους προσωπικού χαρακτήρα.
Για να λάβει τέτοια άδεια, πρέπει να έχει εργαστεί σε δημόσια αρχή κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της αιτήσεως.
Η άδεια για προσωπικούς λόγους χορηγείται στο μέτρο που το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας· η τυχόν άρνηση πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
Η άδεια για προσωπικούς λόγους δεν μπορεί να χορηγείται σε υπάλληλο εις βάρος του οποίου εκκρεμεί πειθαρχική διαδικασία.
[...]
- Στις περιπτώσεις των στοιχείων a και c της προηγούμενης παραγράφου, η ελάχιστη διάρκεια της άδειας για προσωπικούς λόγους είναι δύο έτη.
- Το προσωπικό των Υπηρεσιών Υγείας που τελεί σε άδεια για προσωπικούς λόγους δεν αμείβεται, ο δε χρόνος παραμονής στην εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση δεν λαμβάνεται υπόψη για την υπηρεσιακή εξέλιξη ή για τα επιδόματα τριετίας. [...]»
12 Το άρθρο 15 του Reglamento de Situaciones Administrativas de los Funcionarios Civiles de la Administración General del Estado (κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης του κράτους), όπως κωδικοποιήθηκε με το Real decreto 365/1995 por el que se aprueba el Reglamento de Situaciones Administrativas de los Funcionarios Civiles de la Administración General del Estado (βασιλικό διάταγμα 365/1995 περί εγκρίσεως του κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων της κεντρικής διοίκησης του κράτους), της 10ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 85, της 10ης Απριλίου 1995, σ. 10636) (στο εξής: κανονισμός υπηρεσιακών καταστάσεων), που φέρει τον τίτλο «Απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Λαμβάνουν απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα, αυτεπαγγέλτως ή κατ’ αίτησή τους, οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία σε άλλον κλάδο ή ειδικότητα οποιασδήποτε δημόσιας αρχής, εκτός αν έχoυν λάβει τη δέουσα άδεια περί άρσεως ασυμβατότητας, καθώς και εκείνοι που υπηρετούν ως υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου σε οργανισμούς ή φορείς του δημοσίου τομέα και δεν δικαιούνται να τεθούν σε κατάσταση ενεργού υπηρεσίας ή άδειας ειδικού σκοπού. Αν αναλαμβάνεται θέση αναπληρωτή δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, δεν παρέχεται δικαίωμα στη συγκεκριμένη υπηρεσιακή κατάσταση. [...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
13 Η LB εργάστηκε ως μέλος του μόνιμου προσωπικού της Υπηρεσίας Υγείας, στην κατηγορία των οδοντιάτρων-στοματολόγων, από τις 14 Δεκεμβρίου 2010 έως τις 20 Δεκεμβρίου 2017.
14 Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2016, το πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης (Ισπανία) πρότεινε να διοριστεί η LB σε θέση έκτακτου καθηγητή. Κατόπιν επικύρωσης της πρότασης αυτής από την πρυτανεία του εν λόγω πανεπιστημίου, η LB εκλήθη να αναλάβει καθήκοντα στην εν λόγω θέση στις 21 Δεκεμβρίου 2017. Προς τούτο, της απεστάλη σύμβαση ορισμένου χρόνου.
15 Λόγω ασυμβατότητας μεταξύ της άσκησης των ως άνω καθηκόντων και της θέσεως που κατείχε στην Υπηρεσία Υγείας, η LB ζήτησε από την εν λόγω Υπηρεσία, την 1η Δεκεμβρίου 2017, να λάβει απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 66, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του νόμου 55/2003.
16 Με απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2017, η Υπηρεσία Υγείας απέρριψε την αίτηση αυτή για τον λόγο ότι η θέση που επρόκειτο να αναλάβει η LB είχε προσωρινό χαρακτήρα. Κατά το άρθρο 15 του κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων, η απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα αποκλείεται όταν η νέα θέση αναλαμβάνεται βάσει συμβάσεως ορισμένου χρόνου.
17 Κατόπιν της αρνήσεως αυτής, η LB υπέβαλε αίτηση άδειας για προσωπικούς λόγους σύμφωνα με το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του νόμου 55/2003, η οποία έγινε δεκτή.
18 Η LB άσκησε επίσης ιεραρχική προσφυγή κατά της αποφάσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2017. Κατόπιν απόρριψης της προσφυγής αυτής, η LB άσκησε ενώπιον του Juzgado de lo Contencioso-Administrativo no 4 de Zaragoza (διοικητικού πρωτοδικείου αριθ. 4 της Σαραγόσα, Ισπανία) προσφυγή με την οποία ζητούσε την ακύρωση τόσο της αποφάσεως της 4ης Δεκεμβρίου 2017 όσο και της αποφάσεως που επιβεβαίωσε την πρώτη απόφαση. Προς στήριξη της προσφυγής της, η LB υποστήριζε, κατ’ ουσίαν, ότι οι εν λόγω αποφάσεις ήταν, μεταξύ άλλων, αντίθετες προς τις αρχές της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως κατοχυρώνονται με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου.
19 Με απόφαση της 9ης Μαΐου 2019, το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή. Με την απόφαση αυτή διευκρινίστηκε ότι η μη χορήγηση στην LB απόσπασης σε θέση του δημοσίου τομέα, για τον λόγο ότι η θέση στη δημόσια αρχή προς την οποία γίνεται η απόσπαση είναι ορισμένου χρόνου, συνιστά παραβίαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων μεταξύ εργαζομένων αορίστου χρόνου και εργαζομένων ορισμένου χρόνου, όπως αυτή προβλέπεται στη ρήτρα 4.
20 Η Υπηρεσία Υγείας άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Tribunal Superior de Justicia de Aragón (ανώτερου δικαστηρίου της Αραγωνίας, Ισπανία). Η Υπηρεσία Υγείας θεωρεί ότι η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου, την οποία προβλέπει το άρθρο 15 του κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων, δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ήτοι, κυρίως, από την ανάγκη διασφαλίσεως της σταθερότητας της υπηρεσίας που παρέχεται από το σύστημα υγείας της Αραγωνίας.
21 Το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του ως άνω άρθρου 15 με τη ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, στο μέτρο που το εν λόγω άρθρο 15 απαγορεύει την απόσπαση ενός εργαζομένου του Δημοσίου όταν αυτός αποκτά θέση εργασίας ορισμένου χρόνου σε δημόσια αρχή διαφορετική από την αρχική, ενώ το ίδιο άρθρο επιτρέπει την απόσπαση όταν ο εργαζόμενος αυτός αποκτά, υπό τις ίδιες συνθήκες, θέση αορίστου χρόνου. Επιπλέον, ο εργαζόμενος ο οποίος έχει λάβει τέτοια απόσπαση δικαιούται ορισμένα πλεονεκτήματα, σε αντίθεση με τον εργαζόμενο ο οποίος, κατόπιν άρνησης χορήγησης της απόσπασης, έχει αναγκαστεί να λάβει άδεια για προσωπικούς λόγους για να μπορέσει να αναλάβει τη νέα του θέση.
22 Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι αίτηση απόσπασης σε θέση εργασίας σε δημόσια αρχή διαφορετική από εκείνη στην οποία αρχικώς υπηρετούσε ο οικείος εργαζόμενος δεν μπορεί να απορριφθεί για λόγους αναγκών της υπηρεσίας και ότι οι εργαζόμενοι που βρίσκονται στην εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση διατηρούν την ιδιότητά τους ως υπάλληλοι της αρχικής δημόσιας αρχής και το δικαίωμα να συμμετέχουν στις διαδικασίες πλήρωσης θέσεων που διοργανώνονται από την αρχή αυτή. Επιπλέον, η διάρκεια της απόσπασης στην άλλη δημόσια αρχή λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος ενεργού υπηρεσίας στην αρχική δημόσια αρχή. Για τον λόγο αυτόν, οι εργαζόμενοι οι οποίοι, κατόπιν απόσπασης, επιστρέφουν στη δημόσια αρχή στην οποία αρχικώς υπηρετούσαν δικαιούνται συνεκτίμηση της υπηρεσιακής εξέλιξης που σημείωσαν στη δημόσια αρχή στην οποία ήταν αποσπασμένοι. Εξάλλου, δεν προβλέπεται ελάχιστη διάρκεια παραμονής στην εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση.
23 Αντιθέτως, για τη χορήγηση άδειας για προσωπικούς λόγους πρέπει να έχει συμπληρωθεί ορισμένος ελάχιστος χρόνος ενεργού υπηρεσίας. Επιπλέον, η σχετική αίτηση μπορεί να απορριφθεί για λόγους αναγκών της υπηρεσίας. Ακόμη, οι εργαζόμενοι που βρίσκονται σε άδεια για προσωπικούς λόγους δεν αμείβονται. Ομοίως, ο χρόνος τον οποίον έχουν συμπληρώσει στην εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση δεν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της αρχικής δημόσιας αρχής όσον αφορά την υπηρεσιακή εξέλιξη, τα επιδόματα τριετίας και τα κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα. Τέλος, η άδεια για προσωπικούς λόγους χορηγείται για ορισμένη ελάχιστη χρονική διάρκεια.
24 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν το δικαίωμα απόσπασης σε θέση του δημοσίου τομέα συνιστά «όρο απασχόλησης» της θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία επιθυμεί να αναλάβει ο εργαζόμενος. Συναφώς, αναφέρει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο όρος απασχόλησης που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι αυτός της θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου την οποία κατείχε ο εργαζόμενος. Πλην όμως, στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ο εξεταστέος όρος απασχόλησης είναι αυτός μιας θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία δεν έχει ακόμη αναληφθεί αλλά την οποία επιθυμεί να αναλάβει ο εργαζόμενος. Επομένως, η συγκεκριμένη νομολογία δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.
25 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν οι λόγοι τους οποίους επικαλείται η Διοίκηση, ήτοι η σπουδαιότητα της αποτροπής δυσλειτουργιών και ζημιών που προκύπτουν λόγω της αστάθειας του προσωπικού σε τομέα τόσο ευαίσθητο όπως αυτός της παροχής υγειονομικής περίθαλψης, μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου.
26 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Aragón (ανώτερο δικαστήριο της Αραγωνίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει η ρήτρα 4 της [συμφωνίας‑πλαισίου] την έννοια ότι αποτελεί όρο απασχόλησης, ως προς τον οποίον οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, το δικαίωμα σε αναγνώριση ορισμένης υπηρεσιακής κατάστασης στο πλαίσιο της μέχρι τώρα κατεχόμενης θέσεως του δημοσίου τομέα, το οποίο απονέμει σε εργαζόμενο του Δημοσίου η απόκτηση άλλης θέσεως εργασίας που επίσης ανήκει στον δημόσιο τομέα;
2) Έχει η ρήτρα 4 της [συμφωνίας‑πλαισίου] την έννοια ότι ο σκοπός αποφυγής σημαντικών δυσλειτουργιών και ζημιών που προκύπτουν λόγω της αστάθειας του προσωπικού σε τομέα τόσο ευαίσθητο όπως αυτός της παροχής υγειονομικής περίθαλψης, ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο του συνταγματικού δικαιώματος της προστασίας της υγείας, αποτελεί αντικειμενικό λόγο που δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, ούτως ώστε να μπορεί να στηριχθεί σε αυτόν η άρνηση χορήγησης ορισμένης μορφής άδειας απουσίας από τα καθήκοντά τους σε όσους αποκτούν θέση εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά όχι σε όσους αποκτούν θέση εργασίας αορίστου χρόνου;
3) Αντιτίθεται η ρήτρα 4 της [συμφωνίας‑πλαισίου] σε διάταξη όπως αυτή του άρθρου 15 του [κανονισμού υπηρεσιακών καταστάσεων], που εξαιρεί την ανάληψη καθηκόντων ως αναπληρωτής δημόσιος υπάλληλος ή υπάλληλος με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου από τις περιπτώσεις που παρέχουν δικαίωμα απόσπασης σε θέση του δημοσίου τομέα, ενώ η απόκτηση θέσεως αορίστου χρόνου στον δημόσιο τομέα παρέχει δικαίωμα στη εν λόγω υπηρεσιακή κατάσταση, η οποία είναι ευνοϊκότερη για τον εργαζόμενο του Δημοσίου σε σχέση με άλλες εναλλακτικές υπηρεσιακές καταστάσεις τις οποίες θα έπρεπε να αιτηθεί προκειμένου να μπορέσει να αναλάβει μια νέα θέση εργασίας στην οποία έχει διοριστεί;»
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου
27 Τόσο η Ισπανική Κυβέρνηση όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, στο μέτρο που η LB ζήτησε την απόσπασή της σε θέση του δημοσίου τομέα ενώ κατείχε θέση αορίστου χρόνου, η περίπτωση αυτή δεν εμπίπτει, σύμφωνα με τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής, οπότε η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου δεν έχει εφαρμογή στην υπόθεση της κύριας δίκης.
28 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι το Δικαστήριο πρέπει να ερευνά τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή, προκειμένου να ελέγχει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Schottelius, C-247/16, EU:C:2017:638, σκέψη 24).
29 Κατά πάγια επίσης νομολογία, το Δικαστήριο είναι καταρχήν αρμόδιο να ερμηνεύει μόνον τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν πράγματι εφαρμογή στην κύρια δίκη (απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Schottelius, C‑247/16, EU:C:2017:638, σκέψη 25).
30 Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, υπενθυμίζεται ότι το προσωπικό πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας‑πλαισίου καθορίζεται στη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής.
31 Συναφώς, από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας‑πλαισίου είναι εκ φύσεως ευρύ, καθόσον καλύπτει γενικώς τους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, ο ορισμός της έννοιας των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου», στη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται και ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συμβάσεώς τους στο εσωτερικό δίκαιο [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C-658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 115 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
32 Η συμφωνία‑πλαίσιο εφαρμόζεται, επομένως, στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεσμεύονται από σύμβαση ή σχέση εργασίας κατά την έννοια της εθνικής νομοθεσίας και υπό τη μόνη επιφύλαξη του περιθωρίου εκτιμήσεως που παρέχει στα κράτη μέλη η ρήτρα 2, σημείο 2, της συμφωνίας‑πλαισίου όσον αφορά την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας σε ορισμένες κατηγορίες συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, καθώς και της εξαίρεσης των προσωρινώς απασχολουμένων εργαζομένων, σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου [απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Governo della Repubblica italiana (Καθεστώς των Ιταλών ειρηνοδικών), C-658/18, EU:C:2020:572, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
33 Επιπλέον, κατά τη ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου, ένας από τους σκοπούς της είναι η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης. Ομοίως, στο τρίτο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου διευκρινίζεται ότι η συμφωνία‑πλαίσιο «αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις». Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70 επισημαίνει συναφώς ότι ο σκοπός της συμφωνίας‑πλαισίου έγκειται ιδίως στη βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου διά του καθορισμού ελάχιστων απαιτήσεων ικανών να διασφαλίζουν την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C-652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
34 Η συμφωνία‑πλαίσιο, ιδίως δε η ρήτρα 4, αποσκοπεί στην εφαρμογή της εν λόγω αρχής στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου ώστε να εμποδίσει τη χρήση μιας τέτοιας σχέσεως εργασίας από τον εργοδότη προκειμένου αυτός να στερήσει από τους ως άνω εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους εργαζομένους αορίστου χρόνου (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C-652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Κατά συνέπεια, τόσο από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου όσο και από τον σκοπό που επιδιώκει η συμφωνία‑πλαίσιο, και ειδικότερα η ρήτρα 4, προκύπτει ότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως προβλέπεται στην τελευταία αυτή ρήτρα, εφαρμόζεται μόνο στο σύνολο των εργαζομένων που παρέχουν αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου που τους συνδέει με τον εργοδότη τους.
36 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει όμως ότι, κατά τη στιγμή κατά την οποία η LB ζήτησε να της χορηγηθεί απόσπαση σε θέση του δημοσίου τομέα προκειμένου να αναλάβει θέση καθηγητή προσωρινής απασχόλησης στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης, εργαζόταν για την Υπηρεσία Υγείας ως μέλος του μόνιμου προσωπικού . Επομένως, κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής, η LB παρείχε αμειβόμενες υπηρεσίες στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου.
37 Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι η ρήτρα 4 της συμφωνίας‑πλαισίου, σε συνδυασμό με τη ρήτρα 2, σημείο 1, της συμφωνίας αυτής, έχει την έννοια ότι δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κατά την οποία η δημόσια αρχή αρνείται να χορηγήσει απόσπαση σε εργαζόμενο που απασχολείται βάσει συμβάσεως αορίστου χρόνου με την αιτιολογία ότι η απόσπαση αυτή ζητείται με σκοπό την ανάληψη θέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.
38 Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.
Επί των δικαστικών εξόδων
39 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφασίζει:
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Aragón (ανώτερο δικαστήριο της Αραγωνίας, Ισπανία) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2019.