ΙV. Αρείου Πάγου 1216/2021 - Τμ. Β1

Περίληψη: Αποζημίωση καταγγελίας κατά τον ν. 4093/12–Υπολογισμός ετών υπηρεσίας

 (...) Με τη διάταξη του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΑ.12 παρ. 3 του ν. 4093/2012 “Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 -2016 - Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013 -2016” (ΦΕΚ Α 222) προβλέπεται για εργαζόμενους με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου που ήδη απασχολούνται και έχουν συμπληρώσει στον ίδιο εργοδότη προϋπηρεσία άνω των 17 ετών, ότι καταβάλλεται αποζημίωση απόλυσης επιπλέον της προβλεπόμενης στο προηγούμενο εδάφιο αποζημίωσης, η οποία αυξάνεται κατά ένα μηνιαίο μισθό για κάθε επιπλέον έτος υπηρεσίας μέχρι και τους 12 μηνιαίους μισθούς για όσους έχουν συμπληρώσει 28 έτη και άνω προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Για τον ανωτέρω υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη: ι) ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχε συμπληρώσει ο υπάλληλος κατά τη δημοσίευση του παρόντος, ανεξάρτητα από το χρόνο απόλυσής του, και ιι) οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης που δεν υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 του ν. 3198/55, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη για τον ανωτέρω υπολογισμό οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3198/55. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι την ειδικά προβλεπόμενη αποζημίωση της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 34 του ν. 4111/2013, την δικαιούνται μόνο εργαζόμενοι οι οποίοι στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012, συμπλήρωσαν στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία 17 ετών και άνω.

Εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, που ορίζει ότι για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, καθιερώνεται στο ενοχικό και κατ` ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της βουλήσεως, η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, σύμφωνα με την οποία οι συμβαλλόμενοι έχουν πλήρη ελευθερία για την κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από τον νόμο και να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 1/2007). Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι είναι καθ’ όλα έγκυρος ο όρος ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας που προβλέπει τη χορήγηση στον εργαζόμενο μεγαλύτερης αποζημίωσης απολύσεως από την οριζόμενη στον νόμο (ΑΠ 355/2020). Άλλωστε η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στον χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γενέσεως αξιώσεων, μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη τον χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη, όμως, επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη, να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλομένης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημιώσεως (ΟλΑΠ 1144/1983, ΑΠ 847/2020,ΑΠ 1449/2019, ΑΠ 869/2018, ΑΠ 226/2014, ΑΠ 258/ 2012,ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 1801/2008).(...)

Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης της εναγομένης εταιρείας αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ 1εδ. α ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, κατά το πρώτο σκέλος του ως άνω λόγου, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των σχετικών με την αποζημίωση απόλυσης διατάξεων και ειδικότερα αυτή της υποπαραγράφου ΙΑ 12 § 3 (i, ii) ν. 4093/2012, υπολόγισε εσφαλμένα την πρόσθετη αποζημίωση για τον μετά την συμπλήρωση 17 ετών χρόνο υπηρεσίας του αναιρεσιβλήτου Χ. Κ., δηλαδή υπολόγισε αυτή με μηνιαίες αποδοχές που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που θέτουν οι ανωτέρω διατάξεις, καθόσον προσαύξησε τη νόμιμη μηνιαία βάση υπολογισμού της αποζημιώσεως των 2.000 ευρώ κατά την αναλογία των επιδομάτων αδείας και εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων (συντελεστής 1,2135422), και κατά την αναλογία αμοιβής νυκτερινής εργασίας και εργασίας Κυριακών (συντελεστής 1,2520), πράγμα που οδηγεί σε υπέρβαση του ανωτάτου νομίμου ορίου και έχει ως συνέπεια να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η οφειλόμενη για τον, πέραν των 16 ετών, χρόνο υπηρεσίας, αποζημίωση ανέρχονταν σε 18.232,26 ευρώ, αντί του ορθού των 12.000 ευρώ (2.000 ευρώ Χ 6 μήνες). Κρίνοντας έτσι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και ειδικότερα τη διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ 12 παρ. 3 (i,ii) του ν. 4093/2012, κατά τον υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης του αναιρεσιβλήτου, αφού δέχθηκε ότι ο υπολογισμός αυτής έγινε με βάση τις τακτικές αποδοχές των 2.000 ευρώ τον μήνα, όπως ορίζουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, αλλά το ποσό αυτό προσαύξησε κατά την αναλογία του επιδόματος αδείας και των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων (συντελεστής 1,2135422) και το προκύψαν μέγεθος το προσαύξησε και κατά την αναλογία αμοιβής νυκτερινής εργασίας και εργασίας Κυριακών (συντελεστής 1,2520), για τον λόγο ότι, με βάση τις παραπάνω παραδοχές της, είχε δημιουργηθεί στην αναιρεσείουσα επιχειρησιακή συνήθεια ως προς τον ανωτέρω τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης, ο οποίος αφορούσε όλους τους εργαζόμενους και δεν μεταβλήθηκε μέχρι τον χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου, η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στην αποζημίωση απολύσεως. Επομένως, εφόσον λόγω της επιχειρησιακής αυτής συνήθειας υπολογίσθηκε η αποζημίωση απόλυσης με τον προαναφερόμενο τρόπο, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το πρώτο σκέλος του, είναι αβάσιμος.