Περίληψη: ΔΕΗ -Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου-Μετά την αναθεώρηση του αρ.103 παρ. 8 Συντάγματος δεν είναι δυνατή η εφαρμογή του άρ. 8 του Ν. 2112/1920
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 Α.Κ. προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια και συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 Α.Κ., παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση, κρίση η οποία στη συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα (ΟλΑΠ 18/2006).
Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 του ν. 2112/20, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/20, άρθρο 11 α.ν. 547/37): «Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον» (παρ. 1 εδ. α) και «Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως, αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αορίστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/20 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της σύμβασης και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.
- Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 2190/94, «Οι Δημόσιες Υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων». «Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κενώσεως θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες» (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/94, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 ΠΚ και πειθαρχικά.
Περαιτέρω το άρθρο 14 παρ. 1 του άνω νόμου (2190/94), που αφορά το σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα (τακτικού προσωπικού), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 περ. θ’ του ν. 3812/2009, ορίζει: «1. Στις διατάξεις των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’, όπως ισχύουν, υπάγονται όλοι οι φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 1256/82 (ΦΕΚ 65 Α) και τις μεταγενέστερες συμπληρώσεις του, πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 51 του ν. 1892/90 (ΦΕΚ 101 Α). Στον κατά τα πιο πάνω δημόσιο τομέα και για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος και μόνο, υπάγονται επίσης: α. Η Προεδρία της Δημοκρατίας, ως προς το μόνιμο προσωπικό της [...] και θ. Οι δημόσιες επιχειρήσεις, οργανισμοί και ανώνυμες εταιρείες που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3429/2005(ΦΕΚ 314 Α)». Κατά το τελευταίο δε αυτό άρθρο ήτοι το άρθρο 1 του νόμου 3429/2005, οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, οργανισμοί και ανώνυμες εταιρείες είναι αυτολεξεί οι κάτωθι: «1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται κάθε ανώνυμη εταιρεία, στην οποία το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να ασκεί άμεσα ή έμμεσα αποφασιστική επιρροή, λόγω της συμμετοχής του στο μετοχικό της κεφάλαιο ή της χρηματοοικονομικής συμμετοχής του ή των κανόνων που τη διέπουν. 2. Η άσκηση αποφασιστικής επιρροής από το Ελληνικό Δημόσιο τεκμαίρεται όταν το Ελληνικό Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χρηματοδοτούμενα από το Ελληνικό Δημόσιο ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό ή άλλες δημόσιες επιχειρήσεις υπό την έννοια του παρόντος νόμου: α) είναι κύριοι μετοχών που εκπροσωπούν την απόλυτη πλειοψηφία του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή β) ελέγχουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου στη γενική της συνέλευση ή γ) δύνανται να διορίζουν το ήμισυ πλέον ενός των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή δ) χρηματοδοτούν την ετήσια δραστηριότητά της σε ποσοστό άνω του πενήντα τοις εκατό. 3. Ως «δημόσια επιχείρηση» νοείται και κάθε ανώνυμη εταιρεία συνδεδεμένη με άλλη δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42 ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
- Το Κεφάλαιο Α’ του νόμου αυτού εφαρμόζεται σε όλες τις δημόσιες επιχειρήσεις, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται οι εταιρείες για τις οποίες εφαρμόζεται το Κεφάλαιο Β’.
- Το Κεφάλαιο Β’ του νόμου αυτού εφαρμόζεται: α) στις ανώνυμες εταιρείες των οποίων μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο), εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα της παρ. 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής, β) στις ανώνυμες εταιρείες που είναι συνδεδεμένες με τις εισηγμένες εταιρείες της προηγούμενης περίπτωσης, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, γ) στις ανώνυμες εταιρείες ως προς τις οποίες έχει αποφασιστεί η έναρξη διαδικασιών αποκρατικοποίησης δια της εισαγωγής μετοχών τους σε οργανωμένη αγορά, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων του ν. 3049/2002. δ) στις ανώνυμες εταιρίες των οποίων το δικαίωμα διορισμού της πλειοψηφίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ή των οργάνων της διοίκησης ή το δικαίωμα άσκησης της διαχείρισης της επιχείρησης έχει μεταβιβασθεί εν όλω ή εν μέρει από το Δημόσιο σε τρίτους που δεν αποτελούν πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, με απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων του ν. 3049/2002, εφόσον το Δημόσιο ή νομικά πρόσωπα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εξακολουθούν να συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής».
Δηλαδή στο άρθρο 14 παρ. 1 του νόμου 2190/94, όπως ως άνω τροποποιήθηκε, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, αφορά στο σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και την έκταση εφαρμογής του συστήματος αυτού, εκεί όπου ομιλεί στην περίπτωση θ για δημόσιες επιχειρήσεις και ανώνυμες εταιρείες που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ εταιρειών του κεφαλαίου Α και εταιρειών του Κεφαλαίου Β του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, αλλά τις περιλαμβάνει όλες, δηλαδή και τις εταιρείες του κεφαλαίου Α και του δευτέρου Κεφαλαίου Β του άρθρου αυτού, που αναλυτικά άνω αναφέρθηκαν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ΔΕΗ, η οποία είναι ανώνυμη εταιρεία, οι μετοχές της οποίας έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο), και το Δημόσιο εξακολουθεί να συμμετέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο κατά ποσοστό όχι κατώτερο του 51% των μετά ψήφου μετοχών της εταιρίας μετά την κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 3 του ν. 2773/1999, όπως αυτό ίσχυε κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο και καταλαμβάνει την έννομη σχέση πριν από την κατάργησή της παρ.3 με το άρθρο 1 παρ.4α της από 7 Σεπτεμβρίου 2012 ΠΝΠ, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.4092/2012, ΦΕΚ Α 220/8.11.2012. Δηλαδή, αναφορικά με τον τρόπο προσλήψεων τακτικού και έκτακτου προσωπικού στη ΔΕΗ, εφαρμόζεται και ο νόμος 2190/1994 κατά τις άνω διακρίσεις, κατά δε το άρθρο 14 αυτού, όπως τούτο τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 περ. θ’, ν’ του ν. 3812/2009, και μόνο (αναφορικά με την εφαρμογή της διάταξης αυτής), ως προς τον τρόπο πρόσληψης τακτικού και εκτάκτου προσωπικού τους, θεωρεί ότι περιλαμβάνονται στο δημόσιο τομέα και οι ανώνυμες εταιρίες του άρθρου 1 του νόμου 3429/2005 (ΔΕΚΟ), όπως είναι δηλαδή και η ΔΕΗ (ΑΠ 718/2019, ΑΠ 1667/2018).
- Εξ άλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: «Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου». «Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται».
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 06.04.2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ Α 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο Ανεξάρτητης Αρχής.
Επίσης, στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε η παράγραφος 8, που προβλέπει ότι: «Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/94 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσ-λαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Έτσι μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγ-κες, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/94, με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτίμησης των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγ-κες, αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, ο εργοδότης, βάσει των πιο πάνω διατάξεων, ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν έχει. Επομένως, υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/94, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/20 (ΟλΑΠ 20/2007)
- Περαιτέρω, με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.06.1999, με τις διατάξεις της οποίας τα κράτη - μέλη όφειλαν έως τις 10.07.2001 να προσαρμόσουν τις εθνικές νομοθεσίες τους, και ειδικότερα με τη ρήτρα 5 της Οδηγίας αυτής που αφορά τα ληπτέα νομοθετικά μέτρα για την αποτροπή της καταχρήσεως που μπορεί να προκύψει από την χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προβλέπεται: 1) Να προσδιορισθούν: α) οι αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανανέωση συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) η μεγίστη συνολική διάρκεια των διαδοχικών συμβάσεων. 2) Να καθορισθεί, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται «διαδοχικές», β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Η παραπάνω Οδηγία, ως εκ της μορφής των αναφερθεισών διατάξεών της, δεν παρέχει δυνατότητα αμέσου επικλήσεως των διατάξεων αυτών και δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου και συνεπώς ούτε κατ’ επιταγή αυτής έχει εφαρμογή το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920 (ΟλΑΠ 20/2007, ΣτΕ 911/2020). Ακολούθως, στο Π.Δ. 81 της 27-3/2-4-2003 «Ρυθμίσεις για τους εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου», που, κατά το άρθρο 1 αυτού, εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου και του οποίου Π.Δ/τος η ισχύς, σύμφωνα με το άρθρο 9 αυτού, άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (02.04.2003), ορίζονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής που ενδιαφέρουν εδώ: Α) Στο άρθρο 2 παρ. 1 αυτού, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Π.Δ. 180/2004, ότι, με την επιφύλαξη των οριζομένων στο άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, το παρόν Προεδρικό Διάταγμα εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων και των ανωνύμων εταιρειών που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Π.Δ. 164/2004, σύμφωνα με το άρθρο 3 περίπτωση γ’ αυτού. Β) Περαιτέρω στο άρθρο 5 του π.δ 81/2003, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του π.δ 180/2004 ότι: «1. Η χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου είναι επιτρεπτή, αν δικαιολογείται από έναν αντικειμενικό λόγο. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, ιδίως: Αν δικαιολογείται από τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, ή από ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από την οικεία σύμβαση, όπως η προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, η εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, η προσωρινή σώρευση εργασίας, ή η ορισμένη διάρκεια βρίσκεται σε συνάρτηση με εκπαίδευση ή κατάρτιση, ή γίνεται με σκοπό τη διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση, ή γίνεται για τη πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδέεται με συγκεκριμένο γεγονός. [...] 5) οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε συμβάσεις ή ανανεώσεις συμβάσεων ή σε σχέσεις εργασίας, που συνάπτονται μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος διατάγματος (180/2004)».
Με το άρθρο 5 του ως άνω ΠΔ 180/2004 ορίστηκε ότι η ισχύς του προεδρικού αυτού διατάγματος, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23.08.2004).
- Κατά το άρθρο 13 του νόμου 3429/2005, που αφορά το νεοπροσλαμβανόμενο προσωπικό στις ΔΕΚΟ: «1. Οι δημόσιες επιχειρήσεις μπορούν στο εξής, για λόγους γενικού συμφέροντος που συνδέονται με τη λειτουργία τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων των εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών τους που έχουν ισχύ νόμου ή ισχύ κανονιστική ή οποιαδήποτε άλλη ισχύ, καθώς και κατά παρέκκλιση οποιωνδήποτε διατάξεων ή συμφωνιών, να προσλαμβάνουν το πάσης φύσεως προσωπικό τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο διάρκειας μέχρι επτά (7) μηνών, ύστερα από προκήρυξη στην οποία καθορίζονται, από την ίδια τη δημόσια επιχείρηση, τα κριτήρια πρόσληψης. Η διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού των δημοσίων επιχειρήσεων, καθώς και της μετέπειτα σύναψης της σχετικής σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ύστερα από αξιολόγηση της δοκιμαστικής περιόδου από την οικεία δημόσια επιχείρηση, ελέγχεται από το Α.Σ.Ε.Π., σύμφωνα με τις κείμενες κάθε φορά διατάξεις που διέπουν τις αρμοδιότητές του και τις ειδικότερες ρυθμίσεις της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, του ίδιου νόμου (3429/2005) περί δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την Δ.13.Β/ Φ9.6.10/8183 κοινή Υπουργική Απόφαση Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέν-τρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας: άρθρο 1. Η ΔΕΗ μπορεί να προσλάβει το πάσης φύσεως προσωπικό της με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για δοκιμαστική περίοδο μέχρι 7 μηνών 2. Η πρόσληψη γίνεται ύστερα από προκήρυξη, η οποία εκδίδεται από τη ΔΕΗ ΑΕ και με την οποία καθορίζονται: [...] 3. Η προκήρυξη αποστέλλεται στο ΑΣΕΠ προκειμένου να ασκήσει τον προβλεπόμενο από την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 3429/2005 έλεγχο και εγκρίνει ή τροποποιεί την πράξη αναλόγως... Επομένως, το νομοθετικό πλαίσιο των εργαζομένων στη ΔΕΗ και ο έλεγχος νομιμότητας των προσλήψεων του τακτικού προσωπικού της, που διενεργείται με την έκδοση διοικητικών πράξεων από το ΑΣΕΠ, ρυθμίζεται από τις διατάξεις 1) των άρθρων 2, 14, 18 του ν. 2190, 2)των άρθρων 1 και 13 του ν. 3429/2005 και 3) της ΚΥΑ Δ.13.Β/Φ9.6.10/8183 Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, Ανάπτυξης, Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ενώ ο έλεγχος των προσλήψεων του εκτάκτου προσωπικού της ρυθμίζεται από το άρθρο 21 του ν. 2190/94». (...)
Με την κρίση του το Εφετείο παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 8 παρ.3 του ν.2112/20, 14, 21 του ν.2190/94, 1 του ν.3429/2005, 103 παρ.7 και 8 του Συντάγματος. Τούτο διότι οι, κατά τις παραδοχές, συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας του ενάγοντος με χρόνο κατάρτισης της πρώτης από αυτές στις 19-12-2008, υπό την ισχύ των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (έναρξη ισχύος από 17-4-2001), με την αναιρεσείουσα ΔΕΗ ΑΕ, που είναι ανώνυμη εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο και το Δημόσιο εξακολουθούσε να συμμετέχει στο μετοχικό της κεφάλαιο κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο (2008-2011) κατά ποσοστό όχι κατώτερο του 51% των μετά ψήφου μετοχών της εταιρείας, μετά την κάθε αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, υπόκεινται στη διαδικασία πρόσληψης του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα ανωτέρω στους αρ.2, 3, 4, 5, της παρούσας. Επομένως η αναιρεσείουσα δεσμεύεται από την επιταγή του άρθρου 103 παρ.8 του Συντάγματος για τη μη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εξηρτημένης εργασίας του προσωπικού της από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Οι ένδικες συμβάσεις δεν μπορούν να μετατραπούν σε αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες και απρόβλεπτες λειτουργικές - υπηρεσιακές ανάγκες της αναιρεσείουσαςεναγομένης. Ακόμη, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού η άνω εργοδότρια, βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης αορίστου χρόνου, εφόσον θεωρείται ως προς το ζήτημα των προσλήψεων του προσωπικού της (τακτικού και εκτάκτου), ως επιχείρηση ανήκουσα στον δημόσιο τομέα (ΔΕΚΟ) και εφαρμόζεται στην περίπτωσή της ο νόμος 2190/94 και ο νόμος 3429/2005, σύμφωνα και με αυτά που αναφέρθηκαν στις μείζονες σκέψεις, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος και δεν είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 8 του ν.2112/20. Ενόψει των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και της, κατά τα προεκτιθέμενα, προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/20, ούτε κατ’ επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή. Επομένως, ο λόγος της αιτήσεως από τον αρ .1 του άρθρου 559ΚΠολΔ είναι βάσιμος.