VΙI. Μον. Πρωτ. Αθηνών 635/2021

Περίληψη: Υποχρέωση πίστεως εργαζομένου και υποχρέωση μη ανταγωνισμού – Aκυρότητα ρήτρας απαγορεύσεως απασχόλησης για διάστημα 3 ετών.

 (...) Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 1 ν. 146/1914, «Απαγορεύεται κατά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάςσυναλλαγάς πάσα προς το σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις, αντικειμένη εις τα χρηστά ήθη», ενώ σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου «ο παραβάτης δύναται να εναχθή προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Από τη διάταξη αυτή, η οποία καθιερώνει τη γενική αρχή της απαγόρευσης στις παραπάνω συναλλαγές, εκτός των ειδικών περιπτώσεων που αναφέρονται στο νόμο περί αθέμιτου ανταγωνισμού, πράξης αντίθετης στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι, πρώτον, μία πράξη η οποία γίνεται στα πλαίσια των εμπορικών, βιομηχανικών ή γεωργικών συναλλαγών, δεύτερον η πράξη αυτή να γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και, τρίτον, η πράξη αυτή να αντίκειται στα χρηστά ήθη. Η δεύτερη από τις παραπάνω προϋποθέσεις ερμηνεύεται ευρέως, γίνεται μάλιστα δεκτό ότι ένας επαγγελματίας λειτουργεί ανταγωνιστικά όχι μόνον όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει τη δική του πελατεία, αλλά και όταν ενεργεί με πρόθεση να διευρύνει την πελατεία ενός τρίτου. Επίσης, γίνεται δεκτό ότι η πρόθεση ανταγωνισμού δεν είναι αναγκαίο να αποτελεί και τον αποκλειστικό σκοπό τέλεσης μιας πράξης. Η ενέργεια που γίνεται για την επίτευξη του ανταγωνιστικού σκοπού αποτελεί την «πράξη ανταγωνισμού». Η τελευταία προϋποθέτει την ύπαρξη «σχέσης ανταγωνισμού». Πρόκειται για την κατάσταση έντασης που υφίσταται μεταξύ δύο τουλάχιστον ανταγωνιζομένων, οι οποίοι επιδιώκουν να προτιμηθούν τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες τους από έναν πελάτη. Ουσιώδης προϋπόθεση δηλαδή για να υπάρχει σχέση ανταγωνισμού είναι η ύπαρξη του αυτού κύκλου πελατών. Αντίθεση της πράξης στα χρηστά ήθη υπάρχει όταν αυτή προσκρούει στο αίσθημα και στην αντίληψη κάθε ορθά και δίκαια σκεπτόμενου ανθρώπου, μέσα στο συναλλακτικό κύκλο στον οποίο εκδηλώνεται η αθέμιτη πράξη, δηλαδή όταν χρησιμοποιούνται τρόποι και μέσα αντίθετα προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η σχετικότητα των ενοχικών σχέσεων δεν επιτρέπει την προστασία του συμβαλλομένου έναντι προσβολών των δικαιωμάτων του από τρίτους, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Η παράβαση συμβατικών δεσμεύσεων, ενόψει ανταγωνιστικών σκοπών, δεν είναι χωρίς άλλο αθέμιτη. Για να χαρακτηρισθεί αθέμιτη, πρέπει να συντρέχουν ιδιαίτερες περιστάσεις που να στοιχειοθετούν τον αθέμιτο χαρακτήρα της συμβατικής παράβασης. Η απόσπαση πελατείας, που αποτελεί πολύτιμο αγαθό της επιχείρησης, και η  εκμετάλλευση ξένης φήμης και οργάνωσης μπορεί, με τη συνδρομή ειδικών συνθηκών, να είναι αθέμιτες (βλ. Α.Π. 613/2009 «ΝΟΜΟΣ», Α.Π. 1123/2002 ΕλλΔνη 45, 85, Α.Π. 79/2001 ΕλλΔνη 42, 904, Εφ.ΑΘ. 5131/2011 ΔΕΕ 2012, 24, Εφ.ΑΘ. 969/2011 ΔΕΕ 2011, 789, Εφ.ΑΘ. 193/2009 ΔΕΕ 2010, 554, Εφ.ΑΘ. 3594/2608 ΔΕΕ 2009, 50, Τσιμπανούλης, σε: Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Νικ. Ρόκα, άρθρο 1, Κοτσίρης, Δίκαιο Ανταγωνισμού, έκδ. 1986, Μιχ.-Θεόδ. Μαρίνος, Αθέμιτος Ανταγωνισμός, Καραβά-Δελούκα, ΝοΒ 10, επ., Αλεξανδρίδου, Αθέμιτος Ανταγωνισμός και προστασία του καταναλωτή, 1978). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 652 Α.Κ., ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση πίστης, η οποία αποτελεί εξειδίκευση του γενικού κανόνα της καλής πίστης (άρθρο 288 Α.Κ.) και καλύπτει και τις παρεπόμενες υποχρεώσεις, που απορρέουν από την όλη δομή της εργασιακής σχέσης. Η υποχρέωση πίστης αποτελεί υποχρέωση του εργαζόμενου να αποφεύγει κάθε βλαπτική ενέργεια σε βάρος του εργοδότη (αρνητικός ορισμός), επιβάλλει επιμελή και καλόπιστη εκπλήρωση της σύμβασης εργασίας και περιλαμβάνει δέσμη επί μέρους υποχρεώσεων, που ποικίλλουν αναλόγως του αντικειμένου της σύμβασης εργασίας. Τέτοιες ειδικότερες υποχρεώσεις είναι κυρίως η υποχρέωση εχεμύθειας, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλον εργοδότη και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού. Ειδικότερα δε, υποχρεούται να μην προβαίνει σε ενέργειες που φέρουν χαρακτήρα αθέμιτου ανταγωνισμού κατά του εργοδότη, όπως είναι και η για δικό του λογαριασμό, εν αγνοία του εργοδότη, άσκηση εμπορικών εργασιών όμοιων με τις εργασίες της επιχείρησης όπου εργάζεται, γιατί ισχύει και εδώ η διάταξη του άρθρου 1 εδ. ια του ν. 146/1914. Η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού μπορεί να γίνει και αντικείμενο ρητού όρου (: κοινώς, ρήτρα) της εργασιακής σχέσης. Η ρήτρα αυτή θεωρείται καταρχήν έγκυρη. Όταν όμως περιορίζει τη μελλοντική επαγγελματική δραστηριότητα του εργαζομένου, το κύρος της ρήτρας απαγόρευσης ανταγωνισμού εξαρτάται από τη διάρκεια της ισχύος της, την έκτασή της κατά τόπο, την επαγγελματική δραστηριότητα που απαγορεύτηκε (ΑΠ 1168/76 ΕΕΔ 36. 148, ΑΠ 1285/84, ΝοΒ 33. 809 ή ΕΕΔ 44. 575, βλ. Ανθή Λεζένη-Παπαγεωργίου, ΕλλΔ/νη 35. 58 επ. 63) και την παροχή από τον εργοδότη ανάλογης αντιπαροχής προς τη συμβατική δέσμευση του εργαζομένου (βλ. Κουκιάδη, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις σελ. 549, Βλαστό Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, έκδοση 3η παρ. 601, 602). Με την έννοια αυτή μπορεί να συμφωνηθεί ότι απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε άλλον ανταγωνιστή εργοδότη, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνη του πρώην εργοδότη του (ΕφΘεσ 3348/00, Αρμ 55. 1223). Πάντως, οι όροι της σύμβασης εργασίας (απαγόρευση μελλοντικού ανταγωνισμού, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας), είναι έγκυροι και δεσμευτικοί για τον εργαζόμενο, εάν και εφόσον, βάσει των συνθηκών της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης, αφενός δεν καταλύουν τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το εξίσου κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής ή επαγγελματικής δράσης του εργαζομένου, αφετέρου δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ, δηλαδή δεν περιέχουν υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου και δεν αντίκεινται γενικώς στα χρηστά ήθη (ΕφΘεσ 3348/00, Αρμ 55. 821, βλ. Σιδέρη Αρμ 55. 823). Άλλωστε, κάθε πρόσωπο που έχει την ικανότητα δικαίου και δικαιοπραξίας, έχει την εξουσία, με τη μορφή της φυσικής ευχέρειας, να συνάπτει ενοχικές συμβάσεις ή να μη συνάπτει τέτοιες συμβάσεις ή να αποκρούει τη σύναψή τους. Η επαγγελματική ελευθερία, δεν περιλαμβάνει μόνο την ελευθερία επιλογής και έναρξης ενός επαγγέλματος, αλλά και την απόφαση για συνέχιση, παύση ή αλλαγή του επιλεγέντος επαγγέλματος (βλ. Σιδέρη Αρμ 52. 969). Η εξουσία αυτή αποτελεί έκφραση (έκφανση) του ατομικού δικαιώματος ανάπτυξης της προσωπικότητας με ελεύθερη επαγγελματική και κοινωνική δράση, χωρίς να υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι αντίκεινται στην ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 1368/99, Αρμ 53. 1005).

Η κρίση για το εάν η συγκεκριμένη κάθε φορά ρήτρα συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του εργαζομένου εναπόκειται στο δικαστή, ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα αξιολογήσει και θα σταθμίσει τα συγκρουόμενα συμφέροντα των μερών. Κριτήρια που θα ληφθούν υπόψη είναι: α) η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης, β) το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και γ) η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη (βλ. Α.Π. 1285/1984 ΕΕργΔ 1985, 575 επ.). Ειδικότερα, η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγ-καία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο τότε μόνο, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη (Δ. Ζερδελής, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Αθήνα, 1999, I. Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο, 1995). Έτσι, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι δεν είναι άκυρη η απαγόρευση πράξεων ανταγωνισμού για χρονικό διάστημα δύο ετών μετά τη λύση της σύμβασης, ακόμη και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα (Α.Π. 1285/1984 ΕΕργΔ 1985, 575, Α.Π. 1192/1992 ΔΕΝ 1993, 85). Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος, περιορίζει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος, όχι, όμως, χάριν του ιδιωτικού συμφέροντος, που προστατεύει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά μόνο εφόσον από την καταχρηστική άσκησή του βλάπτεται το γενικότερο κοινωνικό ή δημόσιο συμφέρον (Ολ. ΑΠ 33/87, ΕλλΔ/νη 29. 98 ή ΝοΒ 36. 324., Ολ. ΑΠ 48/87, ΑΠ 167/98, ΕλλΔ/νη 39. 856). Συνεπώς, η παράβαση της υποχρέωσης πίστης, ιδρύει υποχρέωση του εργαζομένου προς αποζημίωση του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση ότι: α) ο εργοδότης έχει υποστεί ζημία από ενέργειες του εργαζομένου, που βλάπτουν σοβαρά την επιχείρηση (βλ. Καραΐσκο ΕλλΔ 40. 1425, Παπαμιχαήλ Αρμ 51. 876), β) η ζημιογόνος συμπεριφορά είναι πράξη παράνομη και αντίθετη στα χρηστά ήθη, διότι, αλλιώς, αν δεν υπάρχει αντίθεση στα χρηστά ήθη, δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 919 ΑΚ (ΑΠ 1615/99, ΕλλΔ/νη 41.344), γ) υπάρχει δόλος του εργαζομένου, έστω και ενδεχόμενος (ΕφΑΘ 36/99, ΕλλΔ/νη 40. 1573) και δ) υφίσταται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος με την ανήθικη και δόλια συμπεριφορά του (ΑΠ 87/00 ΕλλΔ 41. 967). Πάντως, ως κύρια και θεμελιώδης αρχή της έννομης τάξης θεωρείται ο αποκαταστατικός χαρακτήρας της αποζημίωσης, που απηχεί τις ηθικές, κοινωνικές και οικονομικές αντιλήψεις που στη σύγχρονη εποχή διέπουν το βιοτικό ρυθμό της χώρας και διατυπώνεται στις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 300 ΑΚ. Αποβλέπει, δηλαδή, βασικά στην παροχή αντισταθμίσματος, εξισορροπητικού της ζημίας και όχι στη γενική ή ειδική πρόληψη της ζημίας, με την επιβολή κύρωσης (Ολ. ΑΠ 17/99, ΕλλΔ/νη 40.1288).

Τέλος, οι διατάξεις των άρθρων 404 επ. Α.Κ. προβλέπουν το θεσμό της ποινικής ρήτρας, με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους υπόσχεται στον άλλο ότι, εάν δεν εκπληρώσει ή δεν εκπληρώσει προσηκόντως την παροχή που οφείλει σ αυτόν από άλλη ενοχή, θα του καταβάλει ένα χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (άρθρα 404 επ. Α.Κ.). Η ποινική ρήτρα, που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές, έχει χαρακτήρα γνήσιας ποινικής ρήτρας, αποτελεί παρεπόμενη συμφωνία και είναι μέσο πίεσης στην εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (Α.Π. 611/1998 ΕλλΔνη 40, 141). Η ποινή καταπίπτει ακόμη και αν ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμία ζημία (άρθρο 405 παρ. 2 Α.Κ.). Συνιστά δηλαδή έναν τρόπο αποζημίωσης που υποχρεώνεται να καταβάλει ο ασυνεπής συμβαλλόμενος για να αποκαταστήσει έτσι την ζημία την οποία προξένησε στον άλλο, χωρίς ο τελευταίος να χρειάζεται να επικαλεστεί και να αποδείξει την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας του. Και στην περίπτωση αυτή έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 409 Α.Κ., σύμφωνα με την οποία, αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, με απόφαση του Δικαστηρίου στο μέτρο που αρμόζει. Η σχετική αξίωση είναι διαπλαστικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί και κατ’ ένσταση. Για να κριθεί το βάσιμο ή μη της περί μειώσεως της ποινής αγωγής, ανταγωγής ή ένστασης, το δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχοντα περιστατικά, ιδίως δε το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, τον βαθμό του πταίσματος αυτού και το γεγονός της τυχόν ωφέλειάς του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή και τα απώτερα επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα τα οποία είχε γι’ αυτόν η μη εκπλήρωση της παροχής, όχι δε απλώς τη μη επέλευση σ’ αυτόν ζημίας ή το μέγεθος αυτής, αφού κατά το άρθρο 405 Α.Κ. η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν υπέστη κάποια ζημία. Επομένως, εκείνος που ασκεί την αίτηση για μείωση της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης, πρέπει να επικαλεστεί ορισμένα περιστατικά, ως εκ των οποίων να παρίσταται υπέρμετρος η ποινή και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να τα αποδείξει, μη αρκούντος μόνον του περιστατικού ότι η ζημία του δανειστού είναι μικρότερη της συμφωνημένης ποινής (Α.Π. 1041/2010 ΕλλΔνη 2011, 724, Εφ.ΑΘ. 925/2010 ΕλλΔνη 2011, 814, Εφ.Λαρ. 738/2001 ΕλλΔνη 2003, 529, Εφ.Λαρ. 502/2000 ΕλλΔνη 2000, 33). Εκτός από τη γνήσια ποινική ρήτρα, υπάρχει και η μη γνήσια ποινική ρήτρα, που δεν ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα. Με αυτή συμφωνείται υπόσχεση ποινής υπό την αίρεση παραλείψεως ορισμένης πράξης στο μέλλον, όπως η αποφυγή ανταγωνιστικών πράξεων από τον εργαζόμενο, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας. Στην περίπτωση αυτή, η υπόσχεση ποινής αποτελεί αυτοτελή σύμβαση, δεν αποβλέπει στην ενίσχυση άλλης (κύριας) ενοχής, αφού δεν υπάρχει άλλη κύρια ενοχή (βλ. ΜονΠρωτΑΘ 94/2020 προσκομισθείσα, ΜΠΘεσ 8568/2020 ΝΟΜΟΣ, Μπόσδα, ΑρχΝ 36,1 επ., 8). (...)

Αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δραστηριοποιείται δε στον τομέα των πρωτοποριακών προϊόντων και υπηρεσιών προηγμένης τεχνολογίας, που προορίζονται για βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κατοικίες και γενικά κάθε είδους οικοδομές και κατασκευές και ειδικότερα κονιαμάτων, κολλών, συγκολλητικών, χρωστικών και μονωτικών ουσιών και άλλων συναφών ειδών. Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στις 16-3-2019 μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, η τελευταία προσλήφθηκε, προκειμένου να απασχοληθεί ως Προϊσταμένη/ Υπεύθυνη Λογιστηρίου, υπό καθεστώς πενθήμερης εβδομαδιαίας απασχόλησης (Δευτέρα-Παρασκευή) και επί εννέα ώρες ημερησίως, έναντι συνολικού μηνιαίου μισθού ύψους 3.200 ευρώ, ο οποίος από την 1-10-2016 αυξήθηκε στο ποσό των 3.600 ευρώ. Επίσης, της παρασχέθηκε μια σειρά από πρόσθετες απολαβές/προνόμια [χρήση αυτοκινήτου και κινητού, κάρτα CoralGas για την πληρωμή του καυσίμου του αυτοκινήτου, E-pass της Νέας Οδού και της Αττικής Οδού για την πληρωμή των διοδίων, ιδιωτική ασφάλιση στο Ομαδικό Πρόγραμμα της Εταιρείας με παροχές για τα Ανώτατα Στελέχη (Executives) και κάλυψη όλης της οικογένειάς της, έκτακτο μπόνους κάθε Ιούλιο και το 50% του ποσού της φορολόγησης για το αυτοκίνητο κ.ο.κ.], με αποτέλεσμα οι συνολικές απολαβές της να ανέρχονται σε πολύ μεγαλύτερα ποσά. Την 1-7-2019 δε η εναγόμενη ανέλαβε τη θέση της Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών, λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων και του ζήλου που είχε επιδείξει και συνέχιζε να επιδεικνύει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της στην ενάγουσα εταιρεία. Σημειώνεται ότι στις 16-3-2016, ήτοι κατά την ημεροχρονολογία της υπογραφής της ένδικης σύμβασης εργασίας, οι διάδικοι υπέγραψαν ξεχωριστά και ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο αναγράφεται ότι αποτελεί τη συνέχεια της εν λόγω σύμβασης και με το οποίο τα μέρη συμφώνησαν τα εξής: «Ο/Η Εργαζόμενος/η αναγνωρίζοντας την προσπάθεια της Εταιρείας προς την κατεύθυνση του εμπλουτισμού της επαγγελματικής του/της κατάρτισης και εκπαίδευσης, έτσι ώστε αυτός/ή να διευρύνει τα επαγγελματικά του/της προσόντα και πέραν τούτου αποδεχόμενος/η την ανάγκη προστασίας των ευλόγων συμφερόντων της Εταιρείας, η οποία έχει επενδύσει στο πρόσωπό του/της, συμφωνεί και δεσμεύεται για διάστημα τριών (3) ετών από την με οιονδήποτε τρόπο λύση της σύμβασης εργασίας του/της (καταγγελία από μέρους της εργοδότριας Εταιρείας, παραίτηση από μέρους του Εργαζομένου) να μην απασχοληθεί ή συμμετάσχει με οποιονδήποτε τρόπο (ως εργαζόμενος, ελεύθερος επαγγελματίας, μέλος διοίκησης ή μέτοχος/εταίρος) στις εταιρείες D*, I*, M*, T*, M* καθώς και σε οποιονδήποτε άλλο άμεσο ανταγωνιστή της Εταιρείας, ο οποίος τυχόν δραστηριοποιηθεί στο μέλλον στην Ελλάδα και την Κύπρο. Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι μέρος των μικτών αποδοχών της Εργαζομένης, το οποίο ισούται με διακόσια (200,00) ευρώ, καταβάλλεται από την Εταιρεία σε αντάλλαγμα των ανωτέρω δεσμεύσεων, που αναλαμβάνονται με το παρόν. Η Εργαζόμενη αναγνωρίζει ρητώς ότι η παρούσα συμφωνία και η εκτέλεσή της δεν αποτελούν βλαπτική μεταβολή της εργασιακής της σύμβασης από την Εταιρεία. Σε περίπτωση παραβίασης της παρούσας συμφωνίας, η Εργαζόμενη θα καταβάλει στην Εταιρεία ως ποινική ρήτρα ποσό ίσο με το διπλάσιο των ετήσιων αποδοχών της, όπως αυτές θα έχουν διαμορφωθεί κατά τη λύση της συνεργασίας τους, με την επιφύλαξη και κάθε άλλου νομίμου δικαιώματος ή αξίωσης της Εταιρείας, συμπεριλαμβανομένου και κάθε άλλου δικαιώματός της προς αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής της ζημίας». Το γεγονός ότι το ως άνω συμφωνητικό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ένδικης σύμβασης εργασίας, καθίσταται εμφανές και από τον όρο 14 της κύριας σύμβασης, όπου ρητά αναφέρεται ότι: «Ο Μισθωτός δεν μπορεί να έχει άλλη απασχόληση χωρίς την γραπτή συγκατάθεση του Εργοδότη και δεν μπορεί να συναλλάσσεται με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να βλάπτει άμεσα ή έμμεσα τα συμφέροντα του Εργοδότη. Για το λόγο αυτό ο Μισθωτός έχει υπογράψει σήμερα με την παρούσα και ιδιωτικό συμφωνητικό περί μη ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσης».

Με τη συμφωνία αυτή εχεμύθειας και μη ανταγωνισμού προβλέφθηκε επομένως ότι η καταβαλλόμενη στην εναγόμενη αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών της, ως εκ του ύψους της, εμπεριέχει εύλογη και δίκαιη αντιπαροχή σ αυτήν, ως αντάλλαγμα για την απαγόρευση που της επιβλήθηκε και δη το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως. Ωστόσο, όσον αφορά στο νόμιμο, κατ’ άρθρα 178 και 179ΑΚ προβληθέντα με τις προτάσεις και με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, ισχυρισμό της εναγομένης περί ακυρότητος της επίμαχης ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, ως αντικείμενης στα χρηστά ήθη, καθώς δεσμεύει υπερβολικά την προσωπική της ελευθερία, λεκτέα τα εξής: Κατ’ αρχάς, η χρονική διάρκεια των τριών ετών, που προβλέφθηκε, αποτελεί υπερβολική δέσμευση σε χρονικό επίπεδο της επαγγελματικής ελευθερίας της εναγόμενης εργαζόμενης, η οποία δεν είναι η συνήθης στη συναλλακτική πρακτική, οπότε και δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη και θεμιτή, ανεξάρτητα από την πρόβλεψη του επιδόματος εχεμύθειας, ποσού 200 ευρώ μηνιαίως, που αυτή ελάμβανε. Αναφορικά δε με την έκταση του περιορισμού της επαγγελματικής δραστηριότητας της εργαζομένης, η εν λόγω ρήτρα δεν είναι κατά ένα μέρος σαφής, καθώς ναι μεν αναφέρει ως ανταγωνίστριες εταιρείες, στις οποίες δεν θα πρέπει να απασχοληθεί η εναγομένη μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας της, τις ανωτέρω εταιρείες, ωστόσο εν συνεχεία εξαιρεί με αόριστο τρόπο και οποιονδήποτε άλλο άμεσο ανταγωνιστή της ενάγουσας, ο οποίος τυχόν δραστηριοποιηθεί στο μέλλον στην Ελλάδα και την Κύπρο, δημιουργώντας, με την ως άνω διατύπωση, αβεβαιότητα και ανασφάλεια στην εναγομένη- εργαζόμενη, σε σχέση με το ποιες εταιρείες μπορεί να θεωρηθούν ανταγωνιστικές της εργοδότριας της εταιρείας στο μέλλον. Όσον αφορά περαιτέρω στο χωρικό περιορισμό, που περιλαμβάνει η επίμαχη ρήτρα, δεδομένου ότι η εγκυρότητα της σχετικής απαγόρευσης κρίνεται κατά περίπτωση, με βάση το αντικείμενο της επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου και το εύρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη, εν προκειμένω κρίνεται ότι ο ορισμός του συνόλου της Ελληνικής Επικράτειας και της Κύπρου δεν είναι θεμιτός, καθώς άγει σε υπερβολική δέσμευση της ελευθερίας της εναγομένης προς αναζήτηση της κατάλληλης για την ίδια εργασίας, αποκλείοντάς την με τον τρόπο αυτό από μεγάλο μέρος της αγοράς εργασίας, όπου θα μπορούσε να απασχοληθεί. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, η εν λόγω ρήτρα, προκειμένου να θεωρηθεί θεμιτή και εύλογη, θα μπορούσε να προβλέπει απαγόρευση απασχόλησης της εναγομένης μόνο στις ως άνω αναφερόμενες ανταγωνίστριες της ενάγουσας εταιρείες, ενώ η χρονική της διάρκεια θα θεωρείτο εύλογο να ορισθεί το ανώτερο έως δύο έτη, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τα λοιπά υφίσταται δικαιολογημένο συμφέρον της ενάγουσας εταιρείας, να αποφύγει με την ύπαρξη στην ένδικη σύμβαση ρήτρας μετασυμβατικής απαγόρευσης ανταγωνισμού, την απασχόληση της εναγομένης σε έτερη επιχείρηση με ομοειδές αντικείμενο, όπου θεωρητικώς η εναγόμενη θα μπορούσε να κάνει χρήση των γνώσεων που θα είχε αποκτήσει λόγω της νευραλγικής θέσης που κατείχε, σε σχέση με την οικονομική πολιτική της ενάγουσας. Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, η επίμαχη ρήτρα, με τον τρόπο που διατυπώθηκε, δεσμεύει υπέρμετρα το δικαίωμα της εναγομένης εργαζόμενης στην εργασία, με αποτέλεσμα να καταλύεται έτσι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία της εργασίας και το επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της οικονομικής και επαγγελματικής δραστηριότητάς της, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και θα πρέπει αυτή να θεωρηθεί άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης της εναγομένης. Επισημαίνεται δε ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος για μερική ακυρότητα της ως άνω ρήτρας μόνον ως προς τα σημεία που προαναφέρθηκαν, καθόσον αφενός κάτι τέτοιο δεν προτάθηκε από τα διάδικα μέρη και αφετέρου σε κάθε περίπτωση η ρήτρα μετασυμβατικής απαγόρευσης του ανταγωνισμού από τη φύση και την τελολογία της συγκροτεί μια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα. Τα επιμέρους στοιχεία που την απαρτίζουν (οικονομικό αντάλλαγμα, επαγγελματικό πεδίο της απαγόρευσης, χρονική και τοπική έκταση της απαγόρευσης) βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέση αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης, μη δυνάμενα να απομονωθούν και να εκτιμηθούν αυτοτελώς. Για το λόγο αυτό, σε περίπτωση ακυρότητας ενός εκ των στοιχείων της ρήτρας, η ακυρότητα είναι ολική, ενώ δεν είναι δυνατός ο περιορισμός του επίμεμπτου στοιχείου της ρήτρας στο προσήκον μέτρο, διότι τέτοιος περιορισμός θα συνιστούσε μεθοδολογικά ανεπίτρεπτη διορθωτική παρέμβαση του δικαστή στη διαμόρφωση του περιεχομένου της ρήτρας (βλ. Τραυλός- Τζανετάτος Η μετασυμβατική απαγόρευση του ανταγωνισμού στο εργατικό δίκαιο 2005, σελ. 128 επ., Ζωή Προβατά, Διπλωματική Εργασία- Η Υποχρέωση μη ανταγωνισμού στις συμβάσεις εργασίας 2017, σελ. 55). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, λόγω δυσχερειών που αντιμετώπισε στη συνέχεια, σε σχέση με τη συνεργασία της με το Γενικό Διευθυντή της ενάγουσας, Ζ. Κ., αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της στις 22-4-2020, υποβάλλοντας την παραίτησή της, η οποία έγινε δεκτή από την ενάγουσα, οπότε με τον τρόπο αυτό λύθηκε η ένδικη σύμβαση εργασίας. Ακολούθως, η εναγομένη στις 4-5-2020 ξεκίνησε να απασχολείται ως Διευθύντρια Οικονομικών Υπηρεσιών στην ανταγωνίστρια της ενάγουσας εταιρεία Μ* HELLAS Α.Ε.Β.Ε.,. η οποία δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή συγκολλητικών και χημικών προϊόντων για την οικοδομική βιομηχανία και τον τομέα της κατασκευής. Ωστόσο, δεδομένου ότι, ως προελέχθη, η σχετική ρήτρα απαγόρευσης μετασυμβατικού ανταγωνισμού, η οποία περιλαμβανόταν στην ένδικη σύμβαση εργασίας που συνέδεε τους διαδίκους ήταν άκυρη, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κατάπτωση ποινικής ρήτρας εις βάρος της εναγομένης, εξαιτίας της μετέπειτα απασχόλησής της στην εταιρεία Μ* HELLAS Α.Ε.Β.Ε., καθόσον θεωρείται άκυρη και η παρεπόμενη συμφωνία για την ποινική ρήτρα, κατ’ άρθρο 408 ΑΚ, απορριπτομένου του σχετικού κονδυλίου της αγωγής ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Τέλος, δεν αποδείχθηκε από κάποιο ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, ότι εξαιτίας της ανωτέρω συμπεριφοράς της εναγομένης επλήγη η φήμη και το κύρος της ενάγουσας εταιρίας έναντι των εργαζομένων και των συνεργατών της, με τη δημιουργία δυσμενούς εντύπωσης σ’ αυτούς ότι η ενάγουσα αδυνατεί να προστατεύσει τα οικονομικά της συμφέροντα και τις απόρρητες επαγγελματικές πληροφορίες της, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι ουδείς εκ των ενόρκως βεβαιούντων μαρτύρων, που τυγχάνουν εργαζόμενοι της ενάγουσας, αλλά ούτε και ο επ’ ακροατηρίω εξετασθείς μάρτυρας επιβεβαίωσαν τον εν λόγω ισχυρισμό και, ως εκ τούτου, η σχετική αξίωση της τελευταίας για καταβολή σ’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σημειώνεται δε ότι κατόπιν της κατά τα ανωτέρω απορρίψεως των αγωγικών κονδυλίων, παρέλκει η εξέταση των λοιπών προταθέντων από την εναγομένη ισχυρισμών και δη περί καταχρηστικής ασκήσεως του αγωγικού δικαιώματος, για το λόγο ότι η ενάγουσα την εξώθησε σε παραίτηση με τη συμπεριφορά του διευθύνοντος συμβούλου της και επικουρικά περί μειώσεως της ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο, καθώς επίσης αλυσιτελές καθίσταται το αίτημα της εναγομένης περί επιδείξεως από την πλευρά της ενάγουσας των μισθοδοτικών καταστάσεων, μηνός Σεπτεμβρίου 2018, ανά τμήμα, τις οποίες τηρεί ο εξωτερικός σύμβουλος EBS- E-bs. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της.