VΙΙΙ. Αρείου Πάγου 902/2020 - Τμ. Β1

Περίληψη: Διευθύνοντες υπάλληλοι – Έννοια - Εξαίρεση από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας.

(...) 3. Κατά την έννοια του άρθρου 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το ν. 2269/20, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, επί των οποίων κατά τη σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της που αναφέρονται στο νόμιμο ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή τους έχει ιδιαίτερη εμπιστοσύνη ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως της επιχειρήσεως ή τομέα αυτής και εποπτεία του προσωπικού, έτσι ώστε, όχι μόνο επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχειρήσεως, αλλά και διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, γιατί ασκούν δικαιώματα του εργοδότη σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η πρόσληψη ή η απόλυση προσωπικού, η ανάληψη ποινικών ευθυνών σε σχέση με την τήρηση της νομοθεσίας στην επιχείρηση για το συμφέρον των εργαζομένων και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει ο εργοδότης, και τα οποία συνήθως αμείβονται με αποδοχές που υπερβαίνουν κατά πολύ τα ελάχιστα όρια ή τις καταβαλλόμενες στους άλλους μισθωτούς αποδοχές. Δεν είναι, όμως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι παραπάνω ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηρισθεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, αφού η έννοια του διευθύνοντος, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του κατόχου αυτής, αποδίδεται με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστεως και της κοινής πείρας και λογικής από τη φύση των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαίως, καθώς και από την ιδιάζουσα θέση εκείνου που τις παρέχει, τόσο προς τον εργοδότη, όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Γι’ αυτό τα πρόσωπα αυτά, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, συνδεόμενοι με τον εργοδότη με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εξαιρούνται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την υπερωριακή ή κατά Κυριακές και εορτές εργασία, καθώς και περί χορηγήσεως ετήσιας άδειας αναψυχής, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους. (...)

  1. Στη προκείμενη περίπτωση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχτηκε κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο τα ακόλουθα: Ότι την …, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι η εναγομένη ασχολείται με την εμπορία ζωοτροφών και αξεσουάρ κατοικίδιων ζώων και ο ενάγων λόγω της εμπειρίας του σε ομοειδή επιχείρηση ανέλαβε καθήκοντα ως επιθεωρητής πωλήσεων, τόσο στα γραφεία της εναγομένης, στη …, όσο και ως υπεύθυνος των περιοδευόντων πωλητών και πραγματοποιούσε και ο ίδιος περιοδείες στην επαρχία για την προώθηση των πωλήσεων. Ότι το συμφωνηθέν ωράριο ήταν 40 ώρες εβδομαδιαίως και για 5 ημέρες, με ημερήσια απασχόληση από τις 8 π.μ. έως τις 16:00 μ.μ. έναντι συμφωνημένου μισθού 1.359 ευρώ (καθαρά), στο οποίο ποσό συμπεριλαμβάνετο και μηνιαίο bonus 670,40 € λόγω των πωλήσεων. Ότι για τις μετακινήσεις του, του είχε παραχωρηθεί και το υπ’ αριθ. … αυτοκίνητο, που αποσκοπούσε στη λειτουργική εξυπηρέτηση των εργασιακών αναγκών αυτού και δεν αποτελεί μέρος μισθού. Ότι δεν αποδείχθηκε σύναψη συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για παραχώρηση κατά κυριότητα αυτοκινήτου τζιπ στον ενάγοντα το οποίο η εναγομένη κατείχε με το σύστημα μηνιαίων μισθωμάτων leasing από την εταιρεία “…” και κατέβαλλε η ίδια τις μηνιαίες δόσεις για τα έτη 2008 - 2011 που ανήρχετο μηνιαία στο ποσό των 600 € .Κατόπιν αυτών, δεχόμενο ότι ο ενάγων απασχολούμενος με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου ως επιθεωρητής πωλήσεων και ως περιοδεύων πωλητής δικαιούται αμοιβές για την καθ’ υπέρβαση του συμβατικού και νομίμου ωραρίου απασχόλησή του, επιδίκασε τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Με τις ανωτέρω παραδοχές το δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο ότι ο ενάγων μισθωτός ήταν υπάλληλος με ειδικότητα επιθεωρητή πωλήσεων και περιοδεύοντος πωλητή (και όχι διευθυντικός υπάλληλος στέλεχος της αναιρεσείουσας εταιρείας) ορθώς ερμήνευσε και προσηκόντως εφάρμοσε τις διατάξεις που αναφέρονται ανωτέρω με αρ.2 της παρούσας που ήταν εφαρμοστέες, και όχι αυτές που εκτίθενται ανωτέρω με αρ.3 της παρούσας ήτοι το άρθρο 2 εδ. α’ της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον “περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις”, που κυρώθηκε με το ν. 2269/1920 που δεν ήταν εφαρμοστέες. Επίσης, με συνοπτικές όμως πλήρεις αιτιολογίες κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο των ανωτέρω με στ.2 της παρούσας ουσιαστικών διατάξεων και οι αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας για ελλιπείς αιτιολογίες, τις οποίες άλλωστε δεν προσδιορίζει, είναι αβάσιμες.