Περίληψη: Περικοπές Συντάξεων- Συνταγματικότητα αρ. 114 παρ. 4 ν. 4714/2020- Αξιώσεις συνταξιούχων ιδιωτικού τομέα για ποσά περικοπών κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων εορτών και αδείας από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016- Αποσβύνονται εφόσον, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά την δημοσίευση του ν. 4714/2020.
(..) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση της Φ.11321/35005/1528/13.10.2020 κοινής αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων ιδιωτικού τομέα» (Β΄ 4536/14.10.2020), (α) καθ’ ο μέρος προβλέπεται και ρυθμίζεται με αυτήν η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε μειώσεις μόνον των κύριων συντάξεων, ενώ δεν προβλέπεται ούτε ρυθμίζεται η επιστροφή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των επικουρικών συντάξεων και των επιδομάτων αδείας και εορτών, και (β) καθ’ ο μέρος με την προβλεπόμενη στην εν λόγω απόφαση καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές κύριων συντάξεων αποσβέννυνται, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, οι επιπλέον αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012, κύριων, επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4387/2016, εφόσον, ως προς τις αξιώσεις αυτές, δεν υπήρχε εκκρεμής δίκη κατά την δημοσίευση του εν λόγω ν. 4714/2020 (31.7.2020).
(..) 5. Επειδή, με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν, σε «πρότυπες δίκες» επί αγωγών αποζημιώσεως συνταξιούχων οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως, αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. οι περικοπές των συντάξεων που επήλθαν με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 και 2 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40), με τις οποίες μειώθηκαν οι κύριες συντάξεις των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, που υπερέβαιναν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ. Με τις ίδιες αποφάσεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές και οι περικοπές που επήλθαν με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με τις οποίες αφ’ ενός μεν προβλέφθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις των ως άνω φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, που υπερέβαιναν είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν για όλους τους συνταξιούχους των ανωτέρω οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως τα επιδόματα εορτών και αδείας. Ειδικότερα, οι ως άνω περικοπές των συντάξεων κρίθηκαν αντισυνταγματικές για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια προηγούμενων περικοπών των συντάξεων - οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές - και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις προαναφερθείσες αποφάσεις. Συγκεκριμένα, με τις αποφάσεις αυτές κρίθηκε ότι οι διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, που θέσπισαν τις προσβληθείσες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας περικοπές στις συντάξεις, αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και ότι είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό, με τις διατάξεις αυτές επιχειρήθηκε νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, χωρίς να έχει προηγηθεί εμπεριστατωμένη μελέτη, με την οποία να διαπιστώνεται και να αναδεικνύεται τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν σύμφωνη με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις που απέρρεαν, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την υποχρέωση προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Με τις ίδιες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομελείας, οι οποίες δημοσιεύθηκαν στις 10.6.2015, το Δικαστήριο όρισε, ύστερα από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του Ελληνικού Κράτους, ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση των αποφάσεων αυτών και ότι η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα μόνον για τους ενάγοντες και όσους άλλους είχαν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσιεύσεως των αποφάσεων. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς ορίζεται στις αποφάσεις αυτές, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων αυτών για τη θεμελίωση αποζημιωτικών αξιώσεων άλλων συνταξιούχων, που αφορούν περικοπείσες, βάσει των εν λόγω διατάξεων, συνταξιοδοτικές παροχές τους, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρονικού σημείου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών (10.6.2015).
- Επειδή, ακολούθως, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε συνταγματικά θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και της ιδρύσεως ενιαίου φορέα απονομής των κύριων συνταξιοδοτικών παροχών (Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, Ε.Φ.Κ.Α.), ο οποίος εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 κύριων συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες, από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους, κύριες συντάξεις, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού τους, να ορίσει ότι το ύψος των συντάξεων αυτών θα ανέρχεται στο ύψος στο οποίο οι εν λόγω συντάξεις είχαν διαμορφωθεί μετά τις περικοπές των ανωτέρω διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 2287 και 2288/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, συμβατή με το Σύνταγμα η ρύθμιση του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016, σύμφωνα με την οποία οι κύριες συντάξεις που καταβάλλονταν κατά τη δημοσίευση του νόμου (παλαιές συντάξεις) θα ανέρχονται στο ύψος, στο οποίο αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014 (με τις ανωτέρω, δηλαδή, περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012). Ειδικότερα, με την 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν. 4387/2016 των ανωτέρω περικοπών για τους ήδη κατά τη δημοσίευσή του συνταξιούχους (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287 και 2288/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ήταν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, όχι, δηλαδή, ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Ομοίως, με την 1890/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 20), κρίθηκε κατ’ αρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ’ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων.
7. Επειδή, στη συνέχεια, με την 1439/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία δίκασε σε «πρότυπη» δίκη αγωγή αποζημιώσεως συνταξιούχων του Ε.Φ.Κ.Α. και του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) με αίτημα την επιδίκαση σε αυτούς αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στις ανωτέρω περικοπές στις κύριες και στις επικουρικές τους συντάξεις, καθώς και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, έγινε δεκτό (σκέψη 17) ότι η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνεχίσεως καταβολής των (κύριων) συντάξεων όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εφεξής είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., όπως κρίθηκε με την 1891/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και ότι από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής οι ως άνω περικοπές έχουν ως νόμιμο έρεισμα τις οικείες διατάξεις του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12.5.2016) και εφεξής οι περικοπές αυτές είναι νόμιμες. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι (σκέψη 18) η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνεχίσεως καταβολής των συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τις αναφερόμενες στην σκέψη 5 διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, η οποία είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., δεν θεράπευσε την διαγνωσθείσα με τις ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικότητα, αλλά ισχύει από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από 12.5.2016 και εφεξής και όχι αναδρομικώς∙ δεν ανατρέχει, συνεπώς, στο χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω περικοπών και, επομένως, δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 11.5.2016 υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποιήσεως των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών. Κατά συνέπεια, όπως κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου (σκέψη 18), για το ως άνω χρονικό διάστημα ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα προσέκρουε, άλλωστε, ευθέως, κατά τα κριθέντα με την ως άνω 1439/2020 απόφαση της Ολομελείας, στις κρίσεις των ανωτέρω 2287 και 2288/2015 αποφάσεων της Ολομελείας περί αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και θα συνέτρεχε, για τους συνταξιούχους που είχαν ασκήσει σχετικές αγωγές και προσφυγές ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων πριν από τη δημοσίευση των εν λόγω 2287 και 2288/2015 αποφάσεων, περίπτωση απαγορευμένης από το Σύνταγμα επεμβάσεως σε εκκρεμείς δίκες με στόχο την έκβασή τους υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α. ή και σε εκδοθείσες ήδη αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων οι οποίες έχουν ακολουθήσει τα κριθέντα με τις ως άνω 2287 και 2288/2015 αποφάσεις προκειμένου για περικοπές, επιβληθείσες με βάση τους ανωτέρω νόμους, για χρονικά διαστήματα πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Στις σκέψεις αυτές της ως άνω αποφάσεως στηρίχθηκαν και οι 1440, 1441, 1442 και 1443 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί αιτήσεων αναιρέσεως του Ε.Φ.Κ.Α. κατά αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων οι τρεις πρώτες και επί προδικαστικού ερωτήματος η τελευταία που αφορούσαν τις ίδιες ως άνω περικοπές. - Επειδή, με το άρθρο 114 («Καταβολή ποσών μειώσεων συντάξεων ιδιωτικού τομέα») του ν. 4714/2020 (Α΄ 148/31.7.2020), όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020 (Α΄ 196/8.10.2020) [Η αρχική ρύθμιση του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 ήταν παρόμοια με τη ρύθμιση του άρθρου 34 του ν. 4734/2020], ορίζονται τα εξής: (..).
- Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις του μετέπειτα άρθρου 114 του ν. 4714/2020, οι οποίες, κατά τα προεκτεθέντα, ήταν παρόμοιες με τις διατάξεις του άρθρου 34 του μεταγενέστερου ν. 4734/2020, αναφέρονται τα εξής: «Με τις υπ' αρ. 1439/2020, 1440/2020, 1441/2020 και 1443/2020 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και με τις προγενέστερες υπ’ αρ. 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις του ως άνω Δικαστηρίου, κρίθηκε η συνταγματικότητα διατάξεων των νόμων 4051/2012 ... και 4093/2012 ... Με την παρούσα ρύθμιση, συμφώνως με τα κριθέντα με τις προαναφερόμενες αποφάσεις ... καταβάλλονται ποσά στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα, προς αποκατάσταση των μειώσεων που επιβλήθηκαν με τους παραπάνω νόμους και αίρεται με τον τρόπο αυτό το σωρευτικό αποτέλεσμα των ανωτέρω μειώσεων και περικοπών στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων. Με την καταβολή των άνω σημαντικών ποσών, η οποία αφορά το σύνολο των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι αξιώσεις των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κυρίων και επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 ... αποσβέννυνται. ... Περαιτέρω, διασφαλίζεται η ακώλυτη πρόοδος των εκκρεμών δικών, αναφορικά με αξιώσεις για την καταβολή ποσών πέραν των δια της παρούσας ρυθμίσεως καταβαλλόμενων. Η ανωτέρω ρύθμιση εμφορείται από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας και εξυπηρετεί τη δίκαιη εξισορρόπηση τόσο των συμφερόντων της παραπάνω κατηγορίας πολιτών, όσο και του συνόλου του πληθυσμού της Χώρας, το οποίο υφίσταται ήδη τις συνέπειες της απρόβλεπτης πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19. Αποτελεί κοινό τόπο ότι για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να λαμβάνονται πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας, με αβέβαιο, μάλιστα, χρονικό ορίζοντα, που επιβαρύνουν σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση της Χώρας. Ειδικότερα, στον Προϋπολογισμό του 2020 προβλεπόταν ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας κατά 2,8% για το τρέχον έτος, πρωτογενές πλεόνασμα σύμφωνα με τους στόχους της ενισχυμένης εποπτείας 3,58% και χρέος γενικής κυβέρνησης 167% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις θερινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται ύφεση 9% για την Ελληνική Οικονομία κατά το τρέχον έτος. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση ενισχυμένης εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Μαΐου 2020, προβλέπεται πρωτογενές έλλειμμα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προβλέπεται το χρέος να ανέλθει σε 196,4% του ΑΕΠ. Στα ανωτέρω δεν έχουν ληφθεί υπόψη επιπλέον δημοσιονομικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που ελήφθησαν εκ των υστέρων, ούτε το δημοσιονομικό κόστος της παρούσας ρύθμισης. Τέλος, επισημαίνεται, ότι εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσης του νομοθέτη για "προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης" (άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), η Πολιτεία στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της, πέραν της παρούσας αποκαταστατικής ρυθμίσεως για την ευάλωτη κατηγορία των συνταξιούχων της χώρας, λαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα τόσο για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς πανδημίας, όσο και για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και αμυντικών αναγκών». Με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις τόσο του ανωτέρω άρθρου 34 του ν. 4734/2020, όσο και εκείνες του άρθρου 33 του ίδιου νόμου, με το οποίο θεσπίσθηκαν παρόμοιες ρυθμίσεις για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, επισημαίνεται ότι «τα καταβαλλόμενα ποσά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη, προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους δήμους, τις περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα πιστωτικά ιδρύματα. Το ανεκχώρητο και ακατάσχετο των ποσών αυτών θεσπίζεται, προκειμένου να προστατευθεί περαιτέρω το εισόδημα των συνταξιούχων ...», επαναλαμβάνονται τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας, με την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, προστίθεται δε ότι: «... η Πολιτεία, στο πλαίσιο των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της, πέραν της παρούσας αποκαταστατικής ρυθμίσεως για την ευάλωτη κατηγορία των συνταξιούχων της χώρας, υποχρεούται να λαμβάνει υποστηρικτικά μέτρα, σημαντικού δημοσιονομικού κόστους, τόσο για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς πανδημίας, όσο και για τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Παράλληλα, καθίσταται αδήριτη η ανάγκη για ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων της χώρας … . Επομένως, οι προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι εναρμονισμένες τόσο με τα σημερινά δημοσιονομικά δεδομένα της εθνικής μας οικονομίας, όσο και με τις επιτακτικές εθνικές αναγκαιότητες της χώρας».
10. Επειδή, κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως αυτό αντικαταστάθηκε αφότου ίσχυσε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη Φ.11321/35005/1528/ 13.10.2020 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων «Επιστροφή ποσών μειώσεων συντάξεων ιδιωτικού τομέα» (Β΄ 4536/14.10.2020). Με την απόφαση αυτή ορίζονται τα εξής: Άρθρο 1 («Πεδίο Εφαρμογής»): «Επιστρέφονται αναδρομικά ποσά συντάξεων και προσυνταξιοδοτικών παροχών που αντιστοιχούν στις πραγματοποιηθείσες μειώσεις των κύριων συντάξεων για το χρονικό διάστημα από 11.06.2015 έως και 12.05.2016, οι οποίες θεσπίστηκαν με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και τις διατάξεις της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), καθώς και με τις διατάξεις της υπ’ αρ. 476/28-02-2012 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (Β΄ 499)». Άρθρο 2 («Δικαιούχοι»): «1. Δικαιούχοι επιστροφής αναδρομικών ποσών είναι κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 1 της παρούσας: (α.) Οι συνταξιούχοι όλων των φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών κύριας ασφάλισης που εντάχθηκαν στον κλάδο κύριας ασφάλισης και λοιπών παροχών του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), καθώς και οι συνταξιούχοι της Τράπεζας της Ελλάδος, εξαιρουμένων των συνταξιούχων του Δημοσίου, και των συνταξιούχων υπαλλήλων των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βάρυναν το Δημόσιο είτε βάρυναν τους οικείους φορείς, καθώς και των συνταξιούχων υπαλλήλων του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των Ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α΄ 276), για το χρονικό διάστημα του άρθρου 1 της παρούσας. (β.) Οι συνταξιούχοι προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος του τέως Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ETAT) και του τέως Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ). Τα αναδρομικά ποσά που επιστρέφονται στους συνταξιούχους του προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος, αντιστοιχούν στις μειώσεις που εφαρμόστηκαν στο 50% του συνολικού ποσού της προσυνταξιοδοτικής παροχής, το οποίο αντιστοιχεί σε κύρια σύνταξη, κατ’ εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και τις διατάξεις της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) για το χρονικό διάστημα του άρθρου 1 της παρούσας. (γ) Οι συνταξιούχοι του πρώην Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (NAT), αναφορικά με τις μειώσεις που επιβλήθηκαν στις κύριες συντάξεις τους με βάση την υπ’ αρ. 476/28-02-2012 (Β΄ 499) απόφαση των Υπουργών Οικονομικών Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, για το χρονικό διάστημα του άρθρου 1 της παρούσας. 2. Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου της παρ. 1, δικαιούχοι καθίστανται οι νόμιμοι κληρονόμοι κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος, με υποβολή αίτησης και των απαραίτητων δικαιολογητικών σε ηλεκτρονική πλατφόρμα του e-ΕΦΚΑ. 3. Για τους δικαιούχους της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται απολογιστικός δειγματοληπτικός έλεγχος ...». Άρθρο 3 «Ειδικότερες περιπτώσεις»: «1. Σε περίπτωση λήψης μίας κύριας και μίας επικουρικής σύνταξης, επιστρέφεται στον δικαιούχο μόνο το ποσό που αφορά στην περικοπή που έχει διενεργηθεί βάσει των ανωτέρω διατάξεων στην κύρια σύνταξη. 2. Σε περίπτωση λήψης δύο κύριων συντάξεων, μία εκ των οποίων από μη αναγραφόμενο στο άρθρο 2 της παρούσας φορέα, επιστρέφονται στον δικαιούχο τα ποσά που αφορούν στη μείωση που έχει διενεργηθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 1 στην κύρια σύνταξη που εμπίπτει στις διατάξεις της παρούσας».
(..) 14. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α., στο βαθμό που περιορίζεται στην καταβολή ποσών συντάξεων που αντιστοιχούν στις περικοπές μόνον των κύριων συντάξεων, χωρίς να διαλαμβάνει ρύθμιση για τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων και την κατάργηση των δώρων εορτών και των επιδομάτων αδείας, είναι ακυρωτέα, διότι εκδόθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της εν γένει υποχρεώσεως συμμορφώσεως της Διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις, η οποία επιτάσσεται από το Σύνταγμα (άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος) και το νόμο (άρθρο 50 παρ. 4 του π.δ. 18/1989). Προβάλλεται επίσης ότι η εν μέρει μόνον αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστησαν οι αιτούντες από το σύνολο των αντισυνταγματικών περικοπών, αποτελεί ευθεία παραβίαση των συνταγματικών αρχών της αναλογικότητας (25 παρ. 1 του Συντάγματος), της ισότητας στα δημόσια βάρη (4 παρ. 5 του Συντάγματος) και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (2 παρ. 1 του Συντάγματος). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι η μη επιστροφή του συνόλου των περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγματικές αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., καθώς και στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το οποίο [στην αναθεωρημένη μορφή του εν λόγω Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄ 5)] ορίζει ότι “Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση, τα Μέρη αναλαμβάνουν: 1. ... 2. να διατηρούν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης σε ικανοποιητικό επίπεδο τουλάχιστον ίδιο με εκείνο που είναι απαραίτητο για την επικύρωση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Κοινωνικής Ασφάλισης· 3. να καταβάλλουν προσπάθειες σταδιακής ανέλιξης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σε υψηλότερο επίπεδο· ...” [παρόμοια διατύπωση είχε και το άρθρο του κυρωθέντος με τον ν. 1426/1984 (Α΄ 32) Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη].
- Επειδή, ο θεσμικός σεβασμός της διοικήσεως και του νομοθέτη προς τη νομολογία των δικαστηρίων, και δη των ανωτάτων, με την έννοια της εφαρμογής της σχετικής αποφάσεως ως νομολογιακού προηγούμενου και στους τελούντες σε όμοιες συνθήκες, αποτελεί, κατ’ αρχήν, ουσιώδη προϋπόθεση για την εμπέδωση του κράτους δικαίου. Όμως, η, υπ’ αυτή την έννοια, «συμμόρφωση» δεν αποτελεί αντικείμενο ελέγχου με βάση την κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις, η οποία αφορά μόνον εκείνους που διετέλεσαν διάδικοι στη σχετική δίκη και νομιμοποιούνται να προβάλλουν παράλειψη, άρνηση ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με την δικαστική αυτή απόφαση όχι όμως και τρίτους οι οποίοι δεν υπήρξαν διάδικοι στην οικεία δίκη και οι οποίοι δεν νομιμοποιούνται σχετικώς. Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση της κατ’ άρθρο 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) [άρθρο 40 παρ. 1 ν. 4055/2012, Α΄ 51] «πρότυπης» ή «πιλοτικής» δίκης. Διότι, και στην περίπτωση αυτή, κατά το γράμμα και τον σκοπό των σχετικών ρυθμίσεων, η απόφαση επί της εν λόγω δίκης δεσμεύει, όπως ρητώς ορίζεται στον νόμο, μόνον τους διαδίκους της συγκεκριμένης δίκης -τους αρχικούς και τους παρεμβάντες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (άρθρο 1 παρ. 1)- κατά τα λοιπά δε, η σχετική απόφαση, έχοντας εκδοθεί με τον τρόπο και στον χρόνο που προβλέπεται, συμβάλλει στην επιδιωκόμενη ασφάλεια δικαίου, όχι επεκτείνοντας τη δικονομική της δεσμευτικότητα στις όμοιες εν γένει περιπτώσεις, αλλά συνιστώντας γι’ αυτές, ως προς το γενικότερο ζήτημα που επιλύθηκε, επίκαιρη νομολογία του ανωτάτου δικαστηρίου, που έχει, μάλιστα, εκδοθεί με ειδική προς τούτο διαδικασία και την οποία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα διοικητικά δικαστήρια κατά την εκδίκαση ομοίων υποθέσεων, αλλά και η Διοίκηση κατά την αντιμετώπιση ομοίων υποθέσεων (πρβ. 15/2019 απόφαση Τριμελούς Συμβουλίου Συμμορφώσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας). Εξάλλου, η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ταυτότητα διαδίκων (βλ. άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 και άρθρο 197 παρ. 3 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Υπό τα δεδομένα αυτά, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη σκέψη λόγοι, αν έχουν την έννοια ότι ο νομοθέτης ήταν υποχρεωμένος, μετά την δημοσίευση των αποφάσεων 2287 και 2288/2015 του Συμβουλίου της Επικρατείας, να θεσπίσει ρύθμιση, με την οποία να προβλέπει την χορήγηση σε όλους τους συνταξιούχους, των οποίων οι συντάξεις είχαν υποστεί τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές, ποσά αντίστοιχα με όλες τις περικοπές αυτές, και ότι η σχετική παράλειψή του παραβιάζει τις διατάξεις υπέρτερης τυπικής ισχύος που επικαλούνται οι αιτούντες. Άλλωστε, από τις ανωτέρω αποφάσεις δεν απορρέει δεδικασμένο για τους αιτούντες, εφόσον δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ούτε αυτοί ισχυρίζονται ότι είχαν την ιδιότητα του διαδίκου στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις. Εξάλλου, ειδικώς για τους συνταξιούχους, οι οποίοι είχαν εκκρεμείς δίκες κατά την δημοσίευση του ν. 4714/2020 με αντικείμενο αξιώσεις, τις οποίες ο νομοθέτης δεν περιέλαβε στην επίμαχη νομοθετική ρύθμιση, όπως είναι και οι ήδη αιτούντες – φυσικά πρόσωπα, ως προς τους οποίους η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντρέχει περίπτωση παραβάσεως των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που επικαλούνται οι αιτούντες, εκ μόνου του λόγου ότι πρέπει να αναμείνουν την εκδίκαση των υποθέσεών τους από τα αρμόδια δικαστήρια, ενώπιον των οποίων εκκρεμούν, και την δημοσίευση των σχετικών αποφάσεων και ότι δεν θα ικανοποιηθούν έως τις 31.12.2020 για τις λοιπές αυτές αξιώσεις τους.
- Επειδή, ενόψει της κρίσεως με τις προαναφερθείσες 2287 και 2288/2015 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας ως αντισυνταγματικών των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν περικοπές των κύριων και επικουρικών συντάξεων και κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, ανέκυψε ζήτημα επιστροφής στους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές αυτές για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 11.5.2016 (συνολικά έντεκα μηνών). Ο νομοθέτης προς αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού προέβη, με την θέσπιση του προεκτεθέντος άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020, στις εξής επιλογές: α) στην άτοκη καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, για το εν λόγω διάστημα των έντεκα μηνών, σε όλους τους δικαιούχους, στο σύνολο, δηλαδή, των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι είχαν υποστεί τις περικοπές αυτές στις κύριες συντάξεις τους, ανεξαρτήτως αν αυτοί είχαν ασκήσει ή όχι ένδικα βοηθήματα ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με την καταβολή εφάπαξ ποσού μέχρι 31.12.2020, καθώς και στην πρόβλεψη ότι τα ποσά αυτά είναι ανεκχώρητα και ακατάσχετα στα χέρια του Δημοσίου ή τρίτων και ότι δεν δεσμεύονται και δεν συμψηφίζονται με βεβαιωμένα χρέη προς τη φορολογική διοίκηση και το Δημόσιο εν γένει, τους Δήμους, τις Περιφέρειες, τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα Πιστωτικά Ιδρύματα, β) στην μη καταβολή (έως τις 31.12.2020) των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας για το ίδιο χρονικό διάστημα και γ) στην απόσβεση των υπό στοιχείο β΄ αξιώσεων μόνον όμως για όσους συνταξιούχους δεν είχαν ασκήσει μέχρι την δημοσίευση του ν. 4714/2020 (31.7.2020) ένδικα βοηθήματα με αντικείμενο την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων∙ αντιθέτως, όσοι είχαν ασκήσει τέτοια ένδικα βοηθήματα μέχρι την ημερομηνία αυτή προβλέφθηκε ότι διατηρούν, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές κατά νόμον προϋποθέσεις, τις αξιώσεις τους για ποσά που υπερβαίνουν τα καταβαλλόμενα με βάση το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, ποσά των κύριων συντάξεων (διατηρούν δηλαδή τις αξιώσεις τους για το σύνολο των περικοπών των επικουρικών συντάξεων και των καταργηθέντων επιδομάτων αδείας και εορτών, καθώς και για τους τόκους επιδικίας επί των κύριων συντάξεων). Ομοίως, διατηρούν τις αξιώσεις τους και μπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, τα ποσά που αντιστοιχούν σε τυχόν περικοπές επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας όσοι συνταξιούχοι δεν υπέστησαν περικοπή των κυρίων συντάξεών τους κατ’ εφαρμογή των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και, για το λόγο αυτό, δεν θα εισπράξουν με βάση το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, όπως αυτό ισχύει, αντίστοιχα ποσά, αφού, σύμφωνα με το γράμμα της παρ. 4 του εν λόγω άρθρου, η απόσβεση των αξιώσεων που αφορούν επικουρικές συντάξεις και επιδόματα εορτών και αδείας προϋποθέτει την καταβολή ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές κύριων συντάξεων, προϋπόθεση η οποία στους συνταξιούχους αυτούς δεν συντρέχει. Στις ανωτέρω επιλογές προέβη ο νομοθέτης αφού, όπως προκύπτει από τις εκτεθείσες στην σκέψη 9 αιτιολογικές εκθέσεις για τις σχετικές ρυθμίσεις, στάθμισε την υποχρέωση εναρμονίσεως προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας με την ανάγκη τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και, περαιτέρω, απέβλεψε στην εξισορρόπηση των συμφερόντων τόσο των συνταξιούχων όσο και του συνόλου του πληθυσμού της χώρας, ενόψει των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), καθώς και της αρχής της αναλογικότητας, και στην κατά το δυνατόν ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε να είναι δυνατός ο εκ μέρους του κράτους οικονομικός προγραμματισμός, λαμβανομένων υπόψη των περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων της χώρας, της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως από τα «πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας», που ελήφθησαν προς αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19, του γεγονότος ότι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κατά το έτος 2020 δεν είχαν λάβει υπόψη τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας που ελήφθησαν εκ των υστέρων ούτε το δημοσιονομικό κόστος της επίμαχης ρυθμίσεως, καθώς και της ανάγκης λήψεως μέτρων, σημαντικού δημοσιονομικού κόστους, για την διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών και την ενίσχυση των αμυντικών συστημάτων της χώρας [βλ. και τα πρακτικά της Βουλής ενόψει της ψηφίσεως του ν. 4714/2020 (συνεδρίαση Ρϟ της 29.7.2020, σελίδα 17458), όπου αναφέρονται τα εξής: «... η συγκεκριμένη δαπάνη [για την καταβολή των αναδρομικών ποσών στους συνταξιούχους] αγγίζει τα όρια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων του τόπου. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, περιθώρια για ικανοποίηση πρόσθετων αιτημάτων αυτού του είδους. ... [Η] ενίσχυση με ένα εφάπαξ ποσό ύψους 1,4 δισεκατομμυρίου ευρώ αποτελεί μία πολιτική επιλογή ... Δεν υπάρχουν περιθώρια άλλων παροχών και οτιδήποτε διαφορετικό θα ήταν άδικο για τους ανέργους και τους εργαζομένους, ο κόπος των οποίων χρηματοδοτεί το ασφαλιστικό σύστημα. Θα ήταν άδικο για τις επόμενες γενιές και για το σύνολο της κοινωνίας που αντιμετωπίζει ... τόσες αλλεπάλληλες προκλήσεις, από τα γεγονότα στον Έβρο και την πανδημία, μέχρι τη διεθνή οικονομική αναταραχή ...»].
- Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020, με την οποία ορίζεται ότι με την καταβολή των ποσών που προβλέπουν οι ίδιες αποσβέννυνται οι αξιώσεις των συνταξιούχων για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων, επικουρικών συντάξεων και επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως την δημοσίευση του ν. 4386/2016 (12.5.2016): α) αντίκειται στην αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος), διότι προβλέπεται διά νόμου η απόσβεση απαιτήσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η δε απόσβεση ήδη γεγενημένων απαιτήσεων συνεπάγεται την απόλυτη στέρηση του δικαιώματος του διοικουμένου να προσφύγει στη δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα την ανεπίτρεπτη αφαίρεση των υποθέσεων από την ύλη των δικαστηρίων, β) παραβιάζει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., αντιστοίχως), στο βαθμό που κωλύεται η δικαστική διεκδίκηση αξιώσεων με την ίδια βάση. Επίσης, προβάλλεται (καθ’ ερμηνείαν του σχετικού με τα ζητήματα αυτά λόγου, ερμηνευομένου δηλαδή του λόγου αυτού ότι αναφέρεται και στην ανωτέρω προβλέπουσα την απόσβεση διάταξη) ότι η μη πλήρης ανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι συνταξιούχοι από τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 του Συντάγματος), της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος) και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος).
- Επειδή, όπως έχει κριθεί, από τα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, με τα οποία καθιερώνονται, αντιστοίχως, η αρχή της ισότητας, το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από δικαστήρια και η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, συνάγεται ότι ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, να μεταβάλει, ακόμη και αναδρομικώς, τις κείμενες ουσιαστικές ρυθμίσεις του νόμου (πρβ. ΣτΕ 807/1997), αρκεί η επέμβασή του αυτή να μην αποτελεί ευθεία κύρωση της διοικητικής πράξεως, της οποίας η νομιμότητα είναι εκκρεμής ενώπιον των δικαστηρίων, να μην προσβάλλει το δεδικασμένο που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις ή την αρχή της μη αναδρομικότητας των διατάξεων που επιβάλλουν κυρώσεις, να αιτιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος και να μην προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας. Ο νομοθέτης δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, ενόψει των συνταγματικών αυτών διατάξεων, επ’ ευκαιρία τέτοιων αναδρομικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, να θεσπίζει απόσβεση των απαιτήσεων που απορρέουν από τις τροποποιούμενες ρυθμίσεις, εφόσον, όμως, για αυτές έχουν εκδοθεί τελεσίδικες αποφάσεις δικαστηρίων (πρβ. ΣτΕ Ολομ. 3036/2008) ή υπάρχουν εκκρεμείς δίκες, ούτε μπορεί να καταργεί τις δίκες αυτές, διότι άλλως θα αφαιρείτο η διαφορά από το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου είναι εκκρεμής, κατά παράβαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, θα παραβιαζόταν δε επίσης και η απορρέουσα από την αυτή συνταγματική διάταξη αρχή του σεβασμού της τελεσιδικίας των δικαστικών αποφάσεων, καθώς και η αρχή της ισότητας των όπλων που διαθέτουν οι διάδικοι και θα ευνοείτο ο ένας από αυτούς, συνήθως ο φορέας της δημόσιας εξουσίας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3368/2015, 542-543/1999, ΣτΕ 1773/2020, 1818/2018, 3782/2015, 3062/2014, 2756-7, 3613/2013 7μ., 81/2013, 1396/2012, 824/2012 7μ., 338/2011 7μ., 6/2010, πρβλ. ΣτΕ 1439/2020 Ολομ. σκέψη 18, 1154/2001, 953/1999). Ενόψει των ανωτέρω, δεν κωλύεται ο νομοθέτης να θεσπίσει απόσβεση αξιώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να εγερθούν ενώπιον των δικαστηρίων κατ’ επίκληση, ως νομολογιακού προηγούμενου, αποφάσεως που έχει εκδοθεί επί «πιλοτικής» δίκης, εφόσον η ρύθμιση αυτή υπαγορεύεται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και δεν παραβιάζει δεδικασμένο που απορρέει από δικαστική απόφαση ούτε επεμβαίνει σε εκκρεμείς δίκες.
- Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. ορίζεται ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, … υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, …». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όπως έχει ερμηνευθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν απαγορεύεται μεν, γενικώς, η θέσπιση αναδρομικών κανόνων δικαίου, είναι όμως αντίθετες με τη διάταξη αυτή νομοθετικές ρυθμίσεις μη υπαγορευόμενες από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίες θεσπίζονται με αναδρομική ισχύ, ρυθμίζουν θέμα για το οποίο υφίσταται εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και με τη θέσπισή τους η έκβαση της δίκης αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. 10.11.2020, Vegotex International S.A. κατά Βελγίου, σκ. 58 επ., 8.11.2018, Hôpital Local Saint-Pierre d' Oléron κ.λπ. κατά Γαλλίας, σκ. 67 επ., 25.11.2010, Lilly France κατά Γαλλίας no 2, σκ. 46 επ., 29.3.2006, Scordino κατά Ιταλίας no 1, μειζ. συνθ., σκ. 126 επ., 11.4.2002 - 11.7.2002, Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος, σκ. 20 επ., 28.6.2001 - 28.9.2001, Αγούδημος κατά Ελλάδος, σκ. 27 επ., 28.10.1999, Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας, σκ. 50 επ., 22.10.1997, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος, σκ. 33 επ., 9.12.1994, Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Στρ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος, σκ. 41 επ., βλ. περίπτωση συνδρομής επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος Ε.Δ.Δ.Α. 23.10.1997, National and Provincial Building Society κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκ. 94 επ., βλ. επίσης ΣτΕ 3368/2015 Ολομ., 1773/2020, 1818/2018, 3782/2015, 2756-2757, 3613/2013 7μ., 824/2012 7μ., 372/2005 7μ., πρβ. ΣτΕ 1154/2001, 953/1999]. Ενόψει της νομολογίας αυτής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δεν κωλύεται ο νομοθέτης ούτε από το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. να θεσπίσει απόσβεση αξιώσεων υπό τις παρατεθείσες στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεις.
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με το άρθρο 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, προβλέφθηκε, στο πλαίσιο της υποχρεώσεως του κράτους να εναρμονίζεται προς την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η χορήγηση ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, και σε συνταξιούχους, οι οποίοι παρά το ότι είχαν υποστεί περικοπές τόσο στις κύριες όσο και στις επικουρικές συντάξεις τους, είχαν δε στερηθεί τα επιδόματα εορτών και αδείας κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, εν τούτοις, ούτε ύστερα από την δημοσίευση των ως άνω αποφάσεων αλλά ούτε και ύστερα από την έναρξη ισχύος του θεσπίζοντος νέο ασφαλιστικό σύστημα ν. 4387/2016 και την δημοσίευση των αφορωσών ρυθμίσεις του εν λόγω νόμου αποφάσεων 1890 και 1891/2019 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, είχαν προβεί μέχρι τη στιγμή της θεσπίσεως της επίμαχης ρυθμίσεως σε οποιαδήποτε ενέργεια προκειμένου να διεκδικήσουν με προσφυγή ή αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων ποσά που αντιστοιχούν στις ανωτέρω περικοπές. Ως αντιστάθμισμα δε της χορηγήσεως των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων και στην ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων, ο νομοθέτης, ενόψει της ανάγκης τηρήσεως των αρχών της χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως και της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως της χώρας λόγω απροβλέπτων καταστάσεων που ανέκυψαν μετά την δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω στη σκέψη 16, αλλά και της ανάγκης για την, κατά το δυνατόν, ταχεία και οριστική εκκαθάριση αξιώσεων που ανάγονται σε συνταξιοδοτικές παροχές του παρελθόντος, ώστε το κράτος να μπορέσει να προχωρήσει σε προγραμματισμό για την κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων, περιορίζοντας, κατά το μέτρο του εφικτού, τον κίνδυνο ανατροπής του, προέβλεψε ότι οι αξιώσεις για την καταβολή ποσών, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και σε καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, που αφορούν το επίμαχο ενδεκάμηνο χρονικό διάστημα, της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων αποσβέννυνται με την καταβολή σε αυτούς μέχρι 31.12.2020 ποσών που αντιστοιχούν μόνον σε περικοπές των κύριων συντάξεών τους, δεν παρέσχε δε σε αυτούς τη δυνατότητα να επιλέξουν αν θα λάβουν τα εν λόγω ποσά, με συνέπεια να αποσβεσθούν οι λοιπές αξιώσεις τους, ή αν θα προτιμήσουν, παραιτούμενοι από την καταβολή μέχρι τις 31.12.2020 των εν λόγω ποσών, που αντιστοιχούν στις περικοπές των κύριων συντάξεων που είχαν υποστεί, να διεκδικήσουν το σύνολο των αξιώσεών τους προσφεύγοντας στα δικαστήρια και αναμένοντας την εκδίκαση των σχετικών ενδίκων βοηθημάτων και την έκδοση αποφάσεων επ’ αυτών. Αντιθέτως, ο νομοθέτης δεν έθιξε τις αξιώσεις όσων είχαν προσφύγει πριν από την δημοσίευση του ν. 4714/2020 ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, ζητώντας την καταβολή ποσών που αντιστοιχούν στις λοιπές, πλην εκείνων στις οποίες αφορά η επίμαχη ρύθμιση, περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, ούτε επεμβαίνει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, στις σχετικές εκκρεμείς δίκες. Με την ρύθμιση αυτή ούτε το απορρέον από δικαστικές αποφάσεις δεδικασμένο παραβιάζεται ούτε η υποχρέωση συμμορφώσεως προς δικαστικές αποφάσεις, εφόσον, άλλωστε, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 15, ούτε δεδικασμένο έχει παραχθεί για τους αιτούντες από τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αυτοί επικαλούνται, ούτε υποχρέωση συμμορφώσεως υπό την έννοια του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος. Η θέσπιση δε της ανωτέρω ρυθμίσεως δικαιολογείται από σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, επίκληση των οποίων γίνεται στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 9 και 16. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ως άνω νομοθετική ρύθμιση του περιορισμού των χορηγούμενων αναδρομικών ποσών για την κατηγορία εκείνη των συνταξιούχων που δεν είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα έως την δημοσίευση του ν. 4714/2020, η οποία (ρύθμιση) από τη φύση της υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο, υπό τις ανωτέρω όλως εξαιρετικές δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας, δεν αντίκειται στις διατάξεις ούτε των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος ούτε του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Συνεπώς, οι παρατιθέμενοι στη σκέψη 17 λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι προβάλλονται παραδεκτώς μόνον από τα αιτούντα σωματεία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη 12, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα και Π. Τσούκα, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 του ν. 4734/2020) περί αποσβέσεως των αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αντιστοιχούν σε περικοπές επικουρικών συντάξεων και κατάργηση επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα δυνάμει των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, για το χρονικό διάστημα από 11.6.2015 έως 12.5.2016, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση. Τούτο, διότι η προβλεπόμενη με τη διάταξη αυτή μονομερής και υποχρεωτική απόσβεση μη παραγεγραμμένων απαιτήσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα [στους οποίους δεν παρέχεται η εναλλακτική δυνατότητα, παραιτούμενοι της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου καταβολής των ποσών που αντιστοιχούν στις περικοπές των κυρίων συντάξεων αυτών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 4051/2012, της κ.υ.α. 476/2012 και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, για το ίδιο χρονικό διάστημα, να διεκδικήσουν το σύνολο των αξιώσεών τους] συνεπάγεται την στέρηση του δικαιώματος των εν λόγω συνταξιούχων να προσφύγουν σε δικαστήριο για τη διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, σε περικοπές συντάξεων και επιδομάτων βάσει διατάξεων, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις εκδοθείσες στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης 2287-2288/2015 αμετάκλητες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και την ανεπίτρεπτη αφαίρεση των εν λόγω υποθέσεων από την ύλη των δικαστηρίων. Συνεπώς, οι παρατιθέμενοι στη σκέψη 17 σχετικοί λόγοι ακυρώσεως θα έπρεπε, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, να γίνουν δεκτοί.
21. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η πρόβλεψη της αποσβέσεως των αξιώσεων για διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές συντάξεων και επιδομάτων εορτών και αδείας που δεν χορηγούνται με την κρινόμενη ρύθμιση για το κρίσιμο ενδεκάμηνο αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. - Επειδή, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ε.Σ.Δ.Α., που, όπως και η Ε.Σ.Δ.Α. κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιο συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημοσίας ωφελείας. Στην έννοια της περιουσίας, η οποία έχει αυτόνομο περιεχόμενο, ανεξάρτητο από την τυπική κατάταξη των επιμέρους περιουσιακών δικαιωμάτων στο εσωτερικό δίκαιο, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως», καθώς και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται, έτσι με τις διατάξεις αυτές, και τα ενοχικής φύσεως περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις του δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, εφόσον, δηλαδή, υφίσταται σχετικώς μια επαρκής νομική βάση στο εσωτερικό δίκαιο του συμβαλλομένου κράτους, προϋπόθεση που συντρέχει, ιδίως, όταν η απαίτηση θεμελιώνεται σε νομοθετική ή κανονιστική διάταξη ή σε παγιωμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του συμβαλλομένου κράτους. Εξ άλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, υπό την ανωτέρω έννοια, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ’ αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος ή προς την εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών. Η εκτίμηση δε του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. αποφάσεις James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 21.2.1986, Νο 8793/79, σκέψη 46, Pressos Compania Naviera S.A. και λοιποί κατά Βελγίου, της 20.11.1995, σκέψη 37, Saarinen κατά Φινλανδίας, της 28.1.2003, Κλιάφας και λοιποί κατά Ελλάδος, της 8.7.2004, σκέψη 25, Adrejeva κατά Λετονίας, της 18.2.2009, σκέψη 83), ιδίως όταν πρόκειται για εκτιμήσεις σχετικά με τον καθορισμό των προτεραιοτήτων κατά τη διάθεση των περιορισμένων κρατικών πόρων (βλ. απόφαση Da Conceiçao Mateus και Santos Januario, με παραπομπή, μεταξύ άλλων, στην απόφαση επί του παραδεκτού της 7.5.2013, Κουφάκη και ΑΔΕΔΥ κατά Ελλάδος, 57665/12 σκ. 31). Περαιτέρω, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σκέψη 50). Εξ άλλου, εναπόκειται στον νομοθέτη να αξιολογήσει τους λόγους δημοσίας ωφέλειας, οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, κατόπιν σταθμίσεως διαφόρων ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσεως, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσεως (βλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, σκ. 36). Τέλος, σε κάθε περίπτωση επεμβάσεως στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της απαιτήσεως σεβασμού της περιουσίας των προσώπων, ενώ πρέπει να πληρούνται και οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (βλ. ΕΔΔΑ, Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας, απόφαση της 11.2.2010 σκ. 41).
- Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4714/2020 οι συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη για την διεκδίκηση ποσών που αντιστοιχούσαν σε περικοπές κύριων και επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας για το επίμαχο χρονικό διάστημα των έντεκα μηνών, είχαν πράγματι νόμιμη προσδοκία ότι οι σχετικές αξιώσεις τους, εφόσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικώς κατ’ επίκληση των προαναφερθεισών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (2287 και 2288/2015), που είχαν εκδοθεί επί «πιλοτικών» δικών και με τις οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές οι διατάξεις που είχαν προβλέψει τις περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. Η πρόβλεψη, όμως, με το άρθρο 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020 ότι με την καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε περικοπές των κύριων συντάξεων οι αξιώσεις των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα για ποσά που αφορούν σε «περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων [εκτός των καταβαλλομένων κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου ποσών], επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012» αποσβέννυνται, αποβλέπει, ενόψει και της σημαντικής επιβαρύνσεως της δημοσιονομικής καταστάσεως της χώρας λόγω απροβλέπτων καταστάσεων που ανέκυψαν μετά την δημοσίευση των ανωτέρω αποφάσεων, στην διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας, ώστε να είναι δυνατή η κάλυψη οικονομικών αναγκών της χώρας και σε άλλους τομείς, όπως η υγεία, η άμυνα, η διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, κατά τα αναφερόμενα στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών, που συνιστούν, κατ’ αρχήν, σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Το επίμαχο δε μέτρο δεν παρίσταται, κατ’ αρχήν, απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκομένων με αυτό σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, λαμβανομένου, άλλωστε, υπόψη ότι η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς τα ληπτέα μέτρα για την διαφύλαξη της δημοσιονομικής σταθερότητας και την διασφάλιση της δυνατότητας ταυτόχρονης καλύψεως επιτακτικών οικονομικών αναγκών της χώρας σε διαφορετικούς τομείς υπόκειται σε οριακό μόνον δικαστικό έλεγχο. Ενόψει δε τούτου, δεν χρειαζόταν να αναφερθούν στις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις ειδικότερα οικονομικά στοιχεία ως προς τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανδημίας ή για την άμυνα, εφόσον, εν πάση περιπτώσει, με την κρινόμενη αίτηση δεν γίνεται επίκληση στοιχείων που να αποδεικνύουν το προδήλως εσφαλμένο των παραδοχών, από τις οποίες εκκινεί ο νομοθέτης [σύμφωνα με τις οποίες, κατά τις οικείες αιτιολογικές εκθέσεις (βλ. ανωτέρω σκέψη 9) «αποτελεί κοινό τόπο ότι για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας έχουν ληφθεί και συνεχίζουν να λαμβάνονται πρωτόγνωρα σε ύψος οικονομικά μέτρα στήριξης της κοινωνίας, της δημόσιας υγείας και της οικονομίας, με αβέβαιο, μάλιστα, χρονικό ορίζοντα», ότι «η Πολιτεία …, πέραν της παρούσας αποκαταστατικής ρυθμίσεως για την ευάλωτη κατηγορία των συνταξιούχων της χώρας, λαμβάνει μέτρα τόσο για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς πανδημίας, όσο και για τη διαχείριση των προσφυγικών ροών και αμυντικών αναγκών»]. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι οι λόγοι, κατ’ επίκληση των οποίων επιχειρείται η επίμαχη ρύθμιση, δεν αρκούν για την δικαιολόγηση της αναγκαιότητας θεσπίσεώς της. Περαιτέρω, με την επίμαχη ρύθμιση προβλέπεται απόσβεση αξιώσεων, οι οποίες αφορούν αφενός σε περικοπές συνταξιοδοτικών παροχών, που ανάγονται στο παρελθόν, και μάλιστα ορισμένων μόνον συνταξιοδοτικών παροχών (των επικουρικών συντάξεων και των καταργηθέντων επιδομάτων εορτών και αδείας) και για περιορισμένο χρονικό διάστημα (έντεκα μηνών), και αφετέρου συνταξιούχους, οι οποίοι δεν είχαν ασκήσει ένδικα βοηθήματα για την ικανοποίηση των εν λόγω αξιώσεων και οι οποίοι λαμβάνουν σε σύντομο χρόνο (έως 31.12.2020) το ποσό που αντιστοιχεί στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους (το οποίο, μάλιστα, προβλέπεται ως ανεκχώρητο και ακατάσχετο), απαλλασσόμενοι από την δικαστική δαπάνη για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων και την αναμονή της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως για να καταστεί δυνατή η ικανοποίηση των αξιώσεών τους. Κατόπιν τούτων, τηρείται, εν προκειμένω, η δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προσβολής της περιουσίας των ανωτέρω συνταξιούχων (δια του περιορισμού των προβλεπομένων να χορηγηθούν σε αυτού αναδρομικών ποσών) και του δημοσίου συμφέροντος και, ως εκ τούτου, οι διατάξεις του άρθρου 114 του ν. 4714/2020 δεν αντίκεινται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ούτε στην κατοχυρωμένη από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας (πρβ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκέψη 35, 2756/2013 7μ.). Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, κατ’ αρχήν παραδεκτώς μόνον από τα αιτούντα σωματεία, ενόψει των εκτεθέντων στη σκέψη 12, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Τούτο δε ανεξαρτήτως αν τα αιτούντα σωματεία μπορούν να επικαλεστούν παράβαση του άρθρου 1 του του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., ενόψει του ότι επικαλούνται επέμβαση όχι σε δικά τους περιουσιακά δικαιώματα, αλλά σε περιουσιακά δικαιώματα φυσικών προσώπων, χωρίς ούτε να κατονομάζουν συγκεκριμένα τα πρόσωπα αυτά, ούτε να ισχυρίζονται ότι ενεργούν εν προκειμένω ως εκπρόσωποι συγκεκριμένων φυσικών προσώπων (βλ. ΣτΕ 668/2012 Ολομ. σκέψη 35, Ε.Δ.Δ.Α. Αθανάσιος Κανάκης και λοιποί κατά Ελλάδος, της 20.9.2001, Νο 59142/00, Νικόλαος Μάνιος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 17.10.2002, Nο 70626/01, Susini κ.ά. κατά Γαλλίας, Νο 43716/98). Εξ άλλου, δεν απαιτείτο από το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου να προβλεφθεί από τον νομοθέτη ότι για τον ως άνω περιορισμό (και όχι στέρηση) περιουσιακών δικαιωμάτων θα χορηγηθεί «κάποιας μορφής ενίσχυση ή άλλου είδους πλεονέκτημα που να αντισταθμίζει την εν λόγω απώλεια», όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Ανεξαρτήτως του ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι τέτοιας μορφής αντιστάθμισμα αποτελεί η πρόβλεψη ότι οι συνταξιούχοι θα λάβουν το ποσό που αντιστοιχεί στις περικοπές των κύριων συντάξεών τους σε σύντομο χρονικό διάστημα (εξάμηνο) χωρίς να ασκήσουν ένδικα βοηθήματα και το ποσό αυτό θα είναι ανεκχώρητο και ακατάσχετο. Ενόψει των ανωτέρω, ο παρατεθείς στη σκέψη 21 λόγος, κατά το μέρος που αναφέρεται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 114 παρ. 4 του ν. 4714/2020 απόσβεση των αξιώσεων, οι οποίες αφορούν τα ποσά που αντιστοιχούν στις περικοπές των επικουρικών συντάξεων και την κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Β. Πλαπούτα και Π. Τσούκα, η διά νόμου απόσβεση και δη μονομερώς, κατά τρόπο υποχρεωτικό, χωρίς τη συναίνεση των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, γεγενημένων και μη παραγεγραμμένων αξιώσεων, για τις οποίες έχουν εκδοθεί, στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ήτοι οι 2287/2015 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και την αρχή της αναλογικότητας, διότι οι εν λόγω συνταξιούχοι είχαν νόμιμη προσδοκία ότι οι σχετικές αξιώσεις τους, εφόσον δεν είχαν υποπέσει σε παραγραφή, μπορούσαν να ικανοποιηθούν δικαστικώς, κατ’ επίκληση των ανωτέρω αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες οι διατάξεις, που προέβλεψαν τις κρίσιμες περικοπές και καταργήσεις συντάξεων και επιδομάτων, είχαν κριθεί αντισυνταγματικές. Εξάλλου, η απόσβεση, με την παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, των αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα, που αφορούν σε «περικοπές, μειώσεις και καταργήσεις κύριων [εκτός των καταβαλλομένων κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου ποσών], επικουρικών συντάξεων, επιδομάτων αδείας και εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά το χρονικό διάστημα από τις 11.6.2015 έως τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, δυνάμει του ν. 4051/2012 και του ν. 4093/2012», δεν τηρεί τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ της προσβολής της περιουσίας των εν λόγω συνταξιούχων και του δημοσίου συμφέροντος διαφύλαξης της δημοσιονομικής σταθερότητας, δεδομένου ότι δεν τους παρέχεται η δυνατότητα επιλογής, αφού αρνηθούν την κατά την παρ. 1 του αυτού άρθρου 114 του ν. 4714/2020 είσπραξη των ποσών, τα οποία αντιστοιχούν σε περικοπές και μειώσεις κύριων συντάξεων αυτών κατ’ εφαρμογήν της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 4051/2012, της υπ’ αρ. 476/28.2.2012 κοινής υπουργικής απόφασης και της περ. 1 της υποπαρ. ΙΑ.5 της παρ. ΙΑ΄ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, να προσφύγουν σε δικαστήριο για να επιδιώξουν την ικανοποίηση του συνόλου των αξιώσεών τους για το ως άνω χρονικό διάστημα (11.6.2015 έως 12.5.2016). Με τα δεδομένα αυτά, η απόσβεση των εν λόγω αξιώσεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου περί προστασίας της δημοσιονομικής σταθερότητας, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και της κατοχυρωμένης από το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας και, επομένως, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε, κατά την μειοψηφούσα αυτή γνώμη, να γίνει δεκτός.
- Επειδή, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι η μείωση και η μεταγενέστερη πλήρης περικοπή των επιδομάτων εορτών συνιστά προδήλως μη ανεκτή νομοθετική παρέμβαση σε θεμελιωμένο περιουσιακό δικαίωμα και ουσιαστικά πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος στην περιουσία, η προσβολή δε του δικαιώματος στην περιουσία δεν πρέπει να κρίνεται αυτοτελώς και μεμονωμένα, αλλά κατά συνεκτίμηση όλων των επιβαρύνσεων που έχει υποστεί η συγκεκριμένη μερίδα πολιτών, δοθέντος, άλλωστε, ότι οι μειώσεις αυτές καταλήγουν σε υπέρμετρη απώλεια του προηγούμενου (προ μνημονίων) εισοδήματος των προσώπων αυτών και ο «αιφνιδιαστικός, βίαιος και χωρίς τέλος τρόπος εφαρμογής κλονίζουν ριζικά την οικονομική κατάσταση των εργαζομένων και ανατρέπουν το επίπεδο της αγοραστικής δύναμης και τον πυρήνα της ζωής, στον οποίο καλόπιστα και με εμπιστοσύνη απέναντι στο κράτος είχαν αποβλέψει». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον η μείωση και η εν συνεχεία κατάργηση των επιδομάτων εορτών δεν θεσπίσθηκε με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, αλλά με προγενέστερους νόμους (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010 - Α΄ 65, άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, αντιστοίχως), οι ρυθμίσεις των οποίων δεν εξειδικεύονται με την ήδη προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α..
- Επειδή, με τις αποφάσεις 65 - 66/2011 και 76 - 80/2012 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων έγινε δεκτό, κατόπιν προσφυγών φορέων συλλογικής εκπροσωπήσεως εργαζομένων και συνταξιούχων, ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας που προβλέφθηκαν διαδοχικώς με διάφορους νόμους (ν. 3833/2010, 3845/2010, 3847/2010, 3863/2010, 3866/2010, 3896/2011, 4002/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012), σε συνδυασμό με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε κατά τη θέσπιση και την υλοποίησή τους, συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του 1961, που είχε κυρωθεί με τον ν. 1426/1984 (Α΄ 32) [με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (Α΄ 5), κυρώθηκε ο Αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης], διότι, κατά την Επιτροπή, δεν εξετάστηκε αν μπορούσαν να εφαρμοσθούν άλλα μέτρα, με στόχο να περιορισθούν τα σωρευτικά αποτελέσματα των περικοπών που αμφισβητήθηκαν από τους συνταξιούχους. Κατ’ επίκληση της αποφάσεως 79/2012 της ανωτέρω Επιτροπής προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι “η μη πλήρης επιστροφή των περικοπών των συντάξεων είναι ευθέως αντίθετες στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (ΕΚΧ)”. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως, εάν έχει την έννοια ότι πλήττει την διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, περί αποσβέσεως μέρους των αξιώσεων των συνταξιούχων, που δεν είχαν ασκήσει σχετικά ένδικα βοηθήματα κατά την δημοσίευση του εν λόγω νόμου [βλ. ανωτέρω σκέψεις 14 και 15 ως προς την αντιμετώπιση του ίδιου λόγου αν θεωρηθεί ότι με αυτόν προβάλλεται επίσης ότι αντίκειται στο άρθρο 12 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη η παράλειψη να προβλεφθεί η χορήγηση έως τις 31.12.2020 ποσών που αντιστοιχούν στο σύνολο των περικοπών των συνταξιοδοτικών παροχών και στους συνταξιούχους οι οποίοι έχουν εκκρεμή ένδικα βοηθήματα κατά τη δημοσίευση του ν. 4714/2020 χωρίς να αναμείνουν την εκδίκαση των βοηθημάτων αυτών και την έκδοση αποφάσεων επ’ αυτών], και των οποίων, επομένως, οι αξιώσεις που αφορούν σε ποσά που αντιστοιχούν σε μη χορηγούμενες περικοπές, δηλαδή σε περικοπές των επικουρικών συντάξεων και στα καταργηθέντα επιδόματα εορτών και αδείας, αποσβέννυνται, είναι απορριπτέος, διότι στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι με την επίμαχη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 114 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει, περί αποσβέσεως των προαναφερθεισών αξιώσεων, θεσπίζεται πάγια κοινωνικοασφαλιστική ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται νέα μείωση συνταξιοδοτικών παροχών σε συνέχεια των μειώσεων που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους στους οποίους αναφέρονται οι ανωτέρω αποφάσεις της Επιτροπής, ενώ η διάταξη αυτή εντάσσεται στο όλο πλέγμα των διατάξεων του ως άνω άρθρου 114, με το οποίο θεσπίσθηκε έκτακτο μέτρο καταβολής σε όλους τους συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα αναδρομικών ποσών αντιστοίχων προς μέρος των περικοπών των συνταξιοδοτικών παροχών, που είχαν θεσπισθεί κατά το παρελθόν, και ειδικότερα των περικοπών των κύριων συντάξεων που είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051 και 4093/2012 και αφορούν το επίμαχο εντεκάμηνο χρονικό διάστημα.
- Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση (..)