ΙΙ. Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) 546/2022

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Αναδιάρθωση ασφαλιστικού συστήματος -Επικουρικές συντάξεις ασφαλισμένων ΟΑΠ ΔΕΗ, που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από την 1.1.2015- Συνταγματικότητα άρθρου 44 του ν. 4670/2020.

 (..) 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες – Πανελλήνια Ομοσπονδία Συνταξιούχων Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.) και πρώην εργαζόμενοι στην εν λόγω επιχείρηση, οι οποίοι είχαν προσληφθεί πριν από την 1.1.1993, συνταξιοδοτήθηκαν πριν από την 1.1.2015 και λαμβάνουν επικουρική σύνταξη από τον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), ο οποίος Κλάδος εντάχθηκε από 1.3.2020 στον Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), όπως μετονομάσθηκε από την ίδια ημερομηνία ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) [βλ. κατωτέρω σκέψη 18] ζητούν την ακύρωση: α) της Φ80020/10553/ Δ16.οικ.265/15.4.2020 πράξεως του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων με τίτλο «Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, σχετικά με τις παροχές του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης ΕΤΕΑΕΠ» και β) της 17537/989/6.5.2020 αποφάσεως του ίδιου ως άνω Υπουργού με τίτλο «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α.» (Β΄ 1887/18.5.2020).

(…) 11. Επειδή, ακολούθως, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος που επήλθε με τον ν. 3655/2008 «Διοικητική και οργανωτική μεταρρύθμιση του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης και λοιπές ασφαλιστικές διατάξεις» (Α΄ 58/3.4.2008), τον ανωτέρω ασφαλιστικό φορέα Ο.Α.Π. - Δ.Ε.Η. διαδέχθηκαν, ως καθολικοί διάδοχοι (των ασφαλιστικών και περιουσιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του), οι ακόλουθοι ασφαλιστικοί οργανισμοί: Ο κλάδος σύνταξης του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) εντάχθηκε ως αυτοτελής τομέας από 1.8.2008, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω ν. 3655/2008, στον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., ως Τομέας Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Τ.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) με πλήρη οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια. Περαιτέρω, με το άρθρο 70 παρ. 1 του ν. 3655/2008 συνεστήθη νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.)», στο οποίο εντάχθηκαν, μεταξύ άλλων, ο Κλάδος Επικουρικής Σύνταξης του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η., ως Τομέας Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Τ.Ε.Α.Π.-Δ.Ε.Η.), ο κλάδος πρόνοιας του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η., ως Τομέας Πρόνοιας Προσωπικού Δ.Ε.Η., και ο κλάδος ασθένειας του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η., ως Τομέας Ασθένειας Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Τ.Α.Π.-Δ.Ε.Η.). (..)

  1. Επειδή, εξ άλλου, με την εμφάνιση της οξείας δημοσιονομικής κρίσεως στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος καταρρεύσεως της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η θέσπιση περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από το Δημόσιο και από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας του Δημοσίου και των οργανισμών κύριας ασφαλίσεως [άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3833/2010 (Α΄ 140), άρθρο τρίτο παρ. 6, 10-14 του ν. 3845/2010 (Α΄ 65), άρθρο μόνο του ν. 3847/2010 (Α΄ 67), αντιστοίχως], συνεχίσθηκαν δε με τη θέσπιση της εισφοράς αλληλεγγύης των συνταξιούχων του Δημοσίου και των λοιπών συνταξιούχων οργανισμών κύριας ασφαλίσεως (άρθρο 11 του ν. 3865/2010 - Α΄ 120 και άρθρο 38 του ν. 3863/2010 - Α΄ 115, αντιστοίχως), την αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της και στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011 - Α΄ 152, άρθρο 2 παρ. 13 του ν. 4002/2011 - Α΄ 180), καθώς και με τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων κατά 40%, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό αυτών, περαιτέρω δε με μειώσεις στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 1 παρ. 10 και άρθρο 2 παρ. 1-5 και 14 του ν. 4024/2011 – Α΄ 226). Ακολούθως, ο ν. 4051/2012, με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40), θέσπισε νέες περικοπές για τις συντάξεις του Δημοσίου και για τις κύριες συντάξεις των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως που υπερέβαιναν τα 1300 ευρώ (άρθρα 1 παρ. 1 και 6 παρ. 1, αντιστοίχως), καθώς και για τις επικουρικές συντάξεις που υπερέβαιναν τα 250 ευρώ (άρθρο 6 παρ. 2). Περαιτέρω, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222), θεσπίσθηκαν περαιτέρω μειώσεις σε ποσοστά από 5% έως και 20%, για τις από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερέβαιναν είτε αυτοτελώς είτε αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, για το πέραν των 1000 ευρώ ποσό, καθώς και κατάργηση των δώρων εορτών και των επιδομάτων αδείας των συνταξιούχων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως.
  2. Επειδή, οι τελευταίες περικοπές των συντάξεων, που επήλθαν, κατ’ εφαρμογή του δεύτερου Μνημονίου Συνεννόησης (ν. 4046/2012), με τους ανωτέρω νόμους 4051/2012 και 4093/2012, κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι δεν προηγήθηκε των εν λόγω περικοπών, οι οποίες θεσπίσθηκαν σε συνέχεια των περιγραφόμενων ανωτέρω προηγούμενων περικοπών των συντάξεων - οι οποίες κρίθηκαν συνταγματικές - και ενώ είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως, η ειδική μελέτη που περιγράφεται στις ως άνω αποφάσεις. (..)
  3. Επειδή, ακολούθως, στο πλαίσιο της μεταρρυθμίσεως της επικουρικής ασφαλίσεως, η οποία συμφωνήθηκε με το Μνημόνιο Συνεργασίας της 9ης Φεβρουαρίου 2012, το οποίο εγκρίθηκε με το ν. 4046/2012 (Α΄ 28), ως αναγκαίο μέτρο για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα της χώρας, συνεστήθη με το άρθρο 35 του ν. 4052/2012 (Α΄ 41) ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης» (Ε.Τ.Ε.Α.), στο οποίο εντάχθηκαν, με το άρθρο 36 παρ. 1 του ίδιου νόμου, οι υφιστάμενοι φορείς επικουρικής ασφαλίσεως, μεταξύ των οποίων και ο Κλάδος Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. ως προς τους κατ’ επικουρική ασφάλιση ασφαλισμένους του, με την ίδια δε διάταξη ορίστηκε ότι το Ε.Τ.Ε.Α. λειτουργεί με ενιαία διοικητική και οικονομική οργάνωση.
  4. Επειδή, περαιτέρω, σε συνέχεια των δεσμεύσεων τις οποίες ανέλαβε η Ελληνική Δημοκρατία με τους νόμους 4334/2015 [«Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.)» (Α΄ 80)] και 4336/2015 [«Συνταξιοδοτικές διατάξεις - Κύρωση του Σχεδίου Σύμβασης Οικονομικής Ενίσχυσης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και ρυθμίσεις για την υλοποίηση της Συμφωνίας Χρηματοδότησης» (Α΄ 94)], στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, για την διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος, θεσπίσθηκε ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας - Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού συστήματος - Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 122 αυτού, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.5.2016) και με το σύστημα ρυθμίσεων του οποίου επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με το ν. 4387/2016, όπως αναφέρεται και στην 1891/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου (παλαιών συνταξιούχων). Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του νέου αυτού ασφαλιστικού συστήματος, ιδρύθηκε ενιαίος φορέας απονομής των κύριων συντάξεων, ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) (άρθρο 51), στον οποίο από 1.1.2017 (ημερομηνία ενάρξεως της λειτουργίας του) εντάχθηκαν αυτοδικαίως όλοι οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως (άρθρο 53), και θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών αυτών παροχών (κύριων συντάξεων), οι οποίες για τους μελλοντικούς συνταξιούχους θα είναι κατά κανόνα μικρότερες από τις καταβαλλόμενες υπό την ισχύ του προγενέστερου ασφαλιστικού συστήματος. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. προβλέπεται στον ανωτέρω ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές, όπως και οι μελλοντικές, ως άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής συντάξεως. Επίσης, με τον ίδιο νόμο θεσπίσθηκαν ενιαίοι κανόνες υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων για τους μελλοντικούς συνταξιούχους καθώς και επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ως άνω νόμου επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 74 του ίδιου νόμου, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 2 του άρθρου 35 του ν. 4052/2012 και προστέθηκε παρ. 3 στο άρθρο αυτό, το Ε.Τ.Ε.Α. μετονομάστηκε σε «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), συγκροτούμενο από δύο κλάδους (α. κλάδο επικουρικής ασφάλισης και β. κλάδο εφάπαξ παροχών), που λειτουργούν με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, περαιτέρω δε, με επόμενες διατάξεις του ν. 4387/2016, αντικαταστάθηκε σειρά διατάξεων του ν. 4052/2012. Συγκεκριμένα, με το άρθρο 78 του ν. 4387/2016 ρυθμίζεται το ειδικότερο ζήτημα του οικονομικού συστήματος λειτουργίας του Ταμείου, ύστερα από αντικατάσταση του άρθρου 39 του ν. 4052/2012, ως εξής: “1. Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. λειτουργεί για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Το ίδιο σύστημα εφαρμόζεται: α) για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης για το χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής και β) ... 2. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο των κατηγοριών αυτών, ανά κλάδο, τηρούνται σε ατομικές μερίδες από 1.1.2014”. Περαιτέρω, στο άρθρο 96 του ν. 4387/2016, που ανήκει στο Κεφάλαιο Η΄ του νόμου, με τίτλο “Διαχρονικό Δίκαιο”, ορίζεται ότι :  (..) Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η 25909/470/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο: “Αναπροσαρμογή καταβαλλομένων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄ 1605/7.6.2016). Τέλος, στο άρθρο 97 του ν. 4387/2016, και προς το σκοπό αντιμετωπίσεως των συσσωρευμένων δομικών ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α. σε συνδυασμό με το μηχανισμό αναπροσαρμογής του προηγούμενου άρθρου 96, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση ως προς το εν λόγω άρθρο 97, εισάγεται για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως 31.5.2022 μεταβατική αύξηση του ποσού της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α., ... ως εξής: “1. Από 1.6.2016 και μέχρι τις 31.5.2019, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς για την επικουρική ασφάλιση στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,5% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Από 1.6.2019 και μέχρι την 31.5.2022, το ποσό της μηνιαίας εισφοράς στο Ε.Τ.Ε.Α. όλων των μισθωτών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993, υπολογίζεται σε ποσοστό 3,25% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 3,25% για τον εργοδότη επί των ασφαλιστέων αποδοχών του εργαζομένου, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 38. Μετά το πέρας της εξαετίας, το ποσοστό της μηνιαίας εισφοράς επανέρχεται στο ύψος που ίσχυε κατά τις 31.12.2015. ... 2. ...”. Κατ' εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρατεθείσα ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, εκδόθηκε η 23123/785/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” (Β΄ 1604/7.6.2016). Με την απόφαση αυτή καθορίστηκαν οι τεχνικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζονται α. οι επικουρικές συντάξεις των ασφαλισμένων από 1.1.2014 και εφεξής και β. όσον αφορά τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από 1.1.2015 και εφεξής, το τμήμα της επικουρικής σύνταξης που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής. Eιδικότερα, με την απόφαση αυτή καθορίσθηκε, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, αλγόριθμος, με βάση τον οποίο θα υπολογίζεται η επικουρική σύνταξη για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, και συγκεκριμένα για τους ασφαλισμένους από 1.1.2014 και εφεξής, αλλά και για τους μέχρι 31.12.2013 ασφαλισμένους, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως από 1.1.2015 και εφεξής, για χρόνο ασφαλίσεως από 1.1.2015 και εφεξής. Με την απόφαση αυτή ρυθμίσθηκε, επίσης, ο τρόπος αναπροσαρμογής της επικουρικής συντάξεως, καθιερώθηκε δε και αυτόματος μηχανισμός εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του επικουρικού φορέα.
  5. Επειδή, με την 1890/2019 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι δεν εκωλύετο ο νομοθέτης από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές και αντίθετες προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ οι περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως παράνομες περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρυθμίσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Επίσης, κρίθηκε ότι είναι θεμιτή η επιλογή του νομοθέτη να προβεί, στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος που εφαρμόζει ενιαίους κανόνες ως προς τον τρόπο υπολογισμού των απονεμόμενων στο σύνολο του πληθυσμού συντάξεων, σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεων. Με την ίδια απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου κρίθηκε συμβατή με το Σύνταγμα και αιτιολογημένη η επιλογή του νομοθέτη, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες από την έναρξη ισχύος του και εφεξής στους ήδη κατά την δημοσίευσή του συνταξιούχους επικουρικές συντάξεις, να ορίσει, στο πλαίσιο επανυπολογισμού κατ’ εφαρμογή του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 και της 25909/470/7.6.2016 αποφάσεως του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης” των ήδη καταβαλλόμενων σε αυτούς κατά την έναρξη ισχύος του συντάξεων, ως βάση επανυπολογισμού τους το ύψος στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί στις 31.12.2014, με τις επελθούσες, δηλαδή, και κριθείσες ομοίως ως αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012. Και τούτο, αφενός μεν λόγω της ουσιαστικής συνεισφοράς της εν λόγω νομοθετικής επιλογής στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου της διατηρήσεως της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αφετέρου δε ώστε να επωμισθούν και οι παλαιοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την θεσπιζόμενη με τον ίδιο νόμο αύξηση των εισφορών και τη μείωση των μελλοντικών συντάξεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρυθμίσεως, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους. Κρίθηκε, δηλαδή, κατ’ αρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ’ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών (των νόμων 4051/2012 και 4093/2012) στο πλαίσιο επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με την ανωτέρω 1890/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας έγινε δεκτό ότι η ανωτέρω ρύθμιση, η οποία, κατ’ ουσίαν, ισοδυναμούσε με εκ νέου υιοθέτηση με τον ν. 4387/2016 των περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευσή του (παλαιούς συνταξιούχους), οι οποίες είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις αποφάσεις 2287, 2288/2015 της Ολομελείας του Δικαστηρίου, ήταν κατ’ αρχήν συνταγματικώς θεμιτή και η θέσπισή της ήταν δικαιολογημένη στο πλαίσιο του νέου ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή όχι ως μεμονωμένη, αυτοτελής ρύθμιση, επιφέρουσα οριζόντιες περικοπές στις ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 συντάξεις, όπως είχε συμβεί στο παρελθόν με τη θέσπιση των περικοπών αυτών με τις σχετικές διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος που θεσπίσθηκε με το ν. 4387/2016 και ως τμήμα της εισαχθείσας με αυτόν ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να λαμβάνουν, κατά κανόνα, μικρότερες, σε σχέση με τους παλαιούς συνταξιούχους, συνταξιοδοτικές παροχές. Αντιθέτως, οι ίδιες περικοπές είχαν κριθεί αντισυνταγματικές με τις προηγούμενες 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ως απλές οριζόντιες περικοπές επιβληθείσες σε συνέχεια πολλών διαδοχικών προηγούμενων (βλ. ανωτέρω σκέψη 13), για το λόγο ότι, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, δεν είχε προηγηθεί της θεσπίσεώς τους η ειδική μελέτη που προσδιορίζουν και απαιτούν οι εν λόγω αποφάσεις, ακριβώς επειδή οι οριζόντιες αυτές περικοπές στις καταβαλλόμενες συντάξεις αποτελούσαν τη συνέχεια πολλών προηγούμενων περικοπών (βλ. σχετικώς και ΣτΕ Ολομ. 1439/2020, σκέψη 17).
    17. Επειδή, περαιτέρω, με τις 1889 και 1890/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι, εφόσον δεν προσκομίσθηκε στο Δικαστήριο αναλογιστική μελέτη που να προκύπτει ότι είχε εκπονηθεί πριν από την ψήφιση του ανωτέρω νόμου και που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου επικουρικής ασφαλίσεως του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., ενόψει του νέου τρόπου υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως για το μέλλον και του μηχανισμού εξισορροπήσεως των ελλειμμάτων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. που προβλέπονται στο άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, του επανυπολογισμού - αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου συντάξεων που προβλέπεται στο άρθρο 96 παρ. 4 αυτού, όπως ισχύει, καθώς και της αυξήσεως των εισφορών για την επικουρική σύνταξη κατά την εξαετία 2016 έως 2022, που προβλέπεται στο άρθρο 97 του νόμου, είναι αντισυνταγματική αφενός η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016 κατά το μέρος που αντικατέστησε τις παρ. 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 (ΣτΕ Ολομ. 1889/2019) και αφετέρου η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 96, που αφορά στον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 επικουρικών συντάξεων (ΣτΕ Ολομ. 1890/2019). Ως εκ τούτου, με την 1889/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου ακυρώθηκε η 23123/785/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης με τίτλο “Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης”, ενώ με την 1890/2019 απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου ακυρώθηκε η 25909/470/7.6.2016 απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που αφορούσε τον επανυπολογισμό των επικουρικών συντάξεων. Σε αμφότερες τις ανωτέρω αποφάσεις του Δικαστηρίου ορίσθηκε ως χρόνος ενάρξεως του ακυρωτικού αποτελέσματος η ημέρα δημοσιεύσεως αυτών (4.10.2019). Εξάλλου, με την 1890/2019 απόφαση κρίθηκε ότι ήταν αντισυνταγματική η ρύθμιση τόσο του νόμου όσο και της περί επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων ανωτέρω υπουργικής αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία το ύψος της καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως θα καθόριζε το ύψος της καταβαλλόμενης επικουρικής συντάξεως έτσι ώστε το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως να μην υπολείπεται του ποσού των 1.300 ευρώ, ανεξαρτήτως των εισφορών που είχαν καταβληθεί για την επικουρική σύνταξη, με τη σκέψη ότι το ύψος της καταβαλλόμενης κύριας συντάξεως δεν είναι πρόσφορο κριτήριο για τον προσδιορισμό του ύψους της καταβαλλόμενης επικουρικής συντάξεως, δεδομένου ότι για κάθε μια από τις ανωτέρω συντάξεις έχουν καταβληθεί υποχρεωτικώς από τους ασφαλισμένους αυτοτελείς ασφαλιστικές εισφορές.
  6. Επειδή, με το άρθρο 1 του ν. 4670/2020 «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.) και άλλες διατάξεις» (Α΄ 43/28.2.2020), ο οποίος εκδόθηκε κατόπιν της από Φεβρουαρίου 2020 αναλογιστικής μελέτης της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με τίτλο «Αναλογιστική μελέτη συνταξιοδοτικού συστήματος κύριας και επικουρικής ασφάλισης», προστέθηκε άρθρο 51Α στο ν. 4387/2016. Με την παρ. 1 του εν λόγω άρθρου 51Α ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) μετονομάστηκε από 1.3.2020 σε «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.), ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 51Α ορίσθηκε ότι: «Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσεται από την 1.3.2020 το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.). Το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.) καταργείται και ο e-Ε.Φ.Κ.Α. καθίσταται οιονεί καθολικός διάδοχος αυτού. Στον e-Ε.Φ.Κ.Α. εντάσσονται ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης και ο Κλάδος Εφάπαξ Παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. με πλήρη οικονομική, λογιστική και περιουσιακή αυτοτέλεια έκαστος. Ο e-Ε.Φ.Κ.Α. έχει ως σκοπό την ασφαλιστική κάλυψη όλων των υπακτέων στην ασφάλιση προσώπων του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που προβλέπονται από την οικεία νομοθεσία, και τη χορήγηση των παροχών του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.» (βλ. και μεταβατικές διατάξεις για το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. στο άρθρο 8 του ν. 4670/2020, με το οποίο προστέθηκε άρθρο 94Α στο ν. 4387/2016). Περαιτέρω, με το άρθρο 44 του ως άνω ν. 4670/2020, σε συμμόρφωση, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της οικείας διατάξεως, προς τις προαναφερθείσες 1889 και 1890/2019 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντικαταστάθηκε το άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 που αφορούσε τους ήδη κατά την δημοσίευση του ν. 4387/2016 συνταξιούχους (παλαιούς συνταξιούχους) και καταργήθηκε η ρύθμιση η οποία προέβλεπε, στο πλαίσιο επανυπολογισμού των συντάξεων αυτών, τη μείωση της επικουρικής συντάξεως της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων (παλαιών συνταξιούχων) αν το άθροισμα κύριας και επικουρικής συντάξεως υπερέβαινε το όριο των 1.300 ευρώ. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση της σχετικής διατάξεως, “με την 1890/2019 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (Ολομ.) έγινε ... δεκτό ότι αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή ... ως βάσης επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές, με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012. Ωστόσο κρίθηκε ότι αντίκειται στις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας το προβλεπόμενο στα άρθρα 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016 ... όριο του ποσού των χιλίων τριακοσίων ευρώ, του οποίου δεν επιτρέπεται να υπολείπεται, μετά την αναπροσαρμογή της επικουρικής συντάξεως, το άθροισμα της καταβαλλόμενης σε αυτούς κύριας και επικουρικής συντάξεως...”, ενόψει δε αυτού “για τους παλαιούς συνταξιούχους” ορίσθηκε στο άρθρο 44 του ν. 4670/2020 [όπως με αυτό αντικαταστάθηκε η ως άνω παρ. 4 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016] ότι οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις έως 30 Σεπτεμβρίου 2019, που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1η Οκτωβρίου 2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31.12.2014. Επίσης, με την ανωτέρω διάταξη υιοθετήθηκε εκ νέου, κατά βάση, το σύστημα που είχε θεσπισθεί με το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016 για τους μελλοντικούς συνταξιούχους, το σύστημα, δηλαδή νοητής κεφαλαιοποιήσεως προκαθορισμένων εισφορών εν αντιθέσει με το προηγούμενο σύστημα προκαθορισμένων παροχών. Το σύστημα αυτό υιοθετήθηκε και για όσους είχαν εισέλθει στην αγορά εργασίας πριν την 31.12.2013 και υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 για το χρόνο ασφαλίσεως από 1.1.2015 και εφεξής. Με την ανωτέρω δηλαδή νομοθετική διάταξη οι συνταξιούχοι ως προς την επικουρική τους σύνταξη διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες για κάθε μια από τις οποίες η επικουρική σύνταξη υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο. Η πρώτη κατηγορία είναι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι, όσοι, δηλαδή, εισέρχονται στην αγορά εργασίας και καθίστανται ασφαλισμένοι από 1.1.2014 και εφεξής, η δεύτερη κατηγορία είναι οι παλαιοί συνταξιούχοι, όσοι δηλαδή, είχαν ασφαλισθεί μέχρι 31.12.2013 και είχαν λάβει και επικουρική σύνταξη υπό το προγενέστερο του ν. 4387/2016 καθεστώς έχοντας υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότηση μέχρι 31.12.2014 και η τρίτη κατηγορία είναι ασφαλισμένοι μέχρι 31.12.2013, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση να συνταξιοδοτηθούν μετά την 1.1.2015. Ειδικότερα, με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020 αντικαταστάθηκε το άρθρο 96 παρ. 1 του ν. 4387/2016 ως εξής: (..) Περαιτέρω, με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020 αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 2-6 του ως άνω άρθρου 96 του ν. 4387/2016, ως εξής: «2. Οι διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 34 για τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης, των άρθρων 17 και 36 για την παράλληλη απασχόληση, των άρθρων 18 και 37 για την προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης, της παραγράφου 1 του άρθρου 30 για την προσαύξηση της σύνταξης όσων κατέβαλλαν αυξημένες εισφορές [η εν λόγω διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1, όπως ισχύει, ορίζει ότι «Στην περίπτωση ασφαλισμένων οι οποίοι, υπό την ισχύ του προϊσχύοντος νομοθετικού καθεστώτος κατέβαλλαν εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση θα προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς. …»], της παραγράφου 2β του άρθρου 15 και της παραγράφου 3 του άρθρου 34 για την τυπική ασφάλιση, καθώς και του άρθρου 19 για τη διαδοχική ασφάλιση εφαρμόζονται αναλογικά και στον Κλάδο Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Ειδικά οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 30, της παραγράφου 5 του άρθρου 17 και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 36Α για την αξιοποίηση του χρόνου παράλληλης απασχόλησης έχουν ανάλογη εφαρμογή και επί αιτήσεων συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. από την 1η.1.2015 έως και την 12.5.2016. 3. Εκκρεμείς αιτήσεις συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος κρίνονται, ως προς τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο υποβολής τους. 4. Οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις έως 30 Σεπτεμβρίου 2019, που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1η Οκτωβρίου 2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31.12.2014. Ειδικά, ο υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 30 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α΄ 80), όπως ισχύει. Το καταβαλλόμενο προ φόρου ποσόν δεν μπορεί να υπολείπεται του προ φόρου καταβαλλόμενου ποσού στις 30 Σεπτεμβρίου 2019. Τα προηγούμενα εδάφια έχουν αναλογική εφαρμογή και στις εκκρεμείς αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014. 5. Από 13.5.2016 ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. χορηγεί αποκλειστικά την επικουρική σύνταξη, όπως ρυθμίζεται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη. Από την ίδια ως άνω ημερομηνία οι διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων ή χορήγηση άλλων παροχών ή επιδομάτων καταργούνται και η χορήγηση της επικουρικής σύνταξης γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του παρόντος. 6. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ορίζεται η εργάσιμη ημέρα κατά την οποία καταβάλλεται η μηνιαία σύνταξη του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου».
  7. Επειδή, στην πρώτη προσβαλλόμενη Φ80020/10553/ Δ16.οικ.265/15.4.2020 πράξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με τίτλο «Γνωστοποίηση ρυθμίσεων του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, σχετικά με τις παροχές του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης ΕΤΕΑΕΠ», επαναλαμβάνονται οι προεκτεθείσες ρυθμίσεις του νόμου, γίνεται δε μνεία των 1889 και 1890/2019 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας. Στο τέλος της αποφάσεως αυτής επισημαίνεται, σε σχέση με την παρ. 4 του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, ότι: «... με βάση τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 4670/2020 το καταβαλλόμενο προ φόρου ποσό σύνταξης, δεν μπορεί να υπολείπεται του προ φόρου καταβαλλόμενου ποσού στις 30.9.2019. Στην περίπτωση που σε εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρονται, το καταβαλλόμενο προ φόρου ποσόν προκύπτει χαμηλότερο του καταβαλλόμενου προ φόρου ποσού στις 30.09.2019, καταβάλλεται το ποσόν στο ύψος της 30.09.2019 και η προκύπτουσα διαφορά αποτυπώνεται ως προσωπική διαφορά ...».
  8. Επειδή, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη 17537/989/6.5.2020 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, με τίτλο «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του e-Ε.Φ.Κ.Α.» (Β΄ 1887/18.5.2020), καθορίζονται οι τεχνικές παράμετροι του άρθρου 42 παρ. 4 του ν. 4052/2012, όπως ισχύει μετά την διαμόρφωσή του τελικώς με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020. Ειδικότερα, με την υπουργική αυτή απόφαση, η οποία εξεδόθη κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 42 παρ. 4 του ν. 4052/2012, όπως ισχύει ύστερα από τη διαμόρφωσή του τελικώς με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020, καθορίζεται ο γενικός τύπος υπολογισμού της απονεμόμενης επικουρικής συντάξεως για τους μελλοντικούς συνταξιούχους (άρθρο 1), ο τύπος (ράντα) για τον υπολογισμό της επικουρικής συντάξεως γήρατος ως προς αυτούς (άρθρο 2), η βάση υπολογισμού για τη σύνταξη αναπηρίας των ιδίων ασφαλισμένων (άρθρο 3), η σύνταξη δικαιοδόχων από θάνατο ενεργού ασφαλισμένου, επίσης για τους μελλοντικούς συνταξιούχους (άρθρο 4), ο τρόπος υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως των ασφαλισμένων που είχαν εισέλθει στην αγορά εργασίας πριν την 1.1.2014, οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 (άρθρο 5), ο τρόπος αναπροσαρμογής των συντάξεων και ο μηχανισμός εξισορροπήσεως (άρθρο 6), καθώς και γενικά θέματα για τις ράντες, ως προς τους μελλοντικούς συνταξιούχους (άρθρο 7). (..)
  9. Επειδή, σε σχέση με τη δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, η οποία, κατ’ αρχήν, δεν αφορά τους συνταξιούχους, οι οποίοι έχουν συνταξιοδοτηθεί πριν από την 1.1.2015, όπως είναι οι αιτούντες – φυσικά πρόσωπα (πλην της διατάξεως του άρθρου 6, που αφορά την αναπροσαρμογή των συντάξεων και τον μηχανισμό εξισορροπήσεως), αλλά όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ημερομηνία αυτή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι θίγονται από τις προεκτεθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, οι οποίες εξειδικεύονται με την ως άνω προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, δεδομένου ότι με τις διατάξεις αυτές οι συνταξιούχοι διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες ως προς τον τρόπο υπολογισμού της συντάξεώς τους: Α) Στους συνταξιούχους που υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεως πριν από την 1.1.2015, ως προς τους οποίους η σύνταξη διαμορφώνεται από 1.10.2019 στο ύψος του ποσού, στο οποίο είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31.12.2014 (ειδικά δε ως προς τους αιτούντες – φυσικά πρόσωπα η επικουρική σύνταξη είχε διαμορφωθεί, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 245/1975 και του ν. 4491/1966, στο ύψος του 1/4 της κύριας συντάξεως). Επίσης, προβάλλουν ότι στις συντάξεις αυτές εμφανίστηκε "προσωπική διαφορά" για πρώτη φορά δυνάμει της πρώτης προσβαλλόμενης πράξεως, προκειμένου να μην υπάρξουν συντάξεις μειωμένες σε σχέση με αυτές που ελάμβαναν οι συνταξιούχοι στις 30.9.2019, δεδομένου ότι στις συντάξεις αυτές επαναφέρθηκαν οι αντισυνταγματικές περικοπές των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με αποτέλεσμα οι επικουρικές αυτές συντάξεις να "παγώνουν" σε συγκεκριμένο ποσό, ενώ οι κύριες συντάξεις μεταβάλλονται αυξητικά σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, και να μη διατηρείται, ως εκ τούτου, η αναλογία του 1/4 μεταξύ κύριας και επικουρικής συντάξεως που προβλεπόταν στις καταστατικές διατάξεις της Δ.Ε.Η.. Β) Στους συνταξιούχους, που υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015, ως προς τους οποίους η σύνταξη αποτελείται, σύμφωνα με το άρθρο 44 του ως άνω ν. 4670/2020 από δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα αφορά τον χρόνο ασφαλίσεως μέχρι την 31.12.2014, το οποίο υπολογίζεται ως το γινόμενο των συντάξιμων αποδοχών επί ποσοστό αναπληρώσεως 0,45% για κάθε έτος ασφαλίσεως επί τα έτη ασφαλίσεως, η σύνταξη δε προσαυξάνεται για τους συνταξιούχους που έχουν καταβάλει αυξημένες εισφορές σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4387/2016. Περαιτέρω, οι αιτούντες προβάλλουν ότι, σύμφωνα με το 24023/2.11.2018 έγγραφο της ΔΕΗ (ΔΑΝΠΟ), από 1.1.1995 έως 30.11.2013 οι ασφαλισμένοι της Δ.Ε.Η. κατέβαλλαν εισφορές ύψους 9% (αντί 6% που κατέβαλλαν οι υπόλοιποι ασφαλισμένοι). [Οι αιτούντες για την εξεύρεση του ποσοστού 9%, προφανώς, προσθέτουν στην εισφορά ασφαλισμένων της ΔΕΗ, ύψους 4,5%, σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 2084/1992, ισόποση εισφορά, που, κατ’ αυτούς, κατέβαλλε η ΔΕΗ ως εργοδότης, κατ’ αντιστοιχία προς τα προβλεπόμενα ως προς τους λοιπούς ασφαλισμένους, για τους οποίους ο εργοδότης κατέβαλλε ισόποση με αυτούς εισφορά]. Συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα, ασφαλισμένος που καταθέτει αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 θα λάβει πλήρως διαφοροποιημένη σύνταξη σε σχέση με αυτή των αιτούντων (φυσικών προσώπων), καθότι διαφέρει εντελώς ο τρόπος υπολογισμού της, και μάλιστα η σύνταξη αυτή θα είναι αισθητά μεγαλύτερη, και δη τριπλάσια από αυτή των αιτούντων, δεδομένου, άλλωστε, ότι στους συνταξιούχους μετά την 1.1.2015 θα συνυπολογισθούν οι αυξημένες εισφορές [και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4387/2016, το ανταποδοτικό μέρος της συντάξεως, για κάθε έτος ασφαλίσεως κατά το οποίο έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, θα υπολογίζεται με ετήσιο συντελεστή αναπληρώσεως 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς], ενώ κατά τον υπολογισμό των δικών τους συντάξεων δεν υπολογίζονται οι καταβληθείσες από αυτούς αυξημένες εισφορές. Πέραν των ανωτέρω, προβάλλεται ότι η διαφοροποίηση από το νομοθέτη μεταξύ των δύο κατηγοριών συνταξιούχων, δηλαδή αφενός των παλαιών συνταξιούχων και αφετέρου εκείνων που θα υποβάλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015, επιτείνεται και από το γεγονός ότι στις δυο αυτές κατηγορίες συνταξιούχων επιβάλλονται διαφορετικές κρατήσεις στη σύνταξή τους, με αποτέλεσμα το καθαρό ποσό της συντάξεως των "παλαιών" συνταξιούχων να ανέρχεται στο 1/3 του αντίστοιχου καταβλητέου ποσού συντάξεως στους μετά την 1.1.2015 συνταξιούχους. Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι στους "παλαιούς" συνταξιούχους, όπως είναι οι αιτούντες (φυσικά πρόσωπα), έχουν επιβληθεί όλες οι μειώσεις των νόμων 3986/2011 (Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων), 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012, κράτηση 5,2% [H κράτηση 5,2% επιβλήθηκε με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α. (Πρακτικό 74/θέμα 2ο/18.6.2014 του Δ.Σ. του Ε.Τ.Ε.Α.) ως εφαρμογή του συντελεστή αναπροσαρμογής των συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α., σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4052/2012 (βλ. σχετ. και οικ.9837/98/30.7.2012 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τη λειτουργία του ΕΤΕΑ» (Β΄ 2276)] και κράτηση υπέρ κλάδου ασθενείας ΕΟΠΥΥ, ενώ στους συνταξιούχους μετά την 1.1.2015 επιβάλλεται μόνον η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ν. 3986/2011) και η κράτηση υπέρ του κλάδου ασθενείας ΕΟΠΥΥ. Έτσι, όμως, κατά τους ισχυρισμούς των αιτούντων, η “διακριτική μεταχείριση” του νομοθέτη ως προς το τελικό ποσό επικουρικής συντάξεως που λαμβάνουν οι μετά την 1.1.2015 συνταξιούχοι, σε σχέση με τη σύνταξη των συνταξιοδοτηθέντων πριν από την ημερομηνία αυτή, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι οι μετά την 1.1.2015 συνταξιούχοι έχουν τα ίδια χρόνια προϋπηρεσίας και έχουν καταβάλει το ίδιο ποσό εισφορών με τους προ της 1.1.2015 συνταξιούχους, όπως είναι οι αιτούντες (φυσικά πρόσωπα). Προβάλλεται, περαιτέρω, ότι ναι μεν ο χρόνος εξόδου από την υπηρεσία είναι αντικειμενικό κριτήριο, το οποίο δικαιολογεί την διαφορετική αντιμετώπιση κατηγοριών συνταξιούχων από το νομοθέτη, αλλά ότι το κριτήριο αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να δικαιολογήσει την διαφορετική μεταχείριση, αντιθέτως δε πρέπει να συνδυάζεται και με άλλα κριτήρια, ικανά να υπηρετήσουν το σκοπό του νόμου (όπως π.χ. η καταβολή ουσιωδώς μικρότερων εισφορών από μια κατηγορία ασφαλισμένων σε σχέση με άλλη κατηγορία). Ειδικότερα, προβάλλεται ότι εν προκειμένω παραβιάζεται η αρχή της ισότητας λόγω της διαφορετικής μεταχειρίσεως εκ μέρους του νομοθέτη των «παλαιών» συνταξιούχων, όπως είναι οι αιτούντες (φυσικά πρόσωπα) σε σχέση με τους ασφαλισμένους, οι οποίοι υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015. Με όλους αυτούς τους ισχυρισμούς οι αιτούντες προβάλλουν αντισυνταγματικότητα του άρθρου 44 του ν. 4670/2020 στρεφόμενοι κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως με σκοπό, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, να επιτύχουν όχι την ακύρωσή της αλλά την εφαρμογή της και στους συνταξιοδοτηθέντες πριν από την 1.1.2015, ζητώντας, δηλαδή, κατ’ επίκληση, προεχόντως, της αρχής της ισότητας, την επεκτατική εφαρμογή της και στην κατηγορία αυτή των συνταξιούχων, όπως είναι οι αιτούντες (φυσικά πρόσωπα). Με τα δεδομένα αυτά, με έννομο, κατ’ αρχήν, συμφέρον οι αιτούντες στρέφονται κατά της ανωτέρω δεύτερης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως από την ανωτέρω άποψη. Είναι δε περαιτέρω ερευνητέο αν είναι βάσιμο το παράπονό τους ότι εν προκειμένω ο νομοθέτης, θεσπίζοντας διαφορετικό τρόπο υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων των ασφαλισμένων που αποχωρούν από την υπηρεσία και υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 και παραλείποντας να συμπεριλάβει στις σχετικές ρυθμίσεις και τους συνταξιοδοτηθέντες πριν από την ημερομηνία αυτή, όπως είναι οι αιτούντες (φυσικά πρόσωπα), παραβιάζει κατ’ αρχήν την αρχή της ισότητας και, αν, συνεπώς, στοιχειοθετείται παράλειψη εκ μέρους του νομοθέτη για οφειλόμενη ενέργεια που συνίσταται στο να ρυθμίσει την επικουρική σύνταξη των παλαιών συνταξιούχων, όπως είναι οι αιτούντες, κατά τρόπο όμοιο με τον τρόπο υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως όσων αποχωρούν από την υπηρεσία μετά την ανωτέρω ημερομηνία.
    25. Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», στο δε άρθρο 22 παρ. 5 αυτού ορίζεται ότι: «Το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους (ΣτΕ 1890/2019 Ολομ. σκ. 8), με γνώμονα την κάλυψη ολόκληρου του εργαζομένου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ανέθεσε δε την εξειδίκευσή της, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, ο τρόπος υπολογισμού των συντάξεων των ασφαλισμένων και ο καθορισμός των αποδοχών που λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη για τον υπολογισμό αυτό επαφίεται στον νομοθέτη και στην κατ’ εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, κατά τη ρύθμιση δε των θεμάτων αυτών οι ασφαλιστικές παροχές δεν απαιτείται να βρίσκονται σε σχέση ευθείας ανταποδοτικότητας προς τις εισφορές που έχουν καταβληθεί (ΣτΕ 3487/2008 Ολομ. σκ. 13, 2126/2019 σκ. 5, 600/2015 σκ. 6, 619/2012 σκ. 7, 4132/2011 7μ. σκ. 12, 2298/2010 7μ. σκ. 11, 157/2009 σκ. 7 κ.ά.). Περαιτέρω, ο κοινός νομοθέτης και η κατ’ εξουσιοδότηση νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις να μεταβάλλουν για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδοτήσεως κατηγοριών ασφαλισμένων, είτε με τη συνολική αναμόρφωση ή τη θέσπιση ενός νέου συστήματος συνταξιοδοτήσεως (βλ. ΣτΕ 1890/2019 Ολομ. σκ. 5) είτε με τη θέσπιση επιμέρους τροποποιήσεων, ιδίως σε σχέση με το ύψος των ασφαλιστικών παροχών ή τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων (βλ. ΣτΕ 3487/2008 Ολομ. σκ. 11, ΣτΕ 835/2020 σκ. 10, 2126/2019 σκ. 5, 2429/2018 7μ. σκ. 8, 3281/2017 7μ. σκ. 23, 1709/2017 7μ. σκ. 7, 734/2016 Ολομ., 3413/2013 7μ. σκ. 6, 3145/2013 σκ. 4, 2913/2013 σκ. 4, 1783/2013 σκ. 5, 619/2012 σκ. 7, 3/2012 σκ. 11, 4126/2011 σκ. 2 και 4, 2317/2010 σκ. 6, 2298/2010 7μ. σκ. 10, 1219/2010 σκ. 7, 2030/2009 σκ. 5, 1817/2009 σκ. 6, 1689/2009 7μ. σκ. 8, 157/2009 σκ. 7, 364/2005 σκ. 5, 3379/2004 σκ. 5, 1077/2003 7μ. σκ. 7, 1867/2001 σκ. 5, 3740/1999 7μ. σκ. 13, 3615/1999 σκ. 7, 3107/1999 σκ. 5, 58/1999 σκ. 6, 4078/1996 σκ. 4, 3072/1992 σκ. 4, 615/1991 σκ. 4, 473/1990 σκ. 5, 1631/1989 7μ. σκ. 5, 251/1989 σκ. 4, 4884/1988 σκ. 3, 505/1988 7μ., 4139/1986, 40/1985, 2914/1983, 1508/1982, 3852/1979, πρβ. 1671/1973 Ολομ.). Εξάλλου, ο χρόνος επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου καθώς και ο χρόνος θεμελιώσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, όπως είναι ο χρόνος αποχωρήσεως από την υπηρεσία και υποβολής του αιτήματος για συνταξιοδότηση, αποτελούν παράγοντες αρκούντως αντικειμενικούς που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των ασφαλισμένων σε περίπτωση νομοθετικής μεταβολής (ΣτΕ Ολομ. 2197/2010 σκ. 20, 3487/2008 σκ. 11, ΣτΕ 835/2020 σκ. 10, 2126/2019 σκ. 5, 1374/2019 σκ. 8, 2429/2018 7μ. σκ. 19, 3281/2017 7μ. σκ. 23, 1709/2017 7μ. σκ. 7, 719/2016 σκ. 7, 5-6/2016 σκ. 9, 600/2015 σκ. 6, 3413/2013 7μ. σκ. 6, 3145/2013 σκ. 8, 2913/2013 σκ. 8, 682/2013 σκ. 4, 619/2012 σκ. 7, 3/2012 σκ. 11, 4132/2011 7μ. σκ. 11, 4126/2011 σκ. 2, 3132/2011 σκ. 6, 2298/2010 7μ. σκ. 10, 1494/2010 σκ. 11, 1817/2009 σκ. 6, 1689/2009 7μ. σκ. 8, 1602/2009 σκ. 3, 527/2009 σκ. 7, 157/2009 σκ. 7, 2900/2008 σκ. 4, 718/2006 σκ. 7, 707/2006 7μ. σκ. 6, 1908/2005 σκ. 3, 3379/2004 σκ. 5, 3177/2004 σκ. 5, 135/2002 σκ. 10, 665/2000 σκ. 11, 3740/1999 7μ. σκ. 11, 3615/1999 σκ. 7, 58/1999 σκ. 6, 2031/1994 7μ. σκ. 10, 473/1990 σκ. 5, 251/1989 σκ. 4, 4884/1988 σκ. 3, 2971/1987, 40/1985, 2914/1983, 1508/1982).
  10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλυόταν, θεσπίζοντας τις διατάξεις του άρθρου 96 του ν. 4687/2016 και εν συνεχεία του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, να εισαγάγει νέο σύστημα υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων, περιλαμβάνοντας διαφορετικές ρυθμίσεις για τις τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες ασφαλισμένων (δηλαδή όσων είχαν ασφαλιστεί μέχρι 31.12.2013 και υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεως πριν την 1.1.2015, όσων είχαν ασφαλιστεί μέχρι 31.12.2013 και υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 και όσων ασφαλίζονται για πρώτη φορά μετά την 1.1.2014), ούτε επιβαλλόταν από τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις να προβλεφθεί νομοθετικώς η επέκταση της εφαρμογής των ρυθμίσεων για τη δεύτερη ("μεταβατική") κατηγορία ασφαλισμένων και σε εκείνους, οι οποίοι είχαν υπαχθεί στην ασφάλιση μέχρι 31.12.2013 και είχαν συνταξιοδοτηθεί με βάση το προγενέστερο του ν. 4387/2016 καθεστώς. Τούτο δε διότι ο νομοθέτης θέλησε, κατ’ ενάσκηση σχετικής ευχέρειας συνταγματικώς θεμιτής, με τη θέσπιση της "μεταβατικής" κατηγορίας των ασφαλισμένων που άρχισαν να εργάζονται και ασφαλίστηκαν πριν από την 1.1.2014 αλλά υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015, να διασφαλίσει την ομαλή μετάβαση στο νέο ασφαλιστικό σύστημα για την επικουρική ασφάλιση, στο σύστημα δηλαδή της νοητής κεφαλαιοποιήσεως προκαθορισμένων εισφορών που καταλαμβάνει όσους άρχισαν να εργάζονται και ασφαλίστηκαν μετά την 1.1.2014 αλλά και όσους εργάσθηκαν και ασφαλίστηκαν έως την 31.12.2013, υποβάλλουν δε αίτηση συνταξιοδοτήσεως από 1.1.2015 και εφεξής ως προς τους οποίους το ποσό της επικουρικής τους σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων, το δεύτερο των οποίων, και συγκεκριμένα εκείνο που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφαλίσεως μετά την 1.1.2015, υπολογίζεται σύμφωνα με το νέο σύστημα (πρβ. ΣτΕ 1513/2014 Ολομ. σκ. 9). Υπό τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι οι επίμαχες διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4670/2020 δεν καταλαμβάνουν την κατηγορία ασφαλισμένων που είχαν ήδη αποχωρήσει από την υπηρεσία πριν από την 1.1.2015 για τους οποίους ορίζεται, όπως εξετέθη ανωτέρω, ότι θα λαμβάνουν επικουρική σύνταξη στο ύψος που αυτή είχε διαμορφωθεί στις 31.12.2014, δεν συνιστά άνιση μεταχείριση αυτών αντικείμενη στο Σύνταγμα (πρβ. ΣτΕ 2126/2019 σκ. 7 και 10, ομοίως 1374/2019 σκ. 8 και 11, 719/2016 σκ. 7). Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας ούτε εκ μέρους του νομοθέτη ούτε εκ μέρους της κανονιστικώς δρώσας διοικήσεως που εξέδωσε την δεύτερη προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η διαφορετική δε μεταχείριση εκ μέρους του νομοθέτη και της κανονιστικώς δρώσας διοικήσεως των “παλαιών συνταξιούχων” έναντι όσων υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως από την 1.1.2015 και εφεξής, στηριζόμενη στον αρκούντως αντικειμενικό παράγοντα του διαφορετικού χρόνου αποχωρήσεως από την υπηρεσία και υποβολής της αιτήσεως για συνταξιοδότηση, παρίσταται δικαιολογημένη και άρα σύμφωνη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Εξάλλου, η διαφορετική αυτή μεταχείριση των δύο αυτών κατηγοριών συνταξιούχων δεν αντίκειται ούτε στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε σε άλλη υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή. Επ’ αυτού δε δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι - στο πλαίσιο του θεμιτού, κατά τα ανωτέρω, διαφορετικού τρόπου υπολογισμού των επικουρικών συντάξεων των δύο διαφορετικών κατηγοριών ασφαλισμένων – συνταξιούχων, δηλαδή αφενός μεν εκείνων, οι οποίοι είχαν συνταξιοδοτηθεί πριν από την 1.1.2015, αφετέρου δε όσων είχαν υπαχθεί μεν στην ασφάλιση μέχρι 31.12.2013 αποχωρούν όμως από την υπηρεσία και υποβάλλουν αίτηση συνταξιοδοτήσεως μετά την 1.1.2015 - για τη δεύτερη κατηγορία ασφαλισμένων-συνταξιούχων λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 4687/2016, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 96 παρ. 2 του ν. 4387/2016, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020, το αυξημένο ποσοστό εισφορών που κατέβαλλαν αυτοί από το έτος 1995 έως το έτος 2013 [σύμφωνα με το άρθρο 46 παρ. 2 του ν. 2084/1992, το ποσοστό εισφορών ασφαλισμένου ήταν, για τους εργαζόμενους της ΔΕΗ, 4,5% για την επικουρική ασφάλιση από την 1.1.1995 και εφεξής, τούτο δε διατηρήθηκε έως την 30.11.2013, ενώ, αντιθέτως, το αντίστοιχο ποσοστό για τους ασφαλισμένους στα λοιπά ταμεία ήταν, κατά κανόνα, 3%], με αποτέλεσμα την προσαύξηση της συντάξεώς τους. Συνεπώς, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.
  11. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται στη συνέχεια ότι οι διατάξεις του άρθρου 44 του ν. 4670/2020 είναι αντίθετες προς τον ν. 2773/1999, καθώς αποτελούν μη επιτρεπόμενη επέμβαση του νομοθέτη στην κατ’ άρθρο 34 του ν. 2773/1999 κατοχυρωμένη στο ακέραιο πλήρη κάλυψη των υποχρεώσεων του Κράτους έναντι των ασφαλισμένων της Δ.Ε.Η. και, συνεπώς, συνιστούν προσβολή της περιουσίας του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. και των καθολικών διαδόχων αυτού, καθώς και των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του εν λόγω φορέα, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι η οριστική επίλυση του ασφαλιστικού ζητήματος των εργαζομένων στη Δ.Ε.Η. διατηρήθηκε άθικτη από τον νομοθέτη (άρθρα 132 του ν. 3655/2008 και 44 παρ. 9 εδ. β΄ του ν. 3863/2010), με στόχο την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, ήτοι της ασφαλιστικής περιουσίας των εργαζομένων και συνταξιούχων της Δ.Ε.Η., μέσω της υποχρεώσεως που ανέλαβε το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει από τον κρατικό προϋπολογισμό ποσό ίσο προς τη διαφορά των εσόδων του φορέα μείον τις παροχές (ως αντιπαροχή έναντι της περιουσίας του ασφαλιστικού φορέα που δεν αποδόθηκε στον Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.), ώστε να εξασφαλίζεται η χρηματοδότηση στο ακέραιο των παροχών κοινωνικής ασφαλίσεως κατ’ ελάχιστο επίπεδο και στην έκταση που παρεχόταν από τη Δ.Ε.Η. (ως φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως). Επομένως, κατά τα προβαλλόμενα, κάθε διάταξη νόμου που περιορίζει ή καταργεί την κατ’ άρθρο 34 του ν. 2773/1999 κρατική χρηματοδότηση του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. και των καθολικών διαδόχων του συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος του φορέα, των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων του, δυσανάλογο σε σχέση με την περιουσία του ασφαλιστικού φορέα της Δ.Ε.Η., που παρέμεινε ενσωματωμένη στην τελευταία, κατά παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ενώ κανένας σπουδαίος λόγος δημοσίου ή δημοσιονομικού συμφέροντος δεν μπορεί να δικαιολογήσει οποιαδήποτε απόκλιση από την ως άνω συμφωνία, αφού τέτοια απόκλιση, στο πλαίσιο της αρχής της χρηστής διοικήσεως, θα σήμαινε υπαναχώρηση του Κράτους, το οποίο έχει ήδη εκμεταλλευτεί την εν λόγω περιουσία, από τις αναγνωρισμένες νομοθετικά εις το διηνεκές υποχρεώσεις του έναντι των ασφαλισμένων (και ιδίως να διατηρήσει τον προϋπολογισμό του ταμείου άθικτο από τυχόν δημοσιονομικές μεταβολές και τις παροχές ακέραιες στο επίπεδο που αυτές ανήρχοντο κατά την ψήφιση του ν. 2773/1999). Συνεπώς, κατά τα προβαλλόμενα, ειδικά για τους συνταξιούχους της Δ.Ε.Η. έπρεπε να υπάρξει εκ μέρους του νομοθέτη διαφορετική αντιμετώπιση σε σχέση με τους λοιπούς συνταξιούχους.
  12. Επειδή, κατ’ αρχάς ο λόγος αυτός ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αόριστος, διότι δεν διευκρινίζεται με ποιόν τρόπο οι προσβαλλόμενες από τους αιτούντες ρυθμίσεις του άρθρου 44 του ν. 4670/2020 θίγουν την κατ’ άρθρο 34 του ν. 2773/1999 κρατική χρηματοδότηση του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. και έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Εάν ήθελε θεωρηθεί ότι με τον ανωτέρω λόγο προβάλλεται αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 44 του ν. 4470/2020, αλλά και του ν. 4387/2016, κατά το μέρος που κατ’ εφαρμογή αυτών υπήχθησαν στο νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που θεσπίσθηκε με τον ν. 4387/2016 και οι εργαζόμενοι της Δ.Ε.Η., όπως και οι λοιποί εργαζόμενοι, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν αφορά σε πλημμέλεια της δεύτερης, και μόνης παραδεκτώς, προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, αφορά τον τρόπο υπολογισμού της επικουρικής συντάξεως που θα χορηγεί ο Κλάδος Επικουρικής Ασφαλίσεως του e-ΕΦΚΑ στους μελλοντικούς (μετά την 1.1.2015) συνταξιούχους. Εάν ήθελε δε θεωρηθεί ότι ο λόγος αυτός αφορά στην αντισυνταγματικότητα της εκ νέου κατ’ ουσίαν θεσπίσεως, με τον ν. 4387/2016, όπως, άλλωστε, και με την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 44 του ν. 4670/2020, κατά το μέρος που αυτή αντικατέστησε το άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016, των περικοπών των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, στο πλαίσιο επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων των αιτούντων ως παλαιών, κατά τα ανωτέρω, συνταξιούχων, είναι ομοίως απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος για τον ίδιο ως άνω λόγο, διότι, δηλαδή, δεν αφορά σε πλημμέλεια της δεύτερης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως. Πάντως, όπως έχει ήδη κριθεί με την 1890/2019 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα προεκτεθέντα στη σκέψη 16, η διατήρηση των ανωτέρω περικοπών για τους ήδη συνταξιούχους κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, όπως είναι οι αιτούντες, στο πλαίσιο του επανυπολογισμού των επικουρικών τους συντάξεων, ως ρύθμιση εντασσόμενη σε ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα και ως τμήμα της εισαχθείσας με το ν. 4387/2016 ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, είναι, καταρχήν, συνταγματικώς θεμιτή. Τούτο δε ισχύει και για τους συνταξιούχους της ΔΕΗ. Επίσης, όπως έχει ήδη κριθεί με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 1890, 1891/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το σύστημα ρυθμίσεων του ν. 4387/2016 επιχειρήθηκε μείζων μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ελληνική Κυβέρνηση με την υπογραφή της συμφωνίας χρηματοδοτήσεως του Ελληνικού Κράτους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (άρθρο 3Γ του ν. 4336/2015) προς αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας και, ειδικότερα, προς αντιμετώπιση της αδυναμίας περιορισμού των συσσωρευμένων υψηλών ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων. Η μεταρρύθμιση συνίσταται στη λήψη μέτρων για την, σύμφωνα με την επιταγή του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, η οποία απειλείται εξαιτίας της ανάγκης συνεχούς καλύψεως από τον κρατικό προϋπολογισμό των διαρκώς παραγόμενων ελλειμμάτων των ασφαλιστικών φορέων, με όλες τις εντεύθεν δυσμενείς επιπτώσεις στην ισόρροπη κατανομή των περιορισμένων, λόγω της διογκώσεως του δημοσίου χρέους, κρατικών πόρων και στην προσπάθεια ανακάμψεως της εθνικής οικονομίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα κριθέντα με τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, με τη θέσπιση του νέου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, το οποίο αποτελεί πυλώνα του νέου εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλειας που καθιερώνεται με το άρθρο 1 του νόμου αυτού, ο νομοθέτης αποβλέπει αφενός μεν στον περιορισμό της καταβαλλόμενης από το κράτος συνταξιοδοτικής δαπάνης (ανερχομένης σε ποσοστό άνω του 9% του ΑΕΠ, το οποίο υπερβαίνει το 35% των ετησίως εισπραττομένων φορολογικών εσόδων) και την, μέσω αυτού, προοδευτική αποκατάσταση της ισορροπίας του κρατικού προϋπολογισμού (αποδέσμευση πόρων προς πραγματοποίηση και των λοιπών κρατικών σκοπών και δημιουργία αναπτυξιακών προϋποθέσεων προς αντιμετώπιση της κρίσεως) και αφετέρου στη δίκαιη κατανομή των πεπερασμένων κρατικών πόρων με σκοπό την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και την εξασφάλιση επαρκούς συντάξεως για τις επισφαλείς κοινωνικά ομάδες. Οι σκοποί αυτοί, οι οποίοι συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και ανάγονται σε ανέλεγκτες δικαστικά πολιτικές εκτιμήσεις και επιλογές, επιτυγχάνονται, κατά την κρίση του νομοθέτη, μέσω των διατάξεων που συνθέτουν τον πυρήνα της ασφαλιστικής μεταρρυθμίσεως, ο οποίος συνίσταται στην εγκατάλειψη του μέχρι σήμερα κρατούντος στην Ελλάδα συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως σε περισσότερους του ενός φορείς, για τους οποίους ίσχυαν διαφορετικές προϋποθέσεις υπαγωγής στην ασφάλιση και θεμελιώσεως συνταξιοδοτικού δικαιώματος, και στην υιοθέτηση ενιαίων κανόνων για όλους τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους. Οι ενιαίοι αυτοί κανόνες που εφαρμόζονται για όλους, παλαιούς και νέους συνταξιούχους, εργαζόμενους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, αφορούν σε ζητήματα τόσο οργανωτικά, με κυριότερο τη δημιουργία ενός φορέα κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως για όλους τους ασφαλισμένους (Ε.Φ.Κ.Α.), στον οποίο εντάσσονται όλοι οι υφιστάμενοι αντίστοιχοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφαλίσεως, όσο και ουσιαστικά, με κυριότερο τον ενιαίο τρόπο υπολογισμού των εισφορών και των παροχών, μέσω της θεσπίσεως του ανταποδοτικού μέρους της συντάξεως, το οποίο είναι ανεξάρτητο από την εθνική σύνταξη, αθροίζεται με αυτήν και συνδέεται με τις καταβληθείσες εισφορές, καθόσον, ως ενιαία βάση υπολογισμού του, καθιερώνεται το εισόδημα των ασφαλισμένων από την ασφαλιστέα δραστηριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Με τις ανωτέρω διαρθρωτικές και τις λοιπές δημοσιονομικές ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 ο νομοθέτης επιδιώκει τη διατήρηση σταθερής, έως το έτος 2060, της συνολικής συνταξιοδοτικής δαπάνης, σε εναρμόνιση με τον μακροπρόθεσμο κοινό ευρωπαϊκό στόχο της εξασφαλίσεως της βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, και, συγκεκριμένα, την παγίωσή της σε ποσοστό του ΑΕΠ του έτους 2009 και, περαιτέρω, τη δυνατότητα αυξήσεώς της έως το έτος 2060 μόλις κατά 2,5% του ΑΕΠ του ίδιου έτους (άρθρο 14 παρ. 4 ν. 4387/2016). Ειδικότερα, όσον αφορά τις συντάξεις, με τον ν. 4387/2016 μεταβάλλεται εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού και αναπροσαρμογής των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου (ΣτΕ Ολομ. 1890/2019). Στο ανωτέρω σύστημα του Ε.Φ.Κ.Α., και ήδη e-Ε.Φ.Κ.Α. μετά τον ν. 4670/2020, εντάσσονται, όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, οι ειδικότερες δε ρυθμίσεις των ανωτέρω νόμων, λόγω του γενικού τους χαρακτήρα, εφαρμόζονται επί όλων των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως και όλων των κατηγοριών συνταξιούχων, μη εξαιρουμένων των συνταξιούχων της Δ.Ε.Η., η απαλλαγή των οποίων από τις επίμαχες περικοπές θα ερχόταν σε αντίθεση και με το σκοπό των διατάξεων των νόμων 4387/2016 και 4670/2020, με τις οποίες, πάντως, δεν εθίγη η κατ’ άρθρο 34 του ν. 2773/1999 εγγυητική λειτουργία του κράτους ως χρηματοδότη του συστήματος ασφαλίσεως των εργαζομένων και των συνταξιούχων της Δ.Ε.Η. [βλ. και άρθρο 1Α του ν. 4387/2016, που προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4670/2020 και προβλέπει την εγγυητική ευθύνη του Κράτους για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών (κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως) και τη βιωσιμότητα του e-Ε.Φ.Κ.Α]. Ανεξαρτήτως, δε, αν οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2773/1999 θα μπορούσαν να έχουν την έννοια ότι κατοχυρώθηκε ευθύνη του κράτους, συμβατικώς αναληφθείσα, να καλύπτει πέραν της επαρκούς χρηματοδοτήσεως του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως του προσωπικού της Δ.Ε.Η. και την εις το διηνεκές [και ανεξαρτήτως μεταβολής των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών και μεταρρυθμίσεως ή αναδιαρθρώσεως του γενικώς ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος] διατήρηση, κατά είδος και καθ’ ύψος, των κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως του νόμου αυτού (ν. 2773/1999) χορηγούμενων συνταξιοδοτικών παροχών, πάντως, οι διατάξεις αυτές δεν απαλλάσσουν, διότι άλλως θα παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας, τους συνταξιούχους της Δ.Ε.Η., από την υποχρέωση συμμετοχής στα δημόσια βάρη και της ισότιμης, εκ μέρους όλων των πολιτών, εκπληρώσεως των υποχρεώσεων κοινωνικής αλληλεγγύης κατά την αντιμετώπιση της καταστάσεως, η οποία υπαγόρευσε την ένταξή τους στο νέο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως (πρβ. ΣτΕ 2432/2017 7μ.). Περαιτέρω, και η ένταξη του επικουρικού ασφαλιστικού φορέα των ασφαλισμένων και συνταξιούχων της Δ.Ε.Η. που είχε ενταχθεί το έτος 2008, κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 11, στο Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω., στη συνέχεια το έτος 2012 στο Ε.Τ.Ε.Α. (σκέψη 14), που μετονομάσθηκε σε Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π., και τελικώς στον e-Ε.Φ.Κ.Α., στο πλαίσιο αναδιαρθρώσεως του ασφαλιστικού συστήματος, είναι συνταγματικώς θεμιτή (πρβ. ΣτΕ 1880/2019 σκέψη 21).
  13. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν περαιτέρω ότι με τη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 4 του ν. 4670/2020 (εννοούν το άρθρο 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016, όπως διαμορφώθηκε ύστερα από την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020) οι επικουρικές συντάξεις αυτών που συνταξιοδοτήθηκαν πριν από την 1.1.2015 "παγώνουν" στο καταβαλλόμενο ποσό της 31.12.2014, ενώ θα έπρεπε να βαίνουν αυξανόμενες σε περίπτωση αυξήσεως των κύριων συντάξεων, δοθέντος ότι, για τις συντάξεις των εργαζομένων της Δ.Ε.Η., ακολουθείται ο κανόνας ότι η επικουρική σύνταξη υπολογίζεται στο 25% της κύριας (άρθρο 4 του π.δ. 245/1975). Εάν με τον λόγο αυτόν πλήσσεται η διάταξη του άρθρου 6 της δεύτερης προσβαλλόμενης υπουργικής αποφάσεως, που αφορά την αναπροσαρμογή των συντάξεων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι ο ανωτέρω κανόνας ότι η επικουρική σύνταξη των συνταξιούχων της ΔΕΗ ανέρχεται στο 25% της κύριας συντάξεως που προβλεπόταν στο άρθρο 4 του π.δ. 245/1975 καταργήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως αυτή διαμορφώθηκε ύστερα από την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020, με την οποία ρητώς ορίζεται ότι από 13.5.2016 οι διατάξεις που προβλέπουν κατώτατα όρια επικουρικών συντάξεων ή χορήγηση άλλων παροχών ή επιδομάτων, καθώς και κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη αφορώσα την επικουρική σύνταξη καταργούνται και η χορήγηση της επικουρικής συντάξεως (για όλους γενικώς τους συνταξιούχους και όχι μόνον για τους συνταξιούχους της ΔΕΗ) γίνεται αποκλειστικά με τους όρους του ως άνω ν. 4670/2020. Εν πάση περιπτώσει δε η διάταξη του άρθρου 96 παρ. 4 του ν. 4387/2016, όπως αυτή διαμορφώθηκε ύστερα από την αντικατάστασή της με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020, με την οποία ορίζεται ότι οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις έως 30.9.2019, που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31.12.2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1.10.2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31.12.2014, δεν έχει την έννοια ότι οι συντάξεις αυτές δεν μπορούν να αναπροσαρμοσθούν στο μέλλον, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει εκάστοτε ο νομοθέτης (..).
  14. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί (..)