VΙ. Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) 996/2022

ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Ο.Α.Π.- Δ.Ε.Η.- Αποστέρηση σύνταξης λόγω ποινικής καταδίκης- Αντισυνταγματικότητα άρ. 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966 με σχόλιο Μαρίας Μαγδαλινής Τσίπρα

 

(..) 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση (..) ζητείται η αναίρεση της 178/2009 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ.) κατά της 6247/2008 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. και ασφαλισμένου στον οικείο φορέα, ακυρώθηκε η 376/22/7.6.2006 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η.) και αναπέμφθηκε η υπόθεση στο αρμόδιο όργανο, προκειμένου να κριθεί εκ νέου το αίτημά του να λάβει κύρια σύνταξη, επικουρικό μέρισμα και εφ’ άπαξ βοήθημα. Με την ως άνω απόφαση του Ο.Α.Π.-Δ.Ε.Η. απορρίφθηκε ένσταση του ανωτέρω κατά της 209/18.11.2004 απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης, Συντάξεων και Πρόνοιας του Οργανισμού αυτού, με την οποία, λόγω της καταδίκης του για υπεξαίρεση σε βάρος της Δ.Ε.Η., είχε απορριφθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966, αίτησή του για χορήγηση των ως άνω παροχών κοινωνικής ασφάλισης.

(..) 4. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 2 παρ. 1 ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1), στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 παρ. 1 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει … να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας…». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 5 κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφάλισης αποτελεί η έναντι καταβολής εισφοράς προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κ.λπ.), οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι) και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές, οι οποίες συνιστούν κεφάλαιο που είναι αποκλειστικά αφιερωμένο για την καταβολή των ασφαλιστικών παροχών, και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή. Η παροχή αυτή πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (Σ.τ.Ε. 2287-90/2015 Ολομ., 3487/2008 Ολομ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Και ναι μεν η χορηγούμενη από τον ασφαλιστικό φορέα παροχή δεν απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ασφαλισμένου ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, δεν πρέπει όμως ο υπολογισμός της παροχής να οδηγεί σε ανατροπή των αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, να απολήγει δηλαδή σε χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, το ύψος της οποίας, ενόψει των καταβληθεισών από τον ασφαλισμένο εισφορών και του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, υπολείπεται του ανεκτού κατά το Σύνταγμα κατώτατου ορίου πέραν του οποίου συντρέχει προφανής παραβίαση των ανωτέρω συνταγματικών αρχών και της αρχής της ανταποδοτικότητας (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, ο συντακτικός νομοθέτης ανέθεσε στον κοινό νομοθέτη την εξειδίκευση της παρεχόμενης ασφαλιστικής προστασίας με γνώμονα την ασφαλιστική κάλυψη ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας και την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου, αναλόγως των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ο κοινός νομοθέτης δε κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού έχει ευρεία εξουσία για την ρύθμιση των σχετικών θεμάτων. Η εξουσία αυτή υπόκειται σε περιορισμούς, οι οποίοι επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές διατάξεις (Σ.τ.Ε. 1880, 1882/2019 Ολομ., 2197-2200/2010 Ολομ. κ.ά.). Σε κάθε δε περίπτωση ο νομοθέτης δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, τη χορήγηση, δηλαδή, κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου στον ασφαλισμένο παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες από αυτόν εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισής του και ικανών να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου, οι παροχές δε αυτές τελούν πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους (Σ.τ.Ε. 1889-91/2019 Ολομ., βλ. και 2287-90/2015 Ολομ.).

(…) Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, σε περίπτωση ποινικής καταδίκης εργαζομένου στη Δ.Ε.Η. «εις εγκληματικήν ποινήν» (δηλαδή σε ποινή κάθειρξης, κατά την ορολογία του εφαρμοστέου εν προκειμένω Ποινικού Κώδικα, π.δ. 283/1985, άρθρο 52, Α΄ 106, ήτοι ποινή στερητική της ελευθερίας από 5 έτη και άνω, πρβ. Σ.τ.Ε. 1047/1974) για την τέλεση των αξιόποινων πράξεων της υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας σε βάρος της Δ.Ε.Η. ή του Ελληνικού Δημοσίου επέρχεται ως συνέπεια, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, η πλήρης και οριστική απώλεια του κύριου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ως επακόλουθο δε αυτής η πλήρης και οριστική απώλεια του δικαιώματος σε επικουρική σύνταξη, η στέρηση του δικαιώματος σε παροχές υγείας καθώς και του δικαιώματος για εφ’ άπαξ βοήθημα (με επιστροφή στην τελευταία αυτή περίπτωση των καταβληθεισών εισφορών). Σκοπός της εν λόγω διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, όπως συνάγεται και από την εισηγητική έκθεση, είναι, σε αντιστοιχία με ανάλογες ρυθμίσεις που ίσχυαν κατά το χρόνο θέσπισής της για τους δημοσίους πολιτικούς και στρατιωτικούς υπαλλήλους καθώς και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς υπαλλήλους, η αποτροπή των εργαζομένων στη δημόσια αυτή επιχείρηση από τη διάπραξη των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, όταν στρέφονται είτε σε βάρος της, εν όψει της κοινωφελούς αποστολής της -δευτερευόντως δε της λειτουργίας της Δ.Ε.Η., κατά τα οριζόμενα στο ίδιο νομοθέτημα, και ως ασφαλιστικού φορέα για το προσωπικό της- είτε σε βάρος του Δημοσίου. Τούτο δε, διότι, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, οι συγκεκριμένες αξιόποινες πράξεις, της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας και απιστίας, στρεφόμενες κατά της Δ.Ε.Η. ή του Δημοσίου από τους ανωτέρω εργαζόμενους της Δ.Ε.Η. θέτουν σε κίνδυνο την περιουσία και την εν γένει εύρυθμη λειτουργία αυτών.

  1. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 προβλέφθηκαν δυσμενέστεροι όροι για τη χορήγηση παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση ποινικής καταδίκης για συγκεκριμένα αδικήματα εργαζομένου στη δημόσια επιχείρηση της Δ.Ε.Η. εν σχέσει προς τα γενικώς ισχύοντα για τους λοιπούς ασφαλισμένους, με σκοπό, κατά τα προεκτεθέντα, την αποτροπή τέλεσής τους σε βάρος της δημόσιας επιχείρησης ή του Δημοσίου, χάριν προστασίας της περιουσίας και της εν γένει εύρυθμης λειτουργίας αυτών. Κατά την έννοια, όμως, των συνταγματικών διατάξεων που παρατίθενται στη σκέψη 4, ιδίως δε του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ερμηνευομένου εν όψει και της αρχής της ισότητας, δεν δύναται, κατ’ αρχήν, η κατά τα ανωτέρω ποινική καταδίκη εργαζομένου της Δ.Ε.Η. να αποτελέσει πρόσφορο κριτήριο για τη στέρηση ή τον περιορισμό δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, δυνάμενο να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση αυτού ως προς τη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών. Τούτο δε διότι η σχετική ρύθμιση δεν τελεί σε άμεση συνάφεια με τη λειτουργία της ίδιας της ασφαλιστικής σχέσης, η οποία έχει ως αποστολή κατά το Σύνταγμα την προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων που αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται με τη χορήγηση παροχών αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές και το συνολικό χρόνο ασφάλισης με παράλληλη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Πέραν τούτου, σχετική νομοθετική πρόβλεψη, στέρησης ή περιορισμού των παροχών κοινωνικής ασφάλισης σε περίπτωση κατά τα ανωτέρω ποινικής καταδίκης, δεν παρίσταται αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, για την πραγμάτωση του οποίου κατάλληλα και επαρκή μέτρα προβλέπονται ήδη στη νομοθεσία (πέραν των κανόνων του ποινικού δικαίου, ιδίως, στο πειθαρχικό δίκαιο), με αποτέλεσμα να υπερακοντίζει τον σκοπό αυτό (πρβ. και Ελ. Συν. 1503/2020 σκ. II Γ, 6456/2015 Ολομ. σκ. 5, βλ. και Ελ. Συν. 1200/2018 σκ. IV). Με τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος (πρβ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας και απόφαση της 20.6.2002 Αζίνας κατά Κύπρου, πρβ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά.). Οι Αντιπρόεδροι Μ. Πικραμένος και Γ. Τσιμέκας και οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου και Ηλ. Μάζος διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, στην οποία προσχώρησε και ο Πάρεδρος Χρ. Παπανικολάου: Από τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η οποία ανάγει, κατά τα ανωτέρω, τη μέριμνα για την προαγωγή της κοινωνικής ασφάλισης σε σκοπό του Κράτους, συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης ανέθεσε την εξειδίκευση της ασφαλιστικής προστασίας που παρέχεται με τη διάταξη αυτή, ανάλογα με τις περιστάσεις, στον κοινό νομοθέτη, ο οποίος κατά την επιδίωξη του ανωτέρω σκοπού έχει ευρεία εξουσία για τη ρύθμιση των σχετικών θεμάτων, υποκείμενος μόνο σε περιορισμούς που επιβάλλονται από άλλες συνταγματικές ή υπέρτερης τυπικής ισχύος διατάξεις (ΣτΕ 2287-90/2015 Ολομ., 1010/2019 επτ., 960/2017 επτ.). Είναι, επομένως, δυνατή η επέμβαση του νομοθέτη στην ασφαλιστική σχέση Ταμείου με τους ασφαλισμένους του και η ρύθμισή της με δυσμενέστερους κανόνες ως προς ορισμένους ασφαλισμένους εν σχέσει προς τα ισχύοντα γενικώς για τους λοιπούς, για λόγους δημοσίου συμφέροντος που ανάγονται στην προστασία της περιουσίας του Ταμείου από ποινικώς κολάσιμες πράξεις οι οποίες συνεπάγονται μείωση αυτής, όπως οι προβλεπόμενες στην επίμαχη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 4 του ν. 4491/1966 (κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κλπ), επί τη βάσει τιθέμενων στο νόμο συγκεκριμένων κριτηρίων τα οποία στοιχούν, ιδίως, προς τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 14.6.2016 Φιλίππου κατά Κύπρου, σκ. 68, 70 και 71 και απόφαση της 18.10.2005 Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. σκ. 6). Η ανωτέρω επέμβαση, η οποία δυνατόν να συνίσταται σε μείωση ή στέρηση των ασφαλιστικών παροχών, δεν συνιστά μη δικαιολογημένη δυσμενή διάκριση για τον θιγόμενο ασφαλισμένο, αφού ο τελευταίος, σε αντίθεση με τους λοιπούς ασφαλισμένους, βαρύνεται με την τέλεση ποινικώς κολάσιμης πράξης που επιφέρει μείωση της περιουσίας του Ταμείου, στις περιπτώσεις, όμως, αυτές η δυνατότητα του νομοθέτη να επεμβαίνει στην ασφαλιστική σχέση οριοθετείται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να τελεί σε συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξή του. Με τα δεδομένα αυτά, κατά την ειδικότερη αυτή γνώμη, η ρύθμιση της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966 αντίκειται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη που κατοχυρώνει την αρχή της αναλογικότητας, διότι, παρόλον ότι τελεί σε συνάφεια προς τον επιδιωκόμενο κατά τα ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος, αφού αποβλέπει στην προστασία της περιουσίας της Δ.Ε.Η., προβλέπει την με αυτόματο τρόπο πλήρη στέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής για αόριστο χρονικό διάστημα, μέτρο το οποίο λόγω της έκτασης και της διάρκειας των συνεπειών του υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο εν όψει του σκοπού τον οποίο επιδιώκει, καταλήγει δε να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση και να θέτει σε διακινδύνευση κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου το δικαίωμα του ασφαλισμένου να διαβιώνει με αξιοπρέπεια (πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδας και απόφαση της 20.6.2002 Αζίνας κατά Κύπρου, πρβ. Ελ. Συν. 477/2014 Ολομ. κ.ά.).

(..) 8. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι έσφαλε το δικάσαν εφετείο, καθ’ όσον η επίμαχη ρύθμιση δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος -που συνίστανται στην αποτροπή από την τέλεση αξιόποινων πράξεων, την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και τη μη ματαίωση του αποτελέσματος της πειθαρχικής ποινής της απόλυσης με την αντικατάσταση του μισθού που στερείται ο απολυθείς από συνταξιοδοτική παροχή- καθώς και ότι τηρείται η αρχή της αναλογικότητας. Ενόψει, όμως, των όσων έγιναν ανωτέρω δεκτά στη σκέψη 6, η κρίση του δικάσαντος εφετείου, σύμφωνα με την οποία αντίκειται στο Σύνταγμα η διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 4491/1966, είναι νόμιμη, ανεξάρτητα από τις επιμέρους αιτιολογίες της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, πρέπει δε να απορριφθεί ως αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως. Τούτο δε, ανεξαρτήτως ότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και, συνεπώς, δεν συνέτρεχε εν προκειμένω η προβλεπόμενη για την εφαρμογή της ως άνω (κριθείσας ως αντισυνταγματικής) διάταξης προϋπόθεση της καταδίκης σε ποινή στερητική της ελευθερίας πέντε ετών και άνω.