Περίληψη: Ιδιωτικοί Εκπαιδευτικοί – Αναιτιώδης καταγγελία της σύμβασης εργασίας- Συνταγματικότητα αρ. 10 παρ.1 ν. 4713/2020
- (...) Με τις επίμαχες ρυθμίσεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020 εισήχθη εκ νέου ο κανόνας της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τον εργοδότη, αφού καταργήθηκαν τόσο οι προβλεπόμενοι υπό το προϊσχύσαν καθεστώς (άρθρο 30 παρ. 3 του ν. 682/77) περιοριστικώς αναφερόμενοι λόγοι καταγγελίας, όσο και η διαδικασία εξέτασης της νομιμότητας ορισμένων εξ αυτών από την ανεξάρτητη επιτροπή των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, προβλέφθηκε -όπως έχει ήδη εκτεθεί- η υπαγωγή του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων ως προς τα ζητήματα πρόσληψης, απασχόλησης και λύσης των εργασιακών τους σχέσεων στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας. Όπως δε προκύπτει από τις εκθέσεις που συνοδεύουν το ν. 4713/2020, ο νομοθέτης, αφού έλαβε υπόψη τη φύση της εργασιακής σχέσης μεταξύ του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου και του διδακτικού του προσωπικού, η οποία είναι ενταγμένη στο ιδιωτικό δίκαιο και διέπεται κατ’ αρχήν από τους κανόνες του (βλ. σχετικά ΣτΕ 1357/1999 επταμ.), έκρινε ότι το Κράτος δεν θα πρέπει να παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των όρων εργασίας μιας σχέσης ιδιωτικού δικαίου με τη θέσπιση ρυθμίσεων που παρεκκλίνουν από τις γενικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Η νομοθετική αυτή επιλογή αποσκοπεί στην ενίσχυση της ελευθερίας των ιδιοκτητών των ιδιωτικών σχολείων για την οργάνωση και λειτουργία της σχολικής μονάδας, καθώς και στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ της λειτουργίας του διευθυντικού δικαιώματος του επιχειρηματία εργοδότη και της παράλληλης διασφάλισης των εργασιακών δικαιωμάτων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών κατά τα προβλεπόμενα στην εργατική νομοθεσία. Ωστόσο, η κατά τα ανωτέρω αναγνώριση «διοικητικής ευελιξίας» στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων όσον αφορά τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού τους, μέσω της καταργήσεως των προγενέστερων ρυθμίσεων που προέβλεπαν την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών μόνο για συγκεκριμένους λόγους και, ενίοτε, με ιδιαιτέρως χρονοβόρες διαδικασίες, καθιστώντας έτσι δυσχερή την απομάκρυνση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών οι οποίοι ενδεχομένως ασκούσαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους ή παραβίαζαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις (βλ. ενδεικτικώς άρθρο 30 παρ. 3 περ. ε’ υποπερ. δδ’ του ν. 682/1977, όπως ίσχυε μετά τους ν. 4415/2016, 4472/2017 και 4547/2018, ως προς την απαίτηση δύο τουλάχιστον υπηρεσιακών εκθέσεων που αφορούσαν δύο τουλάχιστον συνεχόμενα διδακτικά έτη, προκειμένου να θεμελιωθεί η ανεπάρκεια ή η επαγγελματική ασυνέπεια του ιδιωτικού εκπαιδευτικού ως λόγος απόλυσης), τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση της υποχρέωσης σεβασμού όχι μόνον των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, αλλά και των ειδικότερων διατάξεων του ν. 682/77 σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών. Συνεπώς, και υπό το καθεστώς του ν. 4713/2020 το Κράτος εξακολουθεί να ασκεί πλήρως την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα εποπτεία στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού, ελέγχοντας την τήρηση σειράς διατάξεων του ν. 682/77, για τις οποίες εκδίδονται -όπως προεκτέθηκε- οι αντίστοιχες διοικητικές πράξεις, στο πλαίσιο θέσπισης των αναγκαίων εγγυήσεων για τη διασφάλιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, όμως, για τη διασφάλιση του αποτελεσματικού ελέγχου της νομιμότητας και καταχρηστικότητας της γενόμενης καταγγελίας προβλέπεται ο έλεγχός της από τα αρμόδια προς τούτο πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, σε πλήρη εναρμόνιση με τα ισχύοντα για τους λοιπούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, εξετάζουν ιδίως εάν η καταγγελία αποτελεί αθέμιτη εργοδοτική αντίδραση σε συμπεριφορές του ιδιωτικού εκπαιδευτικού νόμιμες και συμβατικές. Υπό τα δεδομένα αυτά, υπό το καθεστώς του ν. 4713/2020, αφενός μεν οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων δικαιούνται πλέον να καταγγέλλουν τις συμβάσεις εργασίας των διδασκόντων σε αυτά αναιτιωδώς, χωρίς δηλαδή να υποχρεούνται να αναφέρουν στην σχετική δήλωση της βούλησής τους την αιτία για την οποία ασκούν το δικαίωμα της καταγγελίας, αφετέρου δε οι ως άνω εκπαιδευτικοί δύνανται να αμφισβητούν ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων την νομιμότητα της καταγγελίας της σύμβασής τους επικαλούμενοι το άρθρο 281 ΑΚ και προβάλλοντας συγκεκριμένους ισχυρισμούς για υπέρβαση των ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου αυτού στο δικαίωμα της καταγγελίας (βλ. ΣτΕ 1998-2001/2001 επταμ.). Με το περιεχόμενο αυτό, οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 4713/2020, οι οποίες προβλέπουν αφενός τη σύναψη συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου για όλους τους διδάσκοντες στα ιδιωτικά σχολεία, αφετέρου δε την υπαγωγή των ζητημάτων πρόσληψης, απασχόλησης και λύσης των εργασιακών τους σχέσεων στις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της κοινής εργατικής νομοθεσίας, δεν αντίκεινται στο άρθρο 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος. Τούτο, δε, διότι οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν, όπως προαναφέρθηκε, στην αρτιότερη και ομαλότερη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, αλλά και στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος της εκπαίδευσης, και εξασφαλίζουν στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς λειτουργούς σταθερές, κατά το δυνατόν, συνθήκες εργασίας, ώστε να μπορούν απερίσπαστοι να εκτελούν τα καθήκοντά τους για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση του σκοπού της παιδείας, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, έχει αναχθεί σε συνταγματικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 622/2010 επταμ. σκ. 9). Άλλωστε, η υιοθέτηση του κανόνα του εργατικού δικαίου περί της αναιτιώδους καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από τον εργοδότη δεν αντίκειται σε κάποια συνταγματική διάταξη ή αρχή (βλ. ΣτΕ 622/2010 επταμ., 1998-2001/2001 επταμ., 2401/2000), δεδομένου άλλωστε ότι -όπως εκτίθεται και αμέσως κατωτέρω- ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου της παρεχόμενης στους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς προστασίας.
Εξάλλου, ο κανόνας αυτός της αναιτιώδους καταγγελίας έτυχε εφαρμογής από τη θέσπιση του ν. 682/77 έως και την αντικατάστασή του με τον προεκτεθέντα ν. 2986/2002, αλλά και υπό το νομοθετικό καθεστώς των νόμων 4046/2012, 4093/2012 και 4254/2014έως τη θέσπιση του ν. 4415/2016. Σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων (βλ. άρθρο 88 παρ. 1 περί δικαστικών λειτουργών, άρθρο 92 παρ. 1 περί των υπαλλήλων της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, άρθρο 103 παρ. 4 περί των δημοσίων υπαλλήλων), το Σύνταγμα δεν προβλέπει υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών τη θέσπιση καθεστώτος “οιονεί μονιμότητας”, παρά μόνον την άσκηση ελέγχου και εποπτείας επί της ιδιωτικής εκπαίδευσης και τη ρύθμιση της υπηρεσιακής τους κατάστασης, κατά τρόπο τέτοιο ώστε να εξυπηρετείται η εύρυθμη και ομαλή λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και η διασφάλιση και βελτίωση της παρεχόμενης από αυτά εκπαίδευσης, στο πλαίσιο άσκησης του δημοσίου λειτουργήματός τους. Ούτε, άλλωστε, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η θέσπιση καθεστώτος μονιμότητας συνιστά εγγύηση για τη διασφάλιση της «παιδαγωγικής ελευθερίας» των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργών, δεδομένου ότι τέτοια ελευθερία δεν αναγνωρίζεται, ούτε κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 16 του Συντάγματος. Και ναι μεν ο κοινός νομοθέτης θεσπίζει -όπως εκτέθηκε και σε προηγούμενη σκέψη- υπέρ των ιδιωτικών εκπαιδευτικών εγγυήσεις, άμεσα σχετιζόμενες με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, με σκοπό την αποτελεσματικότερη άσκηση του λειτουργήματός τους [όπως η, προβλεπόμενη στο ν. 682/77, εξομοίωση των αποδοχών τους με τις αποδοχές των ομοιοβάθμων τους δημοσίων εκπαιδευτικών, με τα πάσης φύσεως επιδόματα (άρθρο 36 παρ. 1), η πρόβλεψη περί βαθμολογικής και μισθολογικής κατάταξης και προαγωγής τους σύμφωνα με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται για τους εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης (άρθρο 34 παρ. 1 και 2), η λήψη κανονικών, αναρρωτικών και λοιπών αδειών (άρθρο 35), ο καθορισμός των ειδικότερων καθηκόντων και υποχρεώσεών τους σε αντιστοιχία με τα εκάστοτε οριζόμενα για τους εκπαιδευτικούς των δημόσιων σχολείων (άρθρο 26), ο καθορισμός του ορίου των εβδομαδιαίων ωρών διδασκαλίας κατ’ αντιστοιχία προς τα ισχύοντα για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (άρθρο 27 παρ. 1), η ανάθεση υπερωριακής διδασκαλίας κατόπιν εγκρίσεως της οικείας διεύθυνσης εκπαίδευσης, ο καθορισμός του ανωτάτου ορίου ωρών της υπερωριακής αυτής διδασκαλίας σε εβδομαδιαία βάση και η πληρωμή της επί ωριαία αντιμισθία ίση με την αντίστοιχη για τους δημόσιους εκπαιδευτικούς (άρθρο 27 παρ. 2), η υποχρέωση τήρησης του ωρολογίου και αναλυτικού προγράμματος διδασκαλίας που ισχύει για τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία, με την επιφύλαξη παροχής πρόσθετων εκπαιδευτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο διευρυμένου ωρολογίου προγράμματος (άρθρο 4 παρ. 1 και 2), η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους πολιτικούς δημοσίους υπαλλήλους όσον αφορά την πειθαρχική ευθύνη και κάθε άλλο θέμα που αφορά την πειθαρχική δίωξη και τις επιβαλλόμενες ποινές (άρθρο 2 παρ. 5), η αξιολόγησή τους κατ’ ανάλογη εφαρμογή των κριτηρίων για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων (άρθρο 2Α), η ίδια κατ’ αριθμό σύνθεση του διδακτικού προσωπικού των νηπιαγωγείων και δημοτικών σχολείων με τη σύνθεση του διδακτικού προσωπικού των δημοσίων σχολείων (άρθρο 24 παρ. 1), η ανάλογη προς το αναλυτικό και ωρολόγιο πρόγραμμα σύνθεση του διδακτικού προσωπικού των γυμνασίων και λυκείων (άρθρο 24 παρ. 2), η ομοιότητα των απαιτούμενων προσόντων με τα προσόντα του διδακτικού προσωπικού των δημοσίων σχολείων (άρθρο 24 παρ. 3), η απαίτηση για τον Διευθυντή και τον Υποδιευθυντή των ιδιωτικών σχολικών μονάδων να κατέχουν τις τυπικές προϋποθέσεις που ισχύουν για τα αντίστοιχα όργανα των δημοσίων σχολικών μονάδων]· εντούτοις, η συνταγματική επιταγή περί εξασφαλίσεως από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια γενικής εκπαίδευσης ομοίου κατά βάση τύπου και περιεχομένου με την παρεχόμενη από τα κρατικά εκπαιδευτήρια (βλ. ΣτΕΟλομ. 14/1988) δεν εκτείνεται, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος, μέχρι του σημείου της υποχρεωτικής ταύτισης του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με αυτό των εκπαιδευτικών της δημόσιας εκπαίδευσης.
- Περαιτέρω, η θεσπισθείσα με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4713/2020 κατάργηση της διαδικασίας του προληπτικού ελέγχου νομιμότητας της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών από την προεκτεθείσα τριμελή ανεξάρτητη επιτροπή (τον προληπτικό έλεγχο αυτό ασκούσε παλαιότερα το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο ή η τριμελής επιτροπή που είχε ως αρμοδιότητα τη διαπίστωση της διατάραξης του εκπαιδευτικού κλίματος), η αντικατάστασή της από μία διαδικασία τυπικού μόνον ελέγχου της νομιμότητας, που συνίσταται στη διαπίστωση της διενέργειας και της νομότυπης κοινοποίησης της καταγγελίας, την οποία ακολουθεί η έκδοση της σχετικής διαπιστωτικής πράξης απόλυσης, και η πρόβλεψη εφεξής άσκησης δικαστικού μόνον ελέγχου της νομιμότητας και καταχρηστικότητας αυτής, δεν αντίκειται στο άρθρο 16 παρ. 8 του Συντάγματος. Τούτο, δε, διότι ο νομοθέτης διαθέτει κατά το Σύνταγμα ευρεία εξουσία καθορισμού του περιεχομένου, της έντασης και της έκτασης της εποπτείας, η οποία μπορεί να είναι είτε προληπτική είτε κατασταλτική και η οποία, πάντως, οφείλει να έχει ως αντικείμενο τη διασφάλιση εκπαιδευτικών υπηρεσιών ενδεδειγμένης στάθμης και, ταυτόχρονα, να σέβεται το δικαίωμα του εκπαιδευτικού φορέα στον καθορισμό του προσανατολισμού του ιδιωτικού σχολείου. Ο καθορισμός δε του προσανατολισμού αυτού αφορά τόσο στο περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης όσο και στη διοίκηση του σχολείου, στην οποία περιλαμβάνεται η επιλογή, αλλά και η λύση της εργασιακής σχέσης του διδακτικού προσωπικού, υπό την αυτονόητη, βεβαίως, επιφύλαξη της τήρησης των ειδικών διατάξεων για τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας και της μη καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας. Ενόψει όλων των ανωτέρω και εφόσον -όπως εκτέθηκε- το Κράτος εξακολουθεί να ασκεί πλήρως κατά τα λοιπά την εποπτεία του στη λειτουργία των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και στην υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού, η επίμαχη ρύθμιση περί αντικαταστάσεως, άλλως καταργήσεως του ειδικότερου μόνον σταδίου της διοικητικής εποπτείας του Κράτους επί της λύσεως της εργασιακής σχέσης του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 8 του Συντάγματος. Άλλωστε, ενδεικτικό της συνεχούς και αδιάλειπτης άσκησης εποπτείας εκ μέρους του Κράτους είναι το γεγονός ότι την διαπιστωτική πράξη περί απολύσεως του ιδιωτικού εκπαιδευτικού, η οποία εκδίδεται υποχρεωτικώς μετά την κοινοποίηση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη, ακολουθεί η έκδοση από την οικεία διεύθυνση εκπαίδευσης της εγκριτικής πράξης διορισμού για την αναπλήρωση της κενούμενης θέσης (άρθρο 31 παρ. 1 του ν. 682/77) ή της πράξης περί αναπληρώσεως της κενής θέσης, σε περίπτωση παράλειψης του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου να προτείνει αντικαταστάτη (άρθρο 31 παρ. 2 του ν. 682/77), διασφαλιζομένης, έτσι, της εύρυθμης και ομαλής λειτουργίας του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου. Επομένως, όλα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως είναι απορριπτέα. Ειδικότερα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως, σύμφωνα με τους οποίους οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020: α) δεν είναι σαφείς, ούτε ορισμένες, ούτε προβλέπουν αντικειμενικά κριτήρια όσον αφορά την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, β) είναι αντισυνταγματικές, διότι δεν εξυπηρετούν την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της εκπαίδευσης, γ) δεν θεσπίσθηκαν ύστερα από στάθμιση των δικαιωμάτων τόσο των ιδιοκτητών των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, όσο και των εκπαιδευτικών, δ) θίγουν τον πυρήνα του δικαιώματος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών προς διατήρηση της θέσης τους και ε) δεν προβλέπουν την επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα αυστηρή προληπτική κρατική εποπτεία.
- Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Μ. Σωτηροπούλου και Ι. Αργυράκη, οι οποίες υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη: Το Σύνταγμα, με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 16, αναγνωρίζει δικαίωμα ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, όχι ως δυνατότητα άσκησης ιδιωτικής επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού, αλλά “ως δημόσιο λειτούργημα από ιδιωτικό φορέα”, υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία, ώστε να εκπληρώνεται, και στην περίπτωση αυτή, η “βασική αποστολή του Κράτους” να διασφαλίζει την παροχή παιδείας με την ποιότητα που απαιτούν οι εν λόγω διατάξεις για τη “διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών”. Ουσιώδης δε προς τούτο είναι, μεταξύ άλλων, η ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος του εκπαιδευτικού προσωπικού κατά τρόπο ώστε να ικανοποιούνται οι αναγκαίες για την άσκηση του λειτουργήματός του προϋποθέσεις ελευθερίας και ασφάλειας, τόσον από ουσιαστική όσο και από διαδικαστική άποψη. Συνεπώς, ναι μεν η εργασιακή σχέση μεταξύ ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου και διδακτικού προσωπικού κινείται πράγματι στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και διέπεται, κατ’ αρχήν, από τους κανόνες του, στο πλαίσιο δε αυτό, ο ιδιοκτήτης του εκπαιδευτηρίου διαθέτει ελευθερία επιλογής του διδακτικού προσωπικού μεταξύ των εκπαιδευτικών που είναι εγγεγραμμένοι στην οικεία επετηρίδα, χωρίς να δεσμεύεται κατ’ αρχήν από τη σειρά εγγραφής στους πίνακες της επετηρίδας, ωστόσο, από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις θεσπίζεται υποχρέωση ελέγχου και εποπτείας του Κράτους επί των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και επιβάλλεται, κατά τα προεκτεθέντα, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη στην οργάνωση και λειτουργία τους, καθώς και στην υπηρεσιακή κατάσταση του προσωπικού τους. Ενόψει τούτου, κατά παράβαση του Συντάγματος η επίμαχη ρύθμιση καταργεί την εποπτεία του Κράτους επί του ζωτικού από της ανωτέρω απόψεως ζητήματος της λύσης της σύμβασης εργασίας των -προσληφθέντων υπό καθεστώς ελευθερίας επιλογής- ιδιωτικών εκπαιδευτικών, εφόσον δεν προκύπτει ότι αυτή εξυπηρετεί το συμφέρον και την καλή λειτουργία της εκπαίδευσης, που αποτελούν τον μόνο, συνταγματικώς θεμιτό εν προκειμένω, σκοπό δημοσίου συμφέροντος. Αντιθέτως, μάλιστα, η μονόπλευρη, κατ’ ουσίαν, ενίσχυση της ελευθερίας του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού σχολείου να απολύει το διδακτικό προσωπικό αναιτιωδώς και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τη Δημόσια Διοίκηση, είναι πρόσφορη να οδηγήσει στην άσκηση του εκπαιδευτικού έργου υπό τον φόβο της αυθαίρετης καταγγελίας της σχέσης εργασίας του εκπαιδευτικού και να παραβλάψει την ανεξαρτησία του έναντι του ιδιοκτήτη του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου και κάθε τρίτου, επί ζημία της παρεχόμενης εκπαίδευσης και των μαθητών. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η νέα διάταξη εξομοιώνει τους εκπαιδευτικούς προς τους λοιπούς εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, καθόσον αφορά το καθεστώς της απόλυσής τους, παραγνωρίζοντας την, κατά το Σύνταγμα, ιδιαιτερότητα του εκπαιδευτικού λειτουργήματος, που συνδέεται, όπως προαναφέρθηκε, όχι μόνον με την παροχή εν στενή εννοία “εκπαίδευσης”, αλλά και με τη διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, ασχέτως αν πρόκειται για δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο. Εν πάση δε περιπτώσει, δεν αρκούν προκειμένου να θεωρηθεί ότι η ρύθμιση συνάδει προς το Σύνταγμα α) η έκδοση πράξης απόλυσης κρατικού οργάνου, αφού με αυτήν διαπιστώνεται η, απλώς κοινοποιούμενη στη Διοίκηση, αναιτιώδης καταγγελία της σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που συνδέει τον εκπαιδευτικό με το ιδιωτικό σχολείο, ούτε β) η δυνατότητα του απολυθέντος εκπαιδευτικού να προσφύγει στα πολιτικά Δικαστήρια, αφενός διότι επιρρίπτεται σε αυτόν το βάρος της -συχνά δυσχερούς- απόδειξης ότι η καταγγελία υπήρξε καταχρηστική, ότι δηλαδή η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη “υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος”, σύμφωνα με το άρθρο 281 Α.Κ., και αφετέρου διότι η δυνατότητα αυτή δεν αναιρεί την απομάκρυνση του εκπαιδευτικού από το διδακτικό του έργο και τη διακοπή του δεσμού του με το σχολείο και τους μαθητές του, χωρίς τον προσήκοντα κρατικό έλεγχο, μέχρις ότου εκδοθεί η δικαστική απόφαση που θα τον δικαιώσει. Τέλος, κατά τη μειοψηφήσασα άποψη, το γεγονός ότι, υπό το προγενέστερο καθεστώς, προβλέπονταν χρονοβόρες διαδικασίες, καθιστώσες δυσχερή την απομάκρυνση ιδιωτικών εκπαιδευτικών ασκούντων πλημμελώς τα καθήκοντά τους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τροποποίηση και εξορθολογισμό της οικείας νομοθεσίας, δεν αποτελεί, όμως, λόγο που δικαιολογεί την ολοσχερή κατάργηση οποιασδήποτε παρέμβασης του Κράτους επί του -ουσιωδέστατου για την οργάνωση και λειτουργία του ιδιωτικού σχολείου και της εκπαίδευσης εν γένει- ζητήματος της απόλυσης ιδιωτικών εκπαιδευτικών.
- Μετά την επίλυση του προαναφερθέντος γενικοτέρου ενδιαφέροντος ζητήματος, για το οποίο εισήχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας η κρινόμενη αίτηση και ως προς το οποίο προσήκει η απάντηση ότι οι διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 4713/2020 δεν αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 και 8 του Συντάγματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει λόγος να αναπέμψει την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο, αλλά ότι πρέπει να την κρατήσει και να την δικάσει περαιτέρω.