Περίληψη: Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία- Εθνική ρύθμιση, που έχει ως αποτέλεσμα ο μισθός ορισμένων δικαστικών λειτουργών προσληφθέντων μετά την έναρξη ισχύος της εθνικής ρύθμισης να είναι κατώτερος από εκείνον των προσληφθέντων πριν από την έναρξη ισχύος της.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)
της 20ής Οκτωβρίου 2022 (*)
«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Εθνική ρύθμιση η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι ο μισθός ορισμένων δικαστικών λειτουργών υψηλότερος από εκείνον άλλων δικαστικών λειτουργών με τον ίδιο βαθμό και τα ίδια καθήκοντα – Άρθρο 1 – Αντικείμενο – Εξαντλητική απαρίθμηση των λόγων διάκρισης»
Στην υπόθεση C 301/21,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Oradea (εφετείο Oradea, Ρουμανία) με απόφαση της 12ης Απριλίου 2021, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαΐου 2021, στο πλαίσιο της δίκης (..)
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα), (..) εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, τελευταία περίοδος, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16), καθώς και του άρθρου 47, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των YF κ.λπ., επτά Ρουμάνων δικαστικών λειτουργών (στο εξής: οικείοι δικαστικοί λειτουργοί), και, αφετέρου, του Curtea de Apel Alba Iulia (εφετείου Alba Iulia, Ρουμανία), καθώς και τεσσάρων άλλων ρουμανικών δικαστηρίων, υπό την ιδιότητά τους ως εργοδοτών των δικαστικών λειτουργών (στο εξής: επίμαχα δικαστήρια), με αντικείμενο αγωγή με την οποία οι οικείοι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν, λόγω προβαλλόμενης διάκρισης στην απασχόληση, να υποχρεωθούν τα επίμαχα δικαστήρια να τους καταβάλουν αποζημίωση ίση προς τη διαφορά μεταξύ του μισθού τον οποίο πράγματι έλαβαν και εκείνου τον οποίο θα έπρεπε να έχουν λάβει σύμφωνα με εθνική ρύθμιση την οποία θεωρούν εφαρμοστέα στην περίπτωσή τους.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, «[σ]κοπός της» είναι «η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη». 4 Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
- Για τους σκοπούς της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο· β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν, i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή ii) για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική.»
5 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:
«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:[...] γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών».
6 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμη και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση έχει λήξει, έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων, όπου κρίνεται ενδεδειγμένο, διαδικασιών συνδιαλλαγής, για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.»
Το ρουμανικό δίκαιο
Το υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικό διάταγμα
7 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, στοιχείο a, του Ordonanţa Guvernului nr. 137/2000 privind prevenirea și sancționarea tuturor formelor de discriminare (υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικού διατάγματος περί αποτροπής και εξάλειψης κάθε μορφής διακρίσεων), της 31ης Αυγούστου 2000 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 166, της 7ης Μαρτίου 2014), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικό διάταγμα), η αρχή της ισότητας των πολιτών καθώς και η αρχή της μη αναγνώρισης προνομίων και της απαγόρευσης των διακρίσεων κατοχυρώνονται ιδίως κατά την άσκηση του δικαιώματος ίσης μεταχείρισης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και κάθε άλλου δικαιοδοτικού οργάνου.
8 Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 έως 3, του υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικού διατάγματος προβλέπει τα εξής: «1. Κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος, ως διάκριση νοείται κάθε διαφοροποίηση, αποκλεισμός, περιορισμός ή προτίμηση λόγω φυλής, ιθαγένειας, εθνότητας, γλώσσας, θρησκείας, κοινωνικής κατηγορίας, πεποιθήσεων, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ηλικίας, αναπηρίας, χρόνιας μη μεταδοτικής νόσου, προσβολής από τον ιό της ανοσολογικής ανεπάρκειας του ανθρώπου (HIV), ιδιότητας ως μέλους κατηγορίας ευρισκόμενης σε μειονεκτική θέση, καθώς και οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να περιορίζει ή να αποκλείει την αναγνώριση, τη χρήση ή την άσκηση, επί ίσοις όροις, των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον νόμο, στον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα ή σε οποιονδήποτε άλλον τομέα του δημοσίου βίου. 2. Διάταξη η οποία επιφυλάσσει δυσμενή μεταχείριση σε πρόσωπα για έναν από τους μνημονευόμενους στην παράγραφο 1 λόγους θεωρείται ότι εισάγει διακρίσεις κατά την έννοια του παρόντος διατάγματος. 3. Κατά το παρόν διάταγμα, εισάγουν διακρίσεις οι εκ πρώτης όψεως ουδέτερες διατάξεις, κριτήρια ή πρακτικές οι οποίες, βάσει των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 κριτηρίων, περιάγουν ορισμένα πρόσωπα σε δυσμενέστερη θέση σε σχέση με άλλα πρόσωπα, εκτός αν οι εν λόγω διατάξεις, τα κριτήρια ή οι πρακτικές δικαιολογούνται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και οι μέθοδοι για την επίτευξή του είναι πρόσφορες και αναγκαίες.»
9 Το άρθρο 5 του υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικού διατάγματος διευκρινίζει ότι η διαφορετική μεταχείριση λόγω χαρακτηριστικού συνδεόμενου με τα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του εν λόγω διατάγματος δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου αυτές ασκούνται, τέτοιο χαρακτηριστικό συνιστά καθοριστική και πραγματική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι θεμιτός και η προϋπόθεση σύμφωνη προς την αρχή της αναλογικότητας.
10 Σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφοι 1 και 2, του υπ’ αριθ. 137/2000 κυβερνητικού διατάγματος: «1. Κάθε πρόσωπο το οποίο θεωρεί ότι υπέστη διάκριση μπορεί να ζητήσει δικαστικώς αποζημίωση και την επαναφορά στην προτέρα της διάκρισης κατάσταση ή την ανατροπή της απορρέουσας από τη διάκριση κατάστασης, σύμφωνα με το κοινό δίκαιο. [...]
- Η προθεσμία για την άσκηση της αγωγής είναι τριετής από την ημερομηνία επέλευσης των γεγονότων ή από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος μπόρεσε να λάβει γνώση αυτών.»
Το υπ’ αριθ. 27/2006 έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα
11 Το άρθρο 2 του Ordonanţa de urgenţă a Guvernului nr. 27/2006 privind salarizarea şi alte drepturi ale judecătorilor, procurorilor şi altor categorii de personal din sistemul justiţiei (υπ’ αριθ. 27/2006 εκτάκτου κυβερνητικού διατάγματος περί του μισθού και των λοιπών δικαιωμάτων των δικαστών, των εισαγγελέων και των λοιπών κατηγοριών του προσωπικού του δικαστικού συστήματος), της 29ης Μαρτίου 2006 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 314, της 7ης Απριλίου 2006), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: υπ’ αριθ. 27/2006 έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα), έχει ως εξής: «Ο μισθός και τα λοιπά δικαιώματα των δικαστών, των εισαγγελέων, του εξομοιούμενου προς αυτούς προσωπικού και των βοηθών δικαστικών λειτουργών καθορίζονται λαμβανομένων υπόψη της θέσης και του ρόλου της δικαιοσύνης στο κράτος δικαίου, της ευθύνης, της πολυπλοκότητας και των κινδύνων που συνδέονται με τα καθήκοντα, των ασυμβιβάστων και των απαγορεύσεων που προβλέπει ο νόμος για τις εν λόγω κατηγορίες προσωπικού.»
12 Το άρθρο 3 του υπ’ αριθ. 27/2006 εκτάκτου κυβερνητικού διατάγματος προβλέπει ότι οι δικαστές, οι εισαγγελείς, οι βοηθοί δικαστικών λειτουργών καθώς και το εξομοιούμενο προς τους δικαστές και τους εισαγγελείς δικαστικό προσωπικό δικαιούνται, για την ασκούμενη δραστηριότητα, μικτή μηνιαία αποζημίωση θέσεως ευθύνης που καθορίζεται σε συνάρτηση με τον βαθμό των δικαστηρίων ή των εισαγγελιών, τα ασκούμενα καθήκοντα και την προϋπηρεσία στο δικαστικό σώμα, καθώς και βάσει της «κλαδικής τιμής αναφοράς» και των συντελεστών πολλαπλασιασμού που αναφέρονται στο παράρτημα το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εκτάκτου διατάγματος.
13 Κατά το άρθρο 11 του υπ’ αριθ. 27/2006 εκτάκτου κυβερνητικού διατάγματος, οι εισαγγελείς της εθνικής διεύθυνσης για την καταπολέμηση της διαφθοράς και οι εισαγγελείς της διεύθυνσης διερεύνησης του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας αμείβονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο παράρτημα, μέρος A, σημεία 6 έως 13, του εν λόγω εκτάκτου διατάγματος, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων τους ή των εξομοιούμενων με αυτά καθηκόντων που τους ανατίθενται δυνάμει του νόμου.
14 Κατά το άρθρο 40 του υπ’ αριθ. 27/2006 εκτάκτου κυβερνητικού διατάγματος, οι διατάξεις του εφαρμόζονται από τον Απρίλιο του 2006.
15 Το τιτλοφορούμενο «Συντελεστές πολλαπλασιασμού» μέρος Α του παραρτήματος του υπ’ αριθ. 27/2006 εκτάκτου κυβερνητικού διατάγματος περιλαμβάνει το σημείο 13 όπου διευκρινίζεται ότι ο συντελεστής πολλαπλασιασμού 19,00 αντιστοιχεί στο λειτούργημα του «εισαγγελέα» της εισαγγελίας του Înalta Curte de Casație și Justiție (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ρουμανία). Εξάλλου, ο ίδιος συντελεστής προβλέπεται στο σημείο 14 του τμήματος Α του παραρτήματος αυτού για το λειτούργημα του «Προέδρου, γενικού εισαγγελέα» των εφετείων και των εισαγγελιών των εφετείων.
Το υπ’ αριθ. 10/2007 κυβερνητικό διάταγμα
16 Το άρθρο 1 του Ordonanţa Guvernului nr. 10/2007 privind creşterile salariale ce se vor acorda în anul 2007 personalului bugetar şi personalului salarizat potrivit Ordonanței de urgență a Guvernului nr. 24/2000 privind sistemul de stabilire a salariilor de bază pentru personalul contractual din sectorul bugetar și personalului salarizat potrivit anexelor nr. II şi III la Legea nr. 154/1998 privind sistemul de stabilire a salariilor de bază în sectorul bugetar şi a indemnizaţiilor pentru persoane care ocupă funcţii de demnitate publică (υπ’ αριθ. 10/2007 κυβερνητικού διατάγματος περί μισθολογικών αυξήσεων οι οποίες θα χορηγηθούν το 2007 στο προσωπικό του δημοσιονομικού τομέα και στο μισθωτό προσωπικό σύμφωνα με το υπ’ αριθ. 24/2000 έκτακτο κυβερνητικό διάταγμα σχετικά με το σύστημα καθορισμού των βασικών μισθών για τους συμβασιούχους υπαλλήλους του δημοσιονομικού τομέα και το μισθωτό προσωπικό δυνάμει των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ του υπ’ αριθ. 154/1998 νόμου σχετικά με το σύστημα καθορισμού των βασικών μισθών στον δημοσιονομικό τομέα και των αποζημιώσεων των προσώπων που κατέχουν δημόσιες θέσεις ευθύνης), της 31ης Ιανουαρίου 2007 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 80, της 1ης Φεβρουαρίου 2007), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: υπ’ αριθ. 10/2007 κυβερνητικό διάταγμα), προβλέπει τα ακόλουθα: «Το 2007 οι βασικοί μισθοί των συμβασιούχων υπαλλήλων του δημοσιονομικού τομέα [...] αυξήθηκαν [...]: α) από 1ης Ιανουαρίου 2007, κατά 5 % σε σχέση με τον βασικό μισθό του Δεκεμβρίου του 2006· β) από 1ης Απριλίου 2007, κατά 2 % σε σχέση με το επίπεδο του Μαρτίου του 2007· γ) από 1ης Οκτωβρίου 2007, κατά 11 % σε σχέση με το επίπεδο του Σεπτεμβρίου του 2007.»
Ο νόμος-πλαίσιο 330/2009
17 Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, του Legea-cadru nr. 330/2009 privind salarizarea unitară a personalului plătit din fonduri publice (νόμου-πλαισίου 330/2009 σχετικά με το ενιαίο σύστημα αποδοχών του προσωπικού που πληρώνεται από δημόσιους πόρους), της 5ης Νοεμβρίου 2009 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 762, της 9ης Νοεμβρίου 2009), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος-πλαίσιο 330/2009), τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2010. Η εν λόγω διάταξη έχει ως εξής: «1. Ο παρών νόμος έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της εφαρμογής ενός ενιαίου συστήματος αποδοχών του προσωπικού του δημοσιονομικού τομέα που πληρώνεται από τον ενοποιημένο γενικό κρατικό προϋπολογισμό. 2. Από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ εν όλω ή εν μέρει του παρόντος νόμου, τα δικαιώματα του προσωπικού της παραγράφου 1 είναι και παραμένουν αποκλειστικά τα προβλεπόμενα στον παρόντα νόμο δικαιώματα. [...]»
18 Από το άρθρο 2 του νόμου-πλαισίου προκύπτει ότι οι διατάξεις του εφαρμόζονται στο προσωπικό των δημοσίων αρχών και οργανισμών, μεταξύ των οποίων μνημονεύεται ρητώς η δικαστική αρχή.
19 Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, του νόμου-πλαισίου, στα παραρτήματά του προβλέπονται οι συντελεστές κατάταξης βάσει των οποίων καθορίζονται οι μηνιαίες αποζημιώσεις θέσεως ευθύνης, τα επιδόματα και άλλα δικαιώματα που αφορούν ειδικώς κάθε τομέα δραστηριότητας. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 2, του νόμου-πλαισίου 330/2009, η τιμή του συντελεστή κατάταξης 1,00 αντιστοιχούσε για το έτος 2010 σε 705 ρουμανικά λέι (RON) (περίπου 143,15 ευρώ) και η αύξηση του συντελεστή κατάταξης 1,00 μετά το 2010, ούτως ώστε το 2015 η τιμή του συντελεστή κατάταξης 1,00 να αντιστοιχεί σε 1 110 RON (περίπου 225,39 ευρώ), προϋπέθετε τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων που ήταν αναγκαία για την επίτευξη των ετήσιων στόχων σχετικά με το ποσοστό των δαπανών προσωπικού στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕγχΠ) που προβλέπεται στο άρθρο 5 του νόμου-πλαισίου. Επιπλέον, το άρθρο 12, παράγραφος 3, του νόμου-πλαισίου προβλέπει ότι, όσον αφορά το έτος 2010, οι μηνιαίες αποζημιώσεις θέσεως ευθύνης καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 5, του ίδιου νόμου-πλαισίου, χωρίς να χρησιμοποιούνται οι προβλεπόμενοι στα παραρτήματά του συντελεστές κατάταξης.
20 Το άρθρο 30, παράγραφος 5, του νόμου-πλαισίου 330/2009 έχει ως εξής: «Το προσωπικό το οποίο θα είναι εν ενεργεία την 31η Δεκεμβρίου 2009 θα διατηρήσει τον μισθό του το 2010, χωρίς να θιγεί από τα μέτρα του Δεκεμβρίου του 2009 περί μείωσης των δαπανών προσωπικού, ως εξής: a) […] η μηνιαία αποζημίωση θέσεως ευθύνης θα ανέρχεται […] στο ποσό που αντιστοιχεί στα καθήκοντα του Δεκεμβρίου του 2009, προσαυξημένο από τα επιδόματα που ενσωματώνονται σε αυτό σύμφωνα με τα παραρτήματα του παρόντος νόμου· b) τα επιδόματα που προβλέπονται στα παραρτήματα του παρόντος νόμου, τα οποία παραμένουν εκτός […] της μηνιαίας αποζημίωσης θέσεως ευθύνης χορηγούνται για ποσό ίσης αξίας προς το υπολογισθέν για τον Δεκέμβριο του 2009.»
Ο εργατικός κώδικας
21 Το άρθρο 5 του Legea nr. 53/2003 privind Codul muncii (νόμου 53/2003 περί εργατικού κώδικα), της 24ης Ιανουαρίου 2003 (Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 72, της 5ης Φεβρουαρίου 2003), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: εργατικός κώδικας), ορίζει τα εξής: «1. Οι σχέσεις εργασίας διέπονται από την αρχή της ίσης μεταχείρισης όλων των μισθωτών και εργοδοτών. 2. Απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση εις βάρος μισθωτού λόγω φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, γενετικών χαρακτηριστικών, ηλικίας, ιθαγένειας, φυλής, χρώματος, εθνότητας, θρησκείας, πολιτικών επιλογών, κοινωνικής προέλευσης, αναπηρίας, οικογενειακής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων, συμμετοχής σε συνδικαλιστική οργάνωση ή συνδικαλιστικής δραστηριότητας. 3. Συνιστούν άμεση διάκριση οι πράξεις και τα περιστατικά αποκλεισμού, η διαφοροποίηση, ο περιορισμός ή η προτίμηση που βασίζονται σε ένα ή περισσότερα από τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 κριτήρια και έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να μην παρέχεται, να περιορίζεται ή να αποκλείεται η αναγνώριση, η χρήση ή η άσκηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία. 4. Συνιστούν έμμεση διάκριση οι πράξεις και τα περιστατικά τα οποία, εκ πρώτης όψεως, στηρίζονται σε κριτήρια διαφορετικά από τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 2, αλλά παράγουν τα αποτελέσματα άμεσης διάκρισης.»
22 Κατά το άρθρο 268, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα, οι αγωγές για την επίλυση εργατικής διαφοράς μπορούν να ασκηθούν εντός προθεσμίας τριών ετών από τη γένεση της αξίωσης, όταν το αντικείμενο της συγκεκριμένης διαφοράς αφορά την καταβολή ανεξόφλητων μισθολογικών απαιτήσεων ή αποζημίωσης στον μισθωτό, καθώς και σε περίπτωση ευθύνης των μισθωτών σε αποζημίωση έναντι του εργοδότη.
Ο νόμος περί του κοινωνικού διαλόγου
23 Το άρθρο 211 του Legea nr. 62/2011 a dialogului social (νόμου 62/2011 περί του κοινωνικού διαλόγου), της 10ης Μαΐου 2011 (αναδημοσιευθέντος στη Monitorul Oficial al României, μέρος I, αριθ. 625, της 31ης Αυγούστου 2012), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί του κοινωνικού διαλόγου), ορίζει τα ακόλουθα: «Οι αγωγές μπορούν να ασκηθούν από εκείνους των οποίων τα δικαιώματα προσβλήθηκαν ως εξής: [...] c) η καταβολή αποζημίωσης για προκληθείσα ζημία και η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων μπορεί να ζητηθεί εντός προθεσμίας τριών ετών από την επέλευση της ζημίας.» (..)
34 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Oradea (εφετείο Oradea) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας [2000/78], οι οποίες εγγυώνται δικαστική διαδικασία “σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης”, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 47, [πρώτο εδάφιο], του [Χάρτη], που εγγυώνται το δικαίωμα “πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου”, την έννοια ότι αποκλείουν εθνικό κανόνα, όπως το άρθρο 211, στοιχείο c, του [νόμου περί του κοινωνικού διαλόγου], ο οποίος προβλέπει ότι η τριετής προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης αρχίζει “από την ημερομηνία επέλευσης της ζημίας”, τούτο δε ανεξαρτήτως του εάν οι ενάγοντες έλαβαν ή όχι γνώση της επέλευσης της ζημίας (και της έκτασής της);
2) Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, in fine, της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι αποκλείουν εθνικό κανόνα, όπως το άρθρο 1, παράγραφος 2, του [νόμου-πλαισίου 330/2009], όπως ερμηνεύθηκε [με την απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου], καθόσον οι [οικείοι δικαστικοί λειτουργοί] δεν είχαν τη νόμιμη δυνατότητα να ζητήσουν αύξηση της αποζημίωσης θέσεως ευθύνης κατά την είσοδό τους στο δικαστικό σώμα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν της έναρξης ισχύος του νόμου 330/2009, κανονιστικής πράξης που προβλέπει ρητώς ότι τα μισθολογικά δικαιώματα είναι και παραμένουν αποκλειστικώς εκείνα που προβλέπονται στον [εν λόγω] νόμο, όπερ σημαίνει ότι οι οικείοι δικαστικοί λειτουργοί υφίστανται διάκριση όσον αφορά τις αμοιβές έναντι των συναδέλφων τους, βάσει και του κριτηρίου ηλικίας, διότι τον Δεκέμβριο του 2019 και τον Ιανουάριο του 2020 καταβλήθηκαν αναδρομικώς, όσον αφορά το χρονικό διάστημα από το 2010 έως το 2015, τα μισθολογικά δικαιώματα (ανάλογα προς αυτά των οποίων η αναγνώριση ζητείται μέσω της αγωγής που αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως) μόνον των αρχαιότερων δικαστικών λειτουργών που διορίστηκαν πριν από τον Ιανουάριο του 2010 (οι οποίοι πέτυχαν την έκδοση αποφάσεων υπέρ αυτών κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του 2006 και του 2009, το διατακτικό των οποίων αποσαφηνίστηκε το 2019 δυνάμει [της απόφασης του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου]), μολονότι κατά το χρονικό διάστημα από το 2010 έως το 2015 οι [οικείοι δικαστικοί λειτουργοί] ασκούσαν επίσης καθήκοντα δικαστή, παρείχαν την ίδια εργασία, υπό τις ίδιες συνθήκες και στο ίδιο όργανο;
3) Έχουν οι διατάξεις της οδηγίας [2000/78] την έννοια ότι απαγορεύουν διάκριση μόνον όταν αυτή βασίζεται σε ένα από τα κριτήρια του άρθρου 1 της οδηγίας ή μήπως, αντιθέτως, οι διατάξεις αυτές, συμπληρούμενες ενδεχομένως με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, απαγορεύουν γενικώς τη διαφορετική μεταχείριση εργαζομένου σε σχέση με άλλον εργαζόμενο, όσον αφορά τις αποδοχές, όταν παρέχει την ίδια εργασία, στον ίδιο εργοδότη, [κατά] το ίδιο χρονικό διάστημα και υπό τις ίδιες συνθήκες;» (..)
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
46 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/78 αποκλείει εθνική ρύθμιση η οποία, όπως ερμηνεύεται από δεσμευτική εθνική νομολογία, έχει ως αποτέλεσμα ο μισθός ορισμένων δικαστικών λειτουργών προσληφθέντων μετά την έναρξη ισχύος της ανωτέρω ρύθμισης να είναι κατώτερος από εκείνον των προσληφθέντων πριν από την έναρξη ισχύος της δικαστικών λειτουργών.
47 Το αιτούν δικαστήριο ζητεί ειδικότερα να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι οι οικείοι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι προσελήφθησαν μετά την 1η Ιανουαρίου 2010, δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν μισθολογική προσαύξηση για την περίοδο μεταξύ του 2010 και του 2015 βάσει των αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ των παλαιών δικαστικών λειτουργών κατά τα έτη 2006 και 2009, και δη λόγω του ότι δεν υπηρετούσαν εκείνη την περίοδο, τους περιάγει σε δυσμενέστερη θέση λόγω της ηλικίας τους, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/78, σε σχέση με τους παλαιούς δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι πέτυχαν δικαστικώς την αναδρομική καταβολή του προσαυξημένου μισθού του για την εν λόγω περίοδο.
48 Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι η οδηγία εφαρμόζεται, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών. Επομένως, το καθεστώς αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών λειτουργών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 (πρβλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Escribano Vindel, C49/18, EU:C:2019:106, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Δεύτερον, υπενθυμίζεται επίσης ότι από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, σε συνδυασμό με το άρθρο της 1, προκύπτει ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης επιτάσσει την απουσία οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας. Επιπλέον, από το άρθρο της 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, συνάγεται ότι, για τους σκοπούς της οδηγίας, συντρέχει έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα πρόσωπα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
50 Εν προκειμένω, πρέπει να καθοριστεί αν από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική νομοθεσία προκύπτει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των οικείων και των παλαιών δικαστικών λειτουργών λόγω της ηλικίας τους.
51 Συναφώς, επισημαίνεται κατά πρώτον ότι, όπως σημείωσε και η Ιρλανδία στις γραπτές παρατηρήσεις της, το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε την ηλικία των οικείων δικαστικών λειτουργών ούτε επίσης τον μέσο όρο ηλικίας ή την ηλικιακή διάρθρωση του προσωπικού των ρουμανικών δικαστηρίων.
52 Επιπλέον, όπως επισήμανε η Ρουμανική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της, ουδόλως προκύπτει από τη σχετική εθνική ρύθμιση ότι η ηλικία συνιστά κριτήριο για την πρόσβαση στο δικαστικό σώμα ή κριτήριο όσον αφορά τη μισθοδοσία των δικαστών.
53 Επομένως, πρέπει να αποκλειστεί η ύπαρξη άμεσης διάκρισης λόγω ηλικίας.
54 Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιόρισε καμία συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία δικαστικών λειτουργών που να υφίσταται ιδιαίτερη δυσμενή μεταχείριση λόγω ηλικίας, αλλά επισήμανε απλώς ότι η άρνηση χορήγησης στους οικείους δικαστικούς λειτουργούς προσαύξησης του μισθού τους για το χρονικό διάστημα μεταξύ του 2010 και του 2015 απορρέει, αφενός, από το ότι ανέλαβαν τα καθήκοντά τους μετά την έναρξη ισχύος του νόμου-πλαισίου 330/2009 και, αφετέρου, από τη μη έκδοση υπέρ αυτών, πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου-πλαισίου, δικαστικών αποφάσεων που να αναγνωρίζουν το δικαίωμά τους σε μισθολογικές προσαυξήσεις.
55 Πρώτον, το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 δεν έχει την έννοια ότι αποκλείει να εφαρμόζεται μια νέα εθνική ρύθμιση μόνο σε καταστάσεις που δημιουργήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της, δεδομένου ότι τούτο προκύπτει απλώς και μόνον από το χρονικό αποτέλεσμα της εφαρμογής νέου νόμου και δεν συνιστά, αυτό καθεαυτό, έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας.
56 Επιπροσθέτως, υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο το οποίο εξαρτά την εφαρμογή νέων κανόνων αποκλειστικά από την ημερομηνία πρόσληψης ως στοιχείου αντικειμενικού και ουδέτερου ουδόλως λαμβάνει υπόψη την ηλικία των προσλαμβανομένων (απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2019, Horgan και Keegan, C 154/18, EU:C:2019:113, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Δεύτερον, όσον αφορά τη μη έκδοση υπέρ των οικείων δικαστικών λειτουργών, πριν από την έναρξη ισχύος νέας εθνικής ρύθμισης, δικαστικών αποφάσεων με τις οποίες να τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε μισθολογικές προσαυξήσεις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τέτοια διαφορετική μεταχείριση δεν οφείλεται στην ηλικία των οικείων δικαστικών λειτουργών, αλλά στην απουσία δικαστικών αποφάσεων που να έχουν εκδοθεί υπέρ αυτών.
58 Επομένως, ένα τέτοιο κριτήριο ουδόλως συνδέεται με την ηλικία των εν λόγω δικαστικών λειτουργών ή με οποιονδήποτε άλλο λόγο διάκρισης που απαγορεύεται από την οδηγία 2000/78.
59 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ούτε από τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση εμπεριέχει οποιαδήποτε έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας.
60 Συνεπώς, περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο γενικό πλαίσιο του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 που αποσκοπεί στην καταπολέμηση ορισμένων μορφών διάκρισης στον χώρο εργασίας.
61 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε εθνική ρύθμιση η οποία, όπως ερμηνεύεται από δεσμευτική εθνική νομολογία, έχει ως αποτέλεσμα ο μισθός ορισμένων δικαστικών λειτουργών προσληφθέντων μετά την έναρξη ισχύος της ανωτέρω ρύθμισης να είναι κατώτερος από εκείνον των προσληφθέντων πριν από την έναρξη ισχύος της δικαστικών λειτουργών, καθόσον τούτο δεν συνεπάγεται καμία άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
62 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί δεύτερο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/78, ενδεχομένως συμπληρούμενη από άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, αποκλείει οποιαδήποτε διάκριση στηριζόμενη σε λόγους διαφορετικούς από τους ρητώς προβλεπόμενους στο άρθρο της 1.
63 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, απαγορεύονται οι έμμεσες διακρίσεις λόγω «θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας».
64 Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, οι λόγοι που μνημονεύονται στο άρθρο της 1 απαριθμούνται εξαντλητικώς (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2020, Universitatea «Lucian Blaga» Sibiu κ.λπ., C644/19, EU:C:2020:810, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
65 Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2000/78 εκδόθηκε βάσει του άρθρου 13 ΕΚ, νυν άρθρου 19 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει κατ’ ουσίαν ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αναλάβει δράση για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.
66 Το Δικαστήριο έχει όμως κρίνει ότι η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά τις διακρίσεις που στηρίζονται σε άλλους λόγους πέραν αυτών που απαριθμεί εξαντλητικώς και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση για τα μέτρα της Ένωσης που αποσκοπούν στην καταπολέμηση τέτοιων διακρίσεων (πρβλ. απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Agafiţei κ.λπ., C310/10, EU:C:2011:467, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
67 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι διάκριση στηριζόμενη σε λόγους διαφορετικούς από τους ρητώς προβλεπόμενους στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.
68 Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από το στοιχείο που ανέφερε το αιτούν δικαστήριο, κατά το οποίο η οδηγία 2000/78 θα μπορούσε να «συμπληρωθεί» συναφώς από άλλες διατάξεις της Ένωσης, τις οποίες εξάλλου το εν λόγω δικαστήριο δεν διευκρινίζει. Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν συνάγεται ότι η προβαλλόμενη από τους οικείους δικαστικούς λειτουργούς διαφορετική μεταχείριση εμπίπτει σε άλλη ειδική διάταξη του δικαίου της Ένωσης.
69 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αποκλείει διάκριση μόνον όταν αυτή στηρίζεται σε έναν από τους λόγους οι οποίοι απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο της 1.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
70 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο πρέπει να εξεταστεί τελευταίο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 καθώς και το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη αποκλείουν εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι η προθεσμία για την άσκηση αγωγής αποζημίωσης λόγω προβαλλόμενης διάκρισης είναι τριετής με αφετηρία την επέλευση της ζημίας, ανεξαρτήτως του αν ο ενάγων έλαβε ή όχι γνώση της επέλευσης της ζημίας και της έκτασής της.
71 Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της απάντησης που δόθηκε στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, από την οποία προκύπτει ότι η προβαλλόμενη από τους οικείους δικαστικούς λειτουργούς διαφορετική μεταχείριση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα δεν θα πρέπει να δοθεί υπό το πρίσμα των διατάξεων της εν λόγω οδηγίας.
72 Τούτου δοθέντος, στο μέτρο που το ερώτημα αυτό μνημονεύει ρητώς και διάταξη του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη ορίζεται στο άρθρο του 51, παράγραφος 1, κατά το οποίο οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 17).
73 Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η φράση «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», κατά την έννοια του άρθρου 51 του Χάρτη, επιβάλλει την ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού, ο οποίος να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa, C206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
74 Επομένως, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης μπορούν να εφαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 19).
75 Επομένως, όταν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στον οικείο τομέα δεν ρυθμίζουν ορισμένη πτυχή και δεν επιβάλλουν καμία συγκεκριμένη υποχρέωση στα κράτη μέλη όσον αφορά μια συγκεκριμένη περίπτωση, η εθνική ρύθμιση που θεσπίζει ένα κράτος μέλος σχετικά με την πτυχή αυτή κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του Χάρτη και η περίπτωση αυτή δεν μπορεί να κριθεί υπό το πρίσμα των διατάξεών του (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, TSN και AKT, C 609/17 και C 610/17, EU:C:2019:981, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο δεν έχει επομένως αρμοδιότητα, οι δε διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν να θεμελιώσουν, αυτές και μόνο, την εν λόγω αρμοδιότητα [πρβλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2021, AB κ.λπ. (Ανάκληση αμνηστίας), C 203/20, EU:C:2021:1016, σκέψη 39].
76 Εν προκειμένω, όπως υπογράμμισαν η Ρουμανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή στις γραπτές παρατηρήσεις τους, η διαπίστωση, στις σκέψεις 51 έως 60 της παρούσας απόφασης, ότι η οδηγία 2000/78 δεν έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης αποδεικνύει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπεί στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
77 Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιέχει κανένα άλλο στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη συνδέσμου ορισμένου βαθμού, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, μεταξύ της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής ρύθμισης και οποιασδήποτε άλλης πράξης του δικαίου της Ένωσης.
78 Επομένως, διαφορετική μεταχείριση όπως η προβαλλόμενη από τους οικείους δικαστικούς λειτουργούς, εφόσον υφίσταται, απορρέει μόνον από το εθνικό δίκαιο του οποίου η ερμηνεία εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου.
79 Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα. (..)
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε εθνική ρύθμιση η οποία, όπως ερμηνεύεται από δεσμευτική εθνική νομολογία, έχει ως αποτέλεσμα ο μισθός ορισμένων δικαστικών λειτουργών προσληφθέντων μετά την έναρξη ισχύος της ανωτέρω ρύθμισης να είναι κατώτερος από εκείνον των προσληφθέντων πριν από την έναρξη ισχύος της δικαστικών λειτουργών, καθόσον τούτο δεν συνεπάγεται καμία άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας.
2) Η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι αποκλείει διάκριση μόνον όταν αυτή στηρίζεται σε έναν από τους λόγους οι οποίοι απαριθμούνται ρητώς στο άρθρο της 1.