ΙΙ. Υπόθεση C-713/20 - Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ)

Περίληψη: Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας-Πρόσωπο, που κατοικεί σε κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα, στο πλαίσιο τοποθετήσεων μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, ως προσωρινά απασχολούμενος εργαζόμενος στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Οκτωβρίου 2022 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ – Πρόσωπο που κατοικεί σε κράτος μέλος και ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε άλλο κράτος μέλος – Σύμβαση (συμβάσεις) εργασίας συναφθείσα (ες) με μία μόνον εταιρία προσωρινής απασχόλησης – Τοποθετήσεις για εργασία προσωρινής απασχόλησης – Ενδιάμεσα διαστήματα – Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας κατά τα χρονικά διαστήματα μεταξύ των τοποθετήσεων για εργασία προσωρινής απασχόλησης – Λύση της σχέσης εργασίας»

Στην υπόθεση C713/20,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Centrale Raad van Beroep (εφετείο επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο των δικών

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα), (..) εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ένδικων διαφορών, εκ των οποίων η πρώτη μεταξύ του Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος κοινωνικών ασφαλίσεων, Κάτω Χώρες) (στο εξής: SVB) και της X και η δεύτερη μεταξύ του Y και του SVB, σχετικά με την άρνηση του τελευταίου να χορηγήσει στους X και Y κοινωνικές παροχές δυνάμει του ολλανδικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3 Ο κανονισμός 883/2004, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 20 Μαΐου 2004, έχει ως αντικείμενο τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με το άρθρο 91, ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 883/2004 (ΕΕ 2009, L 284, σ. 1), ήτοι από την 1η Μαΐου 2010.

4 Το άρθρο 1 του κανονισμού 883/2004 έχει ως εξής: «Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: α) “μισθωτή δραστηριότητα”: η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση β) “μη μισθωτή δραστηριότητα”: η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλειας του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση· [...]».

5 Ο τίτλος II του ως άνω κανονισμού, ο οποίος επιγράφεται «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 11, το οποίο φέρει τον τίτλο «Γενικοί κανόνες» και προβλέπει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής: «1. Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο. 2. Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος τίτλου, τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές σε χρήμα λόγω ή συνεπεία μισθωτής ή μη μισθωτής τους δραστηριότητας, θεωρούνται ότι ασκούν τη δραστηριότητα αυτή. Τούτο δεν ισχύει για συντάξεις αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων ούτε για συντάξεις λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ούτε για παροχές ασθένειας σε χρήμα που καλύπτουν περίθαλψη απεριορίστου διαρκείας. 3. Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16: α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους· β) ο δημόσιος υπάλληλος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει η υπηρεσία που τον απασχολεί· γ) το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει παροχές ανεργίας σύμφωνα με το άρθρο 65, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους· δ) το πρόσωπο που καλείται ή καλείται εκ νέου να εκτελέσει στρατιωτική θητεία ή πολιτική υπηρεσία σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους· ε) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.»

 Το ολλανδικό δίκαιο

Ο AOW

6 Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 3, του Algemene Ouderdomswet (γενικού νόμου περί ασφαλίσεως γήρατος), της 31ης Μαΐου 1956 (Stb. 1956, αριθ. 281), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών (στο εξής: AOW), προβλέπει τα ακόλουθα: «1. Κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ασφαλισμένος είναι όποιος δεν έχει ακόμη συμπληρώσει την ηλικία συνταξιοδότησης, και a. είναι κάτοικος ημεδαπής, b. δεν είναι κάτοικος ημεδαπής αλλά υπόκειται σε φόρο εισοδήματος για την παρεχόμενη στις Κάτω Χώρες ή εντός της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας εργασία. [...] 3. Κατά παρέκκλιση από τις παραγράφους 1 και 2, η κατηγορία των ασφαλισμένων προσώπων μπορεί να διευρυνθεί ή να περιοριστεί με γενικό διοικητικό μέτρο.»

7 Το άρθρο 6a του AOW ορίζει τα εξής: «Κατά παρέκκλιση, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από το άρθρο 6 και από τις διατάξεις που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου αυτού, a. ασφαλισμένος θεωρείται επίσης εκείνος του οποίου η ασφάλιση δυνάμει του παρόντος νόμου απορρέει από την εφαρμογή διατάξεων διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού, b. δεν θεωρείται ασφαλισμένος εκείνος επί του οποίου, βάσει διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού, έχει εφαρμογή η νομοθεσία άλλου κράτους.»

8 Από το άρθρο 13, παράγραφος 1, του AOW προκύπτει ότι στο ποσό της σύνταξης εφαρμόζεται μείωση 2 % για κάθε ημερολογιακό έτος κατά το οποίο ο δικαιούχος της σύνταξης δεν ήταν ασφαλισμένος μετά τη συμπλήρωση του 15ου έτους αλλά πριν από τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας του.

 Ο AKW

9 Το άρθρο 6 του Algemene Kinderbijslagwet (γενικού νόμου περί οικογενειακών επιδομάτων), της 26ης Απριλίου 1962 (Stb. 1962, αριθ. 160), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών (στο εξής: AKW), επαναλαμβάνει, με πανομοιότυπη διατύπωση, το γράμμα του άρθρου 6 του AOW.

10 Το άρθρο 6a του AKW ορίζει τα εξής: «Κατά παρέκκλιση, εφόσον συντρέχει περίπτωση, από το άρθρο 6 και από τις διατάξεις που θεσπίστηκαν βάσει του άρθρου αυτού: a) ασφαλισμένος θεωρείται επίσης εκείνος του οποίου η ασφάλιση δυνάμει του παρόντος νόμου απορρέει από την εφαρμογή διατάξεων διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού· b) για τους σκοπούς του κεφαλαίου 3 του παρόντος νόμου, ως “ασφαλισμένος” νοείται επίσης το πρόσωπο που δεν είναι ασφαλισμένο και έχει αποκτήσει δικαίωμα επί οικογενειακής παροχής κατά την έννοια του κανονισμού [883/2004]· c) πρόσωπο που υπάγεται στη νομοθεσία άλλου κράτους δυνάμει διεθνούς συμβάσεως ή αποφάσεως διεθνούς οργανισμού δεν θεωρείται ασφαλισμένος.»

 Το BUB

11 Το άρθρο 6 του Besluit uitbreiding en beperking kring van verzekerden volksverzekeringen 1999 (διατάγματος του 1999 για τη διεύρυνση και τον περιορισμό των υπαγομένων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης), της 24ης Δεκεμβρίου 1998 (Stb. 1998, αριθ. 746) (στο εξής: BUB), με τίτλο «Προσωρινή διακοπή της εργασίας στις Κάτω Χώρες», προβλέπει τα εξής: «Παραμένει ασφαλισμένος στην κοινωνική ασφάλιση όποιος δεν κατοικεί στις Κάτω Χώρες αλλά εργάζεται αποκλειστικά στις Κάτω Χώρες και του οποίου η εργασία διακόπτεται προσωρινά: a. λόγω ασθένειας, αναπηρίας, εγκυμοσύνης, μητρότητας ή ανεργίας, ή b. λόγω άδειας, απεργίας ή ανταπεργίας.» (..)

37 Κατόπιν των ανωτέρω, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο επί υποθέσεων κοινωνικής ασφάλισης και δημόσιας διοίκησης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1) Έχει το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 την έννοια ότι όταν εργαζόμενος κατοικεί σε κράτος μέλος και εργάζεται στο έδαφος άλλου κράτους μέλους δυνάμει συμβάσεως προσωρινής απασχόλησης βάσει της οποίας η σχέση εργασίας λύεται με τη λήξη της τοποθέτησης του προσωρινά απασχολουμένου και συνεχίζεται ακολούθως, ο εν λόγω εργαζόμενος εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους μέλους κατά τη διάρκεια των ενδιάμεσων περιόδων, εφόσον δεν έχει παύσει προσωρινά την εν λόγω εργασία;

2) Ποιοι είναι οι κρίσιμοι παράγοντες βάσει των οποίων μπορεί να διαπιστωθεί, σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, κατά πόσον υφίσταται προσωρινή παύση της δραστηριότητας;

3) Πόσος χρόνος πρέπει να παρέλθει για να μπορεί να θεωρηθεί –υπό την επιφύλαξη συγκεκριμένων ενδείξεων περί του αντιθέτου– ότι εργαζόμενος, ο οποίος δεν έχει πλέον σύμβαση εργασίας σε ισχύ, έχει παύσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτος απασχόλησης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

38 Με τα τρία προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο κατοικεί σε κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα, στο πλαίσιο τοποθετήσεων μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, ως προσωρινά απασχολούμενος εργαζόμενος στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους υπόκειται, κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ των εν λόγω τοποθετήσεών του ως προσωρινά απασχολούμενου, στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεώς του ή έχει την έννοια ότι το πρόσωπο αυτό υπόκειται, κατά τα εν λόγω ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του.

39 Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004, στον οποίο εντάσσεται το άρθρο του 11, παράγραφος 3, αποτελούν ολοκληρωμένο και ομοιόμορφο σύστημα κανόνων συγκρούσεως νόμων, σκοπός του οποίου είναι η υπαγωγή των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, ώστε να αποτρέπονται η σώρευση εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι εξ αυτής δυνάμενες να ανακύψουν περιπλοκές (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2021, FORMAT Urządzenia i Montaże Przemysłowe, C 879/19, EU:C:2021:409, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40 Προς τούτο, το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 θέτει την αρχή κατά την οποία το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος υπάγεται στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης του εν λόγω κράτους μέλους.

41 Όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 63 των προτάσεών του, η ύπαρξη τέτοιας σχέσης εργασίας παύει να είναι κρίσιμη μόνο στην εξαιρετική περίπτωση του άρθρου 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004, η οποία εξομοιώνει προς τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχή σε χρήμα λόγω ή συνεπεία της δραστηριότητας αυτής.

42 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των τοποθετήσεών τους για εργασία προσωρινής απασχόλησης, οι X και Y δεν επωφελήθηκαν των πλεονεκτημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2004.

43 Επομένως, είναι σημαντικό να καθοριστεί αν πρέπει να θεωρηθεί, για τους X και Y, ότι άσκησαν, κατά τα εν λόγω ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

44 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι στο άρθρο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 ορίζεται ως «μισθωτή δραστηριότητα» η δραστηριότητα ή η ισοδύναμη κατάσταση την οποία θεωρεί ως τέτοια η νομοθεσία κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους στο οποίο ασκείται η εν λόγω δραστηριότητα ή υφίσταται η ισοδύναμη κατάσταση.

45 Εν προκειμένω, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η Χ ασκούσε τη δραστηριότητά της βάσει συμβάσεως προσωρινής απασχόλησης ορισμένου χρόνου, περιέχουσα ρήτρα δυνάμει της οποίας η σχέση εργασίας θα άρχιζε με την πραγματική έναρξη της δραστηριότητάς της και θα έληγε κατά την παύση της δραστηριότητας αυτής. Επομένως, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των τοποθετήσεών της ως προσωρινά απασχολούμενης, δεν υφίστατο σχέση εργασίας μεταξύ της X και της εταιρίας προσωρινής απασχόλησης.

46 Επιπλέον, μολονότι, κατά τα διαστήματα αυτά, η Χ ήταν εγγεγραμμένη σε πλείονες ολλανδικές εταιρίες προσωρινής απασχόλησης, δεν υπήρξε καμία τοποθέτησή της ως προσωρινά απασχολούμενης για λογαριασμό των τελευταίων. Ως προς τις εθελοντικές δραστηριότητες και τις δραστηριότητες εκτέλεσης οικιακών εργασιών που άσκησε η Χ στις Κάτω Χώρες κατά τα εν λόγω ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα, αρκεί η επισήμανση ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν, κατά το αιτούν δικαστήριο, να θεωρηθούν ως μισθωτή δραστηριότητα ή ως ισοδύναμη κατάσταση, κατά την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας.

47 Όσον αφορά τον Y, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι άσκησε τη δραστηριότητά του για λογαριασμό εταιρίας προσωρινής απασχόλησης με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου η οποία άρχισε στις 20 Ιουλίου 2015 και έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2015 και ότι συνήψε με την ίδια εταιρία νέα σύμβαση εργασίας η οποία άρχισε στις 8 Φεβρουαρίου 2016. Συνακόλουθα, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο αυτών συμβάσεων, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου έως τις 7 Φεβρουαρίου 2016, είχε λυθεί η σχέση εργασίας μεταξύ του Υ και της εταιρίας προσωρινής απασχόλησης.

48 Επομένως, λόγω της παύσεως της επαγγελματικής δραστηριότητάς τους, οι X και Y δεν ασκούσαν, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των τοποθετήσεών τους ως προσωρινά απασχολούμενων, μισθωτή δραστηριότητα ούτε βρίσκονταν σε ισοδύναμη κατάσταση, κατά την έννοια της ολλανδικής νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, οι X και Y δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, οπότε δεν υπέκειντο στην ολλανδική νομοθεσία.

49 Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από την απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Franzen κ.λπ. (C382/13, EU:C:2015:261), στην οποία παραπέμπουν η Επιτροπή και το αιτούν δικαστήριο. Πράγματι, στις σκέψεις 50 και 51 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η νομοθεσία του κράτους μέλους απασχολήσεως εξακολουθεί να εφαρμόζεται καθ’ ό χρόνο ο ενδιαφερόμενος ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους μέλους αυτού ενώ, αντιθέτως, τα πρόσωπα τα οποία έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα οριστικά ή προσωρινά υπόκεινται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 82 και 84 των προτάσεών του, για την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους απασχολήσεως απαιτείται πάντοτε η ύπαρξη συνεχιζόμενης σχέσης εργασίας. Οι συγκεκριμένοι τρόποι παροχής εργασίας, όπως το γεγονός ότι η εργασία παρέχεται με μειωμένο ωράριο ή περιστασιακά ή ότι αναστέλλονται οι συγκεκριμένες υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν, δεν ασκούν επιρροή, εφόσον δεν επηρεάζουν τον συνεχιζόμενο χαρακτήρα της σχέσης εργασίας.

50 Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένης υπόψη της περιεχομένης στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως διαπιστώσεως, κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των τοποθετήσεών τους ως προσωρινά απασχολούμενων, οι X και Y ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο συνιστά κανόνα υπολειμματικού χαρακτήρα, εφαρμοζόμενο σε όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται σε κατάσταση η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικά από άλλες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού με τον οποίο καθιερώνεται ένα ολοκληρωμένο σύστημα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C631/17, EU:C:2019:381, σκέψη 31).

51 Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη προβλέπει ότι οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων αʹ έως δʹ της εν λόγω παραγράφου, υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών. Έχει δε εφαρμογή τόσο στα πρόσωπα τα οποία έχουν οριστικά σταματήσει την επαγγελματική δραστηριότητά τους όσο και σε εκείνα τα οποία απλώς σταμάτησαν προσωρινά τη δραστηριότητά τους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Adanez-Vega, C 372/02, EU:C:2004:705, σκέψη 24).

52 Εν προκειμένω, όμως, η κατάσταση των X και Y κατά τα χρονικά διαστήματα που μεσολάβησαν μεταξύ των τοποθετήσεών τους ως προσωρινά απασχολούμενων δεν αντιστοιχούσε ούτε στην προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 περίπτωση, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 45 έως 48 της παρούσας αποφάσεως, ούτε σε εκείνες του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ έως δʹ, του ως άνω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τους δημοσίους υπαλλήλους, τους ανέργους και τα πρόσωπα που καλούνται ή καλούνται εκ νέου να εκτελέσουν στρατιωτική θητεία ή πολιτική υπηρεσία.

53 Κατά συνέπεια, στα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι πρόσωπο το οποίο κατοικεί σε κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα, στο πλαίσιο τοποθετήσεων μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, ως προσωρινά απασχολούμενος εργαζόμενος στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους υπόκειται, κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ των εν λόγω τοποθετήσεών του, στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, εφόσον, δυνάμει της συμβάσεως προσωρινής απασχόλησης, λύεται η σχέση εργασίας κατά τα εν λόγω ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα. (..)

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και εʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας,έχει την έννοια ότι: πρόσωπο το οποίο κατοικεί σε κράτος μέλος και ασκεί δραστηριότητα, στο πλαίσιο τοποθετήσεων μέσω εταιρίας προσωρινής απασχόλησης εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, ως προσωρινά απασχολούμενος εργαζόμενος στο έδαφος αυτού του άλλου κράτους μέλους υπόκειται, κατά τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα που παρεμβάλλονται μεταξύ των εν λόγω τοποθετήσεών του, στην εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, εφόσον, δυνάμει της συμβάσεως προσωρινής απασχόλησης, λύεται η σχέση εργασίας κατά τα εν λόγω ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα.