Α. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α'/31-7-1990) όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998 (205/Α'/2-9-1998) και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 66/Α'/11-5-2010) και μετά την τροποποίησή του με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 17 του Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ 212/Α'/17-12-2010), καθώς και με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 50 του Ν. 4611/2019 (Α1 73), με το άρθρο 59 του Ν. 4635/2019 (Α' 167) και το άρθρο 57 του Ν. 4808/2021 (Α' 101) προβλέπουν τα εξής:
«1. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν, ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία εργασία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, η οποία θα είναι μικρότερης διάρκειας από την κανονική (μερική απασχόληση)...»
«2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου νοείται ως:
α) «εργαζόμενος μερικής απασχόλησης», κάθε εργαζόμενος με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, του οποίου οι ώρες εργασίας, υπολογιζόμενες σε ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση είναι λιγότερες από το κανονικό ωράριο εργασίας του συγκρίσιμου εργαζόμενου με πλήρη απασχόληση.»
β) «συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση», κάθε εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης, που απασχολείται στην ίδια επιχείρηση με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας, και εκτελεί ίδια ή παρόμοια καθήκοντα, υπό τις αυτές συνθήκες. Όταν στην επιχείρηση δεν υπάρχει συγκρίσιμος εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση, η σύγκριση γίνεται με αναφορά στη συλλογική ρύθμιση στην οποία θα υπαγόταν ο εργαζόμενος αν είχε προσληφθεί με πλήρη απασχόληση. Οι εργαζόμενοι με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους συγκρίσιμους εργαζόμενους με κανονική απασχόληση, εκτός εάν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι οι οποίοι τη δικαιολογούν, όπως η διαφοροποίηση στο ωράριο εργασίας».
Επιπρόσθετα, στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «3. Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου...»
Επίσης η παρ. 9 του ως άνω άρθρου ορίζει ότι: «Οι αποδοχές των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας μερικής απασχόλησης υπολογίζονται όπως και οι αποδοχές του συγκρίσιμου εργαζόμενου και αντιστοιχούν στις ώρες εργασίας της μερικής απασχόλησης».
Β. Στο άρθρο 64 του Ν. 4808/2021 (Α' 101) ορίζεται ότι:
«1. Καταργείται κάθε διάκριση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών αναφορικά με την προθεσμία προμήνυσης και την καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας.
- Ο Ν. 2112/1920 (Α'67), ο Ν. 3198/1955 (Α'98) και κάθε άλλη διάταξη, που διέπει την καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας των υπαλλήλων, εφαρμόζονται και επί των εργατοτεχνιτών.
- Για την εφαρμογή του παρόντος, ως μηνιαίος μισθός του εργατοτεχνίτη λογίζονται τα είκοσι δύο (22) ημερομίσθια, εκτός εάν ήδη αμείβεται με μηνιαίο μισθό.»
Επίσης, η παράγραφος 2 του άρθρου 80 του ανωτέρω νόμου ορίζει ότι «Το άρθρο 64 ισχύει από την 1η 1. 2022».
Γ. Όσον αφορά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως απόλυσης εργατοτεχνιτών, από 1η. 1. 2022 ισχύουν τα κάτωθι:
- Για τον υπολογισμό των αποζημιώσεων απολύσεως εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, διάρκειας πέραν των δώδεκα (12) μηνών, μπορείτε να ανατρέξετε στην ΥΠ.ΙΑ.12 του Ν.4093/2012 (Α' 222), όπως ισχύει.
- Περαιτέρω, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 3198/1955 «Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων» (ΦΕΚ Α' 98) «Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως, γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως».
Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι ως τελευταίος μήνας εννοείται το χρονικό διάστημα που έχει αφετηρία την ημερομηνία της καταγγελίας της σχέσης εργασίας και εκτείνεται στην αντίστοιχη ημερομηνία του προηγούμενου μήνα, δηλαδή, ως βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται ο εργασιακός μήνας και όχι ο ημερολογιακός (Α.Π.72/98, ΕΦ. Θεσ/κης 448/88, Μον. Πρωτ. Θεσ /κης 187/91, Μον. Πρωτ. Αθηνών 1408/71, Α.Π. 1808/84, 999/82, Κουκιάδης Ατ. Εργ.Δικ 1995 σελ. 708,709).
Επίσης, ο υπολογισμός της αποζημίωσης δεν επηρεάζεται από την τυχόν λήψη μειωμένων αποδοχών κατά τον τελευταίο μήνα πριν από την απόλυση, εφ' όσον τούτο οφείλεται λ.χ. στη θέση του σε διαθεσιμότητα, ή σε ασθένειά του, ή και σε άλλη αιτία που αφορά είτε στο πρόσωπό του είτε στο πρόσωπο του εργοδότη. Συνεπώς πλήρης απασχόληση με την ανωτέρω έννοια δεν θεωρείται εκείνη που εξαντλεί τα επιτρεπόμενα από το νόμο κάθε φορά χρονικά όρια εργασίας, αλλά εκείνη που είχε συμφωνηθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταξύ των μερών, έστω και αν ήταν μειωμένη χρονικώς σε σχέση με τα ανωτέρω όρια, και ως αποδοχές πλήρους απασχόλησης θα θεωρηθούν εκείνες που αντιστοιχούν σ’ αυτήν ακριβώς τη συμφωνηθείσα εργασία. Γι' αυτό, αν συμφωνήθηκε μεταξύ εργοδότη και απολυόμενου παροχή εργασίας με το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, ή με μειωμένο ωράριο στο οποίο συμφωνήθηκε να αντιστοιχούν μειωμένες αποδοχές, τότε αυτές ακριβώς οι αποδοχές θεωρούνται οι «αποδοχές πλήρους απασχόλησης», κατά την έννοια του νόμου (Α.Π. 443/63, Α.Π.50/60, Εφ.Θεσ/κης 471/89).
III. Βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 2112/20 «Περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» (ΦΕΚ Α' 67) «Ως τακτικαί αποδοχαί υπαλλήλου θεωρούνται ο μισθός ως και πάσα άλλη παροχή, εφόσον δίδεται αντί μισθού, οίον παροχαί εις είδος, προμήθεια κ.λ.π.». Με βάση τη νομολογία, ως τακτικές αποδοχές θεωρούνται ο μισθός και κάθε άλλη επιπλέον του νομίμου ή συμπεφωνημένου μισθού σταθερώς και μονίμως, ως συμβατικόν ή νόμιμον αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας χορηγουμένη παροχή του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, όπως είναι, εκτός άλλων κατά τη νομολογία των δικαστηρίων, και τα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας (Α.Π. 1023/80, 873/79, 639/67, 317/70,1442/79, 571/61, 483/60, Πολ. Πρωτ. Πατρών 73/82 κ.λ.π.).
- Για τον καθορισμό της καταβλητέας αποζημίωσης του Ν. 2112/1920 λαμβάνεται υπόψη η τελευταία συνεχής υπηρεσία του μισθωτού στον ίδιο εργοδότη με σύμβαση αορίστου χρόνου (Εφ. Θεσσ. 1995/1989). Δηλαδή, ως χρόνος υπηρεσίας για τον υπολογισμό της αποζημίωσης θεωρείται όλος ο χρόνος της εργασιακής σχέσης. Στην εργασία με εκ περιτροπής απασχόληση, όπου ο εργαζόμενος απασχολείται κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και με συνδυασμό αυτών, κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας υπολογίζονται και οι ημέρες μη παροχής εργασίας καθώς και, ως πλήρεις, οι ημέρες κατά τις οποίες παρέχεται εργασία με μειωμένο ωράριο.
Δ. Κατόπιν των παραπάνω, συνάγεται ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εργατοτεχνιτών μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης από 1.1.2022 και εξής, η αποζημίωση θα υπολογισθεί βάσει της ΥΠ.ΙΑ.12 του Ν. 4093/2012 και με βάση τον μισθό του τελευταίου εργασιακού μήνα. Για την αναγωγή του μηνιαίου μισθού σε ημερομίσθιο διαιρείται ο μισθός αυτός διά 25 (ΑΠ 1741/84). Επομένως, προκειμένου να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 64 του Ν. 4808/2021, το γινόμενο «Ημερομίσθιο* 22» θα υπολογιστεί με βάση το ημερομίσθιο που θα προκύψει από την παραπάνω διαίρεση.
Ε. Κατά συνέπεια, η Υπηρεσία μας έχει την άποψη ότι η αποζημίωση των αναφερομένων στο ερώτημά σας εργαζομένων θα πρέπει να προκύψει σύμφωνα με το προεκτεθέν νομικό και νομολογιακό πλαίσιο. Σε περίπτωση αμφισβήτησης αρμόδια να κρίνουν είναι τα Τακτικά Δικαστήρια.