Μον. Πρωτ. Πειρ. 3220/2017: Το καθεστώς της αναιτιώδους καταγγελίας δεν είναι συμβατό με το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη

Περίληψη:

Μετά την κύρωση του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ γίνεται αντιληπτό ότι το καθεστώς της «αναιτιώδους» εργοδοτικής καταγγελίας δεν είναι συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο που εγγυάται το νέο άρθρο. Συνεπώς εισάγεται ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και εφεξής τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει να ερευνούν την ύπαρξη ή μη βάσιμου λόγου και να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε τέτοιον. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ευθεία αναγωγή στο άρθρο 24, η διατύπωση του οποίου, τουλάχιστον όσον αφορά στο ζήτημα αυτό, είναι ακριβής, σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις, σε συνδυασμό βέβαια προς τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ - λύση που κρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο -, είτε ερμηνευτικά με τη διαμεσολάβηση του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε ως καταχρηστική θα θεωρείται κάθε απόλυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ

 

Μονομ. Πρωτοδικείου Πειραιώς 3220/2017

 (...) Όπως γίνεται παγίως δεκτό νομολογιακά έως σήμερα, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ 1 του Ν. 2112/20 και 1 και 5 του Ν. 3198/55 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής δικαιοπραξία, το κύρος της οποίας δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας (ορθότερα του λόγου) για την οποία έγινε (ΑΠ 123/16, ΑΠ 251/16, ΑΠ 674/14, ΑΠ 13/14, ΑΠ 460/13, ΑΠ 247/12, ΑΠ 497/11 Νόμος). Μάλιστα, κατά τον όρο που έχει επικρατήσει, γίνεται λόγος για «αναιτιώδη» δικαιοπραξία, ακριβώς με την έννοια που προαναφέρθηκε, ήτοι του ότι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της και όχι με την έννοια της αναιτιώδους δικαιοπραξίας που αφορά στις διακρίσεις των δικαιοπραξιών κατά τη θεωρία των Γενικών Αρχών του Αστικού Δικαίου (και αυτό διότι η καταγγελία σύμβασης είναι μονομερής περιουσιακή μη επιδοτική δικαιοπραξία, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αναιτιώδης», αφού η σχετική διάκριση σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις δικαιοπραξίες αφορά μόνο στις επιδοτικές τοιαύτες - βλ. σχ. Απ. Γεωργιάδη Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, β’ εκδ. σ. 294 αρ. περ. 47 επ. Μαριάνο Καράση, σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, Εισ. Παρατ. σε άρθρα 127 - 200, αρ. περ. 7).

Ωστόσο, ήδη με τον Ν. 4359/16 κυρώθηκε ο αναθεωρημένος Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, ο οποίος έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ. Σύμφωνα με το άρθρο 24 αυτού: «Με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματος προστασίας των εργαζομένων σε περιπτώσεις λύσης της σχέσης εργασίας, τα μέρη αναλαμβάνουν να αναγνωρίζουν: α. το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας, β. το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση. Για αυτόν το σκοπό τα μέρη αναλαμβάνουν να διασφαλίζουν ότι ο εργαζόμενος, που θεωρεί ότι η σχέση εργασίας του έχει λυθεί χωρίς βάσιμο λόγο, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε αμερόληπτο όργανο».

Με την ως άνω διάταξη εισάγεται για πρώτη φορά στο ευρωπαϊκό δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου ένα νέο θεμελιώδες δικαίωμα, που συνίσταται στην προστασία του εργαζομένου από την απόλυση με πρωτοβουλία του εργοδότη του. Η βασική δε αντίληψη που διέπει τη νέα ρύθμιση είναι ότι η αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απομάκρυνση του εργαζόμενου από την θέση εργασίας του προσβάλλει την αξία και την αξιοπρέπειά του. Η προστασία που διασφαλίζει το άρθρο 24 του Αναθ. ΕΚΧ έχει τρεις βασικούς άξονες: α) κάθε λύση εργασιακής σύμβασης με πρωτοβουλία του εργοδότη πρέπει να στηρίζεται σε «έγκυρη αιτία» ή ορθότερα σε «βάσιμο λόγο» (valid reason), ο οποίος να συνδέεται με την συμπεριφορά ή τις ικανότητες του εργαζομένου ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, β) ο εργοδότης υποχρεούται να «αποζημιώνει καταλλήλως» τον αδικαιολογήτως απολυθέντα ή να παρέχει άλλη κατάλληλη επανόρθωση, και γ) πρέπει να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία.

Μετά την κύρωση του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ γίνεται αντιληπτό ότι το καθεστώς της «αναιτιώδους» εργοδοτικής καταγγελίας δεν είναι συμβατό με την απόλυση για βάσιμο λόγο που εγγυάται το νέο άρθρο. Συνεπώς εισάγεται ευθέως στο ελληνικό δίκαιο η αρχή της δικαιολογημένης καταγγελίας και εφεξής τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει να ερευνούν την ύπαρξη ή μη βάσιμου λόγου και να θεωρούν ως άκυρη κάθε απόλυση που δεν στηρίζεται σε τέτοιον. Αυτό μπορεί να γίνει είτε με ευθεία αναγωγή στο άρθρο 24, η διατύπωση του οποίου, τουλάχιστον όσον αφορά στο ζήτημα αυτό, είναι ακριβής, σαφής και απαλλαγμένη από αιρέσεις, σε συνδυασμό βέβαια προς τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ ―λύση που κρίνεται ως ορθότερη από το παρόν Δικαστήριο―, είτε ερμηνευτικά με τη διαμεσολάβηση του άρθρου 281 ΑΚ, οπότε ως καταχρηστική θα θεωρείται κάθε απόλυση που δεν είναι σύμφωνη με τους όρους του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ.(παρ. 23)

Όσον αφορά δε στις συνέπειες της αδικαιολόγητης καταγγελίας ―εκτός από την ακυρότητα αυτής σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ― ορίζεται ότι ο εργοδότης οφείλει επαρκή αποζημίωση ή άλλης μορφής επανόρθωση, την οποία προβλέπει το εθνικό δίκαιο, έχει δε νομολογηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα της απόλυσης και εντεύθεν η αξίωση αποδοχών υπερημερίας και η επαναπρόσληψη του ακύρως απολυθέντος συνιστούν επαρκή επανόρθωση, οπότε δεν χρειάζεται να καταβληθεί χρηματική αποζημίωση για την παράνομη απόλυση (Γαβαλάς, Τι αλλάζει στο εργατικό δίκαιο μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ΕΕργΔ 2016, 130 επ.).

Ενόψει δε όλων των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι οι μέχρι τώρα παραδοχές της νομολογίας ότι δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία (λόγω του «αναιτιώδους» χαρακτήρα της) και ότι για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική δεν αρκεί οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτή ο εργοδότης να ήταν αναληθείς ή να μην υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 123/16, ΑΠ 251/16, ΑΠ 674/14, ΑΠ 13/14, ΑΠ 460/13, ΑΠ 247/12, ΑΠ 497/11 Νόμος), θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έρχεται σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 24 του Αναθ. ΕΚΧ, η οποία απαγορεύει την αυθαίρετη και αδικαιολόγητη απόλυση του εργαζομένου.

Περαιτέρω, μετά τις παραδοχές αυτές, σε συνδυασμό και με το άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ ―σύμφωνα με το οποίο κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα που είναι αναγκαία για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του― συνάγεται ότι ο ισχυρισμός του εναγομένου εργοδότη ότι η απόλυση οφείλεται σε συγκεκριμένο βάσιμο λόγο, προς αντίκρουση της αγωγής του εργαζομένου που επικαλείται καταχρηστική ή (ακόμη και) αδικαιολόγητη απόλυση, εκτιμάται ως ένσταση και φέρει ο ίδιος το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του (βλ. αντίθ. νομολογία με βάση την παραδοχή της «αναιτιώδους» καταγγελίας: ΑΠ 460/13 Νόμος, Εφ.Λαμ. 14/13, Εφ.Θεσσ. 1314/97 Νόμος). (...)

(…) Τέλος, κρίνεται ως επαρκής η προστασία που παρέχεται στον εργαζόμενο από την αδικαιολόγητη απόλυση, όπως εκτενώς αναλύθηκε στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, προστασία η οποία καλύπτει και την περίοδο αυτή του πρώτου έτους της εργασίας του (ακυρότητα αδικαιολόγητης καταγγελίας, οφειλή μισθών υπερημερίας, υποχρέωση για επαναπασχόληση) (...)

Ενόψει όλων των ανωτέρω, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η μη απόδοση της ενάγουσας στην εργασία της ήταν η αιτία της απόλυσής της, και όχι η κατάσταση της υγείας της (επιληψία), η οποία, όπως δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την πρόσληψή της, δεν αποτέλεσε και την αιτία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της.

Με βάση αυτά, και αφού η από 6-9-2016 καταγγελία, για την οποία υπήρχε βάσιμος λόγος συνδεόμενος με την απόδοση της ενάγουσας σε συνδυασμό με τις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης όπως είχαν διαμορφωθεί και μέσω της συνεργασίας της με την «…» ήταν έγκυρη, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολο των αιτημάτων της, και δη της αναγνώρισης ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, της καταβολής μισθών υπερημερίας, αλλά και επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, αφού το τελευταίο αυτό αίτημα στηρίζεται μόνο σε επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητας της ενάγουσας λόγω της διακριτικής μεταχείρισής της για λόγους υγείας, η οποία όμως δεν αποδείχθηκε.