Άρειος Πάγος 1970/2017: «περί του χρόνου χορήγησης της ετήσιας άδειας»

Περίληψη: Δεν επιτρέπεται ούτε με συμφωνία μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη η μεταφορά των ημερών της αδείας στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη – Υποχρέωση του εργοδότη κατά το τέλος του έτους στο οποίο αφορά η άδεια να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, με προσαύξηση 100% σε περίπτωση υπάρξεως υπαιτιότητός του – Η πρόβλεψη περί υποβολής αιτήσεως προς χορήγηση της αδείας εντός το πολύ διμήνου αποσκοπεί μόνον στον προσδιορισμό του χρόνου χορηγήσεως και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος λήψης της αδείας – Ρυθμίσεις κανονισμών εργασίας, ΣΣΕ κ.λπ. που προβλέπουν την υποβολή αιτήσεως από τους μισθωτούς, αποβλέπουν αποκλειστικά στην διευκόλυνση του εργοδότου για τον προγραμματισμό των αδειών του προσωπικού - Υποχρέωση καταβολής προσαυξήσεως 100% διότι η Τράπεζα δεν χορήγησε την άδεια μέχρι τέλους του έτους από αμέλεια ενώ υπήρχε η σχετική υποχρέωση – Η προσαύξηση 100% δεν αφορά και το επίδομα αδείας – Μόνη η καθυστέρηση καταβολής αποδοχών, χωρίς την συνδρομή και άλλων περιστατικών που επιφέρουν ηθική μείωση, δεν συνεπάγεται προσβολή της προσωπικότητος του μισθωτού.

 

Αρείου Πάγου 1970/2017 - Τμ. Β1

Πρόεδρος: ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ

Εισηγητής: ΑΡΕΤΗ ΠΑΠΑΔΙΑ

Δικηγόροι: Αδάμ Δήμου - Φίλιππος Καρδαράς

Με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/45, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/66, ορίζεται ότι «Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως. Πάντως, το ήμισυ τουλάχιστον των κατ’ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικαιουμένων αδείας δέον να ικανοποιώνται εντός του από της 1ης Μαΐου μέχρι 30ής Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος. Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις δια την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν δια την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ’ αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως, προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν, έστω και αν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού». Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 28 παρ. 1 του Συντάγματος, 1 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του ΑΝ 539/45, όπως η τελευταία συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 του Ν. Δ/τος 3755/57, 1 παρ. 1 στοιχ. ε’ της υπ’ αριθμ. 52/36 Διεθνούς Συμβάσεως «Περί κανονικών κατ’ έτος αδειών μετ’ αποδοχών», η οποία κυρώθηκε με το Ν. 2081/52, 7 του Π. Δ/τος 88/99 (ΦΕΚ Α 94) με το οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η με αριθμό 93/104 οδηγία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η οποία στο άρθρο 7 αυτής επιτάσσει την λήψη μέτρων από τα κράτη - μέλη για παροχή ετήσιας άδειας μετά αποδοχών τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων στους εργαζομένους, ρύθμιση που επαναλήφθηκε στην ταυτάριθμη διάταξη της νεώτερης με αριθμό 2003/88 οδηγίας που κωδικοποίησε τις σχετικές ρυθμίσεις για την οργάνωση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, και ενόψει του επιδιωκομένου από τις πιο πάνω ρυθμίσεις σκοπού να εξασφαλισθεί με τη χορήγηση της ετήσιας άδειας η περιοδική ανάπαυση και η ανανέωση των σωματικών και ψυχικών δυνάμεων του εργαζομένου για τη διατήρηση της σωματικής και ψυχικής του υγείας, προκύπτει σαφώς, ότι δεν επιτρέπεται,ούτε με συμφωνία μεταξύ του εργαζόμενου και του εργοδότη, η μεταφορά των ημερών της προαναφερόμενης ετήσιας άδειας του τελευταίου, που δεν του χορηγήθηκαν από τον εργοδότη, στο επόμενο ή στα μεθεπόμενα έτη, με συνέπεια να είναι ανίσχυρη (άκυρη) κατά τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ τέτοια συμφωνία και ο εργοδότης ο οποίος δεν χορήγησε πλήρη την κανονική άδεια στο μισθωτό του, κατά τη διάρκεια του έτους που αυτή αφορά, να είναι υποχρεωμένος, από το τέλος του αντίστοιχου έτους να καταβάλει σε αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας και μάλιστα με προσαύξηση κατά 100% σε περίπτωση υπαιτιότητάς του, μη δυνάμενος να εκπληρώσει τη συγκεκριμένη υποχρέωσή του προς το μισθωτό με τη χορήγηση σ’ αυτόν των παραπάνω ημερών αδείας και τον συμψηφισμό αυτών προς το ανύπαρκτο σύνολο ήδη συσσωρευμένων ημερών άδειας περασμένων ετών, που δεν του χορηγήθηκαν (ΑΠ 1240/14, ΑΠ 1683/12). Η κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 4 του ανωτέρω ΑΝ 539/45, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 παρ. 15 του Ν. 4504/66, υποβολή αίτησης του μισθωτού προς χορήγηση της άδειάς του το πολύ εντός διμήνου από την ημέρα υποβολής της, αποσκοπεί μόνο στον προσδιορισμό των χρονικών ορίων, μέσα στα οποία υπάρχει η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγήσει αυτήν και δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση από τον εργαζόμενο του σχετικού δικαιώματός του λήψης αυτής (ΑΠ 1174/14, ΑΠ 1683/12).  Επομένως σχετικές ρυθμίσεις συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κανονισμών εργασίας ή ατομικών συμβάσεων εργασίας, όπως η ρύθμιση του άρθρου 23 παρ. 5 του έχοντος ισχύ νόμου Οργανισμού Προσωπικού της αρχικώς εναγομένης και εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «... ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ», (...) με την οποία ορίζεται στο εδάφιο β ότι «Προς κατάρτισιν του ετησίου προγράμματος των αδειών, οι Προϊστάμενοι Καταστημάτων και Υπηρεσιών δέον όπως, κατά Ιανουάριον εκάστου έτους ζητούν παρά των υπαλλήλων την υποβολήν αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας, εν η θα καθορίζεται και ο χρόνος καθ’ όν ο υπάλληλος επιθυμεί όπως λάβη την άδειαν» αποβλέπουν αποκλειστικά στη διευκόλυνση του εργοδότη για τον προγραμματισμό των αδειών του προσωπικού της επιχείρησης και δεν εμποδίζουν την πραγματική χορήγηση της αδείας, ανεξαρτήτως της υποβολής σχετικής αίτησης του μισθωτού που άλλωστε δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για τη χορήγηση αυτής, πολλώ δε μάλλον που κατά το εδάφιο α της ως άνω ρύθμισης ρητώς ορίζεται ότι «Αι ετήσιαι κανονικαί άδειαι χορηγούνται υποχρεωτικώς εις το Προσωπικόν της Τραπέζης κατά τα υπό της Εργατικής Νομοθεσίας οριζόμενα».

Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. β’ του ΑΝ 539/45, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του Ν.Δ/τος 3755/55 ορίζεται ότι «επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ’ έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξει του έτους καθ’ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας ηυξημένας κατά 100%». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων και εκείνης του άρθρου 330 του ΑΚ προκύπτει ότι ναι μεν για τη θεμελίωση του δικαιώματος αδείας του μισθωτού δεν απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης (έγγραφης ή προφορικής) κατά τα ήδη προαναφερθέντα, όμως, για τη θεμελίωση της αξίωσης του μισθωτού προς λήψη της ανωτέρω κατά 100% προσαύξησης, που έχει τον χαρακτήρα αστικής ποινής, απαιτείται υπαιτιότητα του εργοδότη, έστω και σε βαθμό ελαφράς αμέλειας, η οποία υπάρχει όταν ο μισθωτός ζήτησε την άδεια και ο εργοδότης δεν την χορήγησε (ΑΠ 1174/14, ΑΠ 1240/14,  ΑΠ 434/11, ΑΠ 455/10). Η ως άνω προσαύξηση 100% αφορά μόνον στις αποδοχές και όχι στο επίδομα αδείας, αφού ο νόμος αναφέρεται ρητά στις αποδοχές αδείας και όχι στο επίδομα (Ολ ΑΠ 32/05). Επομένως στη περίπτωση αγωγής, της οποίας το αντικείμενο είναι η επιδίκαση αποδοχών αδείας προσαυξημένων κατά 100%, λόγω μη χορηγήσεως της ετήσιας αδείας εντός του έτους κατά το οποίο αυτή έπρεπε να χορηγηθεί, από υπαιτιότητα του εργοδότη, αντικείμενο αναιρετικού ελέγχου για παράβαση ουσιαστικού νόμου ή έλλειψη νόμιμης βάσης κατά τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι οι προπαρατεθείσες διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου(...)

Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης, προκύπτει ότι το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε και τα ακόλουθα ουσιώδη, αναφορικά με τους ερευνώμενους αναιρετικούς λόγους: O ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου το έτος 1976 και με την ιδιότητά του αυτή εργάστηκε έκτοτε σε διάφορες θέσεις της εναγομένης. Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. .../25-2-2012 επιστολή του Ανθρώπινου Δυναμικού Ομίλου της εναγομένης των ετών 2005 έως και 2008 προκύπτει ότι ο ενάγων κατά τα έτη αυτά δεν έλαβε κάθε έτος ολόκληρη την κανονική του άδεια, αλλά ένα μέρος αυτής και συγκεκριμένα: α) το έτος 2005 δικαιούτο να λάβει άδεια 25 ημερών και έλαβε μέσα στο έτος αυτό άδεια μόνο 14 ημερών... β) το έτος 2006 δικαιούτο να λάβει άδεια 25 ημερών και έλαβε μέσα στο έτος αυτό άδεια 34 ημερών και συνεπώς δεν δικαιούται αποδοχών αδείας, γ) το έτος 2007 δικαιούτο να λάβει άδεια 25 ημερών και έλαβε μέσα στο έτος αυτό άδεια μόνο 20 ημερών, δ) το έτος 2008 δικαιούτο να λάβει άδεια 25 ημερών και έλαβε μέσα στο έτος αυτό άδεια μόνο 16 ημερών.

Συνεπώς το αίτημα του ενάγοντος για επίδειξη εγγράφων πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον το Δικαστήριο δύναται να σχηματίσει δικανική πεποίθηση από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα... Συνακόλουθα, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εναγομένη Τράπεζα, ως εργοδότρια, δεν χορήγησε στον ενάγοντα τις άνω ημέρες αδείας, που αυτός εδικαιούτο για τα έτη 2005, 2007, 2008, είναι υποχρεωμένη κατ’ εφαρμογή των διατάξεων... να καταβάλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες προς τις ημέρες αυτές αποδοχές αδείας του... Επίσης, οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα και την προσαύξηση ποσοστού 100% στις εν λόγω αποδοχές διότι αποδείχθηκε ότι η μη χορήγηση των παραπάνω ημερών αδείας οφείλεται σε υπαιτιότητα (αμέλεια) αυτής, η οποία ήταν υποχρεωμένη πριν από τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους να παράσχει την κανονική άδεια... Η κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού Προσωπικού της εναγομένης απαιτούμενη αίτηση... σκοπεί μόνο στον προγραμματισμό των αδειών και προσδιορισμό των χρονικών ορίων εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωση για τη χορήγηση της αδείας...

Συνεπώς, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα τα εξής χρηματικά ποσά:(...)

Μόνη η καθυστέρηση καταβολής εκ μέρους του εργοδότη των αποδοχών του εργαζομένου, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστατικών που επιφέρουν ηθική μείωση αυτού, δεν συνεπάγεται την προσβολή της προσωπικότητας του τελευταίου. Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη καθυστερεί να καταβάλει στον ενάγοντα τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά... Ο ενάγων, πέραν των οχλήσεων για την καταβολή αυτών, δεν επικαλείται αλλά ούτε και αποδείχθηκαν οποιαδήποτε άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει ότι δημιουργήθηκαν σε βάρος αυτού, από υπαιτιότητα της εναγομένης, συνθήκες ηθικής μείωσης της προσωπικότητάς του. Κατόπιν αυτού, εφόσον δεν αποδείχθηκε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, από την οποία εθίγη η προσωπικότητα του ενάγοντος, μόνη η καθυστέρηση από αυτή να του καταβάλει τις πιο πάνω απαιτήσεις του δεν επέφερε... προσβολή της προσωπικότητας και συνεπώς ηθική βλάβη αυτού και επομένως ο τελευταίος δεν δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης. Κατά συνέπεια το αίτημα της αγωγής καταβολής στον ενάγοντα του ποσού των 10.000 ευρώ ως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσία... Με βάση τα ανωτέρω δέχθηκε κατ’ ουσία την έφεση του ενάγοντος, κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως αόριστη και αφού εξαφάνισε την απόφαση αυτή δέχθηκε την αγωγή κατά ένα μέρος ως και κατ’ ουσία βάσιμη.(...)