Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-57/17: «περί της έννοιας της αποζημίωσης σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη»

Περίληψη: Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι στη νόμιμη αποζημιώση που οφείλεται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εμπεριέχεται και η αποζημίωση που οφείλεται σε περίπτωση λύσης της σχέσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζομένου λόγω μεταφοράς του τόπου εργασίας από τον εργοδότη, η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τόπο κατοικίας.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 28ης Ιουνίου 2018 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη – Οδηγία 2008/94/ΕΚ – Άρθρο 3, πρώτο εδάφιο – Πληρωμή από τον οργανισμό εγγυήσεως – Αποζημιώσεις σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας – Μεταφορά του τόπου εργασίας επιβάλλουσα αλλαγή του τόπου κατοικίας του εργαζομένου – Μεταβολή ουσιώδους στοιχείου της συμβάσεως εργασίας – Λύση της συμβάσεως εργασίας από τον εργαζόμενο – Αρχή της ισότητας και της απαγορεύσεως των διακρίσεων»

Στην υπόθεση C 57/17,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Valenciana (ανώτερο δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθιας, Ισπανία) με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Φεβρουαρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης

Eva Soraya Checa Honrado

κατά

Fondo de Garantía Salarial,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal και E. Jarašiūnas (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Ιανουαρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η E. S. Checa Honrado, εκπροσωπούμενη από την A. de Oyagüe Collados, abogada,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον S. Jiménez García,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις C. Valero και I. Galindo Martín,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη (ΕΕ 2008, L 283, σ. 36).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Eva Soraya Checa Honrado και του Fondo de Garantía Salarial (ταμείου εγγυήσεως των απαιτήσεων από μισθωτή εργασία, στο εξής: Fogasa), σχετικά με την άρνηση του ταμείου αυτού να της καταβάλει, λόγω της αφερεγγυότητας του εργοδότη της, τις αποζημιώσεις που της οφείλονται λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2008/94 κωδικοποίησε την οδηγία 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1980, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητος του εργοδότη (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/004, σ. 35), όπως τροποποιήθηκε εσχάτως με την οδηγία 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002(ΕΕ 2002, L 270, σ. 10), και κατάργησε την οδηγία 80/987/ΕΟΚ.

4        Η αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2008/94 αναφέρει τα εξής:

«Είναι αναγκαία η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, ιδίως για τη διασφάλιση της πληρωμής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους και για την εξασφάλιση της κατ’ ελάχιστον προστασίας, λαμβανομένης υπόψη της αναγκαιότητας ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης στην [Ευρωπαϊκή Ένωση]. Προς τούτο, τα κράτη μέλη πρέπει να συστήσουν οργανισμό που θα εγγυάται στους οικείους μισθωτούς την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους.»

5        Κατά το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/94:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών σε κατάσταση αφερεγγυότητος, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1.

  1. 2. Τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, λόγω της ύπαρξης άλλων μορφών εγγύησης, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτές εξασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την παρούσα οδηγία.»

6        Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό των όρων “μισθωτός”, “εργοδότης”, “αμοιβή εργασίας”, “κεκτημένο δικαίωμα” και “δικαίωμα προσδοκίας”.»

7        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/94 ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, έτσι ώστε οι οργανισμοί εγγύησης να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία της καταβολής αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.

Οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγύησης είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε περίοδο που προηγείται ή/και, ενδεχομένως, έπεται μιας ημερομηνίας, την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.»

8        Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 παρέχει στα κράτη μέλη την ευχέρεια να περιορίζουν την υποχρέωση πληρωμής των οργανισμών εγγυήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 3 της οδηγίας 2008/94. Κατά τις παραγράφους 2 και 3 του εν λόγω άρθρου 4, ο περιορισμός της υποχρεώσεως αυτής μπορεί να αφορά τόσο τη διάρκεια της περιόδου που θεμελιώνει την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων από τον οργανισμό εγγυήσεως όσο και τα ανώτατα όρια για τις πληρωμές που πραγματοποιούνται από τον οργανισμό αυτόν.

9        Κατά το άρθρο 12 της οδηγίας 2008/94:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών:

α)      να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν στην αποτροπή καταχρήσεων·

[...]».

 Το ισπανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 33 του Real Decreto Legislativo 1/1995, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995, με το οποίο εγκρίνεται το κωδικοποιημένο κείμενο του νόμου για τον Εργατικό Κώδικα), της 24ης Μαρτίου 1995, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: Εργατικός Κώδικας), έχει ως εξής:

«1.      Το [Fogasa] [...] καταβάλλει στους εργαζομένους τους μισθούς που τους οφείλονται σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη τους. [...]

  1. 2. Στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, το [Fogasa] καταβάλλει τις αποζημιώσεις που έχουν αναγνωριστεί με δικαστική απόφαση, διάταξη, πράξη δικαστικού συμβιβασμού ή διοικητική πράξη στους εργαζομένους λόγω απολύσεως ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας κατά τα άρθρα 50, 51 και 52, του παρόντος νόμου [...]

[...]».

11      Το άρθρο 40 του Εργατικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Η μεταφορά εργαζομένων, οι οποίοι δεν προσλήφθηκαν ειδικώς για να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε επιχειρήσεις με κινητούς ή μετακινούμενους χώρους εργασίας, σε διαφορετικό χώρο εργασίας της ίδιας επιχειρήσεως, η οποία απαιτεί αλλαγή τόπου κατοικίας, προϋποθέτει την ύπαρξη οικονομικών, τεχνικών, οργανωτικών ή σχετικών με την παραγωγή λόγων. Ως τέτοιοι νοούνται οι λόγοι που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα ή την τεχνική ή εσωτερική οργάνωση μιας επιχειρήσεως, καθώς και οι προσλήψεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητα.

[...]

Μετά την κοινοποίηση της αποφάσεως περί μεταφοράς, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ της μεταφοράς, της εισπράξεως αποζημιώσεως για τα μεταφορικά έξοδα ή της λύσεως της συμβάσεως εργασίας του, περίπτωση στην οποία δικαιούται αποζημίωση 20 ημερομισθίων ανά έτος υπηρεσίας, τα δε μικρότερα του έτους χρονικά διαστήματα υπολογίζονται κατ’ αναλογία των συμπληρωθέντων μηνών, με ανώτατο όριο 12 μηνιαίους μισθούς.

[...]»

12      Το άρθρο 41, παράγραφος 3, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει ότι, υπό ορισμένες περιστάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, αν ο εργαζόμενος θίγεται από την απόφαση του εργοδότη, έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας του και να λάβει αποζημίωση 20 ημερομισθίων ανά έτος υπηρεσίας.

13      Το άρθρο 50 του Εργατικού Κώδικα ρυθμίζει την καταγγελία της συμβάσεως με πρωτοβουλία του εργαζομένου και εκθέτει τους διάφορους λόγους καταγγελίας. Στο πλαίσιο αυτό, η παράγραφος 1, στοιχείο a, του άρθρου αυτού αφορά τις ουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας από τον εργοδότη κατά παράβαση του άρθρου 41 του ιδίου Κώδικα οι οποίες θίγουν την αξιοπρέπεια του εργαζομένου. Τα στοιχεία b και c της παραγράφου αυτής αφορούν, αντιστοίχως, τη μη καταβολή ή τις συνεχείς καθυστερήσεις στην καταβολή του μισθού και κάθε άλλη σοβαρή παράβαση, εκ μέρους του εργοδότη, των υποχρεώσεών του, πλην περιπτώσεων ανωτέρας βίας. Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου 50 ορίζει ότι, στις περιπτώσεις αυτές, ο εργαζόμενος δικαιούται την αποζημίωση που προβλέπεται σε περίπτωση παράνομης απολύσεως.

14      Το άρθρο 51 του Εργατικού Κώδικα ρυθμίζει τις ομαδικές απολύσεις, οι οποίες αφορούν, κατά τη διάταξη αυτή, τη λύση των συμβάσεων εργασίας για οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς ή σχετικούς με την παραγωγή λόγους και θίγουν ορισμένο κατ’ ελάχιστον αριθμό εργαζομένων εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου.

15      Το άρθρο 52 του Εργατικού Κώδικα ρυθμίζει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικούς λόγους, μεταξύ των οποίων καταλέγονται η ανεπάρκεια του εργαζομένου, η αδυναμία προσαρμογής του εργαζομένου στις τεχνικές μεταβολές της θέσεως εργασίας του, οι ατομικές απολύσεις για αντικειμενικούς λόγους (οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς ή σχετικούς με την παραγωγή) και για επανειλημμένες απουσίες από την εργασία, έστω και δικαιολογημένες, οι οποίες ανέρχονται στο 20 % των εργάσιμων ημερών σε δύο διαδοχικούς μήνες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Από την 1η Νοεμβρίου 2000, η E. S. Checa Honrado παρείχε υπηρεσίες καθαρίστριας στο πάρκο αναψυχής «Terra Mítica», στο Benidorm (επαρχία του Αλικάντε, Ισπανία). Ήταν εργαζομένη της Cespa SA μέχρι την 1η Μαρτίου 2010 και κατόπιν της Soroma patrimonial SL (στο εξής: Soroma). Εργαζόταν με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχολήσεως.

17      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η Soroma ενημέρωσε εγγράφως την E. S. Checa Honrado καθώς και πέντε άλλες εργαζόμενες ότι είχε την πρόθεση να μεταφέρει, από τις 15 Μαΐου 2011, τον τόπο παροχής της εργασίας τους σε άλλο πάρκο αναψυχής στο San Martin de la Vega (Αυτόνομη Κοινότητα της Μαδρίτης, Ισπανία).

18      Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται από το αιτούν δικαστήριο, η εν λόγω μεταφορά συνεπαγόταν για την E. S. Checa Honrado αλλαγή τόπου κατοικίας, δεδομένου ότι η απόσταση μεταξύ του παλαιού και του νέου τόπου εργασίας ήταν μεγαλύτερη των 450 χλμ. Η E. S. Checa Honrado επέλεξε τη λύση της συμβάσεως εργασίας της, σύμφωνα με το άρθρο 40 του νόμου περί εργαζομένων. Η Soroma αποδέχθηκε την επιλογή αυτή.

19      Ωστόσο, λόγω του ότι η εταιρία αυτή δεν κατέβαλε οικειοθελώς την κατά νόμο οφειλόμενη αποζημίωση για την ως άνω λύση της συμβάσεως εργασίας, η E. S. Checa Honrado άσκησε αγωγή ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 1 de Benidorm (δικαστηρίου εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 1 του Benidorm, Ισπανία). Με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2011, το δικαστήριο αυτό υποχρέωσε τη Soroma να καταβάλει ποσό 7 453,77 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40 του νόμου περί εργαζομένων.

20      Επειδή η Soroma συμμορφώθηκε μερικώς μόνον προς την απόφαση αυτή, η E. S. Checa Honrado επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτελέσεως. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Soroma κηρύχθηκε αφερέγγυα στις 11 Ιουνίου 2013. Η απόφαση περί κηρύξεως της αφερεγγυότητας κοινοποιήθηκε στο Fogasa. Η E. S. Checa Honrado ζήτησε από το Fogasa να αναλάβει το ανεξόφλητο λόγω αφερεγγυότητας της Soroma ποσό της αποζημιώσεως. Το Fogasa απέρριψε την αίτηση αυτή, για τον λόγο ότι οι αποζημιώσεις λόγω λύσεως συμβάσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζομένου ο οποίος θίγεται από την απόφαση του εργοδότη του περί αλλαγής του τόπου εργασίας δεν καλύπτονται από την εγγύηση του άρθρου 33, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα.

21      Η E. S. Checa Honrado προσέφυγε, κατόπιν της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, ενώπιον του Juzgado de lo Social n° 2 de Alicante (δικαστηρίου εργατικών διαφορών υπ’ αριθ. 2 του Αλικάντε, Ισπανία), το οποίο απέρριψε τα αιτήματά της.

22      Επιληφθέν εφέσεως, το αιτούν δικαστήριο, Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Valenciana (ανώτερο δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθιας, Ισπανία), εκθέτει ότι διατηρεί αμφιβολίες ως προς το συμβατό του άρθρου 33, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα με το δίκαιο της Ένωσης, για τον λόγο ότι η διάταξη αυτή περιορίζει την εγγύηση της καταβολής των αποζημιώσεων από το Fogasa στις περιπτώσεις απολύσεως ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας κατά τα άρθρα 50 έως 52 του Κώδικα αυτού. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι αποκλείονται έτσι από τον μηχανισμό εγγυήσεως οι αξιώσεις που προκύπτουν από άλλους νόμιμους τρόπους λύσεως της σχέσεως εργασίας που δημιουργούν δικαίωμα αποζημιώσεως, όπως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 40 του εν λόγω Κώδικα ο οποίος, καίτοι εμφανίζεται ως επιλογή, στην πραγματικότητα περιλαμβάνει λύση της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικούς λόγους.

23      Αναφερόμενο στην απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera (C 422/14, EU:C:2015:743), το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα έπρεπε να συμπεριλάβει όλες τις περιπτώσεις λύσεως της συμβάσεως εργασίας για λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο του εργαζομένου. Ως εκ τούτου, η διάταξη αυτή του εν λόγω Κώδικα, δεδομένου ότι δεν καλύπτει άλλους νόμιμους τρόπους λύσεως της σχέσεως εργασίας οι οποίοι συνεπάγονται την υποχρέωση καταβολής νομίμως καθοριζόμενων αποζημιώσεων, όπως η προβλεπόμενη στο άρθρο 40 του ιδίου Κώδικα, συνιστά, κατά το εν λόγω δικαστήριο, αδικαιολόγητη εξαίρεση η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 2008/94.

24      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι το Fogasa εν προκειμένω «αντιμετώπισε κατά τρόπο που εισάγει διακρίσεις τις διάφορες θιγόμενες εργαζόμενες», λόγω της εσφαλμένης μεταφοράς της οδηγίας 2008/94 στο ισπανικό δίκαιο.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de la Comunidad Valenciana (ανώτερο δικαστήριο της Αυτόνομης Κοινότητας της Βαλένθιας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει η “αποζημίωση σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας”, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [2008/94], την έννοια ότι καλύπτει την κατά νόμο οφειλόμενη αποζημίωση από επιχείρηση σε εργαζόμενο λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας συνεπεία μεταβολής ουσιώδους όρου της συμβάσεως εργασίας, όπως είναι η γεωγραφική κινητικότητα που υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τόπο κατοικίας;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

26      Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι, όταν, κατά την οικεία εθνική ρύθμιση, ορισμένες νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζόμενου καθώς και οι αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση απολύσεως για αντικειμενικούς λόγους, όπως αυτές τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, εμπίπτουν στην έννοια των «αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας», κατά τη διάταξη αυτή, οι νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζόμενου λόγω της μεταφοράς του τόπου εργασίας από τον εργοδότη η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τόπο κατοικίας πρέπει επίσης να εμπίπτουν στην ίδια αυτή έννοια.

27      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/94 ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται στις απαιτήσεις μισθωτών από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας κατά εργοδοτών που τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητος.

28      Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε οι οργανισμοί εγγυήσεως να εξασφαλίζουν, με την επιφύλαξη του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής, την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων των μισθωτών που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας ή από σχέσεις εργασίας περιλαμβανομένης, όποτε αυτό προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, της καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού διευκρινίζει ότι οι απαιτήσεις τις οποίες αναλαμβάνει ο οργανισμός εγγυήσεως είναι όσες αφορούν ανεξόφλητες αμοιβές εργασίας που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη περίοδο την οποία προσδιορίζουν τα κράτη μέλη.

29      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 διευκρινίζει ότι η οδηγία δεν θίγει το εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον ορισμό του όρου «αμοιβή εργασίας».

30      Επομένως, από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να διευκρινίσει τις αποζημιώσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Eschenbrenner, C 496/15, EU:C:2017:152, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει ότι η ευχέρεια την οποία η εν λόγω οδηγία αναγνωρίζει στο εθνικό δίκαιο όσον αφορά τον καθορισμό των παροχών με την καταβολή των οποίων βαρύνεται ο οργανισμός εγγυήσεως υπόκειται στις επιταγές που απορρέουν από τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2008, Robledillo Núñez, C 498/06, EU:C:2008:109, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Η τελευταία αυτή αρχή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο παρεμφερείς καταστάσεις, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Rodríguez Caballero, C 442/00, EU:C:2002:752, σκέψη 32· της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Cordero Alonso, C 81/05, EU:C:2006:529, σκέψη 37, και της 17ης Ιανουαρίου 2008, Velasco Navarro, C 246/06, EU:C:2008:19, σκέψη 36).

33      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα προβλέπει ρητώς την εγγύηση της καταβολής των αποζημιώσεων που διασφαλίζει το Fogasa στις περιπτώσεις απολύσεως ή λύσεως της συμβάσεως εργασίας που προβλέπουν τα άρθρα 50 έως 52 του Κώδικα αυτού, αλλά δεν αφορά άλλους νόμιμους τρόπους λύσεως της σχέσεως εργασίας που συνεπάγονται την υποχρέωση καταβολής νόμιμων αποζημιώσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ιδίως ο προβλεπόμενος στο άρθρο 40 του ιδίου αυτού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο λύθηκε η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σχέση εργασίας.

34      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 40 του Εργατικού Κώδικα προβλέπει ότι η μεταφορά των εργαζομένων από τον εργοδότη σε άλλον τόπο εργασίας ανήκοντα στον ίδιο εργοδότη η οποία απαιτεί αλλαγή του τόπου κατοικίας των εργαζομένων αυτών πρέπει να στηρίζεται σε οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς και σχετικούς με την παραγωγή λόγους και, στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να επιλέξει τη λύση της συμβάσεως εργασίας του, οπότε δικαιούται αποζημίωση 20 ημερομισθίων ανά έτος υπηρεσίας.

35      Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι τα άρθρα 50 έως 52 του Εργατικού Κώδικα, τα οποία αναφέρει το άρθρο 33, παράγραφος 2, του Κώδικα αυτού, ρυθμίζουν αντιστοίχως τη λύση της σχέσεως εργασίας από τον εργαζόμενο, τη λύση της σχέσεως εργασίας λόγω ομαδικών απολύσεων και τη λύση της σχέσεως εργασίας για αντικειμενικούς λόγους.

36      Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το άρθρο 50 του Εργατικού Κώδικα απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους επιτρέπεται σε εργαζόμενο να ζητήσει τη λύση της σχέσεως εργασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ιδίως οι ουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας από τον εργοδότη κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 41 του εν λόγω Κώδικα οι οποίες θίγουν την αξιοπρέπεια του εργαζόμενου καθώς και κάθε άλλη σοβαρή παράβαση, εκ μέρους του εργοδότη, των υποχρεώσεών του, και ότι ο εργαζόμενος δικαιούται στις περιπτώσεις αυτές τις αποζημιώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση παράνομης απολύσεως.

37      Το άρθρο 51 του Εργατικού Κώδικα ρυθμίζει τις ομαδικές απολύσεις, οι οποίες αφορούν τη λύση της συμβάσεως εργασίας για οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς και σχετικούς με την παραγωγή λόγους, και θίγουν ορισμένο κατ’ ελάχιστον αριθμό εργαζομένων για καθορισμένη χρονική περίοδο. Το άρθρο 52 του Κώδικα αυτού ρυθμίζει τη λύση της συμβάσεως για αντικειμενικούς λόγους, περιλαμβάνοντες μεταξύ άλλων την ανεπάρκεια του εργαζομένου, την αδυναμία προσαρμογής του εργαζομένου στις τεχνικές μεταβολές που πραγματοποιούνται στη θέση εργασίας του και τις ατομικές απολύσεις για αντικειμενικούς λόγους, ήτοι οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς ή σχετικούς με την παραγωγή λόγους.

38      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η λύση της σχέσεως εργασίας κατά το άρθρο 40 του Εργατικού Κώδικα είναι πραγματική λύση της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικό λόγο, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει οικονομικούς, τεχνικούς, οργανωτικούς ή σχετικούς με την παραγωγή λόγους δικαιολογούντες ουσιώδη μεταβολή των όρων εργασίας και η παρεχόμενη στον εργαζόμενο επιλογή να θέσει τέλος στη σχέση εργασίας συνδέεται με την προφανή ζημία που του προκαλεί η αλλαγή του τόπου παροχής της εργασίας του η οποία τον υποχρεώνει να αλλάξει τόπο κατοικίας.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι επιλέγουν τη λύση της σχέσεως εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 40 του Εργατικού Κώδικα βρίσκονται σε παρεμφερή θέση με αυτήν στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι οι οποίοι επιλέγουν τη λύση της σχέσεως εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 50 του Εργατικού Κώδικα, δεδομένου ότι επιλέγουν τη λύση αυτή λόγω του ότι ο εργοδότης προβαίνει σε ουσιώδεις μεταβολές των όρων εργασίας τους ως προς τις οποίες ο Ισπανός νομοθέτης έκρινε ότι δεν μπορούν να τους επιβληθούν, δεδομένου ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις προέβλεψε ότι ο εργαζόμενος μπορεί να επιλέξει τη λύση της σχέσεως εργασίας και ότι, εξάλλου, δικαιούται αποζημίωση.

40      Πρέπει περαιτέρω να υπογραμμισθεί ότι οι εργαζόμενοι των οποίων η σχέση εργασίας έχει λυθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40 του Εργατικού Κώδικα βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση με αυτήν στην οποία βρίσκονται οι εργαζόμενοι που απολύονται για έναν από τους αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται στα άρθρα 50 έως 52 του εν λόγω Κώδικα, στο μέτρο κατά το οποίο από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η λύση της σχέσεως εργασίας βάσει του εν λόγω άρθρου 40 θεωρείται επίσης ως καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικό λόγο.

41      Δυνάμει όμως του άρθρου 33, παράγραφος 2, του Εργατικού Κώδικα, μόνον οι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 50 έως 52 του Κώδικα αυτού και όχι αυτοί που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 40 του εν λόγω Κώδικα τυγχάνουν της εκ μέρους του Fogasa καταβολής των ανεξόφλητων απαιτήσεών τους που απορρέουν από αποζημιώσεις λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας.

42      Συνεπώς στο πλαίσιο αυτό, η διαφορετική μεταχείριση που επιφυλάσσει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στους εργαζομένους των οποίων οι απαιτήσεις που προκύπτουν από αποζημίωση λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας βάσει του άρθρου 40 του Εργατικού Κώδικα μπορεί να γίνει δεκτή, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, μόνον αν δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ., επίσης, επ’ αυτού, απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2004, Olaso Valero, C 520/03, EU:C:2004:826, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Συναφώς, το επιχείρημα της Ισπανικής Κυβερνήσεως ότι, κατ’ ουσίαν, το περιθώριο εκτιμήσεως που αφήνει στα κράτη μέλη η οδηγία 2008/94 επιτρέπει στον Ισπανό νομοθέτη να επιλέγει ότι ο οργανισμός εγγυήσεως αναλαμβάνει μόνον τις «αποζημιώσεις λόγω λύσεως της σχέσεως εργασίας για λόγους ανεξάρτητους της βουλήσεως του εργαζομένου» και, συνεπώς, δεν εγγυάται τις απαιτήσεις που προκύπτουν από ηθελημένη επιλογή του οικείου εργαζομένου δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

44      Πράγματι, με το επιχείρημα αυτό επιδιώκεται να αμφισβητηθεί ότι είναι παρεμφερείς οι καταστάσεις των εργαζομένων που επέλεξαν τη λύση των συμβάσεων εργασίας τους σύμφωνα με το άρθρο 40 του Εργατικού Κώδικα, αφενός, και των εργαζομένων των οποίων η σύμβαση εργασίας λύθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 50 έως 52 του ιδίου Κώδικα, αφετέρου. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει όμως ότι η λύση της συμβάσεως εργασίας δυνάμει του εν λόγω άρθρου 40 δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απορρέει από τη βούληση του εργαζομένου, εφόσον αποτελεί συνέπεια του ότι ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε μεταβολή της συμβάσεως εργασίας τόσο ουσιώδη όσο η μεταφορά του τόπου εργασίας σε απόσταση η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τον τόπο κατοικίας του, και ότι ο νόμος προβλέπει την καταβολή αποζημιώσεως από τον εργοδότη όταν ο εργαζόμενος αρνηθεί τη μεταφορά αυτή και επιλέξει τη λύση της σχέσεως εργασίας.

45      Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η Ισπανική Κυβέρνηση, ερωτηθείσα επ’ αυτού από το Δικαστήριο, δεν προσκόμισε κανένα άλλο στοιχείο δυνάμενο να δικαιολογήσει διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την ανάληψη από το Fogasa των απαιτήσεων που απορρέουν από τις αποζημιώσεις του άρθρου 40 του Εργατικού Κώδικα και των απαιτήσεων που απορρέουν από τις αποζημιώσεις των άρθρων 50 έως 52 του Κώδικα αυτού.

46      Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία του άρθρου 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94, την οποία υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, δεν συνάδει με τον κοινωνικό σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 3 της εν λόγω οδηγίας, συνίσταται στην εξασφάλιση μιας κατ’ ελάχιστον προστασίας σε ενωσιακό επίπεδο σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη με την πληρωμή των ανεξόφλητων απαιτήσεων που απορρέουν από συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Eschenbrenner, C 496/15, EU:C:2017:152, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Εξάλλου, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν, κατ’ εξαίρεση, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής τις απαιτήσεις ορισμένων κατηγοριών μισθωτών, λόγω της υπάρξεως άλλων μορφών εγγυήσεως, εφόσον διαπιστώνεται ότι αυτές εξασφαλίζουν στους ενδιαφερόμενους προστασία ισοδύναμη με εκείνη που απορρέει από την οδηγία αυτή. Αφετέρου, το άρθρο 12, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα που αποσκοπούν την αποτροπή καταχρήσεων.

48      Πάντως, επισημαίνεται ότι από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα δικογραφία και, ειδικότερα, από τις παρατηρήσεις της Ισπανικής Κυβερνήσεως δεν προκύπτει ότι περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης θεωρούνται εξαιρετικές κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/94 ή συνιστούν κατάχρηση υπό την έννοια του άρθρου 12, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής.

49      Συνεπώς, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94 έχει την έννοια ότι, όταν, κατά την οικεία εθνική ρύθμιση, ορισμένες νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζόμενου καθώς και οι αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση απολύσεως για αντικειμενικούς λόγους, όπως αυτές τις οποίες αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, εμπίπτουν στην έννοια των «αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας», κατά τη διάταξη αυτή, οι νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζομένου λόγω μεταφοράς του τόπου εργασίας από τον εργοδότη η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τόπο κατοικίας πρέπει επίσης να εμπίπτουν στην ίδια αυτή έννοια.

 Επί των δικαστικών εξόδων

50      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2008, περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, έχει την έννοια ότι, όταν, κατά την οικεία εθνική ρύθμιση, ορισμένες νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζόμενου καθώς και οι αποζημιώσεις που οφείλονται λόγω απολύσεως για αντικειμενικούς λόγους, όπως αυτές που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, εμπίπτουν στην έννοια των «αποζημιώσεων σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας», κατά τη διάταξη αυτή, οι νόμιμες αποζημιώσεις που οφείλονται σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας με τη βούληση του εργαζομένου λόγω μεταφοράς του τόπου εργασίας από τον εργοδότη η οποία υποχρεώνει τον εργαζόμενο να αλλάξει τόπο κατοικίας πρέπει επίσης να εμπίπτουν στην ίδια αυτή έννοια.

(υπογραφές)