Άρειος Πάγος 525/2018 «περί ακυρότητας της καταγγελίας προσωπικού ασφαλείας σε εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφάλειας»

Περίληψη: Στην έννοια του «κανόνα ουσιαστικού δικαίου» υπάγεται και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Συνεπώς, η παραβίαση κανόνα ΣΣΕ από τα δικαστήρια της ουσίας δημιουργεί τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ – Αποδοχές εργαζομένων στις επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας – Περίπτωση μισθωτού προσληφθέντος στο τμήμα του προσωπικού ασφαλείας – Καταγγελία συμβάσεως και επιδίκαση μικρότερου ποσού αποζημιώσεως – Υπολογισμός της αποζημιώσεως βάσει των αποδοχών του τελευταίου εργασιακού μηνός – Ακυρότητα της καταγγελίας και απόρριψη της ενστάσεως του εργοδότου περί συγγνωστής πλάνης ως προς το ποσόν της αποζημιώσεως, αφού το μη καταβληθέν ποσόν είναι σημαντικό και η  εναγομένη απασχολεί περισσότερους από 2.500 εργαζομένους, έχει βραβευτεί και περιλαμβάνεται στις 500 πιο κερδοφόρες εταιρίες και συνεπώς δεν δικαιολογείται η πλάνη της – Οι αποδοχές υπερημερίας είναι ό,τι ακριβώς θα ελάμβανε ο μισθωτός, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων για την νυκτερινή και την εργασία των Κυριακών, την οποία παρείχε σταθερώς και μονίμως προ της απολύσεώς του.

 

(...) 2. (...) Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 17-9-2010 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται τα ακόλουθα: Με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσλήφθηκε στις 19-11-2001 από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως φύλακας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι αποδοχών, όπως ορίζονται στις οικείες κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τις οποίες συνήψαν τα συνδικαλιστικά σωματεία του κλάδου του. Ωστόσο, η εναγομένη στις 17-6-2010 κατήγγειλε την ως άνω εργασιακή του σύμβαση, αφενός μεν καταβάλλοντάς του μικρότερη της προβλεπόμενης από το νόμο αποζημίωσης, αφετέρου δε διαπνεόμενη από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, όπως εκείνοι λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή. Ο μήνας Μάιος του έτους 2010 είναι ο τελευταίος μήνας πλήρους απασχόλησής του στην εναγομένη με βάση το .../5-5-2010 ωροπρόγραμμά της. Έτσι οι αποδοχές του, που έπρεπε να του καταβάλει, ανέρχονταν (νόμιμος μισθός και για την πρόσθετη εργασία του τα Σάββατα, αργίες και νύκτες) (...)

Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή ουδεμία αοριστία έπασχε ως προς τις ζητούμενες προσαυξήσεις νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές του μήνα Μαΐου του έτους 2010, όπως ορθά έκρινε και το Εφετείο, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για την επιδίκαση αμοιβών για εργασία κατά τη νύκτα και Κυριακές αρκεί ο αριθμητικός προσδιορισμός των ημερών και ωρών αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφέρονται, στοιχεία που με πληρότητα παρατίθενται στην αγωγή και μάλιστα αναφέρονται σ’ αυτήν και οι ακριβείς ημερομηνίες και ώρες.

Συνεπώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με το να δεχθεί περιστατικά νυκτερινής εργασίας και εργασίας κατά τις Κυριακές δεν έσφαλε.

  1. Στην έννοια του «κανόνα ουσιαστικού δικαίου» του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ υπάγεται και η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που έχει νομίμως καταρτιστεί από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους των δύο πλευρών, ύστερα από ελεύθερες μεταξύ τους διαπραγματεύσεις και έχει δημοσιευθεί νομίμως, αφού στις ΣΣΕ, με τις οποίες συμπληρώνονται οι γενικοί όροι εργασίας που καθορίζονται με νόμο (άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος), ρυθμίζονται ουσιαστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις εργαζομένων και εργοδοτών.  Έτσι, η παραβίαση των ΣΣΕ από τα δικαστήρια της ουσίας, κατά την επίλυση των εργατικών διαφορών, δημιουργεί τον λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω το άρθρο 1 παρ. 1.2 του Α’ Παραρτήματος της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2009, με τίτλο «Κατώτατα όρια αποδοχών» ορίζει τα εξής: «Σε όλα τα μισθολογικά κλιμάκια στα οποία υπάγονται οι εργαζόμενοι πλην των νεοπροσλαμβανομένων από 1-1-2009 δεν θα επέλθει ουδεμία μισθολογική μεταβολή (βασικός μισθός και επιδόματα) πλην από αυτά που προβλέπει η εργατική νομοθεσία (προσαυξήσεις νυχτερινών, αργιών, κ.λπ.) και των όσων ρητά αναφέρονται ανωτέρω (Άρθρο 1, παρ. 1.1)». Το άρθρο 1.1. του Α’ Παραρτήματος της ίδιας κλαδικής ΣΣΕ ορίζει: «Οι κατώτατες βασικές αποδοχές των εργαζομένων ....αυξάνονται σε ποσοστό 5,5% για το έτος 2009 και ο μισθός διαμορφώνεται στο ποσό των 739,56 ευρώ στο κλιμάκιο (0-2) και ισχύουν σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1 Α 3 της ισχύουσας ΕΓΣΣΕ». Ακόμη το άρθρο 2 παρ. 2.9 του Α’ Παραρτήματος της ίδιας Κλαδικής ΣΣΕ με τίτλο «Επιδόματα» ορίζει: «Η μεταβατικότητα των κλιμακίων ισχύει μέχρι και την 31-12-2008 (δηλαδή όσοι εργαζόμενοι μέχρι και την παραπάνω ημερομηνία συμπληρώνουν την απαιτούμενη προϋπηρεσία για αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου μεταφέρονται στο επόμενο με την ανάλογη προσαύξηση). Από την 1-1-2009 μέχρι και 31-12-2009 δεν θα υπάρξει αλλαγή μισθολογικού κλιμακίου για τους εργαζόμενους όλων των ειδικοτήτων που υπάγονται στην παρούσα ΚΣΣΕ». Εξάλλου, στο προοίμιο της Κλαδικής Σύμβασης Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας του έτους 2010, ορίζεται: «Οι παρούσες οικονομικές συνθήκες στην αγορά εργασίας και κυρίως η αναγκαιότητα διασφάλισης των υφιστάμενων θέσεων εργασίας επιβάλλουν όπως για όλο το διάστημα ισχύος της παρούσης διατηρηθεί αμετάβλητο το μισθοδοτικό καθεστώς, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί με την προϊσχύουσα έως την 31-12-2009 από 8-4-2009 ΚΣΣΕ των εργαζομένων στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για τους υπαγόμενους στο Παράρτημα Α της παρούσας». Επίσης, το άρθρο 1 παρ. 1.1 του Παραρτήματος Α της ΚΣΣΕ 2010 ορίζει: «Οι κατώτατες αποδοχές όλων των μισθολογικών κλιμακίων που καλύπτει η παρούσα Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του Α’ παραρτήματος καταβάλλονται με τους ίδιους όρους όπως η προϊσχύουσα ΚΣΣΕ όπως είχαν διαμορφωθεί την 31-12-2009 αμετάβλητες, έως ότου κατατεθούν, συμφωνηθούν και προσαρτηθούν τα νέα κλιμάκια».

Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα: «Δυνάμει της από 19-11-2001 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, η οποία τότε έφερε την επωνυμία «... ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ», προκειμένου να παράσχει την εργασία του, ως προσωπικό ασφαλείας, επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, οκτώ ώρες ημερησίως και έναντι του οριζόμενου μισθού, κατέχοντας μάλιστα την απαιτούμενη από το Ν. 2518/97 άδεια εργασίας,(παρ. 6) η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι και τις 5-6-2012. Ειδικότερα, στο πλαίσιο παροχής της ως άνω εργασίας του, τοποθετήθηκε αρχικά στο χώρο φύλαξης του τυπογραφείου της εφημερίδας «Η ...», στη συνέχεια στις εγκαταστάσεις (στα κεντρικά γραφεία) της εταιρίας ρολογιών … και από τον Ιανουάριο του 2002 στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας οικονομικών ερευνών, θέση στην οποία παρέμεινε έως τις 17-6-2010, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως την εργασιακή του σύμβαση, καταβάλλοντάς του, ως αποζημίωση, το συνολικό ποσό των 7.605,97 ευρώ. Περαιτέρω. αποδείχθηκε ότι κατά τον τελευταίο εργασιακό μήνα πριν την απόλυσή του, δηλαδή κατά το διάστημα από τις 17-5-2010 έως τις 17-6-2010, ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει ως τακτικές αποδοχές: α) 1.113,70 ευρώ (1.039,42 ευρώ ως βασικό μισθό, όπως εκείνος είχε διαμορφωθεί με βάση τη συναφθείσα από τα συνδικαλιστικά σωματεία των διαδίκων από 29-6-2010 εθνική κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας και το προβλεπόμενο στην ίδια μισθολογικό κλιμάκιο στο οποίο εντασσόταν ο ενάγων ως άγαμος και με βάση την προηγούμενη από 8-4-2009 κλαδική σύμβαση προϋπηρεσία 6 έως 8 έτη + 74,28 ευρώ ως επίδομα κλάδου), β) 225,45 ευρώ, ως προσαύξηση αμοιβής για παροχή, εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, 135 ωρών νόμιμης νυκτερινής εργασίας (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος Χ 135 ώρες Χ 25% η προβλεπόμενη από το άρθρο μόνον της ΚΥΑ 18310/46 προσαύξηση), γ) 227,95 ευρώ, ως αμοιβή για παροχή 19 και 1/2 ωρών νόμιμης εργασίας κατά τις Κυριακές 23-5-2010, 30-5-2010, 6-5-2010 και 13-6-2010, δίχως να λάβει ανάπαυση σε άλλη ημέρα των εβδομάδων που ακολούθησαν εκείνες (6,68 ευρώ το ωρομίσθιο του ενάγοντος Χ 19,5 ώρες + 75% η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 του Ν. 435/76 προσαύξηση). Κατά συνέπεια, το συνολικό ύψος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, στις οποίες περιλαμβάνονται κατά νόμο και τα υπό στοιχεία β’ και γ’ ποσά εφόσον αυτά χορηγούνταν σταθερώς και μονίμως ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του εν λόγω διαδίκου ανέρχεται σε 1.567,10 ευρώ.

Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και έκρινε ότι οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος κατά τον τελευταίο χρόνο πριν την απόλυσή του ανέρχονταν στο ποσό των 1.567,10 ευρώ δεν έσφαλε και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσία. Κατόπιν των παραπάνω, βάσει του ως άνω ποσού των 1.567,10 ευρώ θα έπρεπε, κατά νόμο (άρθρο 5 παρ. Ι Ν. 3198/55) να υπολογιστεί η οφειλόμενη στον ενάγοντα αποζημίωση για την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης, η οποία, επομένως ανέρχεται σε 9.141,40 (1.567,10 ευρώ + 1/6 ως προσαύξηση για την εξεύρεση της αναλογίας επιδομάτων εορτών και αδείας χ 5 μήνες ενόψει οκταετούς προϋπηρεσίας) και όχι σε 7.605,97 ευρώ, ποσό που καταβλήθηκε για το σκοπό αυτό.

Συνεπώς, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η από 17-6-2010 καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος είναι εκ του λόγου αυτού άκυρη, αφού μόνη η διαπίστωση καταβολής αποζημίωσης υπολειπόμενης της νόμιμης, που αναφέρεται στην αγωγή, αρκεί για την αναγνώριση της ένδικης απόλυσης ως άκυρης. Η ένσταση δε της εναγομένης περί συγγνωστής της πλάνης ως προς το ακριβές ποσό της οφειλόμενης στον ενάγοντα αποζημίωσης είναι αβάσιμη στην ουσία της και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθόσον δεν καταβλήθηκε σημαντικό ποσό της αποζημίωσης (1.535,43 ευρώ), αλλά και διότι η εναγομένη απασχολεί πλέον των 2.500 εργαζομένων, έχοντας μάλιστα βραβευθεί για το έτος 2011, ενώ συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στις 500 πιο κερδοφόρες εταιρίες, κατέχοντας σημαντική θέση στο κλάδο της και έτσι δεν δικαιολογείται η πλάνη της ως προς την καταβολή μισθών ή αποζημιώσεων προς τους εργαζομένους της.

Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και απέρριψε την ένσταση της εναγομένης περί συγγνωστής πλάνης ως προς το ποσό αποζημίωσης απόλυσης, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και συνεπώς ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω συνεπεία της διαγνωσθείσας ακυρότητας της ένδικης απόλυσης, η εναγομένη περιήλθε από τις 18-6-2010 σε υπερημερία δανειστή, η οποία (υπερημερία) τουλάχιστον μέχρι και τις 18- 6-2011, πιθανολογηθέντα από τον ενάγοντα χρόνο συζήτησης της αγωγής, δεν είχε αρθεί.

Συνεπώς, για το διάστημα αυτό, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποδοχές υπερημερίας ό,τι ακριβώς θα ελάμβανε αυτός εάν η ίδια δεν απέκρουε την προσφορά της εργασίας του, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων στο νόμο προσαυξήσεων για εργασία κατά τη νύκτα και τις Κυριακές, εφόσον, όπως προεκτέθηκε, επρόκειτο για εργασία παρεχόμενη σταθερώς και μονίμως κατά το χρόνο που προηγήθηκε της ένδικης απόλυσης. (....)

Τα άνω δε ποσά οφείλονται στον ενάγοντα νομιμότοκα..... .Επομένως το συνολικό ποσό που οφείλει τελικώς η εναγομένη στον αντίδικό της ως αποδοχές υπερημερίας, για το διάστημα από 18-6-2010 έως 18-6-2011, ανέρχεται σε ευρώ 12.542,28...Κατ’ ακολουθίαν των παραπάνω και γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της έφεσης, πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση 484/13 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί κατ’ ουσία η κρινόμενη αγωγή (άρθρο 535 ΚΠολΔ), η οποία πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη εταιρία να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των ευρώ 12.542,28 με το νόμιμο τόκο από τότε που το κάθε ποσό κατέστη απαιτητό μέχρι την εξόφληση. Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των Κλαδικών Συμβάσεων Εργασίας Εργαζομένων στις Επιχειρήσεις Παροχής Υπηρεσιών Ασφαλείας Συστημάτων όλης της χώρας των ετών 2009 και 2010 και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος από τον αριθμό 1 του 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.