Αρείου Πάγου 1512/2018 περί «του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας και μετά την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη»

Περίληψη: Απόλυση για συνδικαλιστική δράση. Η καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία, ελεγχομένη κατά το άρθρο 281 ΑΚ – Το νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά από την κύρωση του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη –  Το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται, ακόμη και αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία εκ μέρους του εργοδότη – Η υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως στον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο για κάθε περίπτωση καταγγελίας, υπάρχει δε ακόμη και αν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για την λύση του ενοχικού δεσμού – Συνεπώς ουδεμία σημασία έχει η αναφορά ή μη στην ύπαρξη βασίμου λόγου για την λύση της συμβάσεως – Το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνον κατ’ άρθρον 281 ΑΚ, όπως και προηγουμένως, μετά από αγωγή του εργαζομένου στο αρμόδιο δικαστήριο – Άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση – Έννοια «συνδικαλιστικής δράσης» – Οι συνδικαλιστικοί αγώνες που αποβλέπουν στην μη εφαρμογή ασύμφορων για τους εργαζομένους μέτρων δεν καθίστανται άνευ άλλου τινός μη νόμιμοι, όταν δεν γίνονται με παράνομα μέσα.

 

Διαβάστε περισσότερα:

  1. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 ΑΚ, 1 του Ν. 2112/20 και 1, 5 του Ν. 3198/55 συνάγεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου συνιστά δικαίωμα του εργοδότη ή του εργαζόμενου και είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία. Ως εκ τούτου, το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας, για την οποία γίνεται. Η άσκησή της, όμως, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός αυτής (ΑΚ 281). Οπότε, σε περίπτωση τέτοιας υπέρβασης, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη, ως καταχρηστική και, κατά συνέπεια, άκυρη (ΑΚ 174, 180). Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια ή διάθεση εκδικήσεως, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτήν κάποια εμφανής ή αληθής αιτία. Ο εργαζόμενος, επιδιώκοντας την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει συγκεκριμένα περιστατικά, εξ αιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει, προφανώς, τα όρια που διαγράφει η ΑΚ 281 και, εκ του λόγου αυτού, καθίσταται απαγορευμένη.
  2. Το ως άνω νομικό καθεστώς δεν άλλαξε μετά την κύρωση (άρθρο πρώτο του Ν. 4359/16, που ισχύει από 20-1-2016) του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (στο εξής: ΑναθΕΚΧ). Πράγματι, είναι αληθές ότι με το άρθρο 24 στοιχείο α’ του ΑναθΕΚΧ αναγνωρίζεται «το δικαίωμα όλων των εργαζομένων να μη λύεται η εργασιακή τους σχέση χωρίς βάσιμο λόγο που να συνδέεται με την ικανότητα ή τη συμπεριφορά τους ή να βασίζεται στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας».Περαιτέρω, όμως, με το άρθρο 24 στοιχείο β’ του ΑναθΕΚΧ, ως συνέπεια της παραβίασης του ως άνω δικαιώματος προβλέπεται μόνο «το δικαίωμα των εργαζομένων, των οποίων η εργασιακή σχέση λύεται χωρίς βάσιμο λόγο, σε επαρκή αποζημίωση ή άλλη κατάλληλη επανόρθωση». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ακόμη και αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για την καταγγελία της συμβάσεως ή σχέσεως εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη, το κύρος της καταγγελίας δεν θίγεται. Η δε υποχρέωση του εργοδότη να αποζημιώσει τον εργαζόμενο αναγνωρίζεται από παλιά στο εσωτερικό δίκαιο (Ν. 2112/20, Ν. 3198/55, ΒΔ 16/18-7-1920, σε συνδυασμό με Ν. 3899/10 και Ν. 4093/12) για κάθε περίπτωση καταγγελίας (με εξαίρεση εκείνη που γίνεται λόγω υποβολής μηνύσεως) και δεν αίρεται ακόμη και όταν ο εργοδότης θα μπορούσε να αποδείξει βάσιμο λόγο για τη λύση του ενοχικού δεσμού. Ως εκ τούτου, η θετική ή αποφατική αναφορά σε βάσιμο λόγο καταγγελίας αποβαίνει αλυσιτελής. Γι’ αυτό και το κύρος της ήδη γενομένης καταγγελίας εξακολουθεί να ελέγχεται εξατομικευμένα μόνο με την εφαρμογή της ΑΚ 281, όπως και προηγουμένως, ύστερα από αγωγή του εργαζόμενου στο αρμόδιο δικαστήριο.
  3. Ειδικότερη εκδήλωση των ανωτέρω συνιστά η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 1264/82, σύμφωνα με την οποία «είναι άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση».Τέτοια δράση συνιστά κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στην προαγωγή ή διαφύλαξη των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών ή συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, εφ’ όσον εκδηλώνεται μέσα στο πλαίσιο της νομιμότητας. Όπως, στην περίπτωση αμφισβήτησης του κύρους της καταγγελίας ως καταχρηστικής, ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να επικαλεσθεί συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία, υποτιθέμενα αληθινά, στοιχειοθετούν προφανή υπέρβαση των ορίων που θέτει η ΑΚ 281, έτσι και στην περίπτωση απόδοσης της καταγγελίας σε συνδικαλιστική δραστηριότητα, ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί περιστατικά, τα οποία υποτιθέμενα αληθινά εμπίπτουν στην έννοια αυτή και βρίσκονται σε αιτιώδη σύνδεσμο με την καταγγελία. Εάν ελλείπουν παντελώς τέτοια περιστατικά, η αγωγή, στην οποία γίνεται μόνο γενική αναφορά στο πραγματικό των ως άνω διατάξεων, ελέγχεται ως αόριστη και εξ αυτού απαράδεκτη. Εφ’ όσον, όμως, γίνεται επαρκής επίκληση περιστάσεων, η περαιτέρω ανάλυση ή επεξήγηση αυτών είναι επιτρεπτό να ακολουθήσει με τις προτάσεις (ΚΠολΔ 224) και να προκύψει από τις αποδείξεις. (...)
  4. Η ένδικη αγωγή ήταν επαρκώς ορισμένη. Πράγματι, ο ενάγων στήριξε την αγωγή σε δύο επάλληλες βάσεις. Τη μία εκ του άρθρου 281 ΑΚ, με την οποία επικαλέσθηκε διάθεση εκδίκησης της εναγομένης σε βάρος του εξ αιτίας της απόφασής του να καταστεί, αρχικά, μέλος του παλιού σωματείου και, κατόπιν, υποψήφιο μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτού, ενώ ήταν γνωστή στους εργαζόμενους η εχθρική στάση της εναγομένης απέναντι στο σωματείο αυτό. Και την άλλη, εκ του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 1264/82, με την οποία εκτός από τα ως άνω περιστατικά, ειδικότερα, επικαλέσθηκε το ότι, υπό την κάλυψη του παλιού σωματείου, μιλούσε στις συγκεντρώσεις του προσωπικού για τα κακώς κείμενα στο χώρο εργασίας και ήταν πρόθυμος να απεργεί και να αντιδρά. Ως εκ τούτου, το Εφετείο, που έκρινε επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη την αγωγή, ορθώς εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις και ουδόλως έλαβε υπ’ όψη πράγματα μη προταθέντα, δοθέντος ότι όλα τα ως άνω αναγκαία περιστατικά αναφέρονταν στην αγωγή και η περαιτέρω ανάλυσή τους με την παράθεση λεπτομερειών παραδεκτώς έγινε με τις προτάσεις των διαδίκων και προέκυψε από τις αποδείξεις. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζεται το αντίθετο και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ.1 και αρ.8 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.
  5. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και ως προς την κατάφαση του επικληθέντος λόγου ακυρότητας, το Εφετείο δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: «Ότι η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρία διατηρεί επιχείρηση «καζίνο» στη Θεσσαλονίκη, στο οποίο απασχολεί με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας υπαλληλικό και εργατικό προσωπικό, που κατά το έτος 2013 ανερχόταν σε περίπου 1050 εργαζόμενους, που εργάζονταν κατανεμημένοι σε τμήματα ανάλογα με το αντικείμενο της εργασίας τους. Ότι ο ενάγων είχε προσληφθεί την 16-6-2008 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία από 16-12-2008 κατέστη αορίστου χρόνου. Ότι ο ίδιος εντάχθηκε και απασχολήθηκε ως εργάτης γενικών καθηκόντων, στο τεχνικό τμήμα της εναγομένης, που αριθμούσε προσωπικό περίπου 35 ατόμων και λειτουργούσε σε εικοσιτετράωρη βάση. Ότι με τον τρόπο αυτό εργάσθηκε μέχρι την 15-5-2013, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση. Ότι στην επιχείρηση δραστηριοποιούνταν δύο συνδικαλιστικά εργατικά σωματεία. Ότι, αρχικά, το έτος 1998, ιδρύθηκε το σωματείο με την επωνυμία «Σύλλογος Εργαζομένων στη ... ΑΕ», το λεγόμενο παλιό σωματείο, που έως το έτος 2008 υπέγραφε την εκάστοτε επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας (στο εξής: ΕΣΣΕ) με τη διοίκηση της εναγόμενης. Ότι, στη συνέχεια, το έτος 2008, ιδρύθηκε νέο σωματείο με την επωνυμία «Ένωση Προσωπικού Καζίνο - Ξενοδοχείου ...», το οποίο με την 3/10 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 15 του Ν. 1264/82 αναγνωρίσθηκε ως αντιπροσωπευτικότερο του παλιού, διότι είχε περισσότερους εργαζόμενους (237 άτομα κατά το έτος 2013) προερχόμενους από όλα τα τμήματα της επιχείρησης. Ότι το νέο σωματείο, ως αντιπροσωπευτικότερο, ήταν αυτό που υπέγραψε με τη διοίκηση της εναγόμενης την από 25-2-2010 ΕΣΣΕ, με την οποία προβλεπόταν η θέσπιση συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση. Ότι το παλιό σωματείο αντέδρασε στην εφαρμογή του εν λόγω συστήματος, αρνήθηκε να συμπράξει στη σύναψη της ως άνω ΕΣΣΕ και άρχισε να οργανώνει κινητοποιήσεις των εργαζομένων εντός της επιχείρησης, γεγονός που επιδείνωσε τις σχέσεις της εναγομένης με το παλιό σωματείο. Ότι η εναγομένη έφτασε στο σημείο να απολύσει εργαζόμενους που δραστηριοποιούντο στο παλιό σωματείο. Ότι, την 14-3-2013, το νέο σωματείο υπέγραψε με την εναγομένη την ταυτόχρονη ΕΣΣΕ, με την οποία τροποποιήθηκαν οι ευμενείς για τους εργαζόμενους μισθολογικοί όροι της προγενέστερης από 30-1-2012 ΕΣΣΕ και επιβλήθηκαν έτσι μειώσεις στους μισθούς τους που κυμαίνονταν από 6% έως 8,5%. Ότι ενόψει της υπογραφής της ως άνω ΕΣΣΕ, το παλιό σωματείο είχε αντιδράσει δυναμικά με κινητοποιήσεις και είχε απευθύνει εξώδικη δήλωση στην εναγομένη, ζητώντας οικονομικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη μείωση των μισθών. Ότι είχε συγκαλέσει έκτακτη γενική συνέλευση των μελών του προκειμένου να λάβει εξουσιοδότηση για κάθε μορφής κινητοποίηση και είχε ζητήσει από το νέο σωματείο, που ονόμαζε ως «εργοδοτικό σωματείο», τη σύγκληση γενικής συνέλευσης όλων των εργαζόμενων, προκειμένου να ληφθούν από κοινού αποφάσεις που θα απέτρεπαν τη μείωση των μισθών. Ότι, ακόμη, το παλιό σωματείο είχε καλέσει το νέο σε διακοπή των διαπραγματεύσεων με την εναγομένη για τη σύναψη της ως άνω ΕΣΣΕ και όλους τους εργαζόμενους σε αγώνα για να εμποδίσουν στην «ισχνή πλειοψηφία» (του αντιπροσωπευτικού σωματείου) να λάβει μόνο αυτό απόφαση για μείωση μισθών 1.050 εργαζόμενων. Ότι το παλιό σωματείο είχε ως μέλη (122 άτομα κατά το έτος 2013) εργαζόμενους που απασχολούνταν κυρίως στο τμήμα των επιτραπέζιων παιγνίων, ενώ στη δύναμή του δεν είχε εργαζόμενους από τα άλλα τμήματα, όπως το τμήμα τεχνικών υπηρεσιών στο οποίο εργαζόταν ο ενάγων. Ότι ο ενάγων εντάχθηκε στη δύναμη του παλιού σωματείου το Σεπτέμβριο 2012, ως ο μοναδικός εργαζόμενος από το τμήμα τεχνικών υπηρεσιών. Ότι έκτοτε κατέστη ενεργό μέλος αυτού, συμμετείχε σε κινητοποιήσεις, σε απεργίες (στις ημέρες 18-10-2012, 6-11-2012, 20-2-2013 και 1-5-2013) και σε στάσεις εργασίας (στις ημέρες 19-12-2012 και 29-12-2012) και παρότρυνε άλλους συναδέλφους του να συμμετάσχουν και αυτοί. Ότι, τέλος, συμμετείχε στην 48ωρη απεργία που διοργάνωσε η ομοσπονδία εργαζομένων στα καζίνο όλης της χώρας (ΟΕΙΙΚ) στις ημέρες 4 και 5-5-2013, δηλαδή λίγο πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ότι, αν και οι ως άνω νόμιμες απεργίες δεν είχαν προκηρυχθεί από το παλιό σωματείο και δεν είχαν αιτήματα που να αφορούν στην εναγομένη, η συμμετοχή του ενάγοντος σ’ αυτές ενόχλησε την εναγομένη, που αποδοκίμαζε γενικώς τη συμμετοχή των εργαζομένων της σε απεργίες, θεωρώντας ότι δημιουργούν προβλήματα στη λειτουργία της. Ότι το Μάρτιο 2013, ενόψει της υπογραφής της ΕΣΣΕ που προέβλεπε μείωση των μισθών, ο ενάγων μοίραζε φυλλάδια και μιλούσε στους συναδέλφους του με σκοπό να τους πείσει για την αντίθετη προς τα συμφέροντά τους υπογραφή και εφαρμογή της εν λόγω ΕΣΣΕ. Ότι μετά τη δραστηριότητα αυτή, ο ενάγων πήρε την απόφαση να θέσει υποψηφιότητα για μέλος της διοίκησης του παλιού σωματείου στις αρχαιρεσίες που θα πραγματοποιούντο την 21-5-2013. Ότι η υποψηφιότητά του είχε ανακοινωθεί με έντυπο υλικό που μοιράστηκε στους συναδέλφους του και με ανακοινώσεις που επικολλήθηκαν στον πίνακα του σωματείου, στο χώρο εργασίας, με συνέπεια να γίνει γνωστή τόσο στους συναδέλφους του όσο και στους προϊσταμένους του τμήματός του και μέσω αυτών στα μέλη της διοίκησης της επιχείρησης. Ότι το γεγονός αυτό ενόχλησε ιδιαίτερα την εναγομένη, η οποία λαμβάνοντας υπόψη και την προηγούμενη συνδικαλιστική δράση του ενάγοντος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του με σκοπό να εκφοβίσει τους άλλους εργαζόμενους, ώστε να μην ενταχθούν στο παλιό σωματείο ή να απόσχουν από τις επικείμενες αρχαιρεσίες, για να αποδυναμωθεί. Ότι για την 15-5-2013 είχε προγραμματισθεί συνέλευση του παλιού σωματείου, όπου θα ανακοινωνόταν κι επισήμως η υποψηφιότητα του ενάγοντος. Ότι, δύο ώρες πριν τη διενέργεια της συνέλευσης αυτής, ο ενάγων κλήθηκε στο γραφείο προσωπικού με προφανή σκοπό να του ανακοινωθεί η απόλυσή του. Ότι, αρχικά, αντιληφθείς τις προθέσεις των εκπροσώπων της εναγομένης, αρνείτο να εισέλθει στο γραφείο μέχρι που να επιτραπεί να παραστούν μαζί του και μέλη της διοίκησης του παλιού σωματείου, όπως προέβλεπε ο κανονισμός. Ότι, στη συνέχεια, με την παρουσία εκπροσώπων του σωματείου, η διευθύντρια προσωπικού, με παρουσία και του τεχνικού διευθυντή, επέδωσε στον ενάγοντα την καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Ότι όσα ισχυρίζεται η εναγομένη, περί δήθεν πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων του ενάγοντος και υποβολής αναφορών σε βάρος του, ως λόγο της καταγγελίας, δεν αποδεικνύονται».
  6. Μετά από τις ως άνω παραδοχές, για τη θεμελίωση των οποίων το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης προέβη σε συνδυαστική αξιολόγηση του εισκομισθέντος αποδεικτικού υλικού και σε παράθεση επιχειρημάτων, κρίθηκε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είχε γίνει εξ αιτίας της ως άνω συνδικαλιστικής δράσης του ενάγοντος, που υπήρξε νόμιμη, απέβλεπε δε στον εκφοβισμό του λοιπού προσωπικού της επιχείρησης. Ότι η εναγομένη δεν θα έφθανε στην απόλυση του ενάγοντος, τον οποίο απασχολούσε από το έτος 2008, χωρίς τη συνδικαλιστική δράση αυτού. Και ότι η ίδια προσχηματικά επικαλείται ως δήθεν αποκλειστικό λόγο της καταγγελίας την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του ενάγοντος. Κατόπιν αυτών, το δικαστήριο της ουσίας αναγνώρισε την ακυρότητα της από 15-5-2013 καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, ως αντικείμενης στη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του Ν. 1264/82. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης εφάρμοσε σωστά την ως άνω ουσιαστική διάταξη και με σαφείς αιτιολογίες υπήγαγε σ’ αυτήν τις πραγματικές παραδοχές του, από τις οποίες χωρίς αντιφάσεις ή ελλείψεις συνάγεται ότι μοναδικό κίνητρο για την καταγγελία της συμβάσεως υπήρξε η δραστηριότητα που είχε αναπτύξει ο ενάγων στο πλαίσιο του αντιπαθούς για την εργοδότρια επιχείρηση σωματείου μερίδας των εργαζομένων, ήτοι δραστηριότητα από την οποία κινδύνευε να διαταραχθεί η ευνοϊκή για την εναγομένη αναλογία δυνάμεων μεταξύ αφ’ ενός του εν λόγω, παλιού και αντιδραστικού σωματείου και αφ’ ετέρου του νέου σωματείου που θεωρείτο περισσότερο αντιπροσωπευτικό και συνεργαζόταν πρόθυμα μαζί της. Επομένως, ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, ο τέταρτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδεται παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας (ΚΠολΔ 559 αρ.1), είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού η δήθεν παραβίαση αναφέρεται στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και όχι στην ερμηνεία του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.
  7. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της αιτήσεως αποδίδεται και πάλι στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, με την εκδοχή ότι από τις παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας προέκυπτε ότι η συνδικαλιστική δραστηριότητα του ενάγοντος δεν ήταν νόμιμη, διότι απέβλεπε στη μη εφαρμογή της επιχειρησιακής ΣΣΕ που είχε θεσπίσει την εκ περιτροπής εργασία στην επιχείρηση. Πέραν, όμως, του ότι το Εφετείο δεν έχει εντοπίσει τη δράση του ενάγοντος στο εν λόγω ζήτημα, αλλά σε πολύ περισσότερα, οι συνδικαλιστικοί αγώνες που αποβλέπουν στη μη εφαρμογή μέτρων τα οποία οι εργαζόμενοι θεωρούν ασύμφορα ή στην τροποποίησή τους δεν καθίστανται χωρίς άλλο μη νόμιμοι, εφ’ όσον δεν γίνονται με παράνομα μέσα. Και στην προκείμενη περίπτωση δεν γίνεται ουδεμία αναφορά σε παράνομη δράση. Επομένως, ο εξεταζόμενος λόγος είναι αβάσιμος.