Αρείου Πάγου 874/2018 περί «ατομικής σύμβασης εργασίας που παραπέμπει σε ΣΣΕ»

Περίληψη: Από το ν. 1876/90 προκύπτει ότι οι κλαδικές και ομοιεπαγγελματικές ΣΣΕ ισχύουν μόνο έναντι των μελών εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, εκτός εάν επεκταθεί με απόφαση του Υπ. Εργασίας (κήρυξη γενικώς υποχρεωτικής). Σε ατομικό επίπεδο είναι έγκυρη η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει, για την παρεχόμενη στον πρώτο εργασία, την αμοιβή που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει ΣΕΕ, η οποία καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική σύμβαση. Σε μια τέτοια περίπτωση οι συλλογικές ρυθμίσεις προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη.

 

Διαβάστε περισσότερα:

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1, 8 παρ. 2, 11, 16 παρ. 3 του ν. 1876/1990, σε συνδυασμό με το άρθρο 22 παρ. 2 του Συντάγματος, προκύπτει ότι η συλλογική σύμβαση εργασίας ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, εκτός εάν επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, οπότε η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά, δηλαδή πέραν από τους εργαζομένους και εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που η σύμβαση αυτή αφορά και οι οποίοι θα μπορούσαν με τις δραστηριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή της. Ενόψει τούτων, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω σ.σ.ε., αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο όμως αυτό, ενόψει της κανονιστικής φύσεως των σ.σ.ε., δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής αλλ` αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του. Τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική η ομοιοεπαγγελματική σ.σ.ε., που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κηρύξεώς της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του (Α.Π. 1561/2011).

Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 361 Α.Κ., που ορίζει ότι «για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής με δικαιοπραξία απαιτείται σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά», καθιερώνεται στο ενοχικό και κατμ ακολουθία στο εργατικό δίκαιο, ως απόρροια του δόγματος της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, η «αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων». Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι συμβαλλόμενοι έχουν απεριόριστη δυνατότητα για κατάρτιση οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, με οποιαδήποτε μορφή και με οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί αυτό να μην απαγορεύεται από τον νόμο ή να μην αντιβαίνει στα χρηστά ήθη (Ολ.Α.Π. 1/2007, ΑΠ 692/2014). Επομένως, σε ατομικό επίπεδο, είναι έγκυρη η μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, ρητή ή σιωπηρή, συμφωνία, κατά την οποία ο δεύτερος θα λαμβάνει για την παρεχόμενη στον πρώτο εργασία την αμοιβή που προβλέπεται από ισχύουσα ή μέλλουσα να ισχύσει σ.σ.ε., η οποία καταρτίζεται μεταξύ τρίτων, έστω και αν τα μέρη της ατομικής σύμβασης δεν είναι μέλη των οργανώσεων που καταρτίζουν τη συλλογική ή θέτει προϋποθέσεις που δεν συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός. Για το κύρος δε της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (Α.Π. 1109/2017, Α.Π. 773/2017, Α.Π. 567/2004). Σε μια τέτοια περίπτωση, οι συλλογικές ρυθμίσεις, προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη (Α.Π. 692/2014). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί δε παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο, για να κρίνει νόμιμη την αγωγή, αξίωσε στοιχεία περισσότερα από τα απαιτούμενα από τον νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος, ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία, όμως, του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 Κ.Πολ.Δ.

Ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγος ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντος υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που δεν εκτίθενται σε αυτήν, ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή παραγνωρίζοντας αναγκαία για τη θεμελίωσή της γεγονότα, που εκτίθενται σε αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (Α.Π. 86/2016, Α.Π. 1561/2011). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., για να είναι ορισμένη η αγωγή πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζονται στα άρθρο 117- 118 του ίδιου Κώδικα, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένη η αγωγή του απασχολούμενου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου μμισθωτού, με την οποία ζητούνται δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλες οφειλόμενες από τον εργασιακή σύμβαση αμοιβές ή προσαυξήσεις, όπως προσαυξήσεις αμοιβής νυχτερινής εργασίας, αμοιβή υπερεργασίας, υπερωριακής εργασίας κτλ., είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (Α.Π. 1561/2011).

Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρο 561 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.) του δικογράφου της ένδικης από 30.8.2013 αγωγής, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος ισχυρίζεται ότι την 18.10.1999, διαθέτοντας επαγγελματική άδεια οδήγησης Εμ κατηγορίας, συνήψε με την εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με βάση την οποία προσλήφθηκε από την τελευταία και προσέφερε έκτοτε στην επιχείρησή της, που δραστηριοποιείται στον χώρο της παραγωγής και εμπορίας γαλακτοκομικών προϊόντων, τις υπηρεσίες του ως πωλητής-οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου για τη διανομή των προϊόντων της στο Διδυμότειχο και την Ορεστιάδα, ότι κατά την πρόσληψή του ήταν έγγαμος με δυο τέκνα, στοιχεία που γνωστοποίησε στην εναγομένη, ότι με την εν λόγω σύμβαση ρητά συμφωνήθηκε ότι θα εργάζεται έξι ημέρες την εβδομάδα και θα αμείβεται με τις αποδοχές που προβλέπονται από τις ισχύουσες εκάστοτε ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. ή δ.σα. των «Οδηγών Φορτηγών Αυτοκινήτων όλης της χώρας» και από 9.2.2012 και εφεξής από την υπογραφείσα από 9.2.2012 Επιχειρησιακή σ.σ.ε., ότι η εναγομένη στις 18.2.2013 κατήγγειλε τη σύμβαση με προειδοποίηση τεσσάρων μηνών και του κατέβαλε μειωμένη αποζημίωση, ποσού 4.307,68 ευρώ, και ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης πραγματοποίησε τις αναφερόμενες αναλυτικά στην αγωγή ώρες κατμ εξαίρεση υπερωριακής εργασίας, υπερεργασίας και νυκτερινής εργασίας, για τις οποίες η εναγομένη δεν του κατέβαλε ολόκληρη την οφειλόμενη αμοιβή.

Με βάση το ιστορικό αυτό και τους περιεχόμενους στην αγωγή αναλυτικούς υπολογισμούς, ο ενάγων, αφού περιόρισε παραδεκτά το αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ζητεί, όπως ήδη εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας, να αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του και να αναγνωριστεί ότι υποχρεούται αυτή να του καταβάλει για μισθούς υπερημερίας και για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, υπερεργασίας και νυκτερινής εργασίας τα αναφερόμενα εκεί ποσά.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, αφού περιέχει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελίωναν σύμφωνα με τον νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον αναιρεσίβλητο κατά της αναιρεσείουσας, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ιδίως δε εκτίθεται σ’ αυτήν η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σύμβαση, το επάγγελμα, η ειδικότητα και η οικογενειακή κατάσταση του αναιρεσιβλήτου-ενάγοντος-εργαζομένου, η επιχείρηση την οποία ασκεί η αναιρεσείουσα-εναγομένη-εργοδότιδα, οι συμβατικές αποδοχές του ενάγοντος και ο χρόνος για τον οποίο αυτές αξιώνονται, ενώ παρατίθενται επίσης λεπτομερώς οι ημέρες και οι ώρες παροχής της εργασίας του, με ειδική αναφορά ως προς την υπερεργασία, την υπερωριακή και την νυκτερινή εργασία των ωρών αυτών κατά ημέρα και κατά εβδομάδα.

Επομένως, η αγωγή περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία που την θεμελιώνουν, δεν ήταν δε αναγκαία για το ορισμένο αυτής η αναφορά της ιδιότητας των διαδίκων ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες συνήψαν την σ.σ.ε. που αφορά το εργατοτεχνικό προσωπικό των επιχειρήσεων παστερίωσης γάλακτος, αφού, ο ενάγων επικαλείται ρητή συμφωνία του με την εναγομένη να αμείβεται με τις αποδοχές που προβλέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ομοιοεπαγγελματικές σ.σ.ε. ή δ.α. των «Οδηγών Φορτηγών Αυτοκινήτων όλης της χώρας» και, από 9.2.2012 και εφεξής, από την υπογραφείσα από 9.2.2012 Επιχειρησιακή σ.σ.ε., η οποία συμφωνία είναι έγκυρη και ισχυρή και δεσμεύει τους διαδίκους, δεδομένου ότι, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως με την ατομική σύμβαση εργασίας μισθός με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες δεν είναι δεσμευτικές για το συμβαλλόμενα μέρη, στην περίπτωση δε αυτή οι ρυθμίσεις των σ.σ.ε., προς τις οποίες γίνεται η παραπομπή με την ατομική σύμβαση, αποκτούν έναντι των συμβαλλομένων συμβατική δύναμη.

Ενόψει τούτων, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε σιωπηρά τον αντίθετο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας-εναγομένης (σύμφωνα με τον οποίο έπρεπε να αναφέρεται στην αγωγή η ιδιότητα των διαδίκων ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες συνήψαν την προαναφερόμενη ΣΣΕ), έκρινε την αγωγή ορισμένη και την ερεύνησε περαιτέρω ως προς την βασιμότητά της, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 14 του Κ.Πολ.Δ. (και όχι τον αριθμό 1, όπως αναφέρεται στην κρινόμενη αίτηση ), ο πρώτος δε λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο, ότι δηλαδή παρά τον νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθμ. 11 εδάφ. γ’ του ΚΠολΔ, συντρέχει λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οφείλει να λάβει υπόψη του τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα είτε για άμεση απόδειξη είτε για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκλησή τους από τον διάδικο (Α.Π. Ολομ. 23/2008). Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίστηκαν με επίκληση. Αρκεί δε γι’ αυτό η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης του καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της απόφασης, προκύπτει αναμφίβολα η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (Α.Π. 1204/2008, Α.Π. 532/2008, Α.Π. 2191/2007). Πάντως, η γενική αυτή αναφορά της λήψης υπόψη όλων των αποδείξεων που με επίκληση προσκομίστηκαν δεν αποκλείει την ίδρυση του πιο πάνω λόγου αναίρεσης για κάποιο αποδεικτικό μέσο, όταν από το περιεχόμενο της απόφασης και ιδίως από τις αιτιολογίες, δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη. Αρκεί δηλαδή και μόνο η ύπαρξη αμφιβολιών για την ίδρυση του λόγου αυτού (Ολομ. Α.Π. 8/2016 και 2/2008). Θεωρείται ότι το αποδεικτικό μέσο, του οποίου έγινε νόμιμη επίκληση, έχει προσκομιστεί εμπρόθεσμα, εφόσον η απόφαση δεν βεβαιώνει το αντίθετο (Ολομ. Α.Π. 2/2008). Για τον έλεγχο δε της ουσιαστικής βασιμότητας του λόγου αυτού αναίρεσης είναι αναγκαία η προσκόμιση των αποδεικτικών μέσων, τα οποία αφορά η εν λόγω αναιρετική αιτίαση, προκειμένου να διακριβωθεί το επικαλούμενο περιεχόμενό τους, με βάση το οποίο θα ελεγχθεί η μη λήψη αυτών υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (Α.Π. 12/2015). Ειδικότερα, όσον αφορά τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, όπως ήδη ρητά ορίζεται στο άρθρο 339 Κ.Πολ.Δ., αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό μέσο, πρέπει στην απόφαση να γίνεται μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη και ότι έχουν τηρηθεί οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη λήψη τους, χωρίς να απαιτείται χωριστή αξιολόγηση καθεμίας από αυτές (A.Π. 800/2015, A.Π. 17/2015).

Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα με τον δεύτερο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλει κατά της προσβαλλόμενης απόφασης την αιτίαση ότι, ενώ επικαλέστηκε νόμιμα με τις προτάσεις της στον πρώτο και τον δεύτερο βαθμό και προσκόμισε στο Εφετείο την …2014 ένορκη βεβαίωση του Γ.Α. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Ορεστιάδος, η οποία δόθηκε, ύστερα από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου, για την αντίκρουση της ένδικης αγωγής αναφορικά με το ωράριο του ενάγοντος, δεν καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι λήφθηκε αυτή υπόψη από την προσβαλλομένη.

Από την παραδεκτή ωστόσο επισκόπηση της προσβαλλομένης και ιδιαίτερα από τη ρητή αναφορά σ’ αυτήν καθώς και από τον σχολιασμό και την αξιολόγηση της εν λόγω ένορκης βεβαίωσης (βλ. φύλλα 7 και 8 της απόφασης), σε συνδυασμό με το υπόλοιπο περιεχόμενό της και κυρίως τις αιτιολογίες της, προκύπτει με βεβαιότητα ότι η προσβαλλομένη έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε την ένορκη αυτή βεβαίωση με τις λοιπές αποδείξεις προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και της ουσιαστικής του κρίσης για την επίδικη διαφορά. Επομένως, ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 11γ Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Μετά τις ανωτέρω σκέψεις και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος αναίρεσης, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στα οριζόμενα στο διατακτικό δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος παρέστη και κατέθεσε προτάσεις (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Μετά δε την απόρριψη της αναίρεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου και δεν ερευνάται το αίτημα που υπέβαλε η αναιρεσείουσα με τις προτάσεις περί επιστροφής σ’ αυτήν του ποσού, το οποίο έχει ήδη καταβάλει στον αναιρεσίβλητο σε εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης.