Αρείου Πάγου 934/19 περί «ορίου αποζημιώσεως στις δημόσιες επιχειρήσεις»

Περίληψη: Οι διατάξεις περί ανωτάτου ορίου αποζημιώσεως όταν εργοδότης είναι επιχείρηση κοινής ωφελείας είναι αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια και τείνουν και στην προστασία των πολιτών. Αποφασιστικό στοιχείο χαρακτηρισμού μιας επιχείρησης ως κοινής ωφελείας αποτελεί η φύση των υπηρεσιών, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου. Η μεταβίβαση των μετοχών επιχειρήσεως κοινής ωφελείας στο ΤΑΙΠΕΔ δεν θίγει τον χαρακτήρα της ως κοινής ωφελείας. Η ΤΡΑΙΝΟΣΕ υπόκειται ως προς την αποζημίωση των αποχωρούντων λόγω συνταξιοδοτήσεως υπαλλήλων της στο όριο των 15.000 ευρώ. Οι διατάξεις δεν αντίκεινται στο Σύνταγμα ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

Διαβάστε περισσότερα…

Κατά τη διάταξη του άρθρου 55 παρ. 4 εδ. α’ του ΠΔ 410/88(παρ. 13) «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, που αφορούν το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου», όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3320/05,) «Το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, το οποίο δεν υπάγεται για τη χορήγηση σύνταξης στην ασφάλιση του Δημοσίου, εφόσον συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης,δύναται να αποχωρεί από την υπηρεσία λαμβάνοντας το μεν επικουρικά ασφαλισμένο το 40%, το δε μη επικουρικά ασφαλισμένο το 50% της προβλεπόμενης από τις κείμενες διατάξεις αποζημίωσης», ενώ κατά την παρ. 5 του άρθρου 55 του ΠΔ 410/88 «Το ποσοστό αποζημίωσης που προβλέπεται στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού και δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο όριο αποζημίωσης του άρθρου 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/67, όπως αυτό κάθε φορά αναπροσαρμόζεται. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή από την ισχύ του Ν. 993/79». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του ΑΝ 173/67, «Εις ας περιπτώσεις εργοδότης τυγχάνει το Δημόσιον ή Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου ή Τράπεζα ή Επιχειρήσεις και Οργανισμοί κοινής ωφελείας (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Εταιρείαι Υδάτων κ.λπ.) ή Επιχειρήσεις επιχορηγούμεναι υπό του Κράτους, η υπό του Ν. 2112/20, ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, οφειλομένη αποζημίωσις δεν δύναται να υπερβαίνει εις πάσαν περίπτωσιν το ποσόν των 240.000 δραχμών, καταργουμένης πάσης αντιθέτου ειδικής διατάξεως νόμου ή συμβάσεως οιασδήποτε μορφής ή τυχόν υπάρχοντος εθίμου». Το ανώτατο αυτό όριο αυξήθηκε διαδοχικά και ήδη, με το άρθρο 21 παρ. 13 του ισχύοντος Ν. 3144/03, προσδιορίσθηκε στο ποσό των 15.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ΝΔ 618/70, «Τα υπό των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 και του άρθρου 3 του ΑΝ 173/67 τιθέμενα ανώτατα όρια αποζημιώσεως ισχύουν δια πάσαν περίπτωσιν οφειλομένης, δυνάμει γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου ή κανονισμού ή συμβάσεως, αποζημιώσεως εις τους αποχωρούντας, απομακρυνομένους ή απολυομένους υπαλλήλους και εργάτας του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Τραπεζών, Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας ή επιχειρήσεων επιχορηγουμένων υπό του Κράτους, εφ’ οιαδήποτε σχέσει εργασίας μετ’ αυτού συνδεομένων, καταργουμένης πάσης αντιθέτου γενικής ή ειδικής διατάξεως νόμου, κανονισμού, συμβάσεως οιασδήποτε μορφής και εθίμου». Οι ως άνω διατάξεις, ως εκ του σκοπού θεσπίσεώς τους, που προδήλως έγκειται στον περιορισμό, για λόγους γενικότερου συμφέροντος, των αποζημιώσεων των προαναφερομένων μισθωτών για την οικονομική ανακούφιση του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των άλλων Οργανισμών και Επιχειρήσεων, περιλαμβανομένων και των Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας, δεδομένου ότι οι σχετικές δαπάνες επιβαρύνουν τελικά τους φορολογούμενους ή το κόστος των παρεχόμενων στους πολίτες υπηρεσιών (Oλ AΠ 20/06,10/98,33-34/97),αποτελούν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια, αφού τείνουν τελικά σε προστασία και των πολιτών, και υπερισχύουν γι’ αυτό των ευνoϊκότερων όρων των ΣΣΕ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν. 1876/90. Οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, έχοντας εξ ορισμού ως αντικείμενο την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών, για τους οποίους πρωτίστως ενδιαφέρεται το Κράτος, αποτελούν κατά κανόνα κατηγορία δημοσίων επιχειρήσεων, που ελέγχονται από το δημόσιο ή άλλα νομικά πρόσωπα ή οργανισμούς δημόσιου χαρακτήρα. Αποφασιστικό, όμως, στοιχείο για το χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως κοινής ωφέλειας δεν είναι η νομική μορφή ή ο φορέας της, ούτε το νομικό καθεστώς που διέπει την ίδρυση και λειτουργία της, αλλά η φύση των υπηρεσιών της, οι οποίες πρέπει να είναι ζωτικής σημασίας για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου (Oλ ΑΠ 20/06, ΑΠ 227/16, 591/15, 675/14, 1121/13).