Αρείου Πάγου 973/19 περί «μη υπαγωγής ομαδικής ασφάλισης στην έννοια των τακτικών αποδοχών»

Περίληψη: Οι οικειοθελείς παροχές δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν, κατά την έναρξη της χορηγήσεως ή έστω πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες δεσμευτικότητός τους, επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψη ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε. Η επιχειρησιακή συνήθεια δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γενέσεως αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές στις οποίες ανήκει και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού. Οι παροχές αυτές, ακόμη και αν καταβάλλονται τακτικώς διατηρούν τον χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, εάν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει εις εαυτόν το δικαίωμα ανακλήσεώς τους. Η διακοπή ή η τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή.

 

Διαβάστε περισσότερα…

Aπό τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 και 653 του ΑΚ, 3 παρ. 2 του Ν. 2112/20, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/55 και 1 της υπ’ αριθ. 95 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας »περί προστασίας του ημερομισθίου», που κυρώθηκε με τον Ν. 3248/55, συνάγεται ότι ως μισθός στη σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή τη συμφωνία καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Επομένως, δεν έχουν τον χαρακτήρα μισθού οι πρόσθετες παροχές, που δίδονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο εκουσίως από ελευθεριότητα και όχι από νόμιμη υποχρέωση ή με πρόθεση, εκδηλούμενη και από τα δύο μέρη, να αποτελέσουν αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία και ως εκ τούτου δεν ιδρύονται υποχρέωση και αντίστοιχο δικαίωμα αναφορικά με τις παροχές αυτές, με αποτέλεσμα ο εργοδότης να έχει τη δυνατότητα να τις ανακαλέσει οποτεδήποτε και να παύσει τη χορήγησή τους. Οι οικειοθελείς αυτές παροχές δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε συμβατικές υποχρεώσεις του εργοδότη, ανεξαρτήτως του μακροχρονίου, του αδιαλείπτου ή του γενικευμένου της καταβολής τους, ιδίως αν αυτός (εργοδότης) κατά την έναρξη της χορηγήσεώς τους ή, έστω, πριν δημιουργηθούν οι συνθήκες της δεσμευτικότητάς τους επιφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα να τις διακόψει ελευθέρως και μονομερώς οποτεδήποτε (ΑΠ 13/15, 1681/10, 1082/10).(παρ. 30) Η επιχειρησιακή, συνεπώς συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο, ομοιόμορφο χειρισμό ζητημάτων που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, αλλά μπορεί να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητώς με ανακοίνωσή του υπόσχεται στους εργαζομένους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση, χορηγεί συνεχώς τέτοιες, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους εργαζομένους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και, συνεπώς, ελευθέρως ανακλητής παροχής. Προϋπόθεση και κύριο αντικείμενο της επιχειρησιακής συνήθειας είναι οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, δηλαδή οι πέραν του μισθού παροχές, στις οποίες αυτός προβαίνει προς τους εργαζομένους χωρίς να έχει νομική δέσμευση. Τέτοια είναι και η ομαδική ασφάλιση του προσωπικού μιας επιχείρησης από τον εργοδότη, ο οποίος, χωρίς να έχει νομική ή συμβατική δέσμευση, συνάπτει γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου, αναλαμβάνοντας να καλύπτει αυτός ολικά ή εν μέρει το ασφάλιστρο. Οι παροχές αυτές, και αν ακόμη καταβάλλονται τακτικά επί ορισμένο χρονικό διάστημα, διατηρούν το χαρακτήρα τους ως οικειοθελών, αν αυτή είναι η βούληση των μερών και ιδίως όταν ο εργοδότης έχει επιφυλάξει σ’ εαυτόν το δικαίωμα ανάκλησής τους. Στην περίπτωση αυτή, από τη δημιουργηθείσα επιχειρησιακή συνήθεια δεν μπορεί να ανακύψει σιωπηρή συμφωνία και κατ’ επέκταση συμβατική δέσμευση του εργοδότη για συνέχιση των εν λόγω παροχών. Κατά συνέπεια, η από αυτόν (εργοδότη), κατ’ ενάσκηση του πηγάζοντος από τα άρθρα 648 και 652 του ΑΚ, διευθυντικού δικαιώματός του, διακοπή ή τροποποίηση μιας τέτοιας παροχής, δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασιακής σχέσης και εντεύθεν δεν θεμελιώνει τα εκ του άρθρου 7 του Ν. 2112/20 δικαιώματα του εργαζομένου (ΑΠ 48/15,1277/10, 91/08)(...)