ΑΠ 835/2019 περί «ορθού νομικού χαρακτηρισμού σύμβασης ως σύμβαση εξαρτημένης εργασίας»

Περίληψη: Περίπτωση εικονικής σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία ανεξάρτητα από τα κίνητρα εκάστου των συμβαλλόμενων για το χαρακτηρισμό αυτό (φορολογικά ή άλλα), στην πραγματικότητα ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δοθέντος ότι τα μέρη απέβλεπαν στην αποκλειστική και συνεχή απασχόληση της ενάγουσας, ενώ και η τελευταία δεν επιθυμούσε ανεξάρτητο καθεστώς συνεργασίας μετά της εναγομένης, ούτε να διατηρήσει το δικαίωμά της να παρέχει τις υπηρεσίες της και σε άλλα πρόσωπα.

 

Διαβάστε περισσότερα:

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, με την από 25.11.2013 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη ανώνυμη κατασκευαστική εταιρία και ήδη εφεσίβλητη την 6-10-2008, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία προσχηματικά χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ότι δυνάμει αυτής προσέφερε στην εναγομένη τις υπηρεσίες της ως υπάλληλός της στο τμήμα προμηθειών και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εσωτερικών χώρων στα έργα που αυτή αναλάμβανε, αντί μηνιαίου καθορισμένου μισθού, και ότι της παρέσχε τις υπηρεσίες της μέχρι την 10-10-2013, που η εναγόμενη κατήγγειλε προφορικά τη σύμβαση εργασίας της χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση. Ενόψει αυτών η ενάγουσα ζήτησε, μετά από παραδεκτή μερική μετατροπή του αιτήματος της αγωγής, α) να αναγνωριστεί ότι η σύμβαση που τη συνέδεε με την εναγομένη ήταν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και ν` αναγνωριστεί η ακυρότητα της καταγγελίας της, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 17.846,02 ευρώ για διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών και επιδομάτων του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως και 31-7-2013 (και όχι 20.000 ευρώ, όπως εσφαλμένα ανεγράφη στις προτάσεις της ενάγουσας και διαλαμβάνει και η εκκαλουμένη) και ν` αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 50.417,79 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου και Σεπτεμβρίου 2013, διαφορές μεταξύ νομίμων και καταβληθεισών αποδοχών και επιδομάτων του χρονικού διαστήματος από 1-1-2009 έως και 31- 12-2011 καθώς και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την άκυρη απόλυσή της, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Επικουρικά η ενάγουσα ζήτησε τα παραπάνω ποσά (πλην εκείνου της ηθικής βλάβης) κατά τις διαταξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 1596/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό: α) απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως το αίτημά περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, β) απέρριψε την αγωγη ως μη νόμιμη προς τη βάση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού και γ) απέρριψε κατά τα λοιπά την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Κατόπιν ασκήσεως εφέσεως εκ μέρους της ενάγουσας, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε την έφεση, εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και αφού κράτησε αυτήν, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και ακολούθως α) υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων τριακοσίων έντεκα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (8.311,24), και β) αναγνώρισε ότι η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δέκα οκτώ χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (18.656,85) με το νόμιμο τόκο κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα σ` αυτή. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλομένης το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε τα ακόλουθα: " Η ενάγουσα, η οποία έχει την ιδιότητα της διπλωματούχου μηχανικού έργων υποδομής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, προσλήφθηκε 6-10-2008, με προφορική σύμβαση, από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, που αναλαμβάνει την κατασκευή δημοσίων και ιδιωτικών έργων, προκειμένου να παρέχει την εργασία της στο τμήμα προμηθειών και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εσωτερικών χώρων στα έργα που αυτή (εναγομένη) ανελάμβανε. Την 27-1-2009, υπεγράφη μεταξύ των μερών έγγραφη σύμβαση, που τιτλοφορείτο ως "Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών", δυνάμει της οποίας, φέρεται να συμφωνήθηκε ότι η ενάγουσα θα συμμετέχει "συνεχώς και ενεργά", άνευ ιδιαίτερης αποζημίωσης, πλην της αναφερόμενης στην παράγραφο 3 της σύμβασης, στα έργα της εταιρείας, όταν απαιτείται και αυτό θα βεβαιώνεται αποκλειστικά από τον πρώτο (ενν. την εναγομένη). Ως αμοιβή της ενάγουσας με βάση την πιο πάνω σύμβαση, για τις υπηρεσίες της τεχνολόγου μηχανικού, συμφωνήθηκε το ποσό των 600 ευρώ ανά μήνα, για το οποίο θα χορηγείται ανά μήνα το αντίστοιχο δελτίο παροχής υπηρεσιών. Ορίστηκε επίσης, ότι αν οι προσφερόμενες υπηρεσίες διακοπούν ή παρέχονται ελλιπώς, θα μειώνεται αναλόγως το πιο πάνω ποσό και θα καταγγέλλεται μονομερώς η σύμβαση από την εναγομένη, ενώ κατά τα λοιπά η διάρκεια της συμβάσεως ορίσθηκε μέχρι την 31-12-2009. Η δαπάνη ασφαλίσεως εξ άλλου της ενάγουσας συμφωνήθηκε να βαραίνει την ίδια ενώ, ρητά συμφωνήθηκε ότι ουδεμία προφορική συμφωνία ισχύει ή θα ισχύσει ως και ότι η συγκεκριμένη σύμβαση ανανεώνεται μόνο εγγράφως και με τους ίδιους όρους. Εν συνεχεία, υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων η από 1-7-2010 πανομοιότυπη σύμβαση, με χρόνο διάρκειας μέχρι την 31-12-2010, ενώ, τέλος, υπογράφηκε η από 1-1-2011 πανομοιότυπη σύμβαση, με χρόνο διάρκειας μέχρι την 31-12-2011. Όμως, όλες οι πιο πάνω υπογραφείσες συμβάσεις συντάχθηκαν εικονικά, δεδομένου ότι αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, είχαν εξαρχής τη μοναδική πρόθεση της απασχόλησης της ενάγουσας, όχι με βάση σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αλλά με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα αορίστου χρόνου με την ειδικότητα που προαναφέρθηκε και με σταθερές μηνιαίες αποδοχές, πλέον δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, περί των οποίων θα αναφερθεί κατωτέρω. Ειδικότερα, από τον αρχικό χρόνο της πρόσληψής της μέχρι και το χρόνο της απόλυσής της, περί του οποίου κατωτέρω θα αναφερθεί, η ενάγουσα παρείχε τις υπηρεσίες της συνεχώς και ανεξάρτητα από τις πιο πάνω συναφθείσες συμβάσεις - οι οποίες μάλιστα δεν κάλυπταν καν ολόκληρο το χρονικό διάστημα απασχόλησής της-, ενώ η φύση της σχέσης που τη συνέδεε με την εναγομένη ήταν εκείνη της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως διατείνεται η εναγομένη. Συγκεκριμένα, καθ` όλο το χρόνο διάρκειάς της, η ενάγουσα δεν εργαζόταν ως ελεύθερη επαγγελματίας, αλλά, στα πλαίσια εκτέλεσης των όσων είχαν συμφωνηθεί, προσέφερε αποκλειστικά και ανελλιπώς τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της στην εναγομένη καθημερινά από Δευτέρα έως και Παρασκευή από ώρα 09.00 έως 17.00, όπως και οι υπόλοιποι απασχολούμενοι στην εταιρεία, δεν μπορούσε ν` απουσιάσει από το γραφείο της στην έδρα της εναγομένης, χωρίς σχετική άδεια, παρά μόνο όταν της ανατίθεντο προς διεκπεραίωση εξωτερικές εργασίες, καθώς και κατά τις ημέρες της μετάβασής της, κατ` εντολή της εναγομένης για " υπηρεσιακούς λόγους σε διάφορα έργα που αυτή είχε αναλάβει, υποχρεούμενη, όταν δεν βρισκόταν σε τέτοια έργα, να προσέρχεται καθημερινά στο χώρο του γραφείου, το οποίο ήταν προορισμένο για την ίδια και πλήρως εξοπλισμένο, και να παραμένει εκεί από την έναρξη του νομίμου ωραρίου της μέχρι τη λήξη τούτου. Επιπλέον, η ενάγουσα μπορούσε ν` απουσιάσει και κατά το διάστημα που ελάμβανε την ετήσια άδειά της το καλοκαίρι. Τα καθήκοντά της, συνίσταντο στις επιμετρήσεις και προσμετρήσεις σχεδίων εγκαταστάσεων, στην κατάρτιση συγκριτικών καταλόγων προμηθευτών μετά από σχετική έρευνα της αγοράς και λήψη των προσφορών τους, στη σύνταξη προϋπολογισμών έργων, στην επιλογή υλικών που επρόκειτο να τοποθετηθούν σε κάθε ακίνητο σε συμφωνία με τον εκάστοτε αγοραστή του, στη σύναψη παραγγελιών για τα συμφωνηθέντα υλικά, ως και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό εσωτερικών χώρων ακινήτων, πάντοτε υπό τις οδηγίες του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης, στον οποίο η ενάγουσα αναφερόταν καθημερινά, λαμβάνοντας εντολή κάθε φορά για τα καθήκοντα που επρόκειτο να εκτελέσει, αλλά και ελεγχόμενη από αυτόν. Εξάλλου, η ενάγουσα ελάμβανε κάθε χρόνο την ετήσια άδειά της, και, τέλος, οι αποδοχές της, οι οποίες της καταβάλλονταν κάθε μήνα, αποτελούνταν τόσο από τους μηνιαίους μισθούς της, όσο και από τα επιδόματα δώρων εορτών και αδείας. Η εναγομένη, προκειμένου να αποδείξει τον ισχυρισμό της περί του ότι συνήφθη μεταξύ αυτής και της ενάγουσας σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών και όχι εργασίας, επικαλέστηκε τις προαναφερθείσες έγγραφες συμβάσεις, ισχυριζόμενη ότι αυτές συνήφθησαν με την ελεύθερη βούληση της ενάγουσας, που και η ίδια επιθυμούσε, για ευμενέστερη φορολογική αντιμετώπιση, τη συνεργασία μαζί της με καθεστώς ανεξαρτησίας. Όμως, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που τα μέρη έδωσαν στη σύμβαση που συνήψαν και ποια ήταν τα κίνητρα εκάστου των συμβαλλόμενων για το χαρακτηρισμό αυτό (φορολογικά ή άλλα), σημασία εν προκειμένω έχει ο πραγματικός χαρακτήρας αυτής, ο οποίος, όπως ήδη αναλύθηκε, ήταν εκείνος της εξαρτημένης εργασίας. Ο δε χαρακτηρισμός της παραπάνω σύμβασης από τους συμβαλλόμενους ως μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν και σημειώνονται παραπάνω, αυτοί απέβλεπαν στην αποκλειστική και συνεχή απασχόληση της ενάγουσας υπό τις προαναφερόμενες συνθήκες, η οποία (ενάγουσα) ουδόλως επιθυμούσε ανεξάρτητο καθεστώς συνεργασίας μετά της εναγομένης. Ούτε, εξάλλου, το σύνολο των ετησίων αποδοχών της ενάγουσας παρέχει επιχείρημα περί υπάρξεως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού αυτές ήταν σε κάθε περίπτωση χαμηλότερες από τις κατώτατες νόμιμες αποδοχές που αυτή θα ελάμβανε ως μισθωτή. Μάλιστα η ενάγουσα, καίτοι, στην πιο πάνω σύμβαση, φέρεται ότι διατηρεί το δικαίωμα να παρέχει τις υπηρεσίες της και σε άλλα πρόσωπα καθ` όλη τη διάρκεια της ισχύος της, ωστόσο τούτο ούτε συνέβη, ούτε ήταν δυνατόν να συμβεί, καθ` όσον αυτή, όπως ήδη εκτέθηκε, ήταν υποχρεωμένη να προσέρχεται καθημερινά στα γραφεία της εναγομένης ή στα εκάστοτε εργοτάξια αυτής. Η εργασία της ενάγουσας, εξάλλου, παρείχετο αυτοπροσώπως χωρίς δικαίωμα υποκατάστασης άλλου, με τη χρήση του εξοπλισμού της εναγομένης, ενώ αυτή καθημερινά ενημέρωνε τον προϊστάμενό της για την πορεία των εργασιών και ελάμβανε κατευθυντήριες οδηγίες. Η τοιαύτη εξάρτηση της ενάγουσας από την εναγομένη ήταν άμεση και έντονη και όχι χαλαρή, καθ` όσον η ενάγουσα δεν είχε δυνατότητα, ούτε να καθορίσει η ίδια σε ποιο από τα έργα, των οποίων η ευθύνη και ο συντονισμός ορισμένες φορές της είχε ανατεθεί ταυτοχρόνως, θα απασχοληθεί κάθε ημέρα, με ποια σειρά, με ποιο ωράριο, σε ποιο τόπο θα ελέγξει/συντάξει τα έγγραφα που της ανατίθεντο προς διεκπεραίωση, ούτε να απουσιάσει χωρίς άδεια, αλλά ούτε και να αποστεί από την τακτική ημερήσια "λογοδοσία" προς τον προϊστάμενό της και τη λήψη οδηγιών, υποκείμενη, συνεπώς, σε νομική εξάρτηση από την εργοδότριά της. Το γεγονός εξάλλου, ότι η ενάγουσα εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών, δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο για το χαρακτηρισμό της παραπάνω σύμβασης ως σύμβασης μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, αφού, όπως ανωτέρω αναλύθηκε, η ενάγουσα πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό, πλέον δώρων εορτών, αποδοχών και επιδόματος αδείας, ενώ η έκδοση εκ μέρους της δελτίων παροχής υπηρεσιών, όποτε αυτά εκδόθηκαν, έγινε για καθαρά φορολογικούς λόγους. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, σε σχέση με τον τρόπο που καταρτίσθηκε και λειτούργησε η μεταξύ των διαδίκων έννομη σχέση, και με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, η επίδικη σύμβαση φέρει τα χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Τα πιο πάνω περιστατικά, πέραν της κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης, συνάγονται και από τα ακόλουθα: α) Από τις αποδείξεις πληρωμής τις οποίες προσκομίζει η εναγομένη, και αφορούν το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του 2011 μέχρι και Ιούλιο 2013, στις οποίες αφενός αναγράφεται συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα, αφετέρου, αντίστοιχη αναλογία του πιο πάνω ποσού (ένας ή μισός μισθός, αναλόγως) καταβλήθηκε προς εξόφληση δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, πράγμα που επίσης ρητώς αναγράφεται, β) Από τις εκδοθείσες εκ μέρους της ενάγουσας αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες ως αιτιολογία εκδόσεως τους έχουν αμοιβή της ενάγουσας για διάφορες επιμετρήσεις και επιβλέψεις σε έργα της εταιρείας γενικώς, χωρίς, δηλαδή, την αναφορά συγκεκριμένων κάθε φορά έργων, όπως θα έπρεπε, εάν επρόκειτο περί παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Περαιτέρω, οι ίδιες αποδείξεις, για τα έτη 2009, 2010 και 2011, που η σχέση των διαδίκων εξελισσόταν ομαλά (τακτικές πληρωμές από την εναγομένη και αντίστοιχη έκδοση των ΑΠΥ από την ενάγουσα), συγκρινόμενες μεταξύ τους, αντιστοιχούν στα ίδια ετήσια ποσά (7.200 ευρώ ετησίως), πράγμα που δεν θα συνέβαινε εάν επρόκειτο για αμοιβές συναρτώμενες με το εκάστοτε έργο. Αντίθετα, η παραπάνω αντιστοιχία καταδεικνύει μόνον την προσπάθεια εναρμόνισης των εκδιδομένων Α.Π.Υ. με τα διαλαμβανόμενα στα υπογραφέντα συμφωνητικά (αμοιβή 600 ευρώ μηνιαίως, ήτοι 7.200 ετησίως), προκειμένης της φορολογικής και ασφαλιστικής τακτοποίησης των μερών, χωρίς η έκδοση των φορολογικών αυτών στοιχείων να ανταποκρίνεται σε πραγματική συναλλαγή, γ) Από την υπ` αριθμ. …../30-1-2012 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου ..., την οποία προσκομίζει η εναγομένη ως αποδεικτικό στοιχείο, και στην οποία εξετάστηκε η ενάγουσα στα πλαίσια αντιδικίας της εργοδότριάς της με τον εργαζόμενό της ...., με πρωτοβουλία της εναγομένης, η οποία κάλεσε τον αντίδικό της να παραστεί κατά τη λήψη της, και στην οποία η ενάγουσα, σε ανύποπτο χρόνο, αναφέρει ότι: "Εξ αρχής από 1-1-2009 εργάζομαι στα γραφεία της εταιρείας. Επανειλημμένως ο κ. .. αποχωρούσε νωρίτερα από το καθορισμένο το ωράριο, δηλαδή μετά τις 16.00, οπότε εγώ σχολούσα, ο κ. .. δεν παρέμενε στα γραφεία της εταιρίας... ...όλες τις πιστοποιήσεις του Δήμου ... τις έκανα εγώ αποκλειστικά στο γραφείο...............Όσα χρόνια εργάζομαι στην εταιρεία είναι η πρώτη φορά - που κάποιος εργαζόμενος ασκεί αγωγή......" (σελ.3). Έτσι στην πιο πάνω ένορκη βεβαίωση, εν γνώσει της εναγομένης και μετά από δική της πρόσκληση, και προφανώς και σύνταξη της ένορκης βεβαίωσης με δική της επιμέλεια, η ενάγουσα κατέθεσε για την υπαλληλική της σχέση μαζί της, χωρίς η ίδια (εναγομένη) να το αρνηθεί. δ) Από το γεγονός ότι οι υπογραφείσες συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών δεν συμπίπτουν χρονικά, ούτε με το χρόνο πρόσληψης της ενάγουσας, ούτε με το χρόνο απόλυσής της, ενώ δεν καλύπτουν συνολικά ούτε το σύνολο του χρόνου απασχόλησής της, πράγμα από το οποίο ευλόγως συμπεραίνεται ότι αυτές δεν συντάχθηκαν για να πιστοποιήσουν το είδος της σχέσης των συμβληθέντων και για να τους δεσμεύσουν, αλλά για άλλους λόγους, που σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρουν......η ενάγουσα παρέμεινε στην εργασία της μέχρι την 10-10-2013, οπότε, επιστρέφοντας από άδεια τοκετού ολίγων εβδομάδων -καθ` όσον το τέκνο της γεννήθηκε την 20-9-2013- η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της προφορικά και χωρίς να της καταβάλει αποζημίωση. Η καταγγελία αυτή ήταν άκυρη, πρωτίστως εφόσον δεν έγινε εγγράφως ούτε καταβλήθηκε η αποζημίωση, ενώ εξάλλου έγινε κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 15 παρ.1 και 2 ν. 1483/1984, όπως ισχύει με το ν. 3996/2011, κατά χρόνο δηλαδή που η ενάγουσα τελούσε σε λοχεία, πράγμα μάλιστα που γνώριζε η εναγομένη, η οποία, αρνούμενη να αποδεχθεί τις νομίμως και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες της ενάγουσας, έχει περιέλθει σε υπερημερία εργοδότριας και οφείλει να καταβάλει σ` αυτή (ενάγουσα) τις αποδοχές της του χρονικού διαστήματος από την απόλυσή της μέχρι την 31-3-2014, που αιτείται με την αγωγή. Οι νόμιμες μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας κατά το χρόνο εκείνο, ανέρχονταν σε 1.255,97 ευρώ (β.μ. 1.196,16 ευρώ πλέον επιδόματος τέκνου 59,81 ευρώ), με βάση την από 12-2-2008 Εθνική Κλαδική ΣΣΕ για τους εργαζόμενους που απασχολούνται σε τεχνικές, κατασκευαστικές και μελετητικές επιχειρήσεις της περιοχής …., …. κλπ (ΠΚ 10/6-3-2009), η οποία δεσμεύει την εναγομένη, ως μέλους του Πανελληνίου Συνδέσμου Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών (ΣΑΤΕ) και της Πανελλήνιας Ένωσης Διπλωματούχων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΠΕΔΜΕΔΕ). Επομένως, για το διάστημα από 11-10-2013 έως και 31-3- 2014 (σημειώνεται ότι το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου αφορά τακτικές αποδοχές, υπολογιζόμενες κατωτέρω, και όχι αποδοχές υπερημερίας), η εναγομένη της οφείλει (1.255,97 X 5,6 μήνες = 7.033,43 ευρώ + 1.255,97 ευρώ για δώρο Χριστουγέννων=) 8.289,40 ευρώ. Η εναγομένη, προέβαλε πρωτοδίκως και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, α) την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ενάγουσας (γενικά αλλά και ειδικότερα) σε σχέση με την αξίωση αποδοχών υπερημερίας, ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα, νέα στην ηλικία, με άρτια επιστημονική κατάρτιση και εμπειρία στα μεγάλα δομικά και κατασκευαστικά έργα, είχε τη δυνατότητα να εξεύρει, κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης υπερημερίας της (εναγομένης), άλλη εργασία και να εισπράττει αποδοχές αντιστοίχου ύψους με τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας και σε κάθε περίπτωση μισθούς ίσους με τον νόμιμο κατά το επίδικο διάστημα μισθό, πλην κακόβουλα απέφυγε να βρει άλλη εργασία προσδοκώντας ότι μπορεί να εισπράττει από αυτή (εναγομένη) χωρίς να εργάζεται, ενώ μάλιστα, ήδη από το Νοέμβριο του 2013 παρέχει, μαζί με τον κατονομαζόμενο συνεργάτη της, υπηρεσίες ανακαίνισης και διακόσμησης εσωτερικών χώρων, κι έτσι εκμεταλλεύεται την απουσία της από την εταιρεία για να παρέχει υπηρεσίες αλλού ως ελεύθερος επαγγελματίας, αναπτύσσοντας επιχειρηματική δραστηριότητα ενόσω αιτείται την επιδίκαση μισθών υπερημερίας. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως εκτιμάται, εφόσον η εναγομένη επικαλείται συγκεκριμένη συμπεριφορά της ενάγουσας, από την οποία προκύπτει η κακοβουλία της, συγκεκριμένη εργασία την οποία θα μπορούσε η τελευταία να εκτελέσει και την οποία σε κάθε περίπτωση εκτέλεσε και, τέλος, ότι από την εργασία αυτή θα αποκόμιζε τουλάχιστον ποσό ίσο με τις αποδοχές υπηρημερίας, είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη που αναφέρεται στη νομική σκέψη, πλην απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, εφόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πράγματι άσκησε την εν λόγω επαγγελματική δραστηριότητα, και μάλιστα επιτυχώς και με οικονομικές απολαυές. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι αυτή παρέμεινε χωρίς αντικείμενο απασχόλησης καθ` όλο το διάστημα της υπερημερίας της εναγομένης, μάλιστα δε, διέκοψε και την ασφάλισή της στον ΟΑΕΕ την 10-2-2014, όπως προκύπτει από την υπ` αρ. .../10-2-14 βεβαίωση του ως άνω Οργανισμού β) την ένσταση εκπτώσεως των αλλαχού κερδηθέντων, ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι η ενάγουσα, ήδη από το Νοέμβριο του 2013, παρέχει υπηρεσίες ανακαίνισης και διακόσμησης εσωτερικών χώρων, ομού μετά του ... με σχετική ανάρτηση στο διαδίκτυο, γι` αυτό και θα πρέπει να συμψηφιστούν τα κέρδη της από τη δραστηριότητά της αυτή με τους αιτούμενους μισθούς υπερημερίας. Ο ισχυρισμός όμως αυτός της εναγομένης είναι απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθ` όσον δεν αναφέρονται τα ποσά, τα οποία η ενάγουσα φέρεται να έχει αποκομίσει από την εν λόγω δραστηριότητά της, ώστε να δύναται αυτά να καταλογισθούν στις αποδοχές υπερημερίας, όπως και στη νομική σκέψη διαλαμβάνεται. Ως εκ τούτου, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές το αίτημα της εναγομένης περί προσκομίσεως εκ μέρους της ενάγουσας των φορολογικών δηλώσεών της και των εκκαθαριστικών σημειωμάτων της Δ.Ο.Υ. για το χρονικό διάστημα από 10-10-2013 και εφεξής, καθώς και του ατομικού λογαριασμού ασφαλισμένου στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ (λογαριασμός μάλιστα που δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε). Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η συμφωνηθείσα η αμοιβή της ενάγουσας, ανερχόταν αρχικά στο ποσό των 920 ευρώ μηνιαίως, και στη συνέχεια, από 1-12-2012 και εφεξής, στο ποσό των 1.235 ευρώ, πλέον των νομίμων επιδομάτων εορτών και αδείας. Επιπλέον, συμφωνήθηκε η ενάγουσα να εκδίδει, δελτία παροχής υπηρεσιών, για τις αμοιβές που εφέρετο ότι ελάμβανε, με το ΦΠΑ των οποίων θα βαρυνόταν η ίδια (εναγομένη). Ο τρόπος, με τον οποίο διενεργείτο η πληρωμή της ενάγουσας, ήταν ο εξής: η τελευταία ελάμβανε ανά μήνα το συμφωνημένο ποσό των αποδοχών της, όπως πιο πάνω αναφέρεται, υπογράφοντας στις σχετικές αποδείξεις εισπράξεως που εξέδιδε η εναγομένη, ενώ, μόλις εκδιδόταν το δελτίο παροχής υπηρεσιών που αφορούσε το συγκεκριμένο προδιαδραμόν ετήσιο χρονικό διάστημα, οι αποδείξεις αυτές δεν είχαν πλέον λόγο ύπαρξης και ενίοτε καταστρέφονταν, αφού δεν χρησιμοποιούνταν λογιστικά. Ειδικότερα, οι εκδοθείσες από την ενάγουσα Α.Π.Υ. (αποδείξεις παροχής υπηρεσιών) των ετών 2009, 2010 και 2011, αντιστοιχούν σε ετήσιες αμοιβές ύψους 7.200 ευρώ, ως άθροισμα, δηλαδή, του φερομένου ως συμφωνηθέντος ποσού των 600 ευρώ μηνιαίως, ενώ τα ποσά αυτά (των 7.200 ετησίως) δεν καταβάλλονταν στην ενάγουσα, η οποία ελάμβανε μόνον τις συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές της (του ύψους που προαναφέρθηκε, και όχι των 600 ευρώ μηνιαίως, που αβάσιμα ισχυρίζεται), πλέον του αναλογούντος στις Α.Π.Υ. ΦΠΑ, που κατά τη συμφωνία τους βάρυνε την εναγομένη. Καθ` όσον αφορά στις Α.Π.Υ. των ετών 2012 και 2013, η ενάγουσα δεν ήταν συνεπής ως προς την έκδοση του συνόλου τούτων, καθ` όσον και η εναγομένη δεν είχε προβεί σε εξόφληση των συμφωνημένων μισθών της. Όπως δε προκύπτει από τη μελέτη των αποδείξεων εισπράξεως, που διασώθηκαν, ειδικότερα εκείνων των ετών 2012 και 2013, κατά τους χρόνους εκείνους η εναγόμενη παρουσίαζε καθυστερήσεις στην εξόφληση των μηνιαίων αποδοχών της ενάγουσας. Έτσι, με δεδομένο ότι η εναγομένη έχει καταβάλει στην ενάγουσα, για μεν τα έτη 2009 έως και 2011 τις συμφωνηθείσες αποδοχές των 920 ευρώ μηνιαίως, πλέον δώρων εορτών και επιδόματος αδείας, για δε τα επόμενα δύο έτη, προέβαινε σε σποραδικές καταβολές, όπως κατωτέρω θα αναλυθούν, εξακολουθούν να οφείλονται στην ενάγουσα τα κάτωθι ποσά (αφού σημειωθεί ότι οι αναγραφόμενες πιο κάτω νόμιμες αποδοχές είναι μικτές, ενόψει δε του ότι τα καταβληθέντα στην ενάγουσα είναι καθαρά ποσά, οι νόμιμες κρατήσεις θα γίνουν κατά την εκτέλεση της απόφασης): α) για έκαστο των ετών 2009 και 2010 και 2011: Κατά τα ως άνω έτη, ο νόμιμος μισθός της ενάγουσας, με βάση την ως άνω Συλλογική ρύθμιση, ήταν 1.101,34 ευρώ, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι αυτή δικαιούται και το επίδομα ηλεκτρονικού υπολογιστή, που προβλέπεται από το άρθρο 4 της ως άνω από 12-2-2008 ΣΣΕ, αφού δεν εργαζόταν συνεχώς μπροστά σε οθόνη οπτικής απεικόνισης (εκτελούσε κατ` εντολή της εργοδότριάς της και άλλες εργασίες, όπως συναντήσεις με πελάτες κλπ), αλλά ούτε και αποδείχθηκε πόσες ώρες ημερησίως έκανε χρήση υπολογιστή, ώστε να λάβει αναλογία του εν λόγω επιδόματος. Επίσης, ενόψει του ότι επρόκειτο περί μικρής, οικογενειακής, κυρίως, εταιρείας, χωρίς μεγάλο αριθμό προσωπικού ούτε οργανωμένα τμήματα, η ενάγουσα ουδέποτε απέκτησε καθήκοντα "προϊσταμένης" προμηθειών, ώστε να δικαιούται το εν λόγω επίδομα. Η κρίση αυτή δεν μεταβάλλεται από ενδεχόμενη αναφορά της στην ιστοσελίδα ή σε έγγραφα της επιχείρησης ως προϊσταμένης προμηθειών, αναφορά η οποία ενδεχομένως συνίστατο σε ενίσχυση του κύρους της επιχείρησης, και πάντως δεν αποδείχθηκε ότι έγινε. Έτσι η ενάγουσα, θα έδει να λάβει (1.101,34 ευρώ X 14 μισθούς, ήτοι συμπεριλαμβανομένου ενός μισθού για δώρο Χριστουγέννων και μισθού για δώρο Πάσχα, και επίσης για επίδομα αδείας=) 15.418,76 ευρώ, ενώ έλαβε 12.880 ευρώ, κι επομένως της οφείλεται 2.538,76 ευρώ για κάθε έτος και συνολικά (4.851,56 X 3=) 7.616,28 ευρώ, β) Για το έτος 2012, που συμπλήρωσε 3 χρόνια υπηρεσίας, ενώ από 1-6-2012 έως 31-7- 2012 δικαιούται και το επίδομα γάμου, τον οποίο γνωστοποίησε στην εργοδότριά της, από δε την 1-8-2012 και μετά την καταγγελία της ΣΣΕ, δικαιούται μόνο το βασικό μισθό σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.4 της 6/2012 ΠΥΣ, θα έδει να λάβει [(1.196,16 ευρώ X 5,5 μήνες=) 6.578,88 ευρώ για το πρώτο πεντάμηνο, μαζί με το δώρο Πάσχα + (1.315,78 ευρώ X 2 μήνες=) 2.631,56 ευρώ για Ιούνιο και Ιούλιο 2012 + (1.196,16 ευρώ X 6,5 μήνες=) 7.775,04 ευρώ για Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2012, μαζί με το δώρο Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας =] 16.985,48 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε (900 ευρώ για τον Ιανουάριο στις 1-3-2012, 920 ευρώ για τον Απρίλιο σε απροσδιόριστη ημερομηνία, 920 ευρώ για το Μάιο στις 13-7-2012, καθώς και 1.020 ευρώ "έναντι" στις 2-11-2012. 100 ευρώ "έναντι" στις 5-11-2012, 5.623,52 ευρώ για "εξόφληση" έως 30-11-2012 στις 4-12-2012, και, τέλος, 1.235 ευρώ για το Δεκέμβριο στις 2-1- 2013, ήτοι συνολικά) 10.718,52 ευρώ και επομένως της οφείλει τη διαφορά, ύψους (16.985,48 - 10.718,52=) 6.266,96 ευρώ, γ) Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 έως 31-7-2013, και υπό την ισχύ του άρθρου 2 παρ.4 της 6/2012 ΠΥΣ, δικαιούται μόνον τον βασικό μισθό, ήτοι (1.196,16 X 8 μήνες μαζί με το δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας, από 14 μισθό έκαστο=) 9.569,28 ευρώ. Αντί του ποσού αυτού, η εναγομένη της κατέβαλε (1.235 ευρώ σε απροσδιόριστη ημερομηνία για το Φεβρουάριο, 1.350 ευρώ στις 25-4-2013 για το Μάρτιο, 1.235 ευρώ στις 17-5-2013 για τον Απρίλιο, 1.235 ευρώ στις 19-6-2013 για το Μάιο και 2.470 ευρώ στις 19-6-2013 για τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, ήτοι συνολικά) 7.525 ευρώ, κι επομένως της οφείλει τη διαφορά, ύψους (9.569,28 - 7.525 ) 2.044,28 ευρώ και δ) Για το χρονικό διάστημα από 1-8-2013 έως 10-10-2013 δικαιούται (1.196,16 X 2,3 μήνες=) 2.751,17 ευρώ. Κατ` ακολουθίαν, είναι βάσιμη εν μέρει και κατ` ουσίαν η νόμιμη ένσταση εξόφλησης (416 Α.Κ.), που προέβαλε η εναγομένη πρωτοδίκως κατά απολύτως ορισμένο τρόπο -με την αναφορά των μερικότερων καταβολών στις οποίες προέβη και της αντίστοιχης απαίτησης, την οποία αυτές αφορούσαν- και επαναλαμβάνει και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου. Περαιτέρω εναγομένη, ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει με τις έγγραφες προτάσεις της, ότι το δικαίωμα της ενάγουσας ασκείται καταχρηστικά, διότι α) η ίδια συνυπέγραψε τις συμβάσεις ανεξαρτήτων υπηρεσιών και αποδέχθηκε την παροχή των υπηρεσιών της με αυτό τον τρόπο, δημιουργώντας έτσι σ` αυτή (εναγομένη) την πεποίθηση ότι δεν θα προβάλει αξιώσεις από σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, β) στην από 30-3-2012 εξοφλητική απόδειξη που υπέγραψε η ενάγουσα (την οποία και προσκομίζει η εναγομένη), συνομολογεί την ύπαρξη συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, γ) στην υπ` αρ. .../2012 ένορκη βεβαίωσή της, ρητά ομιλεί περί συνεργασίας με την εταιρεία και όχι περί εργασίας της σ` αυτή, δ) ότι συνεργάστηκε με την εταιρεία επί δύο και πλέον έτη εισπράττοντας πάντοτε χωρίς καμμία επιφύλαξη τα καταβαλλόμενα σ` αυτή ποσά και υπογράφοντας τις σχετικές αποδείξεις ανεπιφύλακτα, χωρίς ποτέ να προβάλει οποιοδήποτε παράπονο, αξίωση, όχληση ή διαμαρτυρία σε σχέση με την αμοιβή της, ε) ότι αυτή απασχολήθηκε σε μια μεσαία επιχείρηση, τυπικότατη στις υποχρεώσεις έναντι του προσωπικού και των συνεργατών της, έχει δε ανταμειφθεί "με το παραπάνω" για τις υπηρεσίες της, μετά δε τη δημιουργηθείσα με την συμπεριφορά της κατάσταση, η πληρωμή των επιδίκων ποσών θα επιφέρει στην ίδια (εναγομένη) δυσβάστακτη οικονομική ζημία, σε μια περίοδο μεγάλης ύφεσης, ιδιαίτερα στο χώρο των κατασκευών και των δομικών έργων, με συνέπεια να είναι ιδιαίτερα δύσκολο να της καταβάλει τα αγωγικά ποσά. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθ` όσον, ως προς μεν το σκέλος του που αφορά την παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα με βάση σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως ανωτέρω εκτίθεται, η ενάγουσα εξαρχής και μέχρι την απόλυσή της, παρέσχε τις υπηρεσίες της με βάση σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, γεγονός σαφές, το οποίο γνώριζαν και αποδέχονταν αμφότερα τα συμβληθέντα μέρη και ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ώστε να δύναται να γίνει λόγος για "μη διαμαρτυρία", ενώ, επιπροσθέτως, στην επικαλούμενη από την εναγομένη ένορκη βεβαίωση, η ενάγουσα ρητά καταθέτει ότι εργαζόταν στην επιχείρησή της, και μάλιστα με συγκεκριμένο ωράριο, ενώ, περαιτέρω, μόνο το μεγάλο ύψος των αγωγικών αξιώσεων, που θα δυσχεράνει ιδιαίτερα την οικονομική θέση της εναγομένης, δεν αρκεί, μη συνοδευόμενο από άλλα περιστατικά. να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Τέλος, η εναγομένη, ισχυριζόμενη ότι διατηρεί ανταπαίτηση κατά της εναγομένης, ύψους 27.589,07 ευρώ, ζητεί το συμψηφισμό της με τις αγωγικές αξιώσεις. Ειδικότερα, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι έχει καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 61.805,52 ευρώ, το οποίο δεν μπορεί να εγγράψει στα φορολογικά της βιβλία ως έξοδο, λόγω της μη εκδόσεως από την ενάγουσα απόδειξης παροχής υπηρεσιών γι` αυτό, με συνέπεια, αφ` ενός η ίδια (εναγομένη) να έχει επιβαρυνθεί με πρόσθετο φόρο εισοδήματος επί του ως άνω ποσού, ύψους 16.069,44 ευρώ, αφ` ετέρου να έχει καταβάλει το ποσό του αναλογούντος στο ποσό αυτό ΦΠΑ δύο φορές, ήτοι μία φορά στην ενάγουσα και μία φορά προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., συνολικού ύψους 11.519,63 ευρώ, και ότι ζημιώθηκε έτσι συνολικά 27.589,07 ευρώ λόγω της παράνομης και υπαίτιας άρνησης της ενάγουσας να εκδώσει τα οικεία παραστατικά (ΑΠΥ). Η ένσταση αυτή, η οποία είναι νόμιμη (άρθρ. 440 A.K.) είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθ` όσον η εναγομένη ουδέν στοιχείο προσκομίζει, από το οποίο να αποδεικνύεται η επιβάρυνσή της με τα πιο πάνω ποσά που επικαλείται. Πέραν όμως τούτου, θα πρέπει να λεχθεί ότι, με βάση όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, οι πληρωμές της ενάγουσας γίνονταν με απλές χειρόγραφες αποδείξεις, οι οποίες, όχι μόνον δεν καταχωρούνταν οπουδήποτε, αλλά πολλές φορές καταστρέφονταν και πάντως δεν γινόταν φορολογική τους χρήση, ώστε, οποιοδήποτε ποσό και αν έλαβε η ενάγουσα, να μην εμφανίζεται στα φορολογικά στοιχεία της εταιρείας και συνεπώς να μην επηρεάζει τη φορολογική μεταχείριση της εναγόμενης, η οποία καταχωρούσε στα βιβλία της μόνον τις εκδιδόμενες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, τις αναγραφόμενες αμοιβές των οποίων καταχωρούσε στα έξοδά της και ο ΦΠΑ επί των οποίων εξέπιπτε. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία έκρινε ότι η σχέση που συνέδεε τα διάδικα μέρη ήταν σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στηριζόμενη δε στην κρίση της αυτή, απέρριψε τις αγωγικές αξιώσεις της ενάγουσας για διαφορές αποδοχών, οφειλόμενες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα παραπονείται η τελευταία με τους πρώτο και τρίτο λόγους της έφεσής της. Γι` αυτό θα πρέπει, αφού γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί στην ουσία της η αγωγή, ακολούθως δε, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των (ό.266,96 + 2.044,28=) 8.311,24 ευρώ για διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από 1-1-2012 έως και 31-7-2012, καθώς επίσης ν` αναγνωριστεί ότι υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των (8.289,40 + 7.616,28 + 2.751,17=) 18.656,85 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας, διαφορές αποδοχών των ετών 2009 έως και 2011 και αποδοχές από 01.08.2012 μέχρι την απόλυσή της, και τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους κονδύλιο από τότε που κατέστη απαιτητό, και δη, ως προς μεν τις μηνιαίες αποδοχές από την πρώτη του επομένου μηνός εκείνου, κατά το οποίο κατέστη απαιτητή, για το δώρο Πάσχα από την 1η Μαΐου του αντιστοίχου έτους και για το Δώρο Χριστουγέννων και επίδομα αδείας από την 1η Ιανουάριου του επομένου έτους..." H αναιρεσείουσα, με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης, επικαλείται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ ισχυριζόμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία ως προς τον τρόπο καταβολής της απαιτήσεως της ενάγουσας και συνακόλουθα της μερικής απόρριψης της προβληθείσης ενστάσεως ολικής εξοφλήσεως, άλλως του συμψηφισμού. Οπως προκύπτει από το αναιρετήριο σ` αυτό εκτίθενται: α) Η διαδικαστική πορεία της από 25.11.2013 αγωγής της αναιρεσίβλητης μέχρι και την έκδοση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης (844/2017) β) Κατά τρόπο αποσπασματικό οι παραδοχές (πόρισμα) του Εφετείου σχετικά με την ανακύψασα διαφορά και ειδικότερα με την ένσταση ολικής εξοφλήσεως άλλως συμψηφισμού γ) Οι ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας που στηρίζουν, κατά τις απόψεις της, τις πιο πάνω πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και δ) Το καταληκτικό πόρισμα του Εφετείου. Περαιτέρω, όμως, δεν αναφέρονται στο αναιρετήριο, με πληρότητα και σαφήνεια, όλες οι κρίσιμες παραδοχές του Εφετείου, δηλαδή όλα τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το εν λόγω Δικαστήριο και ενόψει των οποίων εξέφερε την κρίση του για τη βασιμότητα της πιο πάνω αγωγής και ειδικότερα για την μερική απόρριψη της ενστάσεως εξοφλήσεως, αλλ` ούτε αναφέρονται με πληρότητα και σαφώς ποιες είναι ειδικότερα οι ανεπαρκείς αιτιολογίες και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους.

 Συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην αρχή της απόφασης αυτής, ο ως άνω λόγος αναίρεσης είναι αόριστος και ως εκ τούτου απαράδεκτος. Πέραν όμως αυτού, ο λόγος αναίρεσης είναι απαράδεκτος και επειδή η αναιρεσείουσα διατυπώνει παράπονα επί του αποδεικτικού πορίσματος της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι παράπονα επί των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν τις κρίσιμες παραδοχές επί των οποίων το Εφετείο στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς προς τον τρόπο εξόφλησης της αναιρεσίβλητης. (βλ.ΑΠ 1323/2017). Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος γιατί, όπως προκύπτει από τις παραπάνω αναφερόμενες παραδοχές, το Εφετείο κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα διαλαμβάνοντας στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς το ζήτημα της μερικής εξόφλησης της αναιρεσίβλητης, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο κι συνεπώς ο από το άρθρο 559 αριθμό 19 ΚΠολΔ ως άνω λόγος είναι απορριπτέος Η αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, επικαλείται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό περί ολοσχερούς εξοφλήσεως των απαιτήσεων της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό αυτόν και τον δέχθηκε αυτόν κατά ένα μέρος και επομένως ο ως άνω λόγος είναι αβάσιμος. Η αναιρεσείουσα υπό την επίφαση του αναιρεστικού λόγου του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων που δέχθηκε το δικαστήριο ουσίας ως προς την μερική εξόφληση των απαιτήσεων της αναιρεσίβλητης.

 Τέλος, η αναιρεσείουσα με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης επικαλείται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.20 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του παραμόρφωσε το περιεχόμενο της με αριθμό ./06.08.2009 μίας και μοναδικής κατά το έτος 2009 απόδειξης παροχής υπηρεσιών, από την οποία προκύπτει ότι το ύψος των γενομένων καταβολών κατά το έτος 2009 στην αναιρεσίβλητη ανέρχεται στο ποσό των 4.200 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23% = 4.998 ευρώ και όχι σε 7.200 ευρώ όπως δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας. Από τα όσα έγιναν δεκτά προκύπτει ότι το Εφετείο, εκτιμώντας και αξιολογώντας το έγγραφο αυτό μαζί με τα άλλα αποδεικτικά μέσα ορθά διέγνωσε το περιεχόμενό του και απλά κατέληξε σε αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που η αναιρεσείουσα θεωρεί ως ορθό, ενώ εξάλλου την σχετική κρίση του το Εφετείο δεν στήριξε αποκλειστικά ή κύρια στο έγγραφο αυτό (ΑΠ 670/2018).