Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-830/18 περί «ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης»

Περίληψη:Το άρθρο 7 παρ. 2 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους σε σχέση με τους ημεδαπούς εργαζομένους. Επιπροσθέτως, το άρθρο 7 παρ. 2 του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι οι πρακτικές δυσκολίες που συνδέονται με την αποτελεσματική οργάνωση της σχολικής μεταφοράς εντός ομόσπονδου κράτους δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση

 

Διαβάστε περισσότερα:

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο τμήμα)

της 2ας Απριλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Κανονισμός (ΕΕ) 492/2011 – Τέκνα μεθοριακών εργαζομένων – Κοινωνικές παροχές – Σύστημα απόδοσης των εξόδων σχολικής μεταφοράς – Προϋπόθεση κατοικίας σε ομόσπονδο κράτος (Land) – Αποκλεισμός των παιδιών που φοιτούν στο εν λόγω ομόσπονδο κράτος και κατοικούν σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος όπου βρίσκεται το εκπαιδευτικό ίδρυμα φοίτησης – Αποκλεισμός των ημεδαπών που κατοικούν σε άλλα ομόσπονδα κράτη (Länder)»

Στην υπόθεση C‑830/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz (διοικητικό εφετείο Ρηνανίας-Παλατινάτου, Γερμανία) με απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Δεκεμβρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Landkreis Südliche Weinstraße

κατά

PF κ.λπ.,

παρισταμένουτου:

Vertreter des öffentlichen Interesses,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Rodin, πρόεδρο τμήματος, D. Šváby και N. Piçarra (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους C. Hödlmayr και B.‑R. Killmann,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως έχει ως αντικείμενο την ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης (ΕΕ 2011, L 141, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του PF και της Landkreis Südliche Weinstraße με αντικείμενο την κάλυψη από το ομόσπονδο κράτος (Land) των εξόδων σχολικής μεταφοράς τέκνων μεθοριακών εργαζομένων.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 έως 5 του κανονισμού 492/2011 έχουν ως εξής:

«(3)

Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για την επίτευξη των στόχων που ορίζουν τα άρθρα 45 και 46 της συνθήκης [ΛΕΕ] στον τομέα της ελεύθερης κυκλοφορίας.

(4)

Η ελεύθερη κυκλοφορία συνιστά για τους εργαζομένους και τις οικογένειές τους θεμελιώδες δικαίωμα. […] Θα πρέπει να κατοχυρωθεί το δικαίωμα όλων των εργαζομένων των κρατών μελών να ασκούν τη δραστηριότητα της εκλογής τους στο εσωτερικό της Ένωσης.

(5)

Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να αναγνωρίζεται αδιακρίτως στους “μονίμους”, εποχιακούς, μεθοριακούς εργαζομένους ή σε όσους ασκούν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών.»

4

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού αυτού ορίζει τα εξής:

«1.   Ο εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους δεν δύναται στην επικράτεια των άλλων κρατών μελών, να έχει, λόγω της ιθαγένειάς του, διαφορετική μεταχείριση από τους ημεδαπούς εργαζομένους, ως προς τους όρους απασχόλησης και εργασίας, ιδίως όσον αφορά την αμοιβή, την απόλυση, την επαγγελματική επανένταξη ή την επαναπασχόληση αν έχει καταστεί άνεργος.

2.   Απολαύει των ιδίων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους.»

5

Το άρθρο 10 του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα εν λόγω τέκνα διαμένουν στην επικράτειά του.

Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που καθιστούν δυνατό στα εν λόγω τέκνα να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.»

Το γερμανικό δίκαιο

6

Το άρθρο 56, παράγραφος 1, του Rheinland-pfälzisches Schulgesetz (νόμου για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου), της 30ής Μαρτίου 2004 (GVBl. RP 2004, σ. 239), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 10 του νόμου της 16ης Φεβρουαρίου 2016 (GVBl. RP 2016, σ. 37), προβλέπει τα εξής:

«Η σχολική φοίτηση είναι υποχρεωτική για όλα τα παιδιά, εφήβους και ενήλικους νέους που έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στη Ρηνανία-Παλατινάτο· η παρούσα διάταξη ισχύει υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συμφωνιών.»

7

Το άρθρο 69 του νόμου αυτού σχετικά με τη σχολική μεταφορά ορίζει τα εξής:

«(1)   Οι περιφέρειες (Landkreise) και οι ανεξάρτητοι δήμοι αναλαμβάνουν, στο πλαίσιο των υποχρεωτικών αρμοδιοτήτων αυτοδιοίκησης που υπέχουν, τη μεταφορά των μαθητών που κατοικούν εντός της Ρηνανίας-Παλατινάτου προς τα ευρισκόμενα στο έδαφός τους σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ειδικής αγωγής, εφόσον η διαδρομή των μαθητών προς το σχολείο δεν είναι ευλόγως εφικτή χωρίς τη χρήση μέσου συγκοινωνίας.

Η παρούσα διάταξη ισχύει επίσης για τη μεταφορά μαθητών:

1. προς το πλησιέστερο σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης […]

Εάν η φοίτηση πραγματοποιείται σε σχολείο εκτός του εδάφους της Ρηνανίας-Παλατινάτου, η περιφέρεια (Landkreis) ή ο ανεξάρτητος δήμος, στο έδαφος των οποίων ο μαθητής έχει την κατοικία του, καλύπτει τα έξοδα της μεταφοράς.

(2)   Η διαδρομή προς το σχολείο δεν είναι ευλόγως εφικτή χωρίς τη χρήση μέσου συγκοινωνίας όταν είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη ή όταν η συντομότερη μη ιδιαίτερα επικίνδυνη διαδρομή με τα πόδια είναι μεγαλύτερη από δύο χιλιόμετρα μεταξύ της κατοικίας και του σχολείου πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και μεγαλύτερη από τέσσερα χιλιόμετρα μεταξύ της κατοικίας και του σχολείου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. […]

(3)   Όταν η φοίτηση πραγματοποιείται σε άλλο πλην του πλησιέστερου σχολείου κατά την έννοια της παραγράφου 1, [δεύτερο εδάφιο, σημείο 1], τα έξοδα μεταφοράς καλύπτονται μόνο μέχρι του ποσού που θα καλυπτόταν για τη μετακίνηση του μαθητή προς το πλησιέστερο σχολείο. Προκειμένου να διαπιστωθεί ποιο είναι το πλησιέστερο σχολείο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνο τα σχολεία που προτείνουν μαθήματα στην επιλεγείσα πρώτη σύγχρονη ξένη γλώσσα. […]

(4)   Η αρμοδιότητα ασκείται κατά προτεραιότητα μέσω της κάλυψης των απαραίτητων εξόδων μετακίνησης με δημόσια μέσα συγκοινωνίας. Ελλείψει δημόσιων συγκοινωνιακών συνδέσεων των οποίων η χρήση από τον μαθητή είναι ευλόγως εφικτή, πρέπει να διατίθεται υπηρεσία μετακίνησης με σχολικά λεωφορεία. Τα έξοδα της μεταφοράς με άλλα μέσα πρέπει να καλύπτονται μόνο μέχρι του ποσού που θα προέκυπτε από τη χρήση των διαλαμβανομένων στην πρώτη περίοδο μέσων.»

8

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Rheinland-pfälzisches Landesgesetz über den öffentlichen Personennahverkehr (νόμου για τις δημόσιες αστικές και υπεραστικές συγκοινωνίες του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου), της 17ης Νοεμβρίου 1995 (GVBl. RP 1995, σ. 450), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 12 του νόμου της 22ας Δεκεμβρίου 2015 (GVBl. RP 2015, σ. 516), προβλέπει τα εξής:

«Η οργάνωση των δημόσιων αστικών και υπεραστικών συγκοινωνιών, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, σημείο 1, ανήκει στην αρμοδιότητα των περιφερειών και των ανεξάρτητων δήμων. Πρόκειται για προαιρετική αρμοδιότητα αυτοδιοίκησης την οποία οι εν λόγω φορείς ασκούν εντός του ορίου των χρηματοοικονομικών δυνατοτήτων τους. […]»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9

Ο PF, γερμανικής υπηκοότητας, κατοικεί στη Γαλλία με τους γονείς του, οι οποίοι έχουν επίσης τη γερμανική υπηκοότητα. Φοιτά σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Landkreis Südliche Weinstraße του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου, στη Γερμανία. Ο τόπος εργασίας της μητέρας του βρίσκεται επίσης στη Γερμανία.

10

Τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF καλύφθηκαν από την περιφέρεια στην οποία φοιτούσε έως το σχολικό έτος 2014-2015. Ωστόσο, για το έτος 2015-2016, η περιφέρεια ανακοίνωσε, με ειδοποίηση της 16ης Ιουνίου 2015, ότι, με βάση τις ισχύουσες νομικές διατάξεις στη Ρηνανία-Παλατινάτο, τα έξοδα σχολικής μεταφοράς του PF δεν επρόκειτο πλέον να καλυφθούν. Σύμφωνα με την ως άνω ειδοποίηση, η εν λόγω νομοθεσία προέβλεπε ειδικότερα ότι η περιφέρεια έφερε υποχρέωση οργάνωσης της σχολικής μεταφοράς μόνο για τους μαθητές που κατοικούσαν εντός του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.

11

Ο PF υπέβαλε κατά της απόφασης της περιφέρειας διοικητική ένσταση η οποία απορρίφθηκε. Στη συνέχεια, άσκησε προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης ενώπιον του Verwaltungsgericht Neustadt an der Weinstraße (διοικητικού δικαστηρίου Neustadt an der Weinstraße, Γερμανία). Το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή με το σκεπτικό ότι, καθόσον επρόκειτο για τέκνο μεθοριακού εργαζομένου, έπρεπε να αναγνωριστεί στον PF το δικαίωμα σε κάλυψη των εξόδων του σχολικής μεταφοράς, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

12

Η περιφέρεια άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz (διοικητικού εφετείου Ρηνανίας-Παλατινάτου, Γερμανία). Το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν διάταξη όπως το άρθρο 69, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, σημείο 1, του νόμου για την οργάνωση του σχολικού συστήματος του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου είναι αντίθετη προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

13

Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, η τελευταία διάταξη έχει εφαρμογή στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι η κάλυψη των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης εξόδων σχολικής μεταφοράς συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011. Αφετέρου, υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala (C-85/96EU:C:1998:217, σκέψη 25), η έννοια αυτή καλύπτει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, εμφανίζεται ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους.

14

Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ωστόσο, να διευκρινιστεί αν το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό μέτρο συνεπάγεται έμμεση διάκριση σε βάρος των διακινούμενων εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

15

Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, ότι στις υποθέσεις επί των οποίων έχει αποφανθεί το Δικαστήριο, η προϋπόθεση της κατοικίας κάλυπτε το σύνολο του εδάφους του οικείου κράτους μέλους. Ωστόσο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η προϋπόθεση της κατοικίας περιορίζεται σε μέρος του γερμανικού εδάφους, το εθνικό μέτρο αποκλείει σχεδόν αποκλειστικώς τα τέκνα εργαζομένων που κατοικούν σε αυτό το κράτος μέλος από το ευεργέτημα της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης κοινωνικής παροχής, ενώ αφορά μόνον έναν περιορισμένο αριθμό τέκνων διακινούμενων εργαζομένων.

16

Στην περίπτωση που το κατά τα ανωτέρω εθνικό μέτρο θεωρηθεί, παρ’ όλα αυτά, ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το εν λόγω εθνικό μέτρο μπορεί να δικαιολογηθεί από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, εν προκειμένω, από την ανάγκη διασφάλισης της αποτελεσματικής οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο συγκεκριμένος θεμιτός σκοπός ανάγεται στην υποχρέωση σχολικής εκπαίδευσης, η οποία αποβλέπει στη διασφάλιση του δικαιώματος στην εκπαίδευση που κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948, και στο άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

17

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι υφίσταται άρρηκτος δεσμός μεταξύ της οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και του εδάφους, γεγονός που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την προϋπόθεση της κατοικίας κατά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία. Παραπέμπει συναφώς στο άρθρο 10 του κανονισμού 492/2011, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα παρακολούθησης μαθημάτων γενικής εκπαίδευσης εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοικίας στο κράτος μέλος, όπως διαπίστωσε και το Δικαστήριο με την απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, Hadj Ahmed (C‑45/12EU:C:2013:390, σκέψη 31).

18

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, περαιτέρω, ότι η μη εφαρμογή μιας τέτοιας προϋπόθεσης κατοικίας θα ήταν δύσκολο να υλοποιηθεί. Συγκεκριμένα, όσον αφορά μαθητή που κατοικεί σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο στο οποίο βρίσκεται το εκπαιδευτικό ίδρυμα όπου φοιτά, είναι δυσχερές να προσδιοριστεί το πλησιέστερο εκπαιδευτικό ίδρυμα, προκειμένου να υπολογιστεί το προς απόδοση ποσό των εξόδων σχολικής μεταφοράς.

19

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberverwaltungsgericht Rheinland-Pfalz (διοικητικό εφετείο Ρηνανίας-Παλατινάτου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Έχει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού […] 492/2011 […] την έννοια ότι διάταξη του εθνικού δικαίου, δυνάμει της οποίας επωφελούμενοι της υποχρέωσης διασφάλισης της σχολικής μεταφοράς η οποία βαρύνει ορισμένους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Landkreise) είναι μόνον οι κάτοικοι του ομόσπονδου κράτους εντός του οποίου βρίσκονται οι εν λόγω οργανισμοί, εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση, ακόμη και αν με βάση τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης διαπιστώνεται ότι, λόγω της προϋπόθεσης της κατοικίας, αποκλείονται από την οικεία παροχή κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι της υπόλοιπης επικράτειας του κράτους μέλους;

Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα:

2)

Αποτελεί η αποτελεσματική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος επιτακτική ανάγκη γενικού συμφέροντος δυνάμενη να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση;»

Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

20

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από την προϋπόθεση της κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους.

21

Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ως άνω ερώτημα, πρώτον, πρέπει να διευκρινιστεί, αφενός, ότι κάθε υπήκοος της Ένωσης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, ο οποίος κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και ο οποίος ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο της κατοικίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, διάταξης την οποία ο κανονισμός 492/2011 επιδιώκει να εξειδικεύσει (πρβλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Ritter-Coulais, C-152/03EU:C:2006:123, σκέψη 31).

22

Επομένως, υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, ενώ διατηρεί την εργασία του σε αυτό το κράτος μέλος, μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων και, ως εκ τούτου, του κανονισμού 492/2011 [πρβλ. όσον αφορά τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ.33), ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 492/2011, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann, C-212/05EU:C:2007:437, σκέψη 19].

23

Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός αυτός ωφελεί τους μεθοριακούς εργαζόμενους, όπως τούτο προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τις οποίες το δικαίωμα όλων των εργαζομένων των κρατών μελών να ασκούν τη δραστηριότητα της επιλογής τους στο εσωτερικό της Ένωσης θα πρέπει να αναγνωρίζεται αδιακρίτως στους «μονίμους», εποχιακούς, μεθοριακούς εργαζομένους ή σε όσους ασκούν τη δραστηριότητά τους στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών. Ομοίως, στο άρθρο 7 του κανονισμού 492/2011, το οποίο έχει πανομοιότυπη διατύπωση με το άρθρο 7 του κανονισμού 1612/68, αναφέρεται, χωρίς επιφύλαξη, ο «εργαζόμενος υπήκοος ενός κράτους μέλους» (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 1997, Meints, C-57/96EU:C:1997:564, σκέψη 50, και της 18ης Ιουλίου 2007, Geven, C-213/05EU:C:2007:438, σκέψη 15).

24

Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι υπήκοος κράτους μέλους ο οποίος, ενώ διατηρεί την εργασία του στο κράτος αυτό, έχει μεταφέρει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος και ασκεί έκτοτε την επαγγελματική του δραστηριότητα ως μεθοριακός εργαζόμενος μπορεί να αξιώσει να αναγνωριστεί ως «διακινούμενος εργαζόμενος», κατά την έννοια του κανονισμού 492/2011 (βλ., όσον αφορά τον κανονισμό 1612/68, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 492/2011, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann, C‑212/05EU:C:2007:437, σκέψη 20).

25

Εν προκειμένω, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά Γερμανό υπήκοο ο οποίος εργάζεται μεν στη Γερμανία αλλά κατοικεί στη Γαλλία. Το συνδετικό με το δίκαιο της Ένωσης στοιχείο έγκειται, κατά συνέπεια, στην κατοικία του εργαζομένου αυτού σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος. Καθόσον ο εν λόγω εργαζόμενος έχει ασκήσει το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας, δικαιούται να επικαλεστεί, έναντι του κράτους μέλους του οποίου είναι υπήκοος, τον κανονισμό 492/2011, σκοπός του οποίου είναι η υλοποίηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, και δη το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού.

26

Δεύτερον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου επωφελούνται εμμέσως του δικαιώματος της ίσης μεταχείρισης που παρέχει στον εν λόγω εργαζόμενο το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 (βλ., όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 40).

27

Όσον αφορά την έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, η εν λόγω έννοια καλύπτει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικώς στους ημεδαπούς εργαζομένους λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος και των οποίων η επέκταση στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, εμφανίζεται ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 1998, Martínez Sala, C-85/96EU:C:1998:217, σκέψη 25, και της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 38).

28

Επομένως, η ανάληψη της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς μέλους της οικογένειας συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα κατά της έννοια της διάταξης αυτής.

29

Τρίτον, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 αποτελεί ειδική έκφραση, στον συγκεκριμένο τομέα της χορήγησης κοινωνικών πλεονεκτημάτων, της αρχής της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ και πρέπει να ερμηνεύεται κατά τον ίδιο τρόπο με τη διάταξη αυτή (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C-703/17EU:C:2019:850, σκέψη 21· βλ. επίσης, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 35).

30

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης, η οποία, κατ’ εφαρμογή άλλων κριτηρίων διαφοροποίησης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2019, Krah, C-703/17EU:C:2019:850, σκέψη 23· βλ. επίσης, όσον αφορά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, νυν άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Επομένως, η προϋπόθεση κατοικίας στην εθνική επικράτεια την οποία επιβάλλει εθνική νομοθεσία προκειμένου να χορηγηθεί επίδομα ανατροφής τέκνων συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους διακινούμενους εργαζομένους απ’ ό, τι τους ημεδαπούς εργαζομένους και ενέχει, συνεπώς, τον κίνδυνο να θέσει σε δυσμενέστερη μοίρα ειδικότερα τους διακινούμενους εργαζομένους (βλ. όσον αφορά τον κανονισμό 1612/68, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 492/2011, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2007, Hartmann, C-212/05EU:C:2007:437, σκέψεις 28 έως 31).

32

Εντεύθεν προκύπτει ότι το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό μέτρο, καθόσον εξαρτά την απόδοση των εξόδων σχολικής μεταφοράς από την προϋπόθεση της κατοικίας στο ομόσπονδο κράτος, μπορεί, από τη φύση του, να θίξει ειδικότερα τους μεθοριακούς εργαζομένους που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση, την οποία απαγορεύει το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

33

Το εν λόγω συμπέρασμα δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι και οι ημεδαποί εργαζόμενοι, οι οποίοι κατοικούν σε άλλα ομόσπονδα κράτη, πλήττονται από αυτό το εθνικό μέτρο.

34

Πράγματι, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, εφόσον αποδειχθεί ότι εθνική νομοθεσία μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους, είναι αδιάφορο, για τον χαρακτηρισμό του ως έμμεσης δυσμενούς διάκρισης, το ότι το εθνικό μέτρο θίγει, ενδεχομένως, και τους ημεδαπούς οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν ένα τέτοιο κριτήριο εξίσου όπως και τους μεθοριακούς εργαζομένους. Συγκεκριμένα, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ένα μέτρο εισάγει έμμεσες δυσμενείς διακρίσεις, δεν είναι αναγκαίο να ευνοεί, κατ’ αποτέλεσμα, το σύνολο των ημεδαπών ή να περιάγει σε δυσμενή θέση αποκλειστικώς τους μεθοριακούς εργαζομένους, χωρίς να θίγει τους ημεδαπούς (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2019, Gemeinsamer Betriebsrat EurothermenResort Bad Schallerbach, C-437/17EU:C:2019:193, σκέψεις 31 και 32· βλ. επίσης, όσον αφορά τον κανονισμό 1612/68, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 492/2011, απόφαση της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 45).

35

Αφετέρου, καθόσον η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δυσμενής διάκριση στηρίζεται σε προϋπόθεση κατοικίας σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους και όχι σε προϋπόθεση ιθαγένειας, δεν ενδιαφέρει, για τη διαπίστωση της ύπαρξης διάκρισης όπως η εκτεθείσα στις σκέψεις 30 και 31 της παρούσας απόφασης, το ότι επιφυλάσσεται δυσμενής μεταχείριση λόγω της συγκεκριμένης προϋπόθεσης κατοικίας και στους ημεδαπούς εργαζομένους οι οποίοι κατοικούν σε άλλο ομόσπονδο κράτος. Η περίπτωσή τους εμπίπτει, ενδεχομένως, στην έννοια της αντίστροφης δυσμενούς διάκρισης και δεν λαμβάνεται υπόψη από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 19ης Ιουνίου 2008, Kurt, C‑104/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:357, σκέψεις 22 και 23).

36

Εν πάση περιπτώσει, ένα τέτοιο εθνικό μέτρο συνιστά απαγορευόμενο από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, καθόσον, έστω και αν εφαρμόζεται αδιακρίτως, μπορεί να εμποδίσει ή να αποθαρρύνει υπήκοο κράτους μέλους να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμά του για ελεύθερη κυκλοφορία (πρβλ. απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93EU:C:1995:463, σκέψη 96).

37

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους.

Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

38

Με το δεύτερο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι η ανάγκη για διασφάλιση της αποτελεσματικής οργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος συνιστά επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.

39

Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η έμμεση δυσμενής διάκριση καταρχήν απαγορεύεται, εκτός εάν δικαιολογείται αντικειμενικώς. Προκειμένου να δικαιολογείται, πρέπει, αφενός, να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη ενός θεμιτού σκοπού και, αφετέρου, να μη βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 46, και της 10ης Ιουλίου 2019, Aubriet, C-410/18EU:C:2019:582, σκέψη 29).

40

Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η δράση που αναλαμβάνεται από κράτος μέλος για να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο κατάρτισης του πληθυσμού που διαμένει σε αυτό επιδιώκει θεμιτό σκοπό ικανό να δικαιολογήσει έμμεση δυσμενή διάκριση και ότι η πραγματοποίηση ανώτατων και μεταλυκειακών σπουδών αποτελεί σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζεται σε επίπεδο Ένωσης (αποφάσεις της 20ής Ιουνίου 2013, Giersch κ.λπ., C-20/12EU:C:2013:411, σκέψη 53, και της 10ης Ιουλίου 2019, Aubriet, C-410/18EU:C:2019:582, σκέψη 31).

41

Εξ αυτών συνάγεται ότι ο σκοπός τον οποίο μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση της κύριας δίκης, ήτοι η αποτελεσματική οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος, στο μέτρο που αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση το οποίο εγγυάται το άρθρο 14 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, μπορεί να συνιστά θεμιτό σκοπό, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης.

42

Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι, αφενός, καίτοι οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις εντάσσονται στο πλαίσιο ενός νόμου για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου, εντούτοις αφορούν αποκλειστικώς την οργάνωση της σχολικής μεταφοράς στο εν λόγω ομόσπονδο κράτος. Αφετέρου, το ίδιο το γεγονός ότι το άρθρο 69 του νόμου για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος του ομόσπονδου κράτους Ρηνανίας-Παλατινάτου προβλέπει ότι, εφόσον το εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο φοιτά ο μαθητής βρίσκεται εκτός του εδάφους αυτού του ομόσπονδου κράτους, τα έξοδα μεταφοράς καλύπτονται από την περιφέρεια ή από τον ανεξάρτητο δήμο στο έδαφος των οποίων κατοικεί ο μαθητής, επιβεβαιώνει ότι η οργάνωση της σχολικής μεταφοράς σε επίπεδο ομόσπονδου κράτους και η οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος εντός αυτού του ομόσπονδου κράτους δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη μεταξύ τους.

43

Ως εκ τούτου, όπως παρατηρεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικές διατάξεις δεν εμφανίζουν αρκούντως στενό δεσμό με την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις αυτές επιδιώκουν τέτοιο θεμιτό σκοπό.

44

Εν πάση περιπτώσει, η αντιτασσόμενη στους διαδίκους της κύριας δίκης προϋπόθεση της κατοικίας δεν μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της σχολικής μεταφοράς καθόσον, όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσαν να προβλεφθούν άλλα μέτρα. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό του προς απόδοση ποσού των εξόδων σχολικής μεταφοράς, ως κατοικία του μαθητή θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη «το σημείο όπου η ευθεία γραμμή που συνδέει τον πραγματικό τόπο κατοικίας και το πλησιέστερο σχολείο τέμνει τη γραμμή των συνόρων του ομόσπονδου κράτους».

45

Πρέπει να τονιστεί συναφώς ότι το γεγονός, που μνημονεύεται από το αιτούν δικαστήριο, ότι τέτοια εναλλακτικά μέτρα είναι δυσχερέστερο να τεθούν σε εφαρμογή από τις εθνικές αρχές δεν επαρκεί αφ’ εαυτού ώστε να δικαιολογήσει την προσβολή θεμελιώδους ελευθερίας την οποία κατοχυρώνει η Συνθήκη ΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαΐου 2016, Kohll και Kohll-Schlesser, C‑300/15EU:C:2016:361, σκέψη 59) και, ως εκ τούτου, να δικαιολογήσει εμπόδιο υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011.

46

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι οι πρακτικές δυσκολίες που συνδέονται με την αποτελεσματική οργάνωση της σχολικής μεταφοράς εντός ομόσπονδου κράτους δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.

Επί των δικαστικών εξόδων

47

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (ένατο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης, έχει την έννοια ότι εθνική νομοθεσία κατά την οποία η ανάληψη από ομόσπονδο κράτος της επιβάρυνσης της σχολικής μεταφοράς εξαρτάται από προϋπόθεση κατοικίας στο έδαφος του εν λόγω ομόσπονδου κράτους συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση καθόσον μπορεί, από τη φύση της, να θίξει περισσότερο τους μεθοριακούς εργαζομένους απ’ ό,τι τους ημεδαπούς εργαζομένους.

 

2)

Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 492/2011 έχει την έννοια ότι οι πρακτικές δυσκολίες που συνδέονται με την αποτελεσματική οργάνωση της σχολικής μεταφοράς εντός ομόσπονδου κράτους δεν συνιστούν επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος ικανό να δικαιολογήσει εθνικό μέτρο το οποίο θεωρείται ότι εισάγει έμμεση δυσμενή διάκριση.

 

(υπογραφές)

*1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.