Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-507/18 περί «δυσμενούς διάκρισης λόγω γενετήσιου προσανατολισμού»

Περίληψη:Η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία» κατά το άρθρο 3 παρ. 1 στοιχείο αʹ της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υποθετική η σύνδεση μεταξύ των δηλώσεων αυτών και των όρων πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση. Περαιτέρω, η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια ένωση δικηγόρων που έχει ως καταστατικό σκοπό να υπερασπίζεται δικαστικώς άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού και να προάγει την καλλιέργεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας ατόμων έχει άνευ ετέρου, λόγω του προαναφερθέντος σκοπού και ανεξαρτήτως τυχόν κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, ενεργητική νομιμοποίηση για την κίνηση ένδικης διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ως άνω οδηγία και, ενδεχομένως, η καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν δυσμενή διάκριση, κατά την εν λόγω οδηγία, εις βάρος της αντίστοιχης κατηγορίας ατόμων χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο που ζημιώθηκε.

 

Διαβάστε περισσότερα:

 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 23ης Απριλίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, άρθρο 8, παράγραφος 1, και άρθρο 9, παράγραφος 2 – Απαγόρευση των διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Όροι πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία – Έννοια – Δημόσιες δηλώσεις περί μη πρόσληψης ομοφυλοφίλων – Άρθρο 11, παράγραφος 1, άρθρο 15, παράγραφος 1, και άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Υπεράσπιση των δικαιωμάτων – Κυρώσεις – Νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί συλλογικό συμφέρον – Ενεργητική νομιμοποίησή του, χωρίς να ενεργεί εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος ή χωρίς να υφίσταται ζημιωθείς – Δικαίωμα αποζημίωσης»

Στην υπόθεση C‑507/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) με απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Αυγούστου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

NH

κατά

Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, J.-C. Bonichot, Μ. Βηλαρά, E. Regan, P. G. Xuereb και I. Jarukaitis (εισηγητή), προέδρους τμήματος, J. Malenovský, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, C. Toader, F. Biltgen, K. Jürimäe, Κ. Λυκούργο και N. Piçarra, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Schiano, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιουλίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο NH, εκπροσωπούμενος από τους C. Taormina και G. Taormina, avvocati,

η Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford, απότον A. Guariso, avvocato,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την G. De Socio, avvocato dello Stato,

η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την Ε.-M. Μαμούνα,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.-R. Killmann και D. Martin,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 31ης Οκτωβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, 3 και 9 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του NH και της Associazione Avvocatura per i diritti LGBTI – Rete Lenford (στο εξής: Associazione), με αντικείμενο τις δηλώσεις του NH, στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι δεν θα επιθυμούσε να συνεργάζεται, στο δικηγορικό του γραφείο, με ομοφυλοφίλους.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

Ο Χάρτης

3

Το άρθρο 11 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), το οποίο επιγράφεται «Ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης και την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την ανάμειξη δημοσίων αρχών και αδιακρίτως συνόρων.»

4

Το άρθρο 15 του Χάρτη, το οποίο τιτλοφορείται «Ελευθερία του επαγγέλματος και δικαίωμα προς εργασία», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα.»

5

Το άρθρο 21 του Χάρτη, σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων, ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Απαγορεύεται κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

Η οδηγία 2000/78

6

Οι αιτιολογικές σκέψεις 9, 11, 12 και 28 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:

«(9)

Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη.

[…]

(11)

Οι διακρίσεις λόγω […] γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης [ΣΛΕΕ], ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.

(12)

Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την [Ένωση] κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω […] γενετήσιου προσανατολισμού στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. […]

[…]

(28)

Η παρούσα οδηγία καθορίζει ελάχιστες προϋποθέσεις, αφήνοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα θέσπισης ή διατήρησης ευνοϊκότερων διατάξεων. […]»

7

Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

8

Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Η έννοια των διακρίσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.   Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.   Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)

συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,

β)

συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:

i)

η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία […]

[…]».

9

Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας ορίζει το πεδίο εφαρμογής της. Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο αʹ, του άρθρου αυτού:

«Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

α)

τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών.»

10

Το άρθρο 8 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Ελάχιστες προϋποθέσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από αυτές που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.»

11

Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο ΙΙ το οποίο αφορά τα ένδικα μέσα και την εκτέλεση. Το άρθρο αυτό τιτλοφορείται «Υπεράσπιση των δικαιωμάτων» και ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλα νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια της εθνικής τους νομοθεσίας, έννομο συμφέρον να διασφαλίσουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας, μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία προβλεπόμενη για την πραγμάτωση των υποχρεώσεων εκ της παρούσας οδηγίας.»

12

Το άρθρο 17 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής τους. Οι κυρώσεις, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν την καταβολή αποζημίωσης στο θύμα, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες με την παράβαση και αποτρεπτικές. […]»

Το ιταλικό δίκαιο

13

Το decreto legislativo n. 216 – Attuazione della direttiva [2000/78] per la parità di trattamento in materia di occupazione e di condizioni di lavoro (νομοθετικόδιάταγμααριθ. 216, για τη μεταφορά, στην εσωτερική έννομη τάξη, της οδηγίας [2000/78] σχετικά με την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία), της 9ης Ιουλίου 2003 (GURI αριθ. 187, της 13ης Αυγούστου 2003, σ. 4), ως είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη διαφορά της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 216), ορίζει στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, τα εξής:

«Στο πλαίσιο του παρόντος διατάγματος […], ως “αρχή της ίσης μεταχείρισης” νοείται η απουσία οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διάκρισης λόγω θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Βάσει της αρχής αυτής, απαγορεύεται κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση, όπως ορίζονται κατωτέρω:

a)

άμεση διάκριση συντρέχει όταν λόγω θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού επιφυλάσσεται σε άτομο μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο άλλο άτομο, σε ανάλογη κατάσταση.»

14

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του νομοθετικού αυτού διατάγματος έχει ως εξής:

«Η αρχή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως θρησκείας, προσωπικών πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού ισχύει για όλους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, και παρέχει δικαίωμα δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 4, ιδιαιτέρως στους ακόλουθους τομείς:

a)

την πρόσβαση στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση ή την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης.»

15

Το άρθρο 5 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«1.   Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι ενώσεις και οι οργανώσεις οι οποίες, δυνάμει πληρεξουσίου που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να έχει χορηγηθεί με δημόσιο έγγραφο ή επικυρωμένο ιδιωτικό συμφωνητικό, εκπροσωπούν άτομα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα, νομιμοποιούνται ενεργητικώς κατά την έννοια του άρθρου 4 να ασκούν, επ’ ονόματι και για λογαριασμό ή προς υπεράσπιση ατόμου που έχει υποστεί διάκριση, αγωγή κατά του φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο ευθύνεται για τη συμπεριφορά ή την πράξη που ενέχει δυσμενή διάκριση.

2.   Οι φορείς στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 1 νομιμοποιούνται ενεργητικώς και στις περιπτώσεις συλλογικών διακρίσεων, όταν τα άτομα που θίγονται από τις διακρίσεις δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ευθέως και αμέσως.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16

Από τη δικογραφία ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο NH είναι δικηγόρος και η Associazione είναι ένωση δικηγόρων η οποία υπερασπίζεται τα δικαιώματα των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών και μεσοφυλικών ατόμων (LGBTI).

17

Η Associazione ενήγαγε τον NH ενώπιον του Tribunale di Bergamo (πρωτοδικείου του Μπέργκαμο, Ιταλία), θεωρώντας ότι αυτός είχε προβεί σε δηλώσεις οι οποίες συνιστούσαν συμπεριφορά που εισάγει δυσμενή διάκριση βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού των εργαζομένων, κατά παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του νομοθετικού διατάγματος 216.

18

Με διάταξη της 6ης Αυγούστου 2014, το εν λόγω δικαστήριο, δικάζοντας ως δικαστήριο εργατικών διαφορών, έκρινε παράνομη, ως εισάγουσα άμεση διάκριση, τη συμπεριφορά του NH, ο οποίος είχε δηλώσει, στο πλαίσιο συζήτησης που διεξήχθη στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής, ότι δεν ήθελε να προσλαμβάνει ούτε να απασχολεί ομοφυλοφίλους στο δικηγορικό του γραφείο. Για τον λόγο αυτό, το Tribunale di Bergamo (πρωτοδικείο του Μπέργκαμο) υποχρέωσε τον NH να καταβάλει στην Associazione 10000 ευρώ ως αποζημίωση και διέταξε τη δημοσίευση αποσπασμάτων της ως άνω διατάξεώς του σε ημερήσια εφημερίδα με κυκλοφορία σε ολόκληρη την επικράτεια.

19

Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2015, το Corte d’appello di Brescia (εφετείο της Μπρέσια, Ιταλία) απέρριψε την έφεση την οποία είχε ασκήσει ο NH κατά της ως άνω διατάξεως.

20

Ο NH άσκησε αναίρεση ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου. Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, ο NH προβάλλει, ειδικότερα, εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 5 του νομοθετικού διατάγματος 216 κατά το μέρος που το εφετείο αναγνώρισε ότι η Associazione διέθετε ενεργητική νομιμοποίηση, καθώς και παράβαση ή εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 3 του νομοθετικού αυτού διατάγματος επειδή ο ίδιος εξέφρασε μια άποψη σχετικά με το επάγγελμα του δικηγόρου, όχι υπό την ιδιότητα του εργοδότη, αλλά ως απλός πολίτης, και οι επίδικες δηλώσεις δεν εντάσσονταν σε συγκεκριμένο επαγγελματικό πλαίσιο.

21

Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει με την απόφασή του ότι το εφετείο διαπίστωσε, αφενός, ότι «σε συζήτηση που διεξήχθη στη διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής ο [NH] έδωσε, σε σχετικές ερωτήσεις του συνομιλητή του […], μια σειρά απαντήσεων προς δικαιολόγηση της γενικότερης απέχθειάς του για ορισμένη κατηγορία ατόμων, τα οποία δεν επιθυμεί να έχει στο περιβάλλον του δικηγορικού γραφείου του […] ούτε και θα τα επέλεγε, σε μια υποθετική περίπτωση, ως συνεργάτες του» και, αφετέρου, ότι δεν είχε δρομολογηθεί ούτε είχε προγραμματιστεί κατά τον χρόνο εκείνο οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης.

22

Κατόπιν τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν μια ένωση δικηγόρων όπως η Associazione συνιστά φορέα εκπροσώπησης κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78. Τονίζει δε, ειδικότερα, ότι τόσο η σύσταση 2013/396/ΕΕ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές αρχές εφαρμοστέες στους μηχανισμούς συλλογικών αγωγών παράλειψης και αποζημίωσης στα κράτη μέλη όσον αφορά παραβιάσεις αναγνωριζόμενων από το ενωσιακό δίκαιο δικαιωμάτων (ΕΕ 2013, L 201, σ. 60), όσο και η ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Προς ένα ευρωπαϊκό οριζόντιο πλαίσιο για τα μέσα συλλογικής ένδικης προστασίας» [COM(2013) 401 τελικό], απαριθμούν, μεταξύ των κριτηρίων που έχουν σημασία για να διαπιστωθεί αν μια οντότητα νομιμοποιείται ενεργητικώς ως φορέας εκπροσώπησης, όχι μόνον τη σχέση η οποία υφίσταται μεταξύ του καταστατικού της σκοπού και των δικαιωμάτων που φέρονται να προσβλήθηκαν, αλλά και τον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της οντότητας αυτής.

23

Εν προκειμένω, το εφετείο αναγνώρισε την ενεργητική νομιμοποίηση της Associazione λαμβάνοντας υπόψη το καταστατικό της, όπου ορίζεται ότι η ένωση αυτή έχει «ως σκοπό να συμβάλλει στην ανάπτυξη και στη διάδοση της καλλιέργειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων των ατόμων» ΛΟΑΔΜ «ευαισθητοποιώντας τον νομικό κόσμο» και ότι «επιμελείται την οργάνωση ενός δικτύου δικηγόρων […]· [ενώ παράλληλα] προάγει και υποστηρίζει τη δικαστική υπεράσπιση και τη χρήση μέσων συλλογικής προστασίας ενώπιον των εθνικών και των διεθνών δικαστηρίων».

24

Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά το ιταλικό δίκαιο, όταν δεν πρόκειται για συγκεκριμένο θύμα, αλλά για ολόκληρη κατηγορία ατόμων που υφίσταται τη δυσμενή διάκριση σε θέματα απασχόλησης, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του νομοθετικού διατάγματος 216 αναγνωρίζει, ασφαλώς, ενεργητική νομιμοποίηση στους μνημονευόμενους στην εν λόγω διάταξη φορείς, οι οποίοι θεωρείται ότι εκπροσωπούν τα συλλογικά συμφέροντα της ομάδας των θιγόμενων ατόμων. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο αμφιβάλλει κατά πόσον είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι μια ένωση δικηγόρων που έχει ως κύριο σκοπό την παροχή νομικής αρωγής σε άτομα ΛΟΑΔΜ νομιμοποιείται ενεργητικώς, σε περιπτώσεις διακρίσεων σχετικών με την απασχόληση, για την άσκηση αγωγών, περιλαμβανομένης και της αγωγής αποζημιώσεως, βάσει δικού της άμεσου συμφέροντος για τον λόγο και μόνον ότι μεταξύ των καταστατικών σκοπών της περιλαμβάνεται και η ενίσχυση του σεβασμού των δικαιωμάτων των ατόμων αυτών.

25

Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, δεύτερον, ποια όρια θέτει στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης η νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην απασχόληση και την εργασία. Παρατηρεί ότι η προστασία την οποία παρέχουν η οδηγία 2000/78 και το νομοθετικό διάταγμα 216 καταλαμβάνει τις καταστάσεις που συνδέονται με την ίδρυση, τη λειτουργία και τη λύση σχέσεων εργασίας και, ως εκ τούτου, επηρεάζει την οικονομική πρωτοβουλία. Εντούτοις, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι προαναφερθείσες ρυθμίσεις δεν φαίνονται να σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης ούτε να έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό της. Εξάλλου, πάντοτε κατά την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου, η εφαρμογή των ως άνω ρυθμίσεων εξαρτάται από την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου δυσμενούς διάκρισης.

26

Κατά συνέπεια, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι συντρέχει περίπτωση πρόσβασης στην απασχόληση η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 και της εθνικής νομοθεσίας για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, απαιτείται είτε να βρίσκεται σε εξέλιξη ατομική διαπραγμάτευση με σκοπό την πρόσληψη είτε να έχει γίνει δημόσια προσφορά εργασίας και, εφόσον δεν συντρέχει καμία από τις δύο αυτές περιπτώσεις, αν απλές δηλώσεις οι οποίες δεν έχουν ούτε στοιχειωδώς τα χαρακτηριστικά μιας δημόσιας προσφοράς εργασίας προστατεύονται από την ελευθερία της έκφρασης.

27

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει το άρθρο 9 της [οδηγίας 2000/78] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένωση, αποτελούμενη από δικηγόρους που ειδικεύονται στη δικαστική υπεράσπιση κατηγορίας ατόμων με διαφορετικό γενετήσιο προσανατολισμό, στο καταστατικό της οποίας περιλαμβάνεται ο σκοπός προωθήσεως της καλλιέργειας και του σεβασμού των δικαιωμάτων της εν λόγω κατηγορίας, νομιμοποιείται ενεργητικώς άνευ ετέρου, ως φορέας προασπίσεως συλλογικών συμφερόντων και ως μη κερδοσκοπική ένωση, να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου, ακόμη και επί αγωγής αποζημιώσεως, σε περίπτωση συνδρομής πραγματικών περιστατικών που ενδεχομένως στοιχειοθετούν διάκριση εις βάρος της εν λόγω κατηγορίας;

2)

Εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προστασίας από τις διακρίσεις που προβλέπει η [οδηγία 2000/78], κατ’ ορθή ερμηνεία των άρθρων της 2 και 3, η έκφραση γνώμης κατά της κατηγορίας των ομοφυλοφίλων σε συνέντευξη που δόθηκε κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικής ραδιοφωνικής εκπομπής, κατά την οποία ο ερωτώμενος δήλωσε ότι ποτέ δεν θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε τα εν λόγω άτομα στο [δικηγορικό] γραφείο του, μολονότι ο ίδιος δεν είχε δρομολογήσει διαδικασία επιλογής προσωπικού ούτε προγραμμάτιζε κάτι τέτοιο;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του δεύτερου ερωτήματος

28

Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, που ενδείκνυται να εξεταστεί πρώτο, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται τόσο στο άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, το οποίο αφορά την έννοια των διακρίσεων, όσο και στο άρθρο 3 της οδηγίας αυτής, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της. Εντούτοις, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως συνάγεται ότι το ζήτημα στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν είναι αν οι δηλώσεις του NH καλύπτονται από την έννοια των «διακρίσεων» όπως ορίζεται στην πρώτη από τις προαναφερθείσες διατάξεις, αλλά αν οι επίδικες δηλώσεις, λαμβανομένων των περιστάσεων υπό τις οποίες έγιναν, εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας στον βαθμό που αυτή αφορά, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, «τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης».

29

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε είχε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης.

30

Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ότι η οδηγία έχει εφαρμογή, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ένωση, σε όλα τα πρόσωπα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, την αυτοαπασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων επιλογής και των όρων πρόσληψης, ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριότητας και σε όλα τα επίπεδα της επαγγελματικής ιεραρχίας, συμπεριλαμβανομένων των προαγωγών.

31

Η οδηγία αυτή δεν παραπέμπει στο δίκαιο των κρατών μελών για τον ορισμό της έννοιας «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία». Η ομοιόμορφη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης και η αρχή της ισότητας επιβάλλουν, σε περίπτωση που το γράμμα μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης δεν περιέχει καμία ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του πεδίου εφαρμογής της, η διάταξη αυτή να ερμηνεύεται κατά κανόνα με τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο σε ολόκληρη την Ένωση [πρβλ. αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης, C-135/15EU:C:2016:774, σκέψη 28, και της 26ης Μαρτίου 2019, SM (Παιδί που τελεί υπό το αλγερινό σύστημα kafala), C-129/18EU:C:2019:248, σκέψη 50].

32

Επιπλέον, δεδομένου ότι η εν λόγω οδηγία δεν δίνει τον ορισμό της φράσης «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία», η φράση αυτή πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με το σύνηθες νόημά της στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται και των σκοπών της ρύθμισης στην οποία εντάσσεται (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, Deckmyn και Vrijheidsfonds, C-201/13EU:C:2014:2132, σκέψη 19, και της 29ης Ιουλίου 2019, Spiegel Online, C-516/17EU:C:2019:625, σκέψη 65).

33

Όσον αφορά το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, επισημαίνεται ότι η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία» παραπέμπει, στην καθημερινή γλώσσα, σε περιστάσεις ή γεγονότα που πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχουν για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να προσληφθεί σε συγκεκριμένη απασχόληση ή θέση εργασίας.

34

Εντούτοις, από αυτή καθεαυτήν τη διατύπωση της προαναφερθείσας διάταξης δεν προκύπτει αν εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας οι δηλώσεις οι οποίες γίνονται εκτός του πλαισίου οποιασδήποτε υπό εξέλιξη ή προγραμματισμένης διαδικασίας για πρόσληψη σε απασχόληση ή σε θέση εργασίας. Πρέπει, επομένως, να ληφθούν υπόψη το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και οι σκοποί που επιδιώκονται με την ως άνω οδηγία.

35

Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι η οδηγία αυτή εκδόθηκε βάσει του άρθρου 13 ΕΚ, που εν συνεχεία τροποποιήθηκε και πλέον αντιστοιχεί στο άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο απονέμει στην Ένωση την αρμοδιότητα να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την καταπολέμηση κάθε διάκρισης στηριζόμενης, μεταξύ άλλων, στον γενετήσιο προσανατολισμό.

36

Βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 2000/78 και όπως συνάγεται τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της, αντικείμενο της οδηγίας αυτής είναι ο καθορισμός ενός γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση, στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, των διακρίσεων που βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον γενετήσιο προσανατολισμό, προκειμένου να εφαρμοσθεί, εντός των κρατών μελών, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, μέσω της παροχής αποτελεσματικής προστασίας σε όλους κατά των διακρίσεων οι οποίες βασίζονται, μεταξύ άλλων, στον λόγο αυτόν (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2019, E.B., C-258/17EU:C:2019:17, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37

Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 9 της οδηγίας αυτής υπογραμμίζεται ότι η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη. Στο ίδιο πνεύμα, στην αιτιολογική σκέψη 11 της ίδιας οδηγίας τονίζεται ότι οι διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΛΕΕ, ιδίως δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη, καθώς και την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.

38

Συνεπώς, η οδηγία 2000/78 εξειδικεύει, στον τομέα τον οποίο καλύπτει, τη γενική αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 21 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 17ης Απριλίου 2018, Egenberger, C-414/16EU:C:2018:257, σκέψη 47).

39

Δεδομένου αυτού του σκοπού και λαμβανομένων υπόψη τόσο της φύσης των δικαιωμάτων που επιδιώκει να προστατεύσει η οδηγία 2000/78 όσο και των θεμελιωδών αξιών που την διαπνέουν, η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία» στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Μαΐου 2011, Runevič-Vardyn και Wardyn, C-391/09EU:C:2011:291, σκέψη 43, και της 16ης Ιουλίου 2015, CHEZ Razpredelenie Bulgaria, C-83/14EU:C:2015:480, σκέψη 42).

40

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η οδηγία 2000/78 τυγχάνει εφαρμογής σε καταστάσεις που άπτονται του τομέα της απασχόλησης και της εργασίας και αφορούν δηλώσεις σχετικές με τους «όρους πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων […] των όρων πρόσληψης», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78. Ειδικότερα, έκρινε ότι μπορούν να εμπίπτουν στην έννοια αυτή δημόσιες δηλώσεις ενδεικτικές μιας συγκεκριμένης πολιτικής προσλήψεων, έστω και αν το υπό εξέταση σύστημα προσλήψεων δεν θεμελιώνεται σε δημόσια προσφορά εργασίας ή σε άμεση διαπραγμάτευση κατόπιν διαδικασίας επιλογής η οποία προϋποθέτει την υποβολή υποψηφιοτήτων και την προεπιλογή τους βάσει του ενδιαφέροντος του εργοδότη προς το πρόσωπο των υποψηφίων (πρβλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Asociația Accept, C-81/12EU:C:2013:275, σκέψεις 44 και 45).

41

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε, επιπλέον, ότι το γεγονός και μόνον ότι οι δηλώσεις από τις οποίες προκύπτει ότι ακολουθείται ομοφοβική πολιτική προσλήψεων προέρχονται από πρόσωπο που δεν έχει, από νομικής απόψεως, την ικανότητα να καθορίζει άμεσα την πολιτική προσλήψεων του οικείου εργοδότη ή ακόμη να τον δεσμεύει ή να τον εκπροσωπεί σε θέματα προσλήψεων δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην το ενδεχόμενο να συνδέονται τέτοιες δηλώσεις με τους όρους που διέπουν την πρόσβαση στην απασχόληση ή την εργασία για λογαριασμό του οικείου εργοδότη. Το Δικαστήριο διευκρίνισε δε ότι το γεγονός ότι ο εργοδότης δεν αποστασιοποιήθηκε σαφώς από τις επίδικες δηλώσεις, όπως επίσης και η αντίληψη του κοινού ή των ενδιαφερόμενων κύκλων, αποτελούν κρίσιμα στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, από το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υποθέσεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Asociația Accept, C-81/12EU:C:2013:275, σκέψεις 47 έως 51).

42

Εξάλλου, το ενδεχόμενο να εμπίπτουν τέτοιες δηλώσεις στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 ωσαύτως δεν αποκλείεται επειδή κατά τον χρόνο που αυτές πραγματοποιήθηκαν δεν βρισκόταν σε εξέλιξη καμία διαπραγμάτευση ενόψει πρόσληψης.

43

Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι, μολονότι ορισμένες περιστάσεις, όπως το γεγονός ότι δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την κρίση επί του ζητήματος αν οι δηλώσεις που έγιναν εντάσσονται στο πλαίσιο συγκεκριμένης πολιτικής προσλήψεων και εμπίπτουν, επομένως, στο εννοιολογικό πεδίο της φράσης «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία», κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, είναι εντούτοις απαραίτητο, προκειμένου τέτοιες δηλώσεις να εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, να μπορούν πράγματι να συσχετιστούν με την πολιτική προσλήψεων την οποία ακολουθεί συγκεκριμένος εργοδότης, όπερ σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι απλώς υποθετική η σύνδεσή τους με τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία για λογαριασμό του οικείου εργοδότη. Το εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της υποθέσεως οφείλει να εκτιμήσει αν υφίσταται τέτοια σύνδεση στο πλαίσιο της σφαιρικής ανάλυσης των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν τις επίδικες δηλώσεις.

44

Όσον αφορά τα κριτήρια που πρέπει να ληφθούν υπόψη συναφώς, διευκρινίζεται ότι, όπως παρατήρησε και η γενική εισαγγελέας στα σημεία 53 έως 56 των προτάσεών της, είναι σημαντικό, πρώτον, να προκύπτει από τη θέση του ατόμου που προέβη στις επίμαχες δηλώσεις και από την ιδιότητα υπό την οποία εκφράστηκε ότι πρόκειται είτε για δυνητικό εργοδότη είτε για άτομο που είναι, de jure ή de facto, ικανό να ασκήσει καθοριστική επιρροή στη γενικότερη πολιτική προσλήψεων ενός άλλου δυνητικού εργοδότη ή στην απόφαση του τελευταίου για συγκεκριμένη πρόσληψη ή, τουλάχιστον, ότι πρόκειται για άτομο το οποίο, κατά την αντίληψη του κοινού ή των ενδιαφερόμενων κύκλων, είναι σε θέση να ασκήσει τέτοια επιρροή, έστω και αν δεν διαθέτει, από νομικής απόψεως, την ικανότητα να καθορίζει την πολιτική προσλήψεων του οικείου εργοδότη ή ακόμη να τον δεσμεύει ή να τον εκπροσωπεί σε θέματα προσλήψεων.

45

Δεύτερον, έχουν σημασία η φύση και το περιεχόμενο των επίμαχων δηλώσεων. Ειδικότερα, οι δηλώσεις πρέπει να σχετίζονται με τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στον οικείο εργοδότη και να αποδεικνύουν την πρόθεση του τελευταίου να προβεί σε διάκριση βάσει ενός εκ των κριτηρίων που απαριθμούνται στην οδηγία 2000/78.

46

Τρίτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες δηλώσεις, ιδίως ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας τους, ή ακόμη το κατά πόσον έχουν δημοσιοποιηθεί, είτε στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης είτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

47

Η ορθότητα της ως άνω ερμηνείας της οδηγίας 2000/78 δεν αναιρείται επειδή ενδέχεται, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, να συνεπάγεται περιορισμό στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης.

48

Ασφαλώς, η ελευθερία της έκφρασης, ως βασικό θεμέλιο μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας που αντανακλά τις αξίες στις οποίες στηρίζεται, κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, η Ένωση, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, κατοχυρωμένο στο άρθρο 11 του Χάρτη (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2011, Patriciello, C-163/10EU:C:2011:543, σκέψη 31).

49

Ωστόσο, όπως προκύπτει από το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, η ελευθερία της έκφρασης δεν είναι απόλυτο δικαίωμα και η άσκησή της μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, εφόσον οι περιορισμοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος και συνάδουν με την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 65 έως 69, αυτό συμβαίνει εν προκειμένω.

50

Πράγματι, οι περιορισμοί στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης οι οποίοι τυχόν απορρέουν από την οδηγία 2000/78 προβλέπονται όντως από τον νόμο, αφού πηγάζουν ευθέως από την οδηγία αυτή.

51

Εξάλλου, οι περιορισμοί αυτοί σέβονται το βασικό περιεχόμενο της ελευθερίας της έκφρασης, δεδομένου ότι εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον προς υλοποίηση των σκοπών της οδηγίας, ήτοι προς διασφάλιση της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση και την εργασία και προς επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Συνεπώς, δικαιολογούνται από τους εν λόγω σκοπούς.

52

Οι περιορισμοί αυτοί συνάδουν επίσης με την αρχή της αναλογικότητας, στον βαθμό που, αφενός, οι απαγορευόμενοι λόγοι διάκρισης απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, της οποίας το πεδίο εφαρμογής, τόσο το καθ’ ύλην όσο και το προσωπικό, οριοθετείται στο άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας, και, αφετέρου, η επέμβαση στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης δεν βαίνει πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών της ως άνω οδηγίας, καθόσον απαγορεύονται μόνον οι δηλώσεις οι οποίες στοιχειοθετούν δυσμενή διάκριση στην απασχόληση ή την εργασία.

53

Επιπλέον, οι περιορισμοί στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης οι οποίοι απορρέουν από την οδηγία 2000/78 είναι αναγκαίοι για τη διασφάλιση των σχετικών με την απασχόληση και με την εργασία δικαιωμάτων των ατόμων τα οποία ανήκουν σε ομάδες ατόμων χαρακτηριζόμενες από κάποιον εκ των λόγων που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής.

54

Πιο συγκεκριμένα, αν, αντιθέτως προς την προεκτεθείσα στη σκέψη 43 της παρούσας αποφάσεως ερμηνεία της φράσης «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία» όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, οι δηλώσεις δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας για τον λόγο και μόνον ότι δεν έχουν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας πρόσληψης, αλλά στη διάρκεια ψυχαγωγικής ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής, ή ότι συνιστούσαν έκφραση προσωπικής άποψης του ατόμου που τις έκανε, θα μπορούσε να καταστεί φενάκη η ουσία καθεαυτή της προστασίας την οποία παρέχει η οδηγία αυτή στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.

55

Πράγματι, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας στα σημεία 44 και 57 των προτάσεών της, σε οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης η πρωταρχική επιλογή γίνεται μεταξύ όσων υποβάλλουν υποψηφιότητα και όσων δεν υποβάλλουν. H έκφραση απόψεων που ενέχουν διακρίσεις σε θέματα απασχόλησης και εργασίας από εργοδότη ή άλλο άτομο το οποίο θεωρείται, κατά την αντίληψη του κοινού ή των ενδιαφερόμενων κύκλων, ικανό να ασκήσει καθοριστική επιρροή στην πολιτική προσλήψεων μιας επιχείρησης μπορεί να αποθαρρύνει τα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι δηλώσεις από το να υποβάλουν υποψηφιότητα για μια θέση εργασίας.

56

Κατά συνέπεια, οι δηλώσεις που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 όπως ορίζεται στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, δεν πρέπει να εκφεύγουν της εφαρμογής του συστήματος το οποίο θεσπίζει η οδηγία αυτή για την καταπολέμηση των διακρίσεων στην απασχόληση και την εργασία, επειδή οι δηλώσεις πραγματοποιήθηκαν στη διάρκεια ψυχαγωγικής ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής ή επειδή συνιστούν επίσης έκφραση της προσωπικής άποψης του ατόμου που τις έκανε σε σχέση με την κατηγορία ατόμων την οποία αφορούν.

57

Εν προκειμένω, δεδομένου ότι πρόκειται για πραγματικό ζήτημα, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν από τις περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν τις επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης δηλώσεις προκύπτει ότι η σύνδεσή τους με τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στο οικείο δικηγορικό γραφείο δεν είναι υποθετική και να εφαρμόσει στο πλαίσιο της εκτίμησης αυτής τα κριτήρια που προεκτέθηκαν στις σκέψεις 44 έως 46 της παρούσας αποφάσεως.

58

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση […] και την εργασία» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υποθετική η σύνδεση μεταξύ των δηλώσεων αυτών και των όρων πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

Επί του πρώτου ερωτήματος

59

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2000/78 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια ένωση δικηγόρων που έχει ως καταστατικό σκοπό να υπερασπίζεται δικαστικώς άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού και να προάγει την καλλιέργεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας ατόμων έχει άνευ ετέρου, λόγω του προαναφερθέντος σκοπού και ανεξαρτήτως τυχόν κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, ενεργητική νομιμοποίηση για την κίνηση ένδικης διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ως άνω οδηγία και, ενδεχομένως, η καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν δυσμενή διάκριση, κατά εν λόγω οδηγία, εις βάρος της αντίστοιχης κατηγορίας ατόμων χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο που ζημιώθηκε.

60

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλα νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια της εθνικής τους νομοθεσίας, έννομο συμφέρον να εξασφαλίσουν ότι τηρούνται οι διατάξεις της οδηγίας μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υπεράσπισή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία που προβλέπεται για την τήρηση των υποχρεώσεων εκ της οδηγίας αυτής.

61

Συνεπώς, από το ίδιο το γράμμα της διάταξης συνάγεται ότι αυτή δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να αναγνωρίζουν υπέρ μιας ένωσης όπως η μετέχουσα στην κύρια δίκη ενεργητική νομιμοποίηση για την κίνηση ένδικης διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων οι οποίες απορρέουν από την οδηγία 2000/78, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο το οποίο ζημιώθηκε.

62

Εντούτοις, το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 28 της ίδιας οδηγίας, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις ευνοϊκότερες για την προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης από εκείνες που περιέχει η οδηγία.

63

Στηριζόμενο στη διάταξη αυτή, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 ουδόλως απαγορεύει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, στην εθνική τους νομοθεσία, το δικαίωμα των ενώσεων που έχουν έννομο συμφέρον να διασφαλίζουν την τήρηση της οδηγίας αυτής να κινούν ένδικες ή διοικητικές διαδικασίες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις οι οποίες απορρέουν από την οδηγία, χωρίς να ενεργούν εξ ονόματος συγκεκριμένου καταγγέλλοντος ή ακόμη και χωρίς να υφίσταται συγκεκριμένος καταγγέλλων (απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Asociația Accept, C-81/12EU:C:2013:275, σκέψη 37).

64

Εφόσον κράτος μέλος προβαίνει σε τέτοια επιλογή, εναπόκειται σ’ αυτό να αποφασίσει υπό ποιες προϋποθέσεις μια ένωση όπως η μετέχουσα στην κύρια δίκη μπορεί να κινήσει ένδικη διαδικασία ζητώντας να διαπιστωθεί η ύπαρξη δυσμενούς διάκρισης απαγορευόμενης από την οδηγία 2000/78 και να επιβληθούν οι σχετικές κυρώσεις. Ειδικότερα, εναπόκειται στο κράτος μέλος να καθορίσει αν ο κερδοσκοπικός ή μη χαρακτήρας της ένωσης θα επηρεάζει την ενεργητική της νομιμοποίηση προς κίνηση τέτοιων διαδικασιών και να διευκρινίσει τις συνέπειές τους, ιδίως δε τις κυρώσεις στις οποίες θα μπορούν να καταλήξουν, οι οποίες θα πρέπει, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2000/78, να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης κατά την οποία δεν υφίσταται συγκεκριμένο άτομο που να έχει ζημιωθεί (πρβλ. απόφαση της 25ης Απριλίου 2013, Asociația Accept, C-81/12EU:C:2013:275, σκέψεις 62 και 63).

65

Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια ένωση δικηγόρων που έχει ως καταστατικό σκοπό να υπερασπίζεται δικαστικώς άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού και να προάγει την καλλιέργεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας ατόμων έχει άνευ ετέρου, λόγω του προαναφερθέντος σκοπού και ανεξαρτήτως τυχόν κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, ενεργητική νομιμοποίηση για την κίνηση ένδικης διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ως άνω οδηγία και, ενδεχομένως, η καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν δυσμενή διάκριση, κατά την εν λόγω οδηγία, εις βάρος της αντίστοιχης κατηγορίας ατόμων χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο που ζημιώθηκε.

Επί των δικαστικών εξόδων

66

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

 

1)

Η φράση «όρο[ι] πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία» κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι καλύπτει τις δηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ραδιοτηλεοπτικής εκπομπής στη διάρκεια της οποίας ο ερωτώμενος κατέστησε σαφές ότι ουδέποτε θα προσλάμβανε ούτε θα απασχολούσε άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού στην επιχείρησή του, ενώ κατά τον χρόνο εκείνο δεν είχε δρομολογηθεί ούτε προγραμματιστεί οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι υποθετική η σύνδεση μεταξύ των δηλώσεων αυτών και των όρων πρόσβασης στην απασχόληση και την εργασία στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

 

2)

Η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας μια ένωση δικηγόρων που έχει ως καταστατικό σκοπό να υπερασπίζεται δικαστικώς άτομα ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού και να προάγει την καλλιέργεια και τον σεβασμό των δικαιωμάτων αυτής της κατηγορίας ατόμων έχει άνευ ετέρου, λόγω του προαναφερθέντος σκοπού και ανεξαρτήτως τυχόν κερδοσκοπικού της χαρακτήρα, ενεργητική νομιμοποίηση για την κίνηση ένδικης διαδικασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την ως άνω οδηγία και, ενδεχομένως, η καταβολή αποζημιώσεως, εφόσον συντρέχουν πραγματικά περιστατικά τα οποία μπορούν να στοιχειοθετήσουν δυσμενή διάκριση, κατά την εν λόγω οδηγία, εις βάρος της αντίστοιχης κατηγορίας ατόμων χωρίς να είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένο άτομο που ζημιώθηκε.

 

(υπογραφές)

*1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.