Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C- 135/19 περί «συντονισμού συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης»

Περίληψη:Μια παροχή όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης συνιστά παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012. Περαιτέρω, στην περίπτωση προσώπου, το οποίο δεν είναι πλέον ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του, αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου εργάστηκε και συμπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των περιόδων ασφάλισής του, ο κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του άρνηση χορήγησης στο πρόσωπο αυτό παροχής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους καταγωγής, αλλά στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κατοικία του.

 

Διαβάστε περισσότερα:

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2020 ( *1 )

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων – Συντονισμός συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας – Κανονισμός (ΕΚ) 883/2004 – Άρθρα 3 και 11 – Καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής – Παροχές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού – Χαρακτηρισμός – Παροχή ασθένειας – Παροχή αναπηρίας – Παροχή ανεργίας – Πρόσωπο που έπαυσε να είναι ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ενός κράτους μέλους αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος – Αίτηση για χορήγηση επιδόματος αποκατάστασης εντός του προηγούμενου κράτους μέλους κατοικίας και απασχόλησης – Άρνηση – Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας»

Στην υπόθεση C‑135/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Φεβρουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

Pensionsversicherungsanstalt

κατά

CW

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen (εισηγητή) και N. Wahl, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: Α. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

ο Pensionsversicherungsanstalt, εκπροσωπούμενος από τους J. Milchram, A. Ehm και T. Mödlagl, Rechtsanwälte,

η CW, εκπροσωπούμενη από τον A. Pfeiffer, Rechtsanwalt,

η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll,

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. Van Hoof και B.‑R. Killmann,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (ΕΕ 2004, L 166, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 200, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (ΕΕ 2012, L 149, σ. 4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Pensionsversicherungsanstalt (οργανισμού συντάξεων, Αυστρία) και της CW σχετικά με τη χορήγηση επιδόματος αποκατάστασης.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3

Το άρθρο 3 του κανονισμού 883/2004, το οποίο επιγράφεται «Υλικό πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις νομοθεσίες που αφορούν τους κλάδους κοινωνικής ασφάλισης που έχουν σχέση με:

α)

παροχές ασθένειας·

[…]

γ)

παροχές αναπηρίας·

[…]

η)

παροχές ανεργίας·

[…]».

4

Το άρθρο 11 του κανονισμού αυτού, το οποίο καθορίζει τους γενικούς κανόνες για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.   Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.

2.   Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος τίτλου, τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές σε χρήμα λόγω ή συνεπεία μισθωτής ή μη μισθωτής τους δραστηριότητας, θεωρούνται ότι ασκούν τη δραστηριότητα αυτή. Τούτο δεν ισχύει για συντάξεις αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων ούτε για συντάξεις λόγω εργατικού ατυχήματος ή επαγγελματικής ασθένειας ούτε για παροχές ασθένειας σε χρήμα που καλύπτουν περίθαλψη απεριορίστου διαρκείας.

3.   Με την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16:

α)

το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

β)

ο δημόσιος υπάλληλος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ανήκει η υπηρεσία που τον απασχολεί·

γ)

το πρόσωπο το οποίο λαμβάνει παροχές ανεργίας σύμφωνα με το άρθρο 65, δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους κατοικίας, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

δ)

το πρόσωπο που καλείται ή καλείται εκ νέου να εκτελέσει στρατιωτική θητεία ή πολιτική υπηρεσία σε κράτος μέλος, υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους·

ε)

οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των στοιχείων α) έως δ), υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων του παρόντος κανονισμού που του εξασφαλίζουν παροχές δυνάμει της νομοθεσίας ενός ή περισσότερων άλλων κρατών μελών.»

Το αυστριακό δίκαιο

5

Ο Allgemeines Sozialversicherungsgesetz (γενικός κώδικας κοινωνικών ασφαλίσεων, BGBl. 189/1955), όπως ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος, την 1η Ιανουαρίου 2014, του Sozialrechts–Änderungsgesetz 2012 (νόμου του 2012 περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων του κοινωνικού δικαίου, BGBl. I, 3/2013), προέβλεπε ότι η σύνταξη αναπηρίας μπορούσε επίσης να χορηγείται, για ορισμένο χρόνο, στους ασφαλισμένους που γεννήθηκαν μετά την 31η Δεκεμβρίου 1963, οι οποίοι τελούσαν σε κατάσταση προσωρινής αναπηρίας.

6

Ο γενικός κώδικας κοινωνικών ασφαλίσεων, όπως ισχύει μετά τον νόμο του 2012 περί τροποποιήσεως ορισμένων διατάξεων του κοινωνικού δικαίου (στο εξής: ASVG), ορίζει ότι η σύνταξη αναπηρίας χορηγείται πλέον μόνον στα πρόσωπα των οποίων η επανένταξη στην αγορά εργασίας δεν είναι δυνατή λόγω, κυρίως, της μονιμότητας της αναπηρίας τους και προβλέπει, για την περίπτωση προσωρινής αναπηρίας, την καταβολή επιδόματος αποκατάστασης και επιδόματος αναπροσαρμογής.

7

Το επίδομα αποκατάστασης καταβάλλεται από τον αρμόδιο φορέα ασφάλισης υγείας για όσο διάστημα διαρκεί η ιατρική αποκατάσταση.

8

Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d, του ASVG, τα πρόσωπα στα οποία καταβάλλεται το επίδομα αποκατάστασης είναι εν μέρει μόνο ασφαλισμένα στο εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ήτοι μόνον στο σύστημα ασφάλισης υγείας.

9

Το άρθρο 143a του ASVG, το οποίο αφορά το επίδομα αποκατάστασης, ορίζει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«(1)   Τα πρόσωπα που, κατόπιν αιτήσεώς τους, κρίθηκε ότι [τελούν σε κατάσταση προσωρινής αναπηρίας η οποία αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες και τα οποία δεν τυγχάνουν μέτρων επαγγελματικής αναπροσαρμογής αλλά ούτε και δικαιούνται σύνταξη γήρατος], δικαιούνται επίδομα αποκατάστασης από την οικεία ημερομηνία αναφοράς […] και για όλο το διάστημα της προσωρινής αναπηρίας (ανικανότητας προς εργασία). Στο πλαίσιο διαχείρισης του φακέλου, ο φορέας ασφάλισης υγείας ελέγχει, όποτε είναι αναγκαίο και, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον ένα έτος μετά τη χορήγηση του επιδόματος αποκατάστασης ή μετά την τελευταία πραγματογνωμοσύνη, αν εξακολουθεί να υφίσταται αναπηρία (ανικανότητα προς εργασία), απευθυνόμενος στην Kompetenzzentrum Begutachtung (κεντρική υπηρεσία αξιολόγησης ικανοτήτων) […] Ο οργανισμός ασφάλισης σύνταξης εκδίδει απόφαση για την αναγνώριση του δικαιώματος για λήψη του επιδόματος αποκατάστασης καθώς και για την αναστολή χορήγησής του.

(2)   Το ύψος του επιδόματος αποκατάστασης μπορεί να ανέλθει μέχρι το ποσό του επιδόματος ασθενείας […] και, από την τεσσαρακοστή τρίτη ημέρα, μέχρι το ποσό του επιδόματος ασθενείας προσαυξημένου […], το οποίο θα οφειλόταν με βάση την τελευταία επαγγελματική δραστηριότητα που δικαιολογεί την υπαγωγή στο εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης υγείας.»

10

Το άρθρο 143b του ASVG, το οποίο αφορά τη διαχείριση των φακέλων, προβλέπει τα εξής:

«Οι φορείς ασφάλισης υγείας, προκειμένου να διασφαλίζουν, για τη μετάβαση από την ιατρική περίθαλψη στην αποκατάσταση για την ανάκτηση της ικανότητας προς εργασία, μια διαδικασία παροχής ιατρικής φροντίδας η οποία θα συνάδει με την πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και να καθιστούν δυνατή τη βέλτιστη διεξαγωγή των διαφόρων σταδίων της περίθαλψης, πρέπει να παρέχουν πλήρη υποστήριξη στους ασφαλισμένους στο εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 8, παράγραφος 1, σημείο 1, στοιχείο d. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει, κατά τη διάρκεια της ιατρικής περίθαλψης και της αποκατάστασης με σκοπό την ανάκτηση της ικανότητας προς εργασία, να υποστηρίζουν και να συνδράμουν τον ασφαλισμένο στο πλαίσιο του συντονισμού των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την κατάρτιση, μετά από καταγραφή των αναγκών, ατομικού προγράμματος ιατρικής φροντίδας και για την εφαρμογή του από τους διάφορους παρέχοντες υπηρεσίες. Στο πλαίσιο της διαχείρισης των φακέλων, πρέπει να μεριμνούν ώστε να διενεργούνται περιοδικές πραγματογνωμοσύνες από την κεντρική υπηρεσία αξιολόγησης ικανοτήτων […] Προς τούτο, οι φορείς ασφάλισης υγείας θα πρέπει να συνεννοούνται εγκαίρως με την υπηρεσία απασχόλησης και τον αρμόδιο οργανισμό συντάξεων. Ο οργανισμός συντάξεων μπορεί να ζητήσει διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την κεντρική υπηρεσία αξιολόγησης ικανοτήτων στο πλαίσιο του συστήματος διαχείρισης των φακέλων.»

11

Κατά το άρθρο 255b του ASVG, το δικαίωμα ενός ασφαλισμένου να λάβει επίδομα αποκατάστασης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την προϋπόθεση να υφίσταται προσωρινή αναπηρία αναμενόμενης διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών.

Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

12

Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, γεννηθείσα το έτος 1965, είναι αυστριακής ιθαγένειας.

13

Η ενδιαφερομένη, αφού κατοίκησε και εργάστηκε στην Αυστρία, στη διάρκεια του έτους 1990 μετέφερε την κατοικία της στη Γερμανία, όπου κατοικεί έκτοτε και όπου άσκησε επαγγελματική δραστηριότητα έως το 2013. Έχει συμπληρώσει στην Αυστρία και στη Γερμανία, αντιστοίχως, 59 μήνες και 235 μήνες ασφάλισης.

14

Στις 18 Ιουνίου 2015, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, μολονότι δεν ήταν πλέον ασφαλισμένη στο εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Αυστρίας αφότου μετέφερε την κατοικία της στη Γερμανία, υπέβαλε εντούτοις στον οργανισμό συντάξεων αίτηση να της χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας ή, επικουρικώς, να ληφθούν υπέρ της μέτρα ιατρικής αποκατάστασης και να της καταβληθεί επίδομα αποκατάστασης ή, επικουρικότερα, μέτρα επαγγελματικής αναπροσαρμογής.

15

Ο οργανισμός συντάξεων απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης δεν τελούσε σε κατάσταση αναπηρίας και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν υπαγόταν στο εκ του νόμου σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της Αυστρίας και δεν είχε αποδείξει ότι υφίσταται επαρκής δεσμός εγγύτητας με το σύστημα αυτό.

16

Η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης άσκησε προσφυγή κατά της αρνήσεως αυτής ενώπιον του Landesgericht Salzburg als Arbeits- und Sozialgericht (περιφερειακού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Salzburg, δικάζοντος υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, Αυστρία).

17

Με απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2017, το δικαστήριο αυτό αναγνώρισε ότι η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης τελούσε σε κατάσταση προσωρινής αναπηρίας για χρονικό διάστημα το οποίο εκτιμήθηκε σε έξι μήνες τουλάχιστον, από τις 18 Ιουνίου 2015, και έκρινε ότι η αυστριακή κοινωνική ασφάλιση έπρεπε να λάβει υπέρ της μέτρα ιατρικής αποκατάστασης και να της καταβάλλει επίδομα αποκατάστασης για όσο χρόνο διαρκούσε η προσωρινή αναπηρία της. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε την ως άνω προσφυγή κατά το μέρος που αφορούσε το αίτημα της αναιρεσίβλητης να της χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας και να ληφθούν υπέρ της μέτρα επαγγελματικής αναπροσαρμογής.

18

Με απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2018, το Oberlandesgericht Linz als Berufungsgericht in Arbeits- und Sozialrechtssachen (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο του Linz, δικάζον σε δεύτερο βαθμό υποθέσεις εργατικού δικαίου και δικαίου κοινωνικής ασφάλισης, Αυστρία) απέρριψε την έφεση που άσκησε ο οργανισμός συντάξεων κατά της ως άνω απόφασης.

19

Ο οργανισμός συντάξεων άσκησε αναίρεση ενώπιον του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία) ζητώντας την απόρριψη της προσφυγής της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης στο σύνολό της.

20

Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης υποστηρίζει ότι τελεί σε κατάσταση ανικανότητας προς εργασία και ότι έχει σχέση εγγύτητας με την Αυστρία, καθόσον έχει την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους μέλους, έχει συμπληρώσει περιόδους ασφάλισης σε αυτό, κατοικεί κοντά στην Αυστρία και έχει τακτικές επαφές με τα μέλη της οικογένειάς της που ζουν εκεί.

21

Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια που έχουν διατυπωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου για τη διάκριση μεταξύ των διάφορων ειδών παροχών που προβλέπει ο κανονισμός 883/2004, το επίδομα αποκατάστασης συνιστά μάλλον παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού.

22

Ειδικότερα, η παροχή αυτή, πέραν του ότι καλύπτει τον κίνδυνο προσωρινής ανικανότητας και όχι μόνιμης ή μακροχρόνιας ανικανότητας, συνδέεται στενά με τα μέτρα ιατρικής αποκατάστασης τα οποία αποσκοπούν στην ανάκτηση των ικανοτήτων και έχει ως σκοπό την αντιστάθμιση της απώλειας εισοδημάτων κατά την περίοδο κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβληθεί σε μέτρα ιατρικής αποκατάστασης. Τέλος, ο τρόπος υπολογισμού του επιδόματος αυτού βασίζεται στον τρόπο κατά τον οποίον υπολογίζεται το επίδομα ασθενείας.

23

Ως εκ τούτου, κατά το αιτούν δικαστήριο, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι το επίδομα αποκατάστασης συνιστά πράγματι παροχή ασθενείας, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, η οποία κατοικεί στη Γερμανία, δεν θα υπάγεται στην αυστριακή νομοθεσία αλλά στη γερμανική. Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, αρμόδιο για τις παροχές ασθενείας είναι το κράτος μέλος κατοικίας.

24

Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το επίδομα αποκατάστασης έχει ορισμένα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων θα μπορούσε ενδεχομένως να εξομοιωθεί με παροχή αναπηρίας. Συγκεκριμένα, η χορήγηση του επιδόματος αυτού εξαρτάται από την καταβολή εισφορών στο σύστημα ασφάλισης (υγείας και συντάξεως) και προϋποθέτει την παρέλευση ορισμένου χρόνου αναμονής. Επιπλέον, το επίδομα αυτό μπορεί να ζητηθεί μόνο με την υποβολή στον φορέα ασφάλισης σύνταξης αίτησης για τη χορήγηση σύνταξης αναπηρίας.

25

Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το επίδομα αποκατάστασης, βάσει του σκοπού του καθώς και του τρόπου διαμόρφωσής του, διακρίνεται από τη σύνταξη ή το επίδομα που καταβάλλεται λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αντίθετα από ό,τι ισχύει για τις παροχές ασθενείας, οι παροχές λόγω αδυναμίας αυτοεξυπηρέτησης δεν χορηγούνται καταρχήν για σύντομο χρονικό διάστημα (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2011, da Silva Martins, C‑388/09EU:C:2011:439, σκέψεις 48 και 77 έως 79). Το επίδομα αποκατάστασης όμως δεν χορηγείται για μεγάλο χρονικό διάστημα και τα μέτρα ιατρικής αποκατάστασης αποσκοπούν στο να καταστήσουν δυνατή την επανένταξη του ενδιαφερομένου στην εθνική αγορά εργασίας στο εγγύς μέλλον και να αποφευχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μακροχρόνια ανικανότητα προς εργασία.

26

Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, μολονότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του, το επίδομα αποκατάστασης θα μπορούσε, εκ πρώτης όψεως, να συγκριθεί με παροχή ανεργίας κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 883/2004 (απόφαση της 4ης Ιουνίου 1987, Campana, 375/85EU:C:1987:253), στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει εντούτοις, να αποκλειστεί, διότι δεν υφίσταται σύνδεσμος μεταξύ του δικαιώματος προς λήψη του επιδόματος αποκατάστασης και της ανεργίας ή του κινδύνου ανεργίας.

27

Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, μολονότι a priori δεν υφίσταται στη Γερμανία παροχή συγκρίσιμη με το αυστριακό επίδομα αποκατάστασης, το γεγονός αυτό δεν συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.

28

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Oberster Gerichtshof (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)

Πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού [883/2004], το αυστριακό επίδομα αποκατάστασης να χαρακτηριστεί:

ως παροχή ασθενείας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού, ή

ως παροχή αναπηρίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού, ή

ως παροχή ανεργίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού;

2)

Έχει ο κανονισμός [883/2004], ερμηνευόμενος υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, ως προηγούμενο κράτος κατοικίας και απασχόλησης, είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει παροχές, όπως το αυστριακό επίδομα αποκατάστασης, σε πρόσωπο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος, όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει συμπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των περιόδων ασφάλισης στους κλάδους υγείας και συντάξεως ως μισθωτός εργαζόμενος στο έτερο αυτό κράτος μέλος (μετά την προ ετών μεταφορά της κατοικίας του σε αυτό το κράτος) και από τότε δεν έχει λάβει παροχές από την ασφάλιση υγείας και συντάξεως του πρώην κράτους κατοικίας και απασχόλησής του;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου ερωτήματος

29

Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν μια παροχή όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης συνιστά παροχή ασθενείας, παροχή αναπηρίας ή παροχή ανεργίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, γʹ και ηʹ, του κανονισμού 883/2004.

30

Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να θεωρούνται, ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των διαφόρων εθνικών νομοθεσιών, της αυτής φύσεως, όταν το αντικείμενο και ο σκοπός τους καθώς και η βάση υπολογισμού τους και οι προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους είναι πανομοιότυπες. Αντιθέτως, χαρακτηριστικά που είναι μόνο τυπικά δεν πρέπει να θεωρούνται στοιχεία καθοριστικά για τον χαρακτηρισμό των παροχών (απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński, C‑517/16EU:C:2018:350, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31

Όταν πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών παροχών κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος τον οποίο καλύπτει κάθε παροχή (απόφαση της 30ής Μαΐου 2018, Czerwiński, C‑517/16EU:C:2018:350, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32

Συγκεκριμένα, η παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, καλύπτει τον κίνδυνο που συνδέεται με μια παθολογική κατάσταση συνεπαγόμενη την προσωρινή αναστολή των δραστηριοτήτων του ενδιαφερομένου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart, C‑503/09EU:C:2011:500, σκέψη 37).

33

Αντιθέτως, η παροχή αναπηρίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, σκοπεί, κατά κανόνα, στην κάλυψη του κινδύνου ορισμένου βαθμού ανικανότητας προς εργασία, όταν είναι πιθανόν η ανικανότητα αυτή να είναι μακροχρόνια ή μόνιμη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Stewart, C‑503/09EU:C:2011:500, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

34

Η δε παροχή ανεργίας καλύπτει τον κίνδυνο που συνδέεται με την απώλεια εισοδήματος την οποία ο εργαζόμενος υφίσταται λόγω της απώλειας της εργασίας του και ενώ διατηρεί την ικανότητα προς εργασία. Πρέπει να θεωρείται παροχή ανεργίας η παροχή που χορηγείται κατόπιν της επελεύσεως του κινδύνου αυτού, ήτοι της απώλειας της εργασίας, και η οποία δεν οφείλεται πλέον όταν παύσει η κατάσταση αυτή, λόγω του ότι ο ενδιαφερόμενος ασκεί αμειβόμενη δραστηριότητα (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Hliddal και Bornand, C‑216/12 και C‑217/12EU:C:2013:568, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35

Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εξεταστεί αν μια παροχή, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης, συνιστά παροχή ασθενείας, παροχή αναπηρίας ή παροχή ανεργίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, γʹ και ηʹ, του κανονισμού 883/2004.

36

Κατ’ αρχάς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το επίδομα αποκατάστασης οφείλεται ανεξαρτήτως του αν ο ενδιαφερόμενος ασκεί ή όχι επαγγελματική δραστηριότητα και, ως εκ τούτου, η παροχή αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παροχή ανεργίας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού.

37

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του επιδόματος αποκατάστασης ως παροχής αναπηρίας ή παροχής ασθενείας, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 255b του ASVG, το επίδομα αποκατάστασης καταβάλλεται σε περίπτωση αναπηρίας η οποία αναμένεται να διαρκέσει τουλάχιστον έξι μήνες και όταν ο ενδιαφερόμενος δεν πληροί τις προϋποθέσεις λήψης σύνταξης γήρατος.

38

Επιπλέον, κατά το άρθρο 143a, παράγραφος 1, του ASVG, το αν εξακολουθεί να υφίσταται προσωρινή αναπηρία ελέγχεται συστηματικά και, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται πια αναπηρία, η χορήγηση του επιδόματος αποκατάστασης αναστέλλεται ή παύει.

39

Επομένως, μια παροχή όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης αποσκοπεί στην κάλυψη του κινδύνου προσωρινής ανικανότητας και, ως εκ τούτου, συνιστά παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού.

40

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, βάσει του άρθρου 143a, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 143b του ASVG, το επίδομα αποκατάστασης καταβάλλεται από τον φορέα ασφάλισης υγείας και το ύψος του αντιστοιχεί στο ποσό του επιδόματος ασθενείας.

41

Συνεπώς, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια παροχή όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης συνιστά παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004.

Επί του δεύτερου ερωτήματος

42

Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι πλέον ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του, αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου εργάστηκε και συμπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των περιόδων ασφάλισής του, ο κανονισμός 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του άρνηση χορήγησης στο πρόσωπο αυτό παροχής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης.

43

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι εναπόκειται στη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τις προϋποθέσεις σύστασης του δικαιώματος υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, εντούτοις τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατά τον καθορισμό των εν λόγω προϋποθέσεων, να συμμορφώνονται με τις ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, οι κανόνες σύγκρουσης που προβλέπει ο κανονισμός 883/2004 επιβάλλονται κατά τρόπο δεσμευτικό στα κράτη μέλη, τα οποία δεν έχουν, συνεπώς, την ευχέρεια να καθορίζουν κατά πόσον είναι εφαρμοστέα η δική τους νομοθεσία ή η νομοθεσία άλλου κράτους μέλους (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17EU:C:2019:381, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44

Επομένως, οι προϋποθέσεις σύστασης του δικαιώματος υπαγωγής σε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορούν να έχουν ως συνέπεια τον αποκλεισμό από το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης νομοθεσίας των προσώπων επί των οποίων έχει εφαρμογή η νομοθεσία αυτή δυνάμει του κανονισμού 883/2004 (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17EU:C:2019:381, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45

Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, τα πρόσωπα επί των οποίων έχει εφαρμογή ο κανονισμός αυτός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους, η δε νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙ του εν λόγω κανονισμού.

46

Οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ του κανονισμού 883/2004, στον οποίο εντάσσονται τα άρθρα 11 έως 16, αποτελούν ένα ολοκληρωμένο και ομοιόμορφο σύστημα κανόνων σύγκρουσης δικαίων που δεν αποσκοπεί μόνο στην αποφυγή αφενός της ταυτόχρονης εφαρμογής πολλών εθνικών νομοθεσιών και αφετέρου των εντεύθεν δυνάμενων να προκύψουν περιπλοκών, αλλά και στην αποτροπή του ενδεχομένου τα υπαγόμενα στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού αυτού πρόσωπα να στερούνται προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης λόγω έλλειψης οποιασδήποτε εφαρμοστέας επ’ αυτών νομοθεσίας (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17EU:C:2019:381, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47

Όσον αφορά, ειδικότερα, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 883/2004, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σκοπός του άρθρου αυτού είναι ο προσδιορισμός, υπό την επιφύλαξη των άρθρων 12 έως 16 του ίδιου κανονισμού, της εθνικής νομοθεσίας που τυγχάνει εφαρμογής επί των προσώπων τα οποία εμπίπτουν σε μία από τις περιπτώσεις των στοιχείων αʹ έως εʹ του εν λόγω άρθρου 11, παράγραφος 3 (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17EU:C:2019:381, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48

Όσον αφορά την επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης, η οποία είναι αυστριακής ιθαγένειας, κατοικεί στη Γερμανία, όπου, από το 2013, δεν ασκεί πλέον επαγγελματική δραστηριότητα.

49

Πρόσωπο, όμως, όπως η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης δεν εμπίπτει a priori ούτε στους ειδικούς κανόνες των άρθρων 12 έως 16 του κανονισμού 883/2004, οι οποίοι αφορούν τα πρόσωπα τα οποία είναι αποσπασμένα, τα οποία ασκούν δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία επέλεξαν την προαιρετική υπαγωγή στην ασφάλιση ή την προαιρετική συνέχισή της ή είναι συμβασιούχοι υπάλληλοι των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε στις περιπτώσεις που αναφέρει το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού αυτού, οι οποίες αφορούν τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος, τα πρόσωπα που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, τα πρόσωπα που λαμβάνουν παροχές ανεργίας τα πρόσωπα που καλούνται ή καλούνται εκ νέου να εκτελέσουν στρατιωτική θητεία ή εκτελούν πολιτική υπηρεσία σε ένα κράτος μέλος, πράγμα το οποίο εναπόκειται πάντως στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει.

50

Ως εκ τούτου, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, το οποίο έχει εφαρμογή επί όλων των προσώπων τα οποία δεν αναφέρονται στο άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού αυτού, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και τα πρόσωπα που δεν ασκούν οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Inspecteur van de Belastingdienst, C‑631/17EU:C:2019:381, σκέψεις 35 και 40).

51

Πλην όμως, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 883/2004, η εθνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης είναι η νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας του ενδιαφερομένου, ήτοι, εν προκειμένω, η γερμανική νομοθεσία.

52

Λαμβανομένου υπόψη του κανόνα της εφαρμογής της νομοθεσίας ενός και μόνον κράτους μέλους που κατοχυρώνεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, ο οποίος υπομνήσθηκε στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, και του κανόνα του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού, κατά τον οποίο πρόσωπο το οποίο δεν ασκεί μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους της κατοικίας του (απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Zyla, C‑272/17EU:C:2019:49, σκέψη 41), πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση, όπως αυτή της υπόθεσης της κύριας δίκης, στην οποία έπαυσε να είναι ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του, αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, δεν υπάγεται πλέον στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του.

53

Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 43, 44 και 46 της παρούσας αποφάσεως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο αρμόδιος φορέας του κράτους μέλους καταγωγής της αναιρεσίβλητης της κύριας δίκης, ήτοι της Αυστριακής Δημοκρατίας, κακώς αρνήθηκε να χορηγήσει στην τελευταία το επίδομα αποκατάστασης. Ειδικότερα, η άρνηση αυτή δεν είχε ως συνέπεια να αποκλεισθεί από το πεδίο εφαρμογής της επίμαχης νομοθεσίας ένα πρόσωπο επί του οποίου θα είχε εφαρμογή η νομοθεσία αυτή δυνάμει του κανονισμού 883/2004 και, ως εκ τούτου, να στερηθεί το πρόσωπο αυτό προστασίας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης λόγω έλλειψης νομοθεσίας εφαρμοστέας επί του εν λόγω προσώπου.

54

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, σε περίπτωση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά την οποία ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι πλέον ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του, αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου εργάστηκε και συμπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των περιόδων ασφάλισής του, ο κανονισμός 883/2004 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του άρνηση χορήγησης στο πρόσωπο αυτό παροχής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους καταγωγής, αλλά στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κατοικία του.

Επί των δικαστικών εξόδων

55

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

 

1)

Μια παροχή όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης συνιστά παροχή ασθενείας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012.

 

2)

Σε περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι πλέον ασφαλισμένο στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του κράτους μέλους καταγωγής του, αφού έπαυσε να ασκεί την επαγγελματική δραστηριότητά του στο εν λόγω κράτος μέλος και μετέφερε την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, εντός του οποίου εργάστηκε και συμπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των περιόδων ασφάλισής του, ο κανονισμός 883/2004, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 465/2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους του αρμόδιου φορέα του κράτους μέλους καταγωγής του άρνηση χορήγησης στο πρόσωπο αυτό παροχής όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επίδομα αποκατάστασης, δεδομένου ότι το πρόσωπο αυτό δεν υπάγεται στη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους καταγωγής, αλλά στη νομοθεσία του κράτους μέλους όπου βρίσκεται η κατοικία του.

 

(υπογραφές)

*1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.