Αρείου Πάγου 1245/2019 – “Επιχειρησιακή συνήθεια- Ανώτατο όριο αποζημιώσεως”

Περίληψη: Η επί ικανό χρονικό διάστημα, κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και ομοιόμορφο, χωρίς επιφύλαξη, χορήγηση οικειοθελών παροχών προς το προσωπικό απολήγει στην δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας, η οποία αφαιρεί από την παροχή τον οικειοθελή και ελευθέρως ανακλητό χαρακτήρα - Δεν δημιουργεί επιχειρησιακή συνήθεια ο (εξακολουθητικός) τρόπος κατά τον οποίο ο εργοδότης αντιμετωπίζει ωρισμένα εξατομικευμένα περιστατικά - Υποχρέωση εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως κατ’ άρθρον 288 ΑΚ - Για την ύπαρξη μακροχρονίου ομοιόμορφου χειρισμού θα πρέπει ο χειρισμός να αφορά όμοιες περιπτώσεις

(...) Η επί ικανό χρονικό διάστημα, κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και ομοιόμορφο, χωρίς επιφύλαξη, χορήγηση οικειοθελών παροχών προς το προσωπικό δεσμεύει τον εργοδότη να συνεχίσει την καταβολή αυτών και στο μέλλον, διότι η εν λόγω συμπεριορά αποτελεί την βάση υποδηλουμένης συμφωνίας των μερών κατ’ άρθρο 648 παρ. 1 ΑΚ ως γενεσιουργού λόγου αξιώσεως και απολήγει να δημιουργήσει επιχειρησιαθεια, η οποία αφαιρεί από την παροχή τον οικειοθελή και ελευθέρως ανακλητό χαρακτήρα αυτής. Οι οικειοθελείς παροχές δυνατόν να αφορούν και στην καταβολή ποσού αποζημιώσεως κατά την αποχώρηση του μισθωτού μεγαλυτέρου του νομίμου. Δεν συνιστά όμως επιχειρησιακή συνήθεια ο τρόπος κατά τον οποίον ο εργοδότης αντιμετωπίζει ωρισμένα εξατομικευμένα περιστατικά. Αφ’ ετέρου, η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία, ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ’ όψιν και τα συναλλακτικά ήθη, επιβάλλει στον εργοδότη την υποχρέωση ίσης μεταχειρίσεως πάντων των εργαζομένων, εφ’ όσον παρέχουν εργασία ίσης αξίας, έχουν τα αυτά προσόντα και εργάζονται υπό τις αυτές συνθήκες, εκτός και αν συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι δικαιολογούντες διαφορετική ρύθμιση, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων.

Συνεπώς, εάν ο εργοδότης νομίμως καταβάλλει οικειοθελώς σε ωρισμένους εργαζομένους ωρισμένη παροχή, δύνανται και οι άλλοι εργαζόμενοι, εφ’ όσον ανήκουν στην αυτή κατηγορία και παρέχουν τις ίδιες υπό τις αυτές συνθήκες υπηρεσίες, να αξιώσουν την καταβολή της παροχής.

Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το Μονομελές Εφετείο εδέχθη περαιτέρω τα εξής: “Η εναγομένη - εφεσίβλητη, κατά την αποχώρηση στελεχών της επιχείρησής της και προς αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφεραν ως υπάλληλοί της, κατά επιχειρησιακή συνήθεια προέβαινε στην καταβολή προς αυτούς χρηματικού ποσού επιπλέον της αποζημίωσης απολύσεως και δη “πακέτο αποχώρησης”. Όπως αποδείχθηκε, στον ενάγοντα προέβη στην καταγγελία της σύμβασης χωρίς την καταβολή επιπλέον ποσού “πακέτου αποχώρησης” αν και κατά το χρόνο πριν την απόλυσή του, αλλά και μετά, ερχόταν σε επαφή και διαπραγματευόταν με τους υπαλλήλους που επρόκειτο να αποχωρήσουν αναφορικά με τις οικονομικές συνθήκες αποχώρησής τους προσφέροντάς τους ένα χρηματικό ποσόν το οποίο χαρακτήριζε “πακέτο αποχώρησης”, πρακτική που λόγω της μακροχρόνιας εφαρμογής της, είχε καταστεί όρος των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Η Ι. Π., προκάτοχος του ενάγοντος στην Διεύθυνση Ανθρωπίνου Δυναμικού, προσλήφθηκε στις 1-10-2001 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υπέβαλε την παραίτησή της κατόπιν διαπραγμάτευσης στις 1-6-2004, οπότε και της καταβλήθηκε πέραν της αποζημίωσης απολύσεως και το ποσό των 84.000 ευρώ ως “πακέτο απόλυσης” σε αναγνώριση των παρασχεθεισών υπηρεσιών και της προϋπηρεσίας της. Ο Γ. Δ., Γενικός Διευθυντής στην εναγομένη, προσλήφθηκε στις 31-7-1967 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία διήρκεσε μέχρι την 6-6-2003, οπότε και καταγγέλθηκε λόγω συνταξιοδότησης, λαμβάνοντας πέραν της αποζημίωσης απολύσεως και το επιπλέον ποσό των 212.647 ευρώ, ως πρόσθετη οικειοθελή παροχή. Επιπροσθέτως και για άλλους λόγους, οι υπάλληλοι που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, ήτοι οι: Γ. Π., ιατρικός επισκέπτης, Σ. Μ., ιατρικός επισκέπτης, Φ. Γ., ιατρικός επισκέπτης, Α. Σ. - Τ., Προϊστάμενος Πωλήσεων, Κ. Β., Προϊστάμενος Πωλήσεων, Γ. Μ., ταμίας - λογιστής, και Α. Θ., γραμματέας, απολύθηκαν από την εναγομένη λαμβάνοντας ένα επιπλέον ποσό, ως πρόσθετη αποζημίωση, ίσο με 6 μηνιαίους μισθούς συν επίδομα ανεργίας του ΟΑΕΔ προσαυξημένο κατά 45%. Οι ως άνω καταβολές είχαν πράγματι διαμορφώσει επιχειρησιακή συνήθεια, υπό διαφορετικές όμως προϋποθέσεις, αφού όπως αποδείχθηκε, οι ως άνω υπάλληλοι απεχώρησαν από την εταιρεία στα πλαίσια προγράμματος οικειοθελούς αποχώρησης, για λόγους ήτοι οικονομοτεχνικούς, που σχετίζονταν με την οικονομική πολιτική της εναγομένης - εκκαλούσας και τον ορθολογικότερο σχεδιασμό αυτής και συνεπώς αποτελούσαν στην πραγματικότητα κίνητρο για αποχώρηση και όχι επιβράβευση για την προσφορά υπηρεσιών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη σε πολλές περιπτώσεις υπαλλήλων της, κατέβαλλε πράγματι ως οικειοθελή παροχή ένα πρόσθετο χρηματικό ποσό ως “πακέτο αποχώρησης”, αυτό γινόταν όμως είτε σε ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς τους και της πολυετούς προϋπηρεσίας τους, όπως έπραξε με τον Γενικό Διευθυντή Γ. Δ., είτε επειδή η σύμβαση λύθηκε νωρίτερα από ό,τι ανέμενε και είχε συμφωνηθεί με τον συγκεκριμένο υπάλληλο, χωρίς υπαιτιότητα του τελευταίου, όπως έπραξε στην περίπτωση της Ι. Π., είτε διότι κατά καιρούς ενέτασσε, κυρίως τους μη υψηλόβαθμους υπαλλήλους της, σε προγράμματα εθελούσιας εξόδου. Δεν αποδείχθηκε συνεπώς ότι σε όλες τις περιπτώσεις καταγγελίας της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία της εναγομένης - εφεσίβλητης υπήρχε ομοιόμορφος χειρισμός, αναφορικά με την εν λόγω παροχή, αφού οι λόγοι που κάθε φορά το έπραττε ήταν διαφορετικοί - ανάλογα με το πρόσωπο του κάθε υπαλλήλου και την αιτία αποχώρησής του - και δεν είχαν ως μόνη αιτία και ως αποκλειστικό κριτήριο και προϋπόθεση την απόλυση του υπαλλήλου. Δεν μπορεί συνεπώς να υποστηριχθεί βασίμως ότι η εναγομένη ακολουθούσε μια συμπεριφορά γενική και απρόσωπη καταβάλλοντας ένα πρόσθετο ποσό αποζημίωσης με την απόλυση κάθε υπαλλήλου, αφού για να δεχθούμε την ύπαρξη μακροχρόνιου ομοιόμορφου χειρισμού, θα πρέπει αυτός να αφορά σε όμοιες περιπτώσεις. Η περίπτωση του ενάγοντος διαφέρει από τις ανωτέρω αναφερόμενες, υπό την έννοια ότι και τα δύο διάδικα μέρη - και ανεξαρτήτως “υπαιτιότητας” του ενάγοντος εκκαλούντος που δεν ερευνάται ούτε και αποδείχθηκε, μετά βεβαιότητος από κάποιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο - δέχονται ότι η απόλυση του ενάγοντος δεν ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης και δεν έγινε με την συναίνεσή του και υπό ομαλές συνθήκες. Ομοίως δεν μπορεί να γίνει λόγος για παραβίαση της αρχής της ισότητας”.

Υπό τις ως άνω παραδοχές το Μονομελές Εφετείο απέρριψε τον λόγο εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο είχε απορρίψει κατ’ ουσίαν το επικουρικό αίτημα της αγωγής περί επιδικάσεως υπέρ αυτού του ποσού των 155960, άλλως των 66840 ευρώ, ως ισοπόσου 14, άλλως 6 μηνιαίων μισθών. Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 288 και 648 παρ. 1 ΑΚ, δεχόμενο ότι ο αναιρεσείων δεν είχε βάσιμη σχετική αξίωση κατά της φαρμακευτικής εταιρίας, ερειδομένη επί επιχειρησιακής συνηθείας ή της αρχής ίσης μεταχειρίσεως, καθ’ όσον οι χρηματικές παροχές, τις οποίες επεκαλέσθη, είχαν δοθεί σε άλλους εργαζομένους της εταιρίας κατά σημαίνοντα λόγο ως κίνητρο εντός των πλαισίων προγραμμάτων οικειοθελούς αποχωρήσεως, ένεκα λόγων οικονομοτεχνικών σχετιζομένων με την οικονομική πολιτική της εταιρίας και τον ορθολογικό σχεδιασμό αυτής, προϋπόθεση, η οποία δεν συνέτρεχε ως προς τον αναιρεσείοντα, του οποίου η σύμβαση εργασίας κατηγγέλθη κατόπιν διαταράξεως των σχέσεων μεταξύ αυτού και της διοικήσεως της εταιρίας, εκτός τούτου δε, ως προς τις προαναφερόμενες χρηματικές παροχές δεν υπήρχε γενικός, απρόσωπος και ομοιόμορφος χειρισμός εκ μέρους της εταιρίας, αλλά ελαμβάνοντο εξατομικευμένως υπ’ όψιν παράμετροι αναγόμενες στο πρόσωπο εκάστου υπαλλήλου και την αιτία αποχωρήσεως αυτού και δεν υφίστατο ως μόνη αιτία και προϋπόθεση η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Διέλαβε δε το Μονομελές Εφετείο επαρκείς, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες καθιστώσες εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων και την πληρότητα του αποδεικτικού του πορίσματος. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίον προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες εκ των αριθμών 1 εδ. α’ και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, της παραβιάσεως των προαναφερομένων διατάξεων και της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Ν. 3198/55, όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 Ν. 2556/97, προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας θεωρείται έγκυρη, εφ’ όσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση, η οποία καθορίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 Ν. 2112/20, ενώ από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/55 ορίζεται ότι ο υπολογισμός αυτής γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του εργαζομένου του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως, όμως, προκειμένου περί υπαλλήλου, οι μηνιαίες αποδοχές αυτού δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν καθ’ ό ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμόν 30. Ο ως άνω περιορισμός αφορά την νόμιμη αποζημίωση και δεν καταλαμβάνει και την συμβατική, αφού η σχετική συμφωνία απορρέει από την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και είναι σύμφωνη με την αρχή της ευνοίας υπέρ των εργαζομένων, αλλά και προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 2112/20, κατά το οποίο “Εργοδότης παραμελών την κατά τα ανωτέρω υποχρέωσιν καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως οφείλει να καταβάλη εις τον απολυόμενον υπάλληλον αποζημίωσιν ίσην προς το σύνολον των τακτικών αποδοχών, ας θα ελάμβανε κατά τον χρόνον προ του οποίου έδει να γίνη η καταγγελία, πλήν αν εκ συμβάσεως η εθίμου οφείλεται μεγαλυτέρα αποζημίωσις” (ΑΠ 1402/2017,833/2015).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Μονομελές Εφετείο εδέχθη ότι το αίτημα της αγωγής περί συμπληρώσεως της καταβληθείσης στον αναιρεσείοντα αποζημιώσεως απολύσεως, ερειδόμενο επί του ισχυρισμού ότι βάσει επιχειρησιακής συνηθείας η εργοδότις φαρμακευτική εταιρία ώφειλε να καταβάλει αποζημίωση βάσει των πλήρων αποδοχών εκάστου απολυομένου υπαλλήλου, χωρίς τον περιορισμό του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/55, εστερείτο νομιμότητος και απέρριψε τον σχετικό λόγο της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο είχε αποφανθεί ομοίως.

Με την εν λόγω κρίση το Μονομελές Εφετείο παρεβίασε την προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/55, αφού συμφώνως προς τα ανωτέρω ο ως άνω περιορισμός αφορά την νόμιμη αποζημίωση και δεν καταλαμβάνει και την συμβατική. Συνεπώς, ο σχετικός λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως εκ του αριθμού 1 εδ. α’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, δια του οποίου προσάπτεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια της παραβιάσεως της εν λόγω διατάξεως, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.

Εν τούτοις, κατά την άποψη την οποία υπεστήριξε ο Εισηγητής, η ως άνω διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/55, η οποία, αποσκοπεί στον περιορισμό της αποζημιώσεως - και όχι των αποδοχών - των υψηλομίσθων υπαλλήλων, των οποίων η ανάπτυξη της προσωπικότητος και η συμμετοχή στην οικονομική ζωή της Χώρας δεν παρεμποδίζεται από την λήψη αναλογικώς μειωμένης αποζημιώσεως, και δεν είναι αντίθετη προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 22 παρ. 1β και 106 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, αποτελεί διάταξη αμφιμερώς αναγκαστικού δικαίου, έχουσα θεσπισθεί χάριν του γενικωτέρου κοινωνικού συμφέροντος και επομένως δεν είναι επιτρεπτή ρύθμιση ως προς την αποζημίωση απολύσεως καθ’ υπέρβαση του οριζομένου ορίου βάσει είτε συλλογικής συμβάσεως εργασίας είτε επιχειρησιακής συνηθείας είτε ατομικής συμβάσεως (ΑΠ 673/2014,1750/2008, 227/2006, 803/2003),ενόσω μάλιστα, η συνομολόγηση αποζημιώσεως απολύσεως καθ’ υπέρβαση του ορίου του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/55, το οποίο ο νομοθέτης θεωρεί εύλογο, και η εντεύθεν υποχρέωση καταβολής λίαν υψηλής αποζημιώσεως δυσχεραίνει ουσιωδώς τον εργοδότη να προβεί στην απόλυση του εργαζομένου έστω και εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος προς τούτο, αφού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις υποβολής μηνύσεως - ασκήσεως ποινικής διώξεως κατά του μισθωτού (άρθρο 5 παρ. 1 Ν. 2112/20), διακοπής της λειτουργίας της επιχειρήσεως λόγω ανωτέρας βίας (άρθρο 6 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 2112/20) και πτωχεύσεως της επιχειρήσεως (άρθρο 34 παρ. 2 Ν. 3588/2007), κατά τις οποίες δεν καταβάλλεται αποζημίωση απολύσεως, αντιθέτως, καθ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, δεν αρκεί να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, αλλά, εάν έχει συμφωνηθεί η καταβολή μεγαλυτέρου ποσού, απαιτείται, προκειμένου να είναι έγκυρη η καταγγελία, να καταβληθεί το συμφωνηθέν μεγαλύτερο ποσόν, έστω και εάν συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως (ΑΠ 341/2011), με συνέπεια να δεσμεύεται υπερμέτρως, και κατ’ αντίθεση προς την καλή πίστη επί συνδρομής σπουδαίου λόγου, ο εργοδότης, εάν η συμφωνηθείσα αποζημίωση υπερβαίνει το προαναφερόμενο όριο της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 3198/1955. Υπό αντίστοιχη δικαιοπολιτική θεώρηση, επί συμβάσεως ωρισμένου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ, κατά την οποία, δύναται ο εργοδότης να καταγγείλει οποτεδήποτε την σύμβαση ένεκα σπουδαίου λόγου χωρίς να καταβάλει αποζημίωση, είναι δημοσίας τάξεως και το δικαίωμα καταγγελίας ένεκα σπουδαίου λόγου δεν δύναται να αποκλεισθεί εκ των προτέρων με ατομική ή συλλογική σύμβαση, ούτε να περιορισθεί αμέσως ή εμμέσως με την πρόβλεψη προϋποθέσεων ή διατυπώσεων δυσχεραινουσών την άσκηση αυτού, αφού αντιβαίνει στην καλή πίστη και την οικονομική και επαγγελματική ελευθερία η εμμονή στην τήρηση των συμφωνηθέντων εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος καταγγελίας της συμβάσεως. Συνεπώς, κατά την εν λόγω μειοψηφήσασα άποψη ο ως άνω λόγος αναιρέσεως έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Η αναίρεση αφορά τα προσβληθέντα κεφάλαια αλλά και τα τελούντα σε σχέση ουσιαστικής συναφείας προς αυτά κατά τρόπον ώστε να μην είναι δυνατόν να αποχωρισθούν, όπως είναι το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων, το οποίο έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα, οπότε συναναιρούνται και αυτά. Εάν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση εξ οιουδήποτε άλλου λόγου εκτός της υπερβάσεως δικαιοδοσίας και της παραβιάσεως των περί αρμοδιότητος διατάξεων, δύναται συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 580 παρ. 1 - 3 ΚΠολΔ, να κρατήσει την υπόθεση και να επιληφθεί της εκδικάσεως αυτής, εάν κατά την κρίση του η υπόθεση δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεως, άλλως παραπέμπει την υπόθεση, προκειμένου να συζητηθεί σε νέα δικάσιμο, και προκειμένου περί των υπ’ αριθμ. 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγων, δύναται να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον άλλου δικαστηρίου ισοβάθμου και ομοειδούς προς το εκδώσαν την αναιρεθείσα απόφαση ή ενώπιον του ιδίου, εάν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός των εκδωσάντων την αναιρεθείσα απόφαση.

Εν προκειμένω, πρέπει, εν όψει του ανωτέρω δεκτού γενομένου λόγου, να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κατά το κεφάλαιο αυτής το αφορών την συμ-πλήρωση της αποζημιώσεως απολύσεως του αναιρεσείοντος βάσει επιχειρησιακής συνηθείας ως και κατά το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, του οποίου είναι δυνατή η σύνθεση από άλλον Δικαστή εκτός του εκδώσαντος την εν λόγω απόφαση.