Περίληψη: Η επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο έναντι της καταγγελίας, και δεν επιτρέπεται η μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες ημέρες στους μισθωτούς, χωρίς να υπάρχει εναλλάξ παροχή εργασίας. - Στο έγγραφο της ενημέρωσης δεν απαιτείται να αναφέρονται αριθμητικά στοιχεία - Όταν οι εργαζόμενοι είναι ολιγάριθμοι και γνωρίζουν το πρόβλημα, αρκεί να μεσολαβεί και μία ημέρα μεταξύ της ενημέρωσης και της διαβούλευσης.
Με τη διάταξη του άρθρου 38 παρ.3 του Ν. 1892/90 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/98 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212),(παρ. 18) ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: “Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του, ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας”. Κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου “Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης”. Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του “σύστημα εκ περιτροπής εργασίας”, μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι: α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 470/2018, ΑΠ 771/2017,(παρ. 19) ΑΠ 1252/2014),(παρ. 20) γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο “αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας”, προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μειώσεως της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγ-κης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής “συστήματος εκ περιτροπής εργασίας”, αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ.3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/90, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 470/2018, ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014, σχετ. ΑΠ 969/2011(παρ. 21) υπό το πριν το Ν. 3846/2010 ισχύον νομοθετικό καθεστώς). Συνακόλουθα, δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στην περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση ελλείψεως εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ` άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπον ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. (ΑΠ 470/2018).Κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, το δικαίωμα του εργοδότη για επιβολή εκ περιτροπής εργασίας αποτελεί διαπλαστικό δικαίωμά του, από τον νόμο, και εντάσσεται στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη εν ευρεία εννοία. Με την άσκηση του ως άνω δικαιώματος, για επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, μεταβάλλεται η κύρια συμβατική υποχρέωση του εργαζομένου, ενώ ταυτόχρονα μεταβάλλεται και η κύρια συμβατική υποχρέωση του εργοδότη. Επί πλέον, με την απονομή από τον νόμο στον εργοδότη του δικαιώματος αυτού, θεσπίζεται εξαιρετικό δίκαιο, με το οποίο εισάγεται απόκλιση και από το άρθρο 656 ΑΚ., με συνέπεια οι σχετικές διατάξεις να είναι στενώς ερμηνευτέες. Προκύπτει ακόμη ότι η μονομερής επιβολή του εκ περιτροπής συστήματος απασχόλησης παρέχεται στον εργοδότη ως δυνατότητα προκειμένου να αποφευχθεί η καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων για οικονομοτεχνικούς λόγους.
Περαιτέρω, από τις διαταξεις του άρθρου 38 § 3 του Ν. 1892/90, όπως ισχύει μετά τον ν. 3846/10, και του ΠΔ 240/06 (στο οποίο ΠΔ παραπέμπει το άρθρο 38 παρ. 3 του Ν. 1892/90, όπως πλέον ισχύει), προκύπτουν τα ακόλουθα: (α) Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρξει επίκληση του περιορισμού των εργασιών της επιχείρησης και να γίνει μία έστω γενική αναφορά ότι η πιθανή εξέλιξη των δραστηριοτήτων θα είναι προς το χειρότερο. Δεν απαιτείται πάντως η παράθεση συγκεκριμένων αριθμητικών στοιχείων στο έγγραφο της ενημερώσεως. (β) Μεταξύ του χρονικού σημείου της ανακοινώσεως και του χρόνου (ημέρας και ώρας) κατά την οποία θα ορισθεί σύμφωνα με την ανακοίνωση η διαβούλευση, θα πρέπει να μεσολαβεί κάποιο διάστημα επαρκές για την προετοιμασία των εκπροσώπων των εργαζομένων. Το διάστημα αυτό μπορεί αναλόγως του αριθμού των εργαζομένων, της πληθώρας και πολυπλοκότητος των θεμάτων (στα οποία θα περιστραφεί η διαβούλευση) και της λιγότερο η περισσότερο πολύπλοκης εσωτερικής διαρθρώσεως της επιχειρήσεως σε τομείς, τμήματα κ.λπ., του αν η επιχείρηση έχει η όχι περισσότερες εκμεταλλεύσεις, εγκαταστάσεις, υποκαταστήματα, γραφεία κ.λπ., προκειμένου να θεωρηθεί επαρκές, να είναι, κατά περίπτωση, από λίγες ημέρες μέχρι πολλές εβδομάδες. Για μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων μπορεί το διάστημα αυτό να μην είναι μακρότερο των 2 η 3 ημερών. Όταν όμως οι εργαζόμενοι οι ίδιοι είναι πολύ λίγοι και είναι εκείνοι οι οποίοι πραγματοποιούν το αντικείμενο της επιχείρησης, δηλ. γνωρίζουν ήδη το εύρος των δραστηριοτήτων, μάλιστα όταν έχει προηγηθεί συζήτηση για το πρόβλημα του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, και είναι εκείνοι που θα διαβουλευθούν και όχι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι τους, οι οποίοι ως μη μετέχοντες κατά κανόνα στη δραστηριότητα της επιχείρησης χρειάζονται χρόνο για ενημέρωση, ο χρόνος προετοιμασίας, για τον οποίο ουδέν, ας σημειωθεί, ορίζει ο νόμος, αρκεί να είναι και μιας ημέρας. Ο Νόμος δεν ορίζει ποια στοιχεία της επιχείρησης πρέπει να διαβαστούν στου εργαζόμενους. Εν προκειμένω τίθεται ζήτημα αναδιανομής πλεονάζουσας εργασίας από την παραγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης και όχι ζήτημα διαθεσιμότητας λόγω περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης που αντιμετωπίζεται με διαθεσιμότητα των εργαζομένων. Κατ’ ακολουθίαν η παροχή στοιχείων πρέπει να περιορίζεται στο πλαίσιο του εύρους της παραγωγικής δραστηριότητας της επιχείρησης και δεν απαιτείται να είναι αναλυτική έκθεση των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης, η οποία έχει κατά κανόνα αποδεικτικό μόνο χαρακτήρα για τον περιορισμό της δραστηριότητας της επιχείρησης (γ) Ο νόμος δεν απαιτεί στην ανακοίνωση να αναφέρεται ακριβώς η μορφή του συστήματος εκ περιτροπής απασχολήσεως την οποία επιθυμεί ο εργοδότης να επιβάλει, λ.χ. αν θα αφορά όλους τούς εργαζομένους όλων των τμημάτων η αν θα συνίσταται σε παροχή εργασίας 1 ή 2 ή 3 ή 4 ημέρες ανά εβδομάδα ή κατά μήνα ή συνδυαστικά κ.λπ., προφανώς διότι η μορφή την οποία θα προσλάβει η εκ περιτροπής απασχόληση θα οριστικοποιηθεί μετά τις διαβουλεύσεις και αναλόγως του τι θα διαμειφθεί κατ’ αυτές. Kατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2112/20, διότι λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/20 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/20 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/20 και 1 και 5 του Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του Ν. 3198/55 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/20 (και επί εργατοτεχνιτών των άρθρων 3 και 5 του Β.Δ. της 16/18.7.20 που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.2 του Ν.2112/20), 174 και 180 του ΑΚ, η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού με ποινή την σχετική ακυρότητα αυτής υπέρ του μισθωτού, πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η προβλεπομένη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω μη τηρήσεως των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων, η σύμβαση εργασίας δεν λύεται, και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση παραμένουν ακέραια. Ετσι ο εργαζόμενος, για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας) (ΑΠ 470/2018). (...)
Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες: α) με αγωγές κατά του εναγομένου ζήτησαν την αναγνώριση της ακυρότητας του επιβληθέντος κατά την 17.01.2013 μονομερώς καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης και την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, β) με αγωγή κατά του ιδίου εναγομένου ζήτησαν την αναγνώριση της ακυρότητας του επιβληθέντος μονομερώς από τον εναγόμενο στις 14.05.2013 καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης, την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας και την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης εξαιτίας της επικαλούμενης προσβολής της προσωπικότητας. Επί των ως άνω συνεκδικασθεισών αγωγών εκδόθηκε η 6/2015 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτές έγιναν δεκτές κατά ένα μέρος. Κατόπιν ασκήσεως α) της από 24.02.2015 εφέσεως και των από 26.01.2017 προσθέτων λόγων (έφεσης) του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου, β) της δια των προτάσεων από 10.03.2017 ασκηθείσης αντεφέσεως των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η αντέφεση, έγιναν τυπικά δεκτοί και κατ’ ουσία η ανωτέρω έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι, εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση και έγιναν δεκτές εν μέρει οι αγωγές ως ουσιαστικά βάσιμες. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα : “ Ο εναγόμενος διατηρεί στην πόλη των .... και συγκεκριμένα στη Νέα Περιφερειακή οδό ..., ατομική επιχείρηση εμ-πορίας ξυλείας, τζακιών και πέλλετ, με την επωνυμία “...”. Η εν λόγω επιχείρηση λειτουργεί στο όνομα του εναγομένου από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2010, ενώ μέχρι τότε η επιχείρηση και για χρονικό διάστημα σχεδόν σαράντα ετών, ανήκε στον πατέρα του Ι. Μ.. Aπασχολούσε δε στην επιχείρηση τέσσερις εργαζομένους, τους ενάγοντες, που προσελήφθησαν όλοι όταν η επιχείρηση λειτουργούσε από τον πατέρα του εφεσιβλήτου- εναγομένου. (...)
Οι ενάγοντες εκτός από την κατ’ επάγγελμα - κυρίαρχη απασχόλησή τους στην επιχείρηση του εναγομένου-εκκαλούντος, ασχολούντο και με εργασίες, γεωργικές - κτηνοτροφικές και μελισσοκομικές δραστηριότητες, με τις οποίες συμπλήρωναν το εισόδημά τους από την επιχείρηση του εναγομένου. H κύρια οικονομική δραστηριότητα της επιχείρησης του εναγομένου, καθ’ όλα τα έτη λειτουργίας αυτής, ήταν η εμπορία ξυλείας οικοδομών. Η βαθύτατη οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα, από το έτος 2010 και εντεύθεν είχε ως αποτέλεσμα να συρρικνωθεί και ο κλάδος των κατασκευών, με εξαφάνιση κάθε οικοδομικής δραστηριότητας, πλήττοντας άμεσα κάθε συναφή με την οικοδομή επιχειρηματική δραστηριότητα. Έτσι η οικονομική κρίση έπληξε και την επιχείρηση του εναγομένου, παρά το ότι και αυτός, αλλά και ο πατέρας του, διέγνωσαν τις δυσκολίες στον κλάδο της οικοδομής και επέκτειναν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και στον τομέα της εμπορίας, εγκατάστασης και συντήρησης τζακιών και λεβήτων και σομπών πέλλετ. Ο περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης συνομολογείται και από τους εφεσιβλήτους-ενάγοντες, οι οποίοι συμφώνησαν με τον εκκαλούντα - εναγόμενο να απασχολείται ο καθένας επί δύο εβδομάδες ανά μήνα ολόκληρο το έτος 2012. Οι ανωτέρω εφεσίβλητοι - ενάγοντες, εργάστηκαν με το ανωτέρω καθεστώς, για το οποίο, ανεξαρτήτως του ότι δεν καταβλήθηκε η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ώστε να ισχύσει ως τροποποιητική καταγγελία ή δεν τηρήθηκαν οι διατυπώσεις του άρθρου 38 § 1 του ν. 1892/90, ήτοι κατάρτιση έγγραφης ατομικής σύμβασης και γνωστοποίηση αυτής εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας, οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν την ακυρότητα αυτή για να ζητήσουν μισθούς υπερημερίας και δεν προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας. Αρνούνται όμως την έκταση του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης. Ο εκκαλών προς απόδειξη της έκτασης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησής του προσκόμισε τα μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών (Ε3) που υπέβαλε προς τη Δ.Ο.Υ. .... Από αυτά, ακόμη και αν δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες, προκύπτει ότι η επιχείρηση του εναγόμενου εμφάνιζε ακαθάριστα έσοδα για το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 01.01.2009 έως 31.12.2009) το ποσό των 794.26,01 ευρώ και κέρδη 33.618,45 ευρώ, (...) και για το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 01.01.2013 έως 31.12.2013) το ποσό των 248.209,78 ευρώ και ζημίες 75.812,00 ευρώ. Περαιτέρω, η ατομική επιχείρηση του εναγομένου συσσώρευε και χρέη προς τρίτους, οφείλοντας το ποσό των 50.155,20 ευρώ προς την ..., από καταναλωτικό δάνειο και το ποσό των 8.500 ευρώ περίπου στη ..., για ανεξόφλητους λογαριασμούς κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος. Με την έναρξη του νέου έτους, του 2013, και συγκεκριμένα στις 04-01- 2013, ημέρα Παρασκευή, ο εναγόμενος, ενόψει του ότι δεν υπήρξε καμία βελτίωση στα οικονομικά μεγέθη της δραστηριότητας της επιχείρησής του, αλλά αντίθετα επιδείνωση διαφαινόταν και για το έτος 2013, εκτιμώντας ότι πλεόναζαν τρεις εργαζόμενοι, δηλ. υπήρχε εργασία μόνο για έναν εργαζόμενο, τους πρότεινε να απασχολεί πλέον μόνο δύο εργαζόμενους-ενάγοντες για το πρώτο εξάμηνο του έτους 2013 και χωρίς να απολύσει τους άλλους δύο τους οποίους θα απασχολούσε το δεύτερο εξάμηνο του 2013, χωρίς να απολύσει αυτούς που απασχολούσε το πρώτο εξάμηνο 2013, τους οποίους θα επαναπασχολούσε στη συνέχεια. Η δε απασχόληση των δύο εργαζομένων, που θα απασχολούσε κάθε φορά, θα ήταν υπό καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας δύο εβδομάδων το μήνα.Ολοι οι ενάγοντες αρνήθηκαν την πρόταση του εναγομένου και ζήτησαν να διατηρηθεί το καθεστώς εργασίας που είχε ισχύσει το έτος 2012, δηλ. δύο εβδομάδες εργασίες το μήνα για κάθε έναν, όπως και το προηγούμενο έτος. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες, προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας καταγγέλλοντας ότι απολύθηκαν προφορικά, χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και ζητώντας να πληροφορηθούν τα δικαιώματά τους. (...)
Ο εναγόμενος δεν αποδεχόταν την εργασία τους και γι’ αυτό το λόγο οι ενάγοντες του απηύθυναν στις 14-01-2013 εξώδικη διαμαρτυρία, δήλωση με πρόσκληση και τον κάλεσαν είτε να άρει την ως άνω υπερημερία του ως προς την αποδοχή της προσφερόμενης από αυτούς εργασίας είτε να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας αναφορικά με την απόλυσή τους, με έγγραφη καταγγελία και με την καταβολή της αποζημίωσης (...) Αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος επέδωσε στους ενάγοντες, στις 15-1- 2013, την από 14-01-2013 εξώδικη απάντηση, πρόσκληση για διαβούλευση και κατάρτιση σύμβασης εκ περιτροπής απασχόλησης (...) λόγω του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, ενημερώνοντάς τους ότι θα προβεί σε μονομερή εκ περιτροπής απασχόληση μιας εβδομάδας ανά μήνα για έκαστο των εναγόντων. Στην ορισθείσα από τον εναγόμενο ημέρα και ώρα για διαβούλευση οι ενάγοντες προσήλθαν και ο εναγόμενος, αφού εξέθεσε ότι υπήρξε δραματικός περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης, με μείωση του κύκλου εργασιών κατά 70% και μείωση των πωλήσεων κατά 60%, τους πρότεινε την εφαρμογή καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης μιας εβδομάδας - πέντε ημερών - ανά μήνα για έκαστο των εναγόντων με πλήρες ωράριο εργασίας χωρίς τη μείωση του ημερομισθίου τους. Οι ενάγοντες ζήτησαν από τον εναγόμενο, να τους παραθέσει οικονομικά στοιχεία για την πορεία της επιχείρησης από τα οποία να προκύπτουν οι ισχυρισμοί του, όμως αυτός αρνήθηκε δηλώνοντας πως δεν έχει τέτοια υποχρέωση. Κατόπιν τούτου, οι ενάγοντες δεν αποδέχτηκαν την πρόταση του εναγομένου και αποχώρησαν από τα γραφεία της επιχείρησης.
Ενόψει της αποχώρησής τους, ο εναγόμενος, με την από 16-01-2013 απόφασή του, επέβαλε, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2013 έως τον Οκτώβριο του 2013, μονομερώς καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης πέντε (5) ημερών ανά μήνα για κάθε ένα ενάγοντα, με πλήρες ωράριο εργασίας και το ίδιο μικτό ημερομίσθιο που λάμβαναν, καλούσε δε αυτούς να προσέλθουν στην εργασία τους με τους νέους αυτούς όρους. Την απόφαση δε αυτή τη γνωστοποίησε στις 22-01-2013 στην Επιθεώρηση Εργασίας ..., ήτοι εντός οκτώ (8) ημερών από τη λήψη της (άρθρο 38 § 3 εδ. ε του ν. 1892/90). Οι ενάγοντες, προσήλθαν στην εργασία τους από τις 17-01-2013, βάσει του προγράμματος που ο εναγόμενος είχε καταρτίσει, πλην όμως δήλωσαν σε αυτόν ότι θεωρούν ότι το καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης έχει επιβληθεί ακύρως και ότι για το λόγο αυτό είναι υπερήμερος και θα έπρεπε να τους απασχολεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μάλιστα, οι ενάγοντες των δύο πρώτων αγωγών, άσκησαν αντιστοίχως αιτήσεις λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του εναγομένου, με τις οποίες αιτήθηκαν να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, προσωρινά, και έως την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί των αγωγών που θα ασκούσαν - και πράγματι άσκησαν - πρόκειται για τις ανωτέρω δύο πρώτες εκ των αγωγών - να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους όπως πριν από την επιβολή σε αυτούς καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης. Επί των αιτήσεων, οι οποίες, μετά από αναβολή κατά τη δικάσιμο της 20.02.2013, συζητήθηκαν στις 20.03.2013, εκδόθηκαν αντιστοίχως οι υπ’ αριθ. 143/2013 και 142/2013 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες, αν και πιθανολογήθηκε ότι υπήρξε σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου, πιθανολογήθηκε ότι πριν τη διαβούλευση στις 16-01-2013, δεν υπήρξε ουσιαστική και αναλυτική ενημέρωση των εργαζομένων σχετικά με την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των εναγόντων όπως πριν από την επιβολή σε αυτούς του καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης, δηλ. με πλήρη απασχόληση καθ’ όλο το μήνα και όχι για δύο εβδομάδες όπως είχαν αντιπροτείνει οι ενάγοντες αρχικά στις 4-1-2013 και είχε ισχύσει για όλο το έτος 2012, και έως την έκδοση οριστικών αποφάσεων που θα εκδοθούν επί των αγωγών που θα ασκούσαν. Τα ίδια δέχτηκε και η εκκαλουμένη.
Όμως, κατά την κρίση του δικαστηρίου αυτού, για την επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας, ο εργοδότης εξέθεσε στους εργαζομένους το εύρος του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τους παραθέσει αναλυτικά οικονομικά στοιχεία. Οι εφεσίβλητοι - ενάγοντες - εργαζόμενοι, γνώριζαν τον περιορισμό της δραστηριότητας ήδη από την καθημερινή τους εμπειρία, αφού αυτοί εκτελούσαν όλες τις εργασίες της επιχείρησης (παρέδιδαν τα εμπορεύματα, τα μετέφεραν, πραγματοποιούσαν το σέρβις, εισέπρατταν τα χρήματα, ένας εξ αυτών συναλλασσόταν με Τράπεζες, Δημόσιες Υπηρεσίες για υποθέσεις της επιχείρησης) αλλά και από την προηγηθείσα συζήτηση στις 4-1-2013, στην οποία όπως προειπώθηκε, οι εργαζόμενοι είχαν προτείνει να εργάζονται δύο φορές την εβδομάδα, εκ περιτροπής - όπως το έτος 2012 . Εν όψει τούτων, ο χρόνος της μιας ημέρας που μεσολάβησε ανάμεσα στην πρόσκληση και τη διαβούλευση, κρίνεται επαρκής. Η ενημέρωση και διαβούλευση έγινε με όλους τους εργαζομένους - τέσσερις όλοι και όλοι, σε μια επιχείρηση που εμπορεύεται σόμπες και πέλλετ και σχεδόν μηδενική οικοδομική ξυλεία - και όχι εκπροσώπους τους, οι οποίοι, συνήθως δεν γνωρίζουν το αντικείμενο της επιχείρησης και το εύρος των δραστηριοτήτων της και για το λόγο αυτό χρειάζονται περισσότερο χρόνο για ενημέρωση και προετοιμασία. Τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους ενάγοντες κρίνονται προσχηματικά και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Επομένως, για την επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής απασχόλησης, στις 16-1-2013, ο εναγόμενος τήρησε τις τυπικές προϋποθέσεις της (ενημέρωση και διαβούλευση) και ο σχετικός λόγος ακυρότητας της απόφασης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατά παραδοχή σχετικού λόγου έφεσης του εναγομένου ήδη εκκαλούντος, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, όσον αφορά τις δύο πρώτες αγωγές, ως προς τις οποίες έγινε δεκτή λόγω μη τηρήσεως των τυπικών προϋποθέσεων της προηγούμενης ενημέρωσης και διαβούλευσης και να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος των δύο πρώτων αγωγών, για την ακυρότητα της επιβολής του συστήματος της εκ περιτροπής απασχόλησης, ο αναφερόμενος στην καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος, που δεν εξετάστηκε από την εκκαλουμένη. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά την επίδοση των υπ’ αριθ. 142/2013 και 143/2013 αποφάσεων του παρόντος δικαστηρίου στον εναγόμενο στις 26.04.2013, αυτός απασχόλησε για λίγες μόνο ημέρες τους ενάγοντες, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Ενόψει του ότι η δραστηριότητα της επιχείρησής του δεν είχε εμφανίσει σημάδια ανάκαμψης κατά το 1° τετράμηνο του έτους 2013 και για να διορθώσει κριθείσες από τις αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων ως τυπικές του παραλείψεις από την επιβολή του προηγούμενου, από 17-01-2013 καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης, ο εναγόμενος με την από 30-04-2013 ανακοίνωση-πρόσκληση που κοινοποίησε στους ενάγοντες στις 02-05-2013, κάλεσε αυτούς να προσέλθουν στα γραφεία της επιχείρησης στις 08-05-2013, προκειμένου να λάβει χώρα κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο ενημέρωση σχετικά με τη μείωση του κύκλου εργασιών και των γενικότερων οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης και διαβούλευση σχετικά με την εκ περιτροπής απασχόληση αυτών, με τρόπο ώστε και η επιχείρηση να μην κλείσει και οι θέσεις εργασίας να μην χαθούν. Κατά την ημέρα και ώρα της διαβούλευσης προσήλθαν οι ενάγοντες και ο εναγόμενος- παρουσία του δικηγόρου του Π. Μ. και του λογιστή της επιχείρησης Χ. Ρ., τους εξέθεσε ότι θα παρουσιαστούν με πλήρη τρόπο τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης με διαβίβαση στοιχείων, καθώς και κάθε τυχόν πρόσθετη ενημέρωση και πληροφορία που θα ζητήσουν οι ενάγοντες, ώστε να λάβουν γνώση αυτοί της πρόσφατης και της πιθανής εξέλιξης των δραστηριοτήτων και της οικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, καθώς και της κατάστασης, της διάρθρωσης και της πιθανής εξέλιξης της απασχόλησης στην επιχείρηση για να διεξαχθεί η διαβούλευση, ότι υπήρχε δραματικός περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης, η οποία παρουσιάζει σε σχέση με αυτή της προηγούμενης διαβούλευσης ακόμα μεγαλύτερη μείωση κύκλου εργασιών, με συνέπεια να παρίσταται επιτακτικότερη κάθε άλλης φοράς η λήψη μέτρων για την οικονομική ανασυγκρότηση της επιχείρησης, ότι υπάρχει κάθετη πτώση του κύκλου εργασιών κατά 70% και του μικτού τζίρου αυτής, κάθε έτος κατά τα δύο τελευταία έτη με επιδείνωση το πρώτο 3μηνο του έτους 2013 και ότι ο περιορισμός των δραστηριοτήτων έχει τέτοια έκταση, που απειλεί άμεσα τις θέσεις εργασίας των εργαζομένων, ώστε η εκ περιτροπής εργασία είναι επιβεβλημένη ως ηπιότερη εναλλακτική λύση προκειμένου να αποτραπούν απολύσεις. Οι ενάγοντες δήλωσαν ότι δεν θα συμμετάσχουν στη διαβούλευση και ως εκ τούτου δεν θα δεχτούν να τους παρουσιαστούν τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης (...)
Οι ενάγοντες αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή στη διαδικασία και αποχώρησαν, επανερχόμενοι όμως στη συνέχεια για να ακούσουν τις προτάσεις που είχε να τους κάνει ο εναγόμενος για τη συμπλήρωση του εισοδήματος τους. Ενόψει της αποχωρήσεώς τους, ο εναγόμενος με την από 08-05-2013 απόφασή του επέβαλε, για το χρονικό διάστημα από τις 14-05-2013 έως τις 30-09-2013, δηλ. για τέσσερεις και μισό μήνες αφού είχε προηγηθεί η από 17-1-2013 έως 26-4-2013 εφαρμογή του συστήματος και εγγίζονταν τα όρια του εννεαμήνου, μονομερώς καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης έξι (6)ημερών ανά μήνα για κάθε ένα ενάγοντα, με πλήρες ωράριο εργασίας και το ίδιο μικτό ημερομίσθιο που λάμβαναν. Την απόφαση δε αυτή τη γνωστοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας εντός οκτώ (8) ημερών από τη λήψη της (άρθρο 38 §3 εδ. ε’ του ν. 1892/90). Οι εφεσίβλητοι -ενάγοντες, προκειμένου να μην θιγούν τα εργασιακά τους δικαιώματα και να μη θεωρηθεί ότι αποχώρησαν οικειοθελώς από την εργασία τους, προσήλθαν στην εργασία τους από τις 14-05-2013, βάσει του προγράμματος που ο εναγόμενος είχε καταρτίσει, πλην όμως δήλωσαν σε αυτόν ότι το καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης έχει επιβληθεί ακύρως και ότι για το λόγο αυτό είναι υπερήμερος και θα έπρεπε να τους απασχολεί με καθεστώς πλήρους απασχόλησης, προσέφυγαν δε στην Επιθεώρηση Εργασίας ...., τόσο στις 14- 05-2013 όσο και στις 22-05-2013, καταγγέλλοντας τον ενάγοντα ότι παραβιάζει το διατακτικό των υπ’ αριθ. 142/2013 και 143/2013 αποφάσεων των ασφαλιστικών μέτρων.
Από τα όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εργοδότης, τήρησε όλες τις από το άρθρο 38§3 του ν. 1892/90 προβλεπόμενες προϋποθέσεις επιβολής καθεστώτος εκ περιτροπής απασχόλησης. Ειδικότερα: (α) υπήρχε σημαντικός περιορισμός των δραστηριοτήτων του ενάγοντος, όπως διεξοδικά αναλύθηκε ανωτέρω, τον οποίο συνομολογούσαν και οι εφεσίβλητοι ενάγοντες (β) η διάρκειά του δεν ήταν μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες, εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους (γ) η απόφαση του ενάγοντος κοινοποιήθηκε εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας και (δ) ο εναγόμενος εξέφρασε την πραγματική και ουσιαστική πρόθεση να διαβιβάσει στους ενάγοντες και κάθε οικονομικό στοιχείο της επιχείρησής του, πλην όμως οι ενάγοντες αρνήθηκαν κάθε συμμετοχή στη διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης, υπολαμβάνοντας εσφαλμένα ότι η νέα αυτή διαδικασία βρισκόταν εκτός νομοθετικού πλαισίου, λόγω του διατακτικού των υπ’ αριθ. 142/2013 και 143/2013 αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ο εκκαλών-ενάγων κατέφυγε στη διαδικασία του άρθρου 38§3 του ν. 1892/1990 προκειμένου να επιβάλει εκ νέου καθεστώς εκ περιτροπής απασχόλησης, δεδομένου ότι το προηγούμενο είχε κριθεί ότι είχε επιβληθεί ακύρως, σύμφωνα με τις αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων, λόγω τυπικών παραλείψεων. Τη δυνατότητα αυτή την είχε ανεξάρτητα από το διατακτικό των ανωτέρω αποφάσεων, αφού οι αποφάσεις αυτές δεν απαγόρευαν στον ενάγοντα να επιβάλει, με άλλη απόφασή του σύστημα εκ περιτροπής εργασίας, θεραπεύοντας τις κριθείσες από τις αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων τυπικές παραλείψεις. Κατά τη συνάντηση της 8ης Μαΐου 2013, ο εναγόμενος έθεσε στη διάθεση τους κάθε οικονομικό στοιχείο της επιχείρησης, παρουσία του δικηγόρου και του λογιστή της επιχείρησης και τους δήλωσε ότι μπορούν να προσέλθουν σε άλλη ημερομηνία προκειμένου να λάβει χώρα η διαβούλευση, πλην όμως αυτοί αρνήθηκαν για τους ανωτέρω λόγους. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε ότι από το Σεπτέμβριο 2012 και εντεύθεν η επιχείρηση παρουσίασε μια κάποια ανάκαμψη και οι εφεσίβλητοι -ενάγοντες εργάζονταν και πέραν των δύο εβδομάδων, για τις οποίες και μόνο ασφαλίστηκαν στο ΙΚΑ πραγματοποιώντας ακόμη και κάποιες υπερωρίες. Για το λόγο αυτό προσέφυγαν στο ΙΚΑ με καταγγελία για ελλιπή ασφάλιση, και η ΤΔΕ του ΙΚΑ στην οποία προσέφυγαν τους ασφάλισε για 18 ημέρες το μήνα. Τον Οκτώβριο 2013 εργάστηκαν όλοι οι ενάγοντες ολόκληρο το μήνα. Στη συνέχεια ο εναγόμενος (από τον Νοέμβριο 2013 έως τον Απρίλιο 2014) κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας και πλήρωσε ή με ιδιωτικά συμφωνητικά ρύθμισε την καταβολή των αποζημιώσεων και προσέλαβε έναν εργάτη και μία υπάλληλο γραφείου ώστε να απελευθερωθεί ο ίδιος και να ασχοληθεί με εργασίες όπου απασχολείτο τουλάχιστον ένας των εφεσιβλήτων στο κατάστημα. Από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι, υπήρχε διαθέσιμη εργασία για δύο εβδομάδες το μήνα για κάθε εργαζόμενο και ο εναγόμενος επιβάλλοντας μονομερώς εκ περιτροπής εργασία μιας εβδομάδας το μήνα, για κάθε εργαζόμενο, υπερέβη τα όρια που τάσσει το άρθρο 281, κατά παραδοχή του δεύτερου λόγου ακυρότητας των αποφάσεών του για εκ περιτροπής εργασία, ο οποίος περιέχεται και στις τρεις αγωγές. Κατέστη έτσι υπερήμερος στην αποδοχή της εργασίας των εφεσιβλήτων για μία εβδομάδα τον μήνα, όχι όμως και για τρεις εβδομάδες, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες - εφεσίβλητοι, ως προς την αποδοχή της εργασίας τους. (...)
Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι ο εναγόμενος προσέβαλε την προσωπικότητα των εναγόντων με τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή περιστατικά.
Μόνη η κατάθεση του προαναφερθέντος μάρτυρα Κ. Τ. δεν πείθει για τα επικαλούμενα περιστατικά, που εκτιμάται ότι συμπεριελήφθησαν στην αγωγή για τη στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος. Η εκκαλουμένη που έκρινε εν μέρει ουσιαστικά βάσιμα τα αιτήματα των εφεσιβλήτων- εναγόντων για καταδίκη του εναγομένου σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, και αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό, να απορριφθεί το αίτημα των εναγόντων για καταδίκη του εναγομένου σε καταβολή χρηματικής ικανοποίησης σε κάθε έναν. Μετά από αυτά, ......η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, το Δικαστήριο αυτό να κρατήσει και να δικάσει τις αγωγές, να δεχτεί αυτές εν μέρει ως βάσιμες κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα τα ποσά που αναφέρονται στο διατακτικό, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα κατά τον οποίο έπρεπε να καταβληθεί κάθε επί μέρους ποσό...”.
Υπό τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δέχθηκε ως αποδειχθέντα, στις διατάξεις των άρθρων 656 ΑΚ, 38 παρ.3 εδ α,β,γ,δ του Ν.1892/90, όπως τροποποιηθείς ισχύει, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου και συνεπώς ο περί αντιθέτου πρώτος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Σημειώνεται ότι στην προκείμενη περίπτωση της μονομερούς εκ μέρους του εργοδότη επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας θεσπίζεται εξαιρετική ρύθμιση, με την οποία εισάγεται απόκλιση από το άρθρο 656 ΑΚ. Οι αιτιάσεις των αναιρεσειόντων κατά το μέρος που παραπονούνται για την κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ως προς τις επικαλούμενες συνθήκες και την διαδικασία, υπό τις οποίες έλαβε χώρα εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου η επιβολή μέτρου εκ περιτροπής εργασίας στους αναιρεσείοντες είναι απαράδεκτες, εφόσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 470/2018).(...)