Αρείου Πάγου 140/2020: «Αναιτιώδης η καταγγελία συμβάσεως εμμίσθου εντολής»

Περίληψη: Η καταγγελία σύμβασης έμμισθης εντολής είναι αναιτιώδης υπό τον Ν. 4194/13, εκτός εάν στην Υπηρεσία ισχύει Κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα, οπότε απαιτείται σπουδαίος λόγος. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΠΥΣ 6/12 καταργήθηκαν διατάξεις περί μονιμότητας για επιχειρήσεις που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα. - Αναίρεση της αποφάσεως του Εφετείου που έκρινε ότι η καταγγελία της συμβάσεως εμμίσθου εντολής ήταν άκυρη λόγω ελλείψεως σπουδαίου λόγου, ενώ είχε καταργηθεί η μονιμότητα.

(...) 2.Από τις διατάξεις του άρθρου 46 παρ.2 του ν. 4194/2013 “Κώδικας Δικηγόρων” (ΦΕΚ Α’ 208/27-9-2013), που εφαρμόζεται, στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου καταρτίσεως της ένδικης σύμβασης, συνάγεται ότι η από δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Η σύμβαση αυτή λύνεται [εκτός άλλων και] με καταγγελία του εντολέα που συνιστά, κατ’ αρχήν, μονομερή αναιτιώδη δικαιοπραξία.(παρ. 6) Όταν, όμως, για το προσωπικό του εντολέα ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία (ανεξάρτητα προς το αν ο έμμισθος δικηγόρος υπάγεται ή όχι στον κανονισμό αυτόν), η καταγγελία εκ μέρους του εντολέα δεν μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, αλλά μόνο όταν υπάρχει σπουδαίος λόγος, δηλαδή καθίσταται αιτιώδης. Σπουδαίο λόγο συνιστούν διάφορα περιστατικά ή ακόμη και ένα μεμονωμένο γεγονός ή ορισμένη συμπεριφορά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν, κατ’ αντικειμενική κρίση σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί η συνέχιση της σύμβασης από τον ένα εκ των συμβαλλομένων, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος του αντισυμβαλλομένου. Τέτοιος σπουδαίος λόγος συντρέχει και όταν, λόγω κλονισμού της εμ-πιστοσύνης του εντολέα προς το πρόσωπο του εντολοδόχου, έχει επέλθει τόσο σοβαρή διαταραχή στη συνεργασία τους, ώστε η συνέχιση της μεταξύ τους σύμβασης, κατ’ αντικειμενική κρίση, να αποβαίνει αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής για τον εντολέα (ΟλΑΠ 21/2004,(παρ. 7) ΑΠ 139/2019, ΑΠ 908/2017). Ως εκ τούτου, η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής υπό καθεστώς μονιμότητας, που έγινε από τον εντολέα χωρίς να υπάρχει σπουδαίος λόγος, είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (ΑΚ 174, 180). Ο εντολέας που κατήγγειλε ακύρως τη σύμβαση έμμισθης εντολής και έπαυσε να αποδέχεται τις νομικές υπηρεσίες του εντολοδόχου δικηγόρου, περιέρχεται σε υπερημερία ως εργοδότης.

Μονιμότητα στην υπηρεσία προβλέπεται και από την κοινή Υπουργική Απόφαση 52800/5-9-2006 “Κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και της ΠΑΣΕΓΕΣ” (ΦΕΚ Β’ 1443/2-10-2006), η οποία διέπει, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ.2 του καταστατικού του, και το προσωπικό του ήδη αναιρεσείοντος συνεταιρισμού. Στο άρθρο 5 του κανονισμού ορίζεται ότι το προσωπικό διακρίνεται σε τακτικό και με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στο δε άρθρο 44 αυτού προβλέπονται περιοριστικά συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους απολύεται το προσωπικό και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί ο εργοδότης να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία.

3. Στο άρθρο 5 παρ.1 και 2 της 6/28-2-2012 Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) “Ρύθμιση θεμάτων για την εφαρμογή της παρ.6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012”,(παρ. 8) η οποία εκδόθηκε κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ.6 του ν. 4046/2012 και εντός του πλαισίου της χορηγηθείσας εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014),(παρ. 9) ορίσθηκε ότι “1. Από 14-2-2012 συμβάσεις εργασίας εργαζομένων, που προβλέπεται να λήγουν με τη συμπλήρωση ορίου ηλικίας ή με τη συμ-πλήρωση των προϋποθέσεων συνταξιοδότησης, νοούνται ως συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση λύσης αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2112/1920, όπως ισχύει. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρίες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/82 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/90 (Α’ 101). 2. Από την 14-2-2012 διατάξεις νόμων ή κανονιστικών αποφάσεων, καθώς και όροι συλλογικών συμβάσεων και διαιτητικών αποφάσεων, κανονισμών εργασίας, οργανισμών προσωπικού και αποφάσεων διοίκησης επιχειρήσεων, που θεσπίζουν όρους που υποκρύπτουν μονιμότητα ή ρήτρες μονιμότητας παρεκκλίνοντας από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας ή και προβλέπουν την εφαρμογή, αναλογική ή ευθεία, διατάξεων του Κώδικα περί Δημοσίων Υπαλλήλων, καταργούνται. Οι διατάξεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και σε επιχειρήσεις, εταιρίες ή οργανισμούς, που υπάγονται ή είχαν υπαχθεί οποτεδήποτε κατά το παρελθόν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί κάθε φορά με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/82 (Α’ 65) ή με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/90 (Α 101)”. Με το άρθρο 6 της εν λόγω ΠΥΣ ορίσθηκε ότι η ισχύς της αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (28-2-2012), εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις. Με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 5 της παραπάνω ΠΥΣ, καταργήθηκαν από τις 14-2-2012 οι λεγόμενες ρήτρες μονιμότητας, δηλαδή, οι κανονιστικοί εκείνοι όροι με τους οποίους ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην απολύσει τον εργαζόμενο, παρά μόνο για ορισμένους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά και των οποίων η βασιμότητα κρίνεται συνήθως με ορισμένη διαδικασία. Οι όροι αυτοί μπορεί να ενυπάρχουν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας τόσο ορισμένου όσο και αορίστου χρόνου. Η μονιμότητα, δηλαδή, αποτελεί είδος περιορισμού του δικαιώματος του εργοδότη να προβεί στην ελεύθερη καταγγελία της σύμβασης εργασίας των απασχολουμένων από αυτόν μισθωτών. Ειδικότερα, η έννοια της παρ.2 του άρθρου 5 της ανωτέρω ΠΥΣ είναι ότι καταργούνται, πέραν του ορίου ηλικίας ή της προϋποθέσεως συνταξιοδότησης (περί της οποίας προβλέπει η παρ.1), οι διαδικαστικοί και ουσιαστικοί περιορισμοί του δικαιώματος καταγγελίας, ανεξαρτήτως εάν αυτοί προβλέπονταν από διατάξεις νόμων ή κανονιστικές αποφάσεις ή συλλογικές ρυθμίσεις ή κανονισμούς εργασίας ή οργανισμούς προσωπικού ή αποφάσεις οργάνων διοίκησης των επιχειρήσεων, καθώς και ο,τιδήποτε παρεκκλίνει από τους γενικούς κανόνες της εργατικής νομοθεσίας και προσομοιάζει στον Υπαλληλικό Κώδικα αναφορικά με τα θέματα απόλυσης, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως ορισμένου (λόγω θεσπίσεως ορίου ηλικίας ή προϋποθέσεως συνταξιοδότησης ως χρονικού σημείου της λήξης αυτής) ή αορίστου χρόνου. Καταργούνται, δηλαδή, οι ρυθμίσεις εκείνες που αποκλείουν την τακτική καταγγελία ή την καθιστούν αιτιώδη, εξαρτώντας αυτήν από σπουδαίο λόγο ή από συγκεκριμένους λόγους. Εξ αυτών παρέπεται ότι, μετά την κατάργηση της ρήτρας μονιμότητας με την ανωτέρω ΠΥΣ, δεν υφίσταται μονιμότητα του προσωπικού του ήδη αναιρεσείοντος συνεταιρισμού, ο οποίος έχει πλέον τη δυνατότητα να προβεί σε καταγγελία συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας του προσωπικού του, τηρώντας απλώς τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και, ως εκ τούτου, η καταγγελία των συμβάσεων παροχής δικηγορικών υπηρεσιών παραμένει εκ του νόμου αναιτιώδης και δεν απαιτείται η ύπαρξη σπουδαίου λόγου.

4. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, της μη υπερβάσεως, δηλαδή, των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Όταν η υπέρβαση των ορίων αυτών είναι προφανής, η καταγγελία καθίσταται απαγορευμένη και, κατά συνέπεια, άκυρη, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας και, κατ’ αναλογία, της σύμβασης παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία, καθίσταται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος της μονομερούς λύσης της συμβάσεως. Αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις, που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης, συνεπεία προηγηθείσης νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εντολέα, συμπεριφοράς του δικηγόρου. Αντιθέτως, δεν συντρέχει περίπτωση καταχρηστικής καταγγελίας όταν, απλώς, λείπει κάποια εμφανής αιτία, διότι, λόγω του αναιτιώδους χαρακτήρα της καταγγελίας, με μόνο περιορισμό τη μη άσκηση αυτής καθ’ υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη, ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που, ως εκ περισσού, επικαλέσθηκε γι’ αυτήν ο εντολέας ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρξε εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, τους οποίους πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικηγόρος και εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εντολέα υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει το άρθρο 281 ΑΚ (ΑΠ 1420/2006). Παρομοίως, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την από πλευράς αυτού παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η με υπαιτιότητα αυτού σοβαρή διαταραχή του κλίματος εμπιστοσύνης και καλής συνεργασίας, που πρέπει να επικρατεί, γενικώς, στο χώρο μιας επιχείρησης και, ειδικότερα, μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου (ΑΠ 245/2015,(παρ. 10) ΑΠ 740/2002).(...)

6. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Πατρών, με την προσβαλλόμενη 113/2018 απόφασή του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα εξής ουσιώδη: ”Ότι μετά την από 23-9-2013 έγγραφη πρόταση συνεργασίας- οικονομική προσφορά του ενάγοντος, δικηγόρου Πατρών, είχε καταρτισθεί, την 1-11-2013, μεταξύ αυτού και της “Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πατρών”, της οποίας καθολικός διάδοχος είναι ο εναγόμενος συνεταιρισμός, άτυπη σύμβαση έμμισθης εντολής, με αντικείμενο την παροχή νομικών υπηρεσιών, αντί μηνιαίας πάγιας αμοιβής 800 ευρώ, πλέον ΦΠΑ, ήτοι συνολικού ποσού 976 ευρώ και με την έκδοση κάθε μήνα από τον ενάγοντα σχετικού τιμολογίου παροχής υπηρεσιών, ενώ είχε συμφωνηθεί, ως πρόσθετη αμοιβή, για τη διεξαγωγή των δικαστικών υποθέσεων της ανωτέρω Ένωσης, η καταβολή της ελάχιστης προβλεπόμενης αμοιβής, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, τα σχετικά παραρτήματα αυτού και τις εκάστοτε ισχύουσες σχετικές υπουργικές αποφάσεις. Ότι κριτήρια της επιλογής του ενάγοντος ήταν η κατοχή εκ μέρους του μεταπτυχιακού διπλώματος, καθώς και η προϋπηρεσία του, ενόψει του ότι είχε διατελέσει πλέον της δεκαετίας δικηγόρος, με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αχαΐας και ήδη Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδος. Ότι, στη συνέχεια, όταν συστήθηκε ο εναγόμενος Αγροτικός Συνεταιρισμός, κατά μετατροπή της “Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Πατρών”, με τη συγχώνευση 26 πρωτοβάθμιων αγροτικών συνεταιρισμών- πρώην μελών της, σε πρωτοβάθμιο αγροτικό συνεταιρισμό, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 19 του ν. 4015/2011 και δυνάμει του από 10-8-2013 καταστατικού του εναγομένου και της 119/2014 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πατρών (εκουσίας δικαιοδοσίας), καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου συνεταιρισμού η από 31-10-2014 έγγραφη σύμβαση, με τίτλο “σύμβαση μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμένου χρόνου”, με την οποία συμφωνήθηκε ότι ο ενάγων αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στον εναγόμενο, για το χρονικό διάστημα από 1-11-2014 έως 31-10-2018, τις νομικές υπηρεσίες του ως δικηγόρος με πάγια μηνιαία αμοιβή το ποσό των 800 ευρώ, πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, για την οποία ο ενάγων όφειλε να εκδίδει το νόμιμο φορολογικό παραστατικό παροχής υπηρεσιών. Ότι, ειδικότερα, ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις εξής υπηρεσίες: α) να συμβουλεύει τα όργανα του εναγομένου για την αντιμετώπιση σοβαρών νομικών ζητημάτων, εφόσον ζητείται από τον πρόεδρο ή το διευθυντή του, β) να συντάσσει εξώδικες δηλώσεις, ιδιωτικά συμφωνητικά και λοιπά έγγραφα νομικού περιεχομένου, γ) να παρέχει νομική υποστήριξη στα όργανα του συνεταιρισμού ενώπιον δικαστικών και διοικητικών Αρχών, δ) να παρίσταται ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων του νομού Αχαΐας, λαμβάνοντας ως πρόσθετη κατ’ αποκοπή αμοιβή την ελάχιστη προβλεπόμενη αμοιβή (αμοιβή αναφοράς), σύμφωνα με τις εκάστοτε εφαρμοζόμενες υπουργικές αποφάσεις περί ελαχίστων δικηγορικών αμοιβών, πλέον των πάσης φύσεως εξόδων και κρατήσεων υπέρ τρίτων προσώπων, ενώ σε περίπτωση παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίων εκτός του νομού Αχαΐας, η αμοιβή θα συμφωνείται ελεύθερα κατ’ αποκοπή και κατά περίσταση. Ότι σύμφωνα με ρητό όρο της από 31-10-2014 έγγραφης σύμβασης, αυτή “λύεται αυτοδικαίως και αζημίως με την παρέλευση του ανωτέρω συμφωνηθέντος χρόνου, εκτός εάν τα μέρη συμφωνήσουν την παράτασή της έστω και σιωπηρά. Η παρούσα σύμβαση λύεται επίσης και οποτεδήποτε προ της παρελεύσεως του συμφωνηθέντος χρόνου με αζήμια καταγγελία οποιουδήποτε από τα μέρη για σπουδαίο λόγο. Όταν ο σπουδαίος λόγος οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντισυμβαλλομένου, μπορεί ο καταγγέλλων να ζητήσει αποζημίωση για κάθε τυχόν ζημία, εφόσον συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας”. Ότι παρά τα συμφωνηθέντα περί του χαρακτήρα της ως άνω σύμβασης ως “συμβάσεως μίσθωσης ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμένου χρόνου”, η σύμβαση αυτή, ως σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου, ήταν στην πραγματικότητα σύμβαση αορίστου χρόνου. Ότι για το προσωπικό του εναγομένου συνεταιρισμού, σύμφωνα με το άρθρο 41 του καταστατικού του, ισχύει ο κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας και υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις της 52800/2006 (ΦΕΚ Β’ 1443/2-10-2006) κοινής αποφάσεως των Υπουργών Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας- Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων και της ΠΑΣΕΓΕΣ), στον οποίο προβλέπεται μόνιμη υπηρεσία του προσωπικού του. Ότι, ειδικότερα, στο άρθρο 44 του άνω κανονισμού, που ορίζει περιοριστικά τους λόγους απόλυσης υπαλλήλου και στην περ. ι’ αυτού, ορίζεται ότι ο υπάλληλος απολύεται, μεταξύ άλλων, και για σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΚ. Ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας του εναγομένου συνεταιρισμού με τον ενάγοντα, ο τελευταίος παρείχε τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες του με συνέπεια και ευσυνειδησία, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει πρόβλημα. Ότι κατόπιν της διαταράξεως, περί το τέλος του έτους 2014, των σχέσεων των οργάνων του εναγομένου και του διατηρούντος φιλικές σχέσεις με τον ενάγοντα αναπληρωτή διευθυντή αυτού, Ν. Κ., ο τελευταίος κατέθεσε την από 6-3-2015 έγγραφη αναφορά του προς το διοικητικό και εποπτικό συμβούλιο και τον ταμία του εναγομένου, για θέματα που αφορούσαν τον ίδιο και τον πρόεδρο του εναγομένου, με την οποία απέδιδε στους διοικούντες τον εναγόμενο συνεταιρισμό παραβάσεις του καταστατικού του. Ότι για την αναφορά αυτή ζητήθηκε από τον αναπληρωτή διευθυντή και τον πρόεδρο του συνεταιρισμού να γνωμοδοτήσει ο ενάγων, στο πλαίσιο ασκήσεως των συμβατικών του καθηκόντων, σχετικά με τα περιλαμβανόμενα σε αυτή θέματα. Ότι σε απάντηση ο ενάγων, ο οποίος είχε πληροφορηθεί την κλιμάκωση της έντασης των σχέσεων του Ν. Κ. με τα όργανα του εναγομένου, συνέταξε σχετικά την από 11-3-2015 έγγραφη ενημέρωση- αίτησή του προς το διοικητικό και εποπτικό συμβούλιο του εναγομένου και προς τον αναπληρωτή διευθυντή, την οποία υπέβαλε την ίδια ημέρα στον εναγόμενο, με την παράκληση να μην ασχοληθεί έκτοτε με υποθέσεις που αφορούν τις διαφορές αυτών, αναφέροντας, επί λέξει, τα εξής: “Επειδή, όπως γνωρίζετε, έχω την τιμή να χαίρω της εμπιστοσύνης αμφοτέρων των προσώπων, τόσο του Προέδρου του ΔΣ όσο και του Αναπληρωτή Διευθυντή, με τον οποίο με συνδέει και προσωπική φιλία, για λόγους αμεροληψίας και αποφυγής υπονοιών εύνοιας προς οποιοδήποτε των μερών, παρακαλώ να εξαιρεθώ από την υποχρέωση παροχής περαιτέρω νομικών συμβουλών και παραστάσεως σε όργανα του Συνεταιρισμού (Διοικητικό και Εποπτικό Συμβούλιο) ή απαντήσεως σε έγγραφα ερωτήματα του Προέδρου του ΔΣ και Αναπληρωτή Διευθυντή, που θα έχουν ως θέμα συζήτησης τη συγκεκριμένη διαφορά και υπαλληλική σχέση”. Ότι σχετικά με τα ζητήματα που τέθηκαν προς γνωμοδότηση, διευκρινίζοντας στην αρχή του ως άνω εγγράφου του ότι ο ρόλος του συνεργαζομένου δικηγόρου εξικνείται στην παροχή επιστημονικής άποψης περί τιθέμενου νομικού ζητήματος και δεν μπορεί να φθάνει στη λειτουργία δικαιοδοτικού οργάνου, κρίνοντας επί του δικαίου ή αδίκου χαρακτηρισμού πράξεων και λόγων, αποφάνθηκε ότι: α) για τον καθορισμό των εξόδων κίνησης και παράστασης των μελών του ΔΣ απαιτείται απόφαση της γενικής συνέλευσης και η σχετική απόφαση που έλαβε το ίδιο το ΔΣ είναι αντίθετη με το καταστατικό (άρθρο 28 παρ.4 αυτού), β) οποιαδήποτε μεταβολή της σύμβασης εργασίας απαιτεί τη συμφωνία του εργαζομένου και αν αυτός δεν συμφωνήσει, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, το δε διευθυντικό του δικαίωμα εάν ασκήθηκε νόμιμα ή καταχρηστικά, αποτελεί θέμα ουσιαστικής κρίσης, που κρίνεται από τα αρμόδια δικαστήρια και στην περίπτωση που η καταγγελία κριθεί παράνομη ή καταχρηστική, ο εργαζόμενος δύναται να διεκδικήσει την επαναπασχόλησή του, μισθούς υπερημερίας, αποζημίωση κλπ, γ) απαιτείται απόφαση του ΔΣ για τη σύναψη συμβάσεων παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισμένου χρόνου (άρθρο 25 παρ.2θ του καταστατικού), δ) ο εργοδότης δεν έχει το δικαίωμα να χορηγεί στο μισθωτό, άνευ αιτήσεως ή συμφωνίας, την ετήσια άδειά του, αλλά μπορεί μόνο να τον καλέσει να τη λάβει προ του τέλους του έτους και αν ακόμη αυτή δεν ζητήθηκε από το μισθωτό, ώστε να μην έχει υποχρέωση καταβολής της προσαυξημένης αποζημίωσης μη ληφθείσας κανονικής άδειας, εάν παρέλθει το ημερολογιακό έτος και δεν λάβει την άδεια ο εργαζόμενος, και ε) δεν δύνανται να παρίστανται μέλη του συνεταιρισμού κατά τη συνεδρίαση του ΔΣ και αναλογικά του εποπτικού του συμβουλίου, παρά μόνο στις εξαιρέσεις που αναφέρει το άρθρο 24 παρ.7 του καταστατικού. Ότι την ίδια ημέρα που υποβλήθηκε η γνωμοδότηση αυτή (11-3-2015), επιδόθηκε στον Ν. Κ. το από 11-3-2015 έγγραφο του εναγομένου περί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του. Ότι παρά τη συνεπή και έντιμη στάση που τήρησε ο ενάγων απέναντι στον εναγόμενο, την οποία εκδήλωσε με την ως άνω παράκλησή του να εξαιρεθεί στο εξής από τον χειρισμό των υποθέσεων που αφορούν τις διαφορές του εντολέα του με τον Ν. Κ., ο εναγόμενος, μετά την από 15-4-2015 σχετική απόφαση- πράξη του διοικητικού του συμβουλίου, την 22-4-2015, επέδωσε στον ενάγοντα εξώδικη δήλωση- καταγγελία, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι “διαπιστώσαμε ότι όντως είναι προβληματική η συνέχιση της συνεργασίας μας, δεδομένων των ιδιαίτερων φιλικών δεσμών σας με τον ασκήσαντα τα καθήκοντα του αναπληρωτή διευθυντή και ήδη απολυθέντα Ν. Κ., ο οποίος έκτοτε αμέσως ή εμμέσως βρίσκεται σε σχεδόν καθημερινή οξεία αντιπαράθεση και αντιδικία με την οργάνωση και κατά δήλωσή του κινείται και δικαστικά. Άλλωστε και εσείς, κατανοώντας τη σοβαρότητα του ανακύψαντος προβλήματος, έχετε ζητήσει να εξαιρεθείτε από την υποχρέωση παροχής νομικών συμβουλών και παραστάσεων σε ό,τι έχει σχέση με τον κύκλο των διαφορών που ανέκυψαν ή θα ανακύψουν με τον Ν. Κ., διαφορές οι οποίες έχουν ανάγκη των συνεχών υπηρεσιών νομικού παραστάτου, τις οποίες εσείς- και καθ’ ομολογία σας- αδυνατείτε να προσφέρετε. Θεωρούντες, ευλόγως, ότι τούτο πάντως συνιστά σπουδαίο λόγο, που επιβάλλει τη διακοπή της συνεργασίας μας, γι’ αυτό και σε υλοποίηση της απόφασης του ΔΣ, καταγγέλλουμε την από 31-10-2014 ως άνω σύμβαση”. Ότι, ακολούθως, ο ενάγων, σε απάντηση, απέστειλε στον εναγόμενο την από 29-4-2015 δήλωσή του, με την οποία του διαμήνυσε ότι θεωρεί την ως άνω καταγγελία ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική και τη μεταξύ τους σύμβαση ως μη λυμένη και του δήλωσε ότι επιθυμεί τη συνέχιση της παροχής των υπηρεσιών του, διατηρώντας αυτές στη διάθεση του εναγομένου.(...)

7.Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο δέχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος δικηγόρου είναι άκυρη, διότι έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, αν και για το προσωπικό του εντολέα συνεταιρισμού ισχύει κανονισμός που προβλέπει μονιμότητα στην υπηρεσία, και με επάλληλη αιτιολογία δέχθηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής είναι άκυρη και για το λόγο ότι έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, διότι υπαγορεύθηκε από λόγους εμπάθειας, συνεπεία της προηγηθείσης και μη αρεστής στα μέλη του ΔΣ από 11-3-2015 γνωμοδοτήσεως του ενάγοντος, καθώς και στη διατήρηση της φιλικής σχέσης αυτού με τον Ν. Κ., παρά το γεγονός ότι οι σχέσεις του τελευταίου με τον εναγόμενο είχαν οξυνθεί (και είχε απολυθεί). Ακολούθως, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσία την έφεση, επικυρώνοντας έτσι την πρωτόδικη απόφαση, που είχε αποφανθεί ομοίως. Με την κρίση αυτή το Εφετείο και σε συμφωνία με τις νομικές σκέψεις που αναφέρονται ανωτέρω (2η και 3η σκέψη), σχετικά με τις παραδοχές που αφορούν την κύρια αιτιολογία, παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 672 ΑΚ, 46 του ν. 4194/2013, 6 του ν. 4046/2012 και 5 παρ.2 της ΠΥΣ 6/2012, αφού, μετά την κατάργηση της προβλεπόμενης από τον κανονισμό ρήτρας μονιμότητας του προσωπικού του αναιρεσείοντος συνεταιρισμού, δεν απαιτείτο για την καταγγελία της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος δικηγόρου η ύπαρξη σπουδαίου λόγου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο επισημαίνεται το σφάλμα αυτό και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. (...)

8. Περαιτέρω, το Εφετείο με την ως άνω επάλληλη κρίση του ότι η καταγγελία είναι άκυρη και για το λόγο ότι έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς τη συνδρομή ή μη περίπτωσης καταχρηστικής άσκησης της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής του ενάγοντος εκ μέρους του εναγομένου, επαγόμενης ακυρότητα αυτής, υποπίπτοντας έτσι στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε διένεξη των οργάνων του εναγομένου μετά του απολυθέντος αναπληρωτή διευθυντή, Ν. Κ., με τον οποίο ο ενάγων διατηρούσε φιλικές σχέσεις και ότι ο τελευταίος, που ήταν ο μοναδικός νομικός σύμβουλος, ζήτησε να απέχει από το χειρισμό των υποθέσεων που αφορούν την αντιδικία αυτών, κατά τρόπο αντιφατικό δέχεται ότι η καταγγελία δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον τρόπο ασκήσεως των καθηκόντων του ενάγοντος ως νομικού συμβούλου, ούτε δικαιολογεί επαρκώς, παραθέτοντας στοιχεία, γιατί δεν είχε καμία σχέση. Ακόμη, ενώ δέχθηκε ότι η καταγγελία έγινε από λόγους εμπάθειας, συνεπεία της προηγηθείσης και μη αρεστής στα μέλη του ΔΣ από 11-3-2015 γνωμοδοτήσεως του ενάγοντος, δεν αναφέρει τους λόγους που η γνωμοδότηση δεν ήταν αρεστή, ούτε διαλαμβάνει παραδοχές ότι τα μέλη του ΔΣ είχαν εκδηλώσει την επιθυμία η γνωμοδότηση να έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ή ότι ο Πρόεδρος του ΔΣ, που του ανέθεσε τη διεξαγωγή της, του υπέδειξε το περιεχόμενο που έπρεπε αυτή να έχει. Προσέτι, ενώ συνδέει την καταγγελία με την ως άνω γνωμοδότηση, η οποία, κατά τις παραδοχές, υποβλήθηκε στη διοίκηση την 11-3-2015, η δε σύμβαση έμμισθης εντολής καταγγέλθηκε την 22-4-2015, δεν αιτιολογεί γιατί μεσολάβησε τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αίτησης, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο επισημαίνονται οι ελλείψεις αυτές και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.

9. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει, κατά παραδοχή των πρώτου, κατά το πρώτο μέρος, και τετάρτου, κατά το δεύτερο μέρος, λόγων της αίτησης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη 113/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πατρών, κατά το μέρος που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής και την επιδίκαση αποδοχών υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 23-4-2015 έως 30-4-2016 και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης και να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρεθέν μέρος, προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, εκτός από εκείνον που δίκασε προηγουμένως (ΚΠολΔ 580 παρ.3).