Περίληψη: Στοιχεία για το ορισμένου του δικογράφου αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας. Όταν ζητούνται διαφορές αποδοχών με βάση ΣΣΕ ή ΔΑ, για το ορισμένο της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν οι εφαρμοστέες ΣΣΕ & ΔΑ, ούτε ο χρόνος από τον οποίο αυτές κηρύχθηκαν εκτελεστές - Όροι αμοιβής Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων. Τρόπος γνωστοποίησης του χρόνου προϋπηρεσίας και της οικογενειακής κατάστασης του οδηγού για κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα. Δεν είναι απαραίτητο, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητούνται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο το στοιχείο της τήρησης της διαδικασίας γνωστοποιήσεως. Περιστατικά. (Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 1774/2018 ΜονΕφΑθηνών).
Με την από 23-8-2018 και με αριθ. κατάθεσης ../642/28-8-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών υπ` αριθ. 1774/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε κατ` ουσία την από 14-11-2016 έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ` αριθ. 1250/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 26-7-2012 αγωγή επιδικάσεως μισθολογικών διαφορών του αναιρεσίβλητου κατ` αυτής (αναιρεσείουσας). Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα KΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 § 3, 566 § 1, 144). Είναι συνεπώς παραδεκτή KΠολΔ 577 § 1) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της KΠολΔ 577 § 3).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 § 2, 118 εδ. 4 και 216 § 1 KΠολΔ , συνάγεται ότι για το ορισμένο της αγωγής, πρέπει, το δικόγραφο αυτής, εκτός από άλλα στοιχεία, να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν αυτή σύμφωνα με το νόμο και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο που να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτής. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 KΠολΔ , αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη, ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται δηλαδή για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής. Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1 στοιχ. α` και β` KΠολΔ στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, ή ποιοτική, όταν γίνεται απλά επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς να αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου πραγματικά περιστατικά. Στις περιπτώσεις αυτές η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 KΠολΔ . Ειδικότερα για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 § 1 KΠολΔ σε συνδυασμό προς τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στο βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018). Όταν ζητούνται διαφορές αποδοχών με βάση Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) ή Διαιτητική Απόφαση (ΔΑ), για το ορισμένο της αγωγής δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ` αυτήν οι εφαρμοστέες ΣΣΕ & ΔΑ, ούτε ο χρόνος από τον οποίο αυτές κηρύχθηκαν εκτελεστές, διότι οι ΣΣΕ & ΔΑ, ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ νόμου και το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις ΣΣΕ & ΔΑ που αρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή τους. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και η παρεχόμενη από αυτόν εργασία, ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η ισχύς των πιο πάνω ΣΣΕ ή ΔΑ μπορεί να επεκταθεί στον εργοδότη και στους εργαζόμενους στην επιχείρηση του. Οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο νόμιμος μισθός ή οι όροι παροχής της εργασίας (ωράριο, ημέρες εργασίας ανά εβδομάδα κλπ), αφού αυτά προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ, ενώ δεν είναι, επίσης, απαραίτητο να αναφέρονται άλλα περιστατικά που αυξάνουν τις προβλεπόμενες από τις ΣΣΕ αποδοχές (οικογενειακή κατάσταση, προϋπηρεσία κλπ), δεδομένου ότι, σε περίπτωση που τέτοια περιστατικά δεν αναφέρονται, δεν επιδικάζονται τα αντίστοιχα κονδύλια (επιδόματος γάμου, προϋπηρεσίας κλπ), έστω και αν η καταβολή τους αξιώνεται με την αγωγή. Εξάλλου, η αναφορά στην αγωγή του ύψους του νόμιμου, βάσει της ισχύουσας ΣΣΕ ή ΔΑ, μισθού είναι αρκετή προκειμένου το Δικαστήριο να διαπιστώσει, κατόπιν απλού αριθμητικού υπολογισμού και με επισκόπηση των ποσών που διαλαμβάνονται στους πίνακες των σχετικών κανονιστικών διατάξεων των ΣΣΕ & ΔΑ, εάν ο ενάγων δικαιούται, πέραν του βασικού μισθού του, και προσαυξήσεων λόγω επιδομάτων, εφόσον στους πίνακες αυτούς αναγράφονται ο βασικός μισθός, ως και οι προσαυξήσεις του ανάλογα με την προϋπηρεσία, την οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο κ.ά, ακολούθως δε να του τις επιδικάσει εφόσον τα σχετικά πραγματικά περιστατικά προκύπτουν από τις αποδείξεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 της από 12/5/1998 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων όλης της χώρας", που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 11679/1998 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β` 816/6-8-1998), ως και κατά τα ταυτάριθμα άρθρα των μεταγενέστερων από 29/7/1999, 22/3/2000 και 14/6/2001 ΣΣΕ, που κηρύχθηκαν υποχρεωτικές με τις 12123/1999, 10931/2000 και 13595/2001 αποφάσεις του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ Β` 2122/6-12-1999, 748/16-60-2000 και 1449/22-10-2001), επιπροσθέτως δε και με τα ταυτάριθμα άρθρα των επόμενων από 7/6/2008, 25/4/2010 και 12/5/2011 ΣΣΕ (υπ` αριθ. 30/9-6-2008, 1/28-4-2010 και 26/13-5-2011 π.κ. του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας), καθώς και δυνάμει των άρθρων 2 και 3 των υπ` αριθ. 35/2007 και 17/2009 ΔΑ, που συνιστούν κανόνες εργατικού δικαίου (άρθρο 22 § 2 Σ.), η γνωστοποίηση του χρόνου προϋπηρεσίας και της οικογενειακής κατάστασης του οδηγού για κατάταξη σε μισθολογική βαθμίδα γίνεται με παράδοση προς τον εργοδότη αφενός υπεύθυνης δηλώσεως του νόμου 1599/1986 και αφετέρου των πιστοποιητικών της προηγούμενης εργασίας σε άλλους εργοδότες και των ληξιαρχικών πράξεων γάμου και γέννησης παιδιών. Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει ότι, προς αποφυγή διενέξεων, η γνωστοποίηση αποσκοπεί στο να καθιερώσει ένα ασφαλή τρόπο ενημέρωσης του εργοδότη για τις ως άνω περιστάσεις, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά τη διαμόρφωση των νόμιμων αποδοχών του εργαζομένου. Γι` αυτό και η υποχρέωση καταβολής των αυξημένων αποδοχών σύμφωνα με την προϋπηρεσία και τα οικογενειακά βάρη αρχίζει από την κατά τα ανωτέρω παράδοση της υπεύθυνης δήλωσης και των σχετικών πιστοποιητικών. Όπως, όμως, ευλόγως η γνωστοποίηση δεν είναι απαραίτητη όταν η προϋπηρεσία έχει διανυθεί στον ίδιο εργοδότη, εξίσου αυτονόητο είναι το ότι οι παραπάνω διατυπώσεις δεν είναι απαραίτητο να τηρηθούν, όταν η προϋπηρεσία ή η οικογενειακή κατάσταση του οδηγού έχουν καταστεί γνωστές στον εργοδότη, περιστατικό που μπορεί να αποδεικνύεται με άλλο ασφαλή τρόπο, όπως με δικαστική ομολογία του εργοδότη ή με την παράδοση σ` αυτόν του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του εργαζομένου, κατά την πρόσληψη του τελευταίου (ΑΠ 889/2012).
Κατ` ακολουθία, δεν είναι απαραίτητο, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητούνται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο αυτής το στοιχείο της τήρησης της ως άνω διαδικασίας (πρβλ. και ΑΠ 315/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 § 2 KΠολΔ , επισκόπηση, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, του δικογράφου της από 26-7-2012 αγωγής, ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος διαλαμβάνει σε αυτό τα ακόλουθα: α) ότι προσλήφθηκε από την εναγόμενη στις 1/6/2007 και εργάστηκε σε αυτήν ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου έως την 29/12/2011, οπότε και έληξε η εργασιακή του σύμβαση δια καταγγελίας από την εργοδότρια εναγομένη και ήδη αναιρεσείουσα, έναντι μηνιαίου μισθού 1.050 ευρώ, προσαυξανόμενου ετησίως κατά το ποσό των 50 ευρώ, β) ότι ο καταβαλλόμενος μισθός του υπολειπόταν του νόμιμου, όπως αυτός οριζόταν από τις εκάστοτε ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων, γ) ότι κατά το τελευταίο έτος της εργασίας του, το ύψος του μηνιαίου μισθού του είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 1.200 ευρώ, καίτοι, σύμφωνα με τη ΣΣΕ που αφορά την ειδικότητά του ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου, ο μηνιαίος μισθός του ήταν σαφώς μεγαλύτερος, με ειδικότερη αναφορά των καταβαλλόμενων και νόμιμων αποδοχών του, ως και της προκύπτουσας μεταξύ τους διαφοράς, για τα χρονικά διαστήματα από 1/6/2007 έως 1/3/2008, από 1/4/2008 έως 1/3/2009, από 1/4/2009 έως 1/3/2010, από 1/4/2010 έως 1/3/2011 και από 1/4/2011 έως 29/12/2011, δ) ότι πλέον του βασικού μισθού του δικαιούται και προσαύξηση 10% για επίδομα γάμου, τον οποίο γάμο του είχε γνωστοποιήσει στην εναγομένη, με υπολογισμό των αντίστοιχων ποσών ανά χρονικό διάστημα. Και ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη -αναιρεσείουσα να του καταβάλει τις προκύπτουσες διαφορές μεταξύ των νόμιμων και καταβαλλόμενων αποδοχών και επιδομάτων εορτών και άδειας, ανερχόμενες στα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά, νομιμοτόκως. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η αγωγή παρίσταται πλήρως ορισμένη, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, καθόσον αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος ως οδηγού τουριστικού λεωφορείου, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ότι ήταν έγγαμος, ο καταβαλλόμενος μισθός και το ύψος του νόμιμου μισθού που αυτός δικαιούταν για το επίδικο χρονικό διάστημα, βάσει των οικείων ΣΣΕ, ώστε να καθίσταται ευχερής η διαπίστωση, με απλό αριθμητικό υπολογισμό και επισκόπηση των πινάκων των ΣΣΕ αλλά και των ΔΑ, του μισθολογικού κλιμακίου στο οποίο υπάγεται. Δεν απαιτείται δε για την πληρότητα της αγωγής, να αναφέρονται σ` αυτήν οι εφαρμοστέες ΣΣΕ % ΔΑ, καθώς και η επίκληση της συνδρομής στο πρόσωπο του ενάγοντος των νόμω προβλεπόμενων που προσιδιάζουν στην πρόσκτηση της ιδιότητας του τουριστικού οδηγού, η επίκληση ύπαρξης συγκεκριμένης προϋπηρεσίας με την ιδιότητα του τουριστικού οδηγού, η αναφορά στους εκάστοτε εργοδοτικούς φορείς που απασχολήθηκε και η επίκληση ότι κατέθεσε εντός δύο μηνών από την πρόσληψή του υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 στην οποία αναγράφεται η οικογενειακή του κατάσταση, όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση που έκρινε ομοίως την αγωγή ορισμένη και απέρριψε το σχετικό λόγο εφέσεως περί αοριστίας της αγωγής, ισχυρισμό τον οποίο η αναιρεσείουσα είχε προβάλει παραδεκτά και πρωτοδίκως (και απορρίφθηκε ως αβάσιμος), ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 648, 651, 653 και 655 ΑΚ, 216 § 1 KΠολΔ και τις προαναφερθείσες ΣΣΕ & ΔΑ που έχουν ισχύ νόμου και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες εκ των αρ. 1, 8 και 14 του άρθρου 559 KΠολΔ , ότι εσφαλμένα δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω συνδρομής νομικής και ποσοτικής αοριστίας εκ της μη ρητής αναφοράς στο δικόγραφο αυτής των ως άνω (μη αναγκαίων) εφαρμοστέων ΣΣΕ και ΔΑ και πραγματικών περιστατικών που επικαλείται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 εδ. α` KΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με το λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561 § 1 KΠολΔ . Ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 KΠολΔ , αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δε συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΟλομΑΠ 1/1999, ΟλομΑΠ 24/1992).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το δεύτερο, κατ` ορθή εκτίμηση του αναιρετηρίου, λόγο αναίρεσης πλήττεται η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλειες εκ των αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 KΠολΔ , διότι κατά παράβαση των εφαρμοσθέντων ΣΣΕ & ΔΑ, παρέλειψε την αναζήτηση των προϋποθέσεων γενέσεως των αγωγικών αξιώσεων και τη συνδρομή τους στο πρόσωπο του αναιρεσίβλητου που να δικαιολογούν την ένταξη στο συγκεκριμένο συλλογικό καθεστώς, στο μισθολογικό κλιμάκιο που αντιστοιχεί στα προσωπικά επαγγελματικά του στοιχεία (αν διαθέτει τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την οδήγηση) και αν διέθετε, επικαλέστηκε και απέδειξε κατά την πρόσληψη, οποιοδήποτε στοιχείο επαύξησης των αιτούμενων παροχών (προϋπηρεσία, πόσο είχε διαρκέσει πριν την πρόσληψη, σε ποιους εργοδότες παρασχέθηκε και πόσο χρόνο σε έκαστο, προεχόντως αν το έργο του ήταν αυτό του οδηγού ή διαφορετικό, οικογενειακά βάρη και ποια, δηλ. αν είχε τέκνα και ποιας ηλικίας κατά το χρόνο πρόσληψης, αφού κατά τη ΣΣΕ η προσαύξηση λειτουργεί μέχρι την ηλικία των 18 ετών). Ακόμα, δεν εφάρμοσε τις επικληθείσες θεσμικές ρυθμίσεις των με αρ. 14/1956, 2/1959, 1/1961 και 10/1976 αποφάσεων του ΔΔΔΔΑ, με τις οποίες καθορίστηκε η διαδικασία γνωστοποίησης και ο χρόνος έναρξης των εννόμων συνεπειών της προϋπηρεσίας κάθε εργαζόμενου, η οποία συνίσταται στην κατάθεση υπεύθυνης δήλωσης κατά την πρόσληψη στον εργοδότη, η οποία συνοδεύεται εντός τριμήνου προθεσμίας από την πρόσληψη από τα απαραίτητα πιστοποιητικά. Ούτε τις διατάξεις κανονιστικών όρων της από 17-3-1994 ΣΣΕ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων (πούλμαν) όλης της χώρας" με την οποία καθιερώθηκε ειδικός και αποκλειστικός τρόπος γνωστοποίησης τόσο της προϋπηρεσίας του μισθωτού, όσο και των οικογενειακών βαρών, δια της παραδόσεως στον εργοδότη με απόδειξη κατά την πρόσληψη, υπεύθυνης δήλωσης του μισθωτού του ν. 1599/1986 και την επισύναψη σ` αυτή των πιστοποιητικών προϋπηρεσίας και των ληξιαρχικών πράξεων γάμου και γεννήσεως τέκνων.
Εν προκειμένω, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη 1774/2018 απόφασή του, δέχθηκε, επί των κρισίμων για την αναιρετική δίκη ζητημάτων, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 § 2 KΠολΔ , επισκόπηση αυτής, τα εξής: "... το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατόπιν εκτιμήσεως όλων των προσκομιζόμενων μετ` επικλήσεως αποδεικτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που νομότυπα προσκόμισαν οι διάδικοι, δέχθηκε, όσον αφορά τα ζητήματα της προϋπηρεσίας του ενάγοντος (και ήδη εκκαλούντος) και της ιδιότητας αυτού ως εγγάμου, τα εξής ουσιώδη: "Ο ενάγων προσλήφθηκε από την εναγόμενη την 1/6/2007, με προφορική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, όπως συνομολογείται, προκειμένου να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως οδηγός τουριστικού λεωφορείου, στην επιχείρηση της εναγόμενης, η οποία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας τη μεταφορά μαθητών και εργαζομένων στην περιφέρεια Αττικής, καθώς και τουριστικές εκδρομές, διαθέτει δε στόλο 15 περίπου τουριστικών λεωφορείων. Οι αποδοχές του ενάγοντα συμφωνήθηκαν αρχικά στο ποσό των 1.050 ευρώ καθαρά μέχρι 31/12/2007, με προσαύξηση 50 ευρώ κατ` έτος, αρχόμενη αυτή από 1/1/2008. Ο ενάγων παρείχε έκτοτε την εργασία του στην εναγόμενη, τουλάχιστον πέντε ημέρες την εβδομάδα και οκτώ ώρες ημερησίως, μέχρι τις 29/12/2011 που η τελευταία κατήγγειλε τη σύμβασή του. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις καταβολής αποδοχών του ενάγοντα, όπου φαίνεται ότι καταβάλλονταν στον ενάγοντα και υπερωρίες. Περαιτέρω, κατά την πρόσληψή του ο ενάγων ήταν έγγαμος, όπως προκύπτει από το από 6/10/2015 πιστοποιητικό οικογενειακής του κατάστασης, γεγονός το οποίο γνώριζε η εναγόμενη, κατά την πρόσληψη, καθώς είχε απασχολήσει και στο παρελθόν τον ενάγοντα (βλ. κατάθεση μάρτυρα ενάγοντα), ενώ είχε προϋπηρεσία από το έτος 1983 ως οδηγός (βλ. προσκομιζόμενα ένσημα και καταστάσεις του ΙΚΑ)". Κατόπιν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προχώρησε στον υπολογισμό των νόμιμων αποδοχών του εφεσίβλητου, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός είχε τις ως άνω ιδιότητες, τις οποίες εξ αρχής είχε γνωστοποιήσει στην εκκαλούσα με τον τρόπο που αναφέρθηκε και θέτοντας ως βάση του υπολογισμού του τον μισθό που ορίζεται από τις παραπάνω ΣΣΕ και ΔΑ για οδηγούς τουριστικών λεωφορείων έγγαμους και με προϋπηρεσία 24-27 έτη (9° μισθολογικό κλιμάκιο). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τις έγγραφες προτάσεις που ο ενάγων παραδεκτά κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιο Δικαστηρίου, αυτός, μεταξύ άλλων εγγράφων, επικαλέστηκε α) τον λογαριασμό ασφαλισμένου του ίδιου στο ΙΚΑ (μη οριστικοποιημένες εγγραφές) της περιόδου Ιανουάριος 2002 έως και Νοέμβριος 2013 εκδοθέντος την 25/9/2015 ..., β) τα δελτία ασφαλιστικής ταυτότητας αυτού στο ΙΚΑ της περιόδου Ιανουάριος 1982 έως και Σεπτέμβριος 2001 ... και γ) πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης .... Με την κρίση αυτή, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά τις κανονιστικές διατάξεις των ΣΣΕ και ΔΑ που προαναφέρθηκαν, αφού σημαντικό και ουσιώδες στοιχείο ήταν να έχει γίνει η γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας και του γάμου του εργαζομένου ενάγοντος (και ήδη εφεσίβλητου) στην εργοδότρια εναγόμενη (και ήδη εκκαλούσα), ζήτημα, για το οποίο το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών σχημάτισε καταφατική δικαστική κρίση, η οποία ουδόλως πλήττεται με λόγο έφεσης, κι όχι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η γνωστοποίηση αυτή...".
Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, τις οποίες ερμήνευσε και εφάρμοσε ορθώς, ενώ διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτά τον αναιρετικά έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και συνεπώς δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 ΑΚ και τις κανονιστικές διατάξεις των ΣΣΕ & ΔΑ που προαναφέρθηκαν. Περαιτέρω δέχεται ότι έγινε η γνωστοποίηση της προϋπηρεσίας και του γάμου του αναιρεσίβλητου στην αναιρεσείουσα κατά το χρόνο πρόσληψης (τα οποία γνώριζε η αναιρεσείουσα από προηγούμενη απασχόλησή του σ` αυτή), σημαντικό δε και ουσιώδες στοιχείο ήταν να έχει γίνει η γνωστοποίηση αυτή της προϋπηρεσίας και του γάμου του αναιρεσίβλητου στην αναιρεσείουσα και όχι ο τρόπος με τον οποίο έγινε η γνωστοποίηση αυτή, όπως αναπτύχθηκε στην προηγούμενη (επί της αοριστίας) μείζονα σκέψη. Επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του αρ. 8 του άρθρου 559 KΠολΔ , αναίρεση επιτρέπεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 25/2003, ΟλομΑΠ 3/1997, ΟλομΑΠ 11/1996). Δεν αποτελούν "πράγματα" η άρνηση αιτιολογημένη ή όχι αγωγής, ανταγωγής ή ενστάσεως ή τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων και που δεν έχουν "αυτοτέλεια" (ΟλομΑΠ 469/1984, ΑΠ 1299/2009, ΑΠ 625, 701/2008), έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης. Τούτο διότι το "πραγματικό επιχείρημα", δεν έχει αυτοτελή ύπαρξη, αλλά τείνει απλώς σε επίρρωση ή απόκρουση απόδειξης του πραγματικού ισχυρισμού, αναφερόμενο στο οντολογικό μέρος του. Ούτε αποτελούν πράγματα οι νομικοί ισχυρισμοί που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου, ούτε και η επιχειρηματολογία του διαδίκου (ΟλομΑΠ 3/1997, ΑΠ 701/2008). Με τον τρίτο, κατ` εκτίμηση, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 KΠολΔ , γιατί δεν έλαβε υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς της (που προέβαλε στο δεύτερο αναιρετήριο λόγο), τους οποίους πρότεινε ενώπιον αυτού και ασκούσαν ουσιώδη επιρροή στη δίκη. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν θεμελιώνουν ένσταση κατά του δια της αγωγής του αναιρεσίβλητου ασκηθέντος δικαιώματος προς επιδίκαση μισθολογικών διαφορών, δυνάμει των ΣΣΕ & ΔΑ "για τους όρους αμοιβής και εργασίας των οδηγών τουριστικών λεωφορείων όλης της χώρας", αλλά συνιστούν άρνηση της αγωγής, νομικούς ισχυρισμούς που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου και επιχειρηματολογία της αναιρεσείουσας και επομένως δεν αποτελούν "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια του αρ. 8 του άρθρου 559 KΠολΔ και ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 γ` KΠολΔ , αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 KΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που με επίκληση προσκομίστηκαν από τους διαδίκους, αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα, πραγ/νη, ένορκες βεβαιώσεις κλπ) που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο (ΟλομΑΠ 2/2008). Ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο την αποδεικτική βαρύτητα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων ότι αυτό έχει, διότι με την αιτίαση αυτή πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων KΠολΔ 561 § 1, ΑΠ 845/2018, ΑΠ 1521/2017, ΑΠ 343/2017).
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα με τον τέταρτο, κατ` εκτίμηση, λόγο αναίρεσης αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 11 εδ. γ` KΠολΔ , γιατί δεν έλαβε υπόψη την από 1-6-2007 αναγγελία προσλήψεως του αναιρεσίβλητου από την ίδια και τη με βάση το ΠΔ 159/1994 έγγραφη σύμβαση μεταξύ αυτής και του αναιρεσίβλητου, κατά το άρθρο 1 του οποίου (ΠΔ) όλες οι συμβάσεις εργασίας γίνονται εγγράφως με αναγγελία και κατάθεση στις αρμόδιες αρχές αμέσως με την πρόσληψη κάθε εργαζόμενου, από τις οποίες αποδεικνυόταν ότι ο αναιρεσίβλητος προσλήφθηκε με έγγραφη σύμβαση και όχι προφορικά όπως δέχθηκε το Εφετείο, ότι κατά την πρόσληψή του δεν δήλωσε ούτε προϋπηρεσία ούτε οικογενειακά βάρη και το ύψος του νόμιμου μισθού του, δυνάμει των σχετικών ΣΣΕ & ΔΑ για τους οδηγούς τουριστικών λεωφορείων, καθώς και τις αποδείξεις πληρωμής του αναιρεσίβλητου από τις οποίες προκύπτει ότι κατέβαλε στον αναιρεσείοντα πολλαπλάσια των αιτουμένων ποσά και ουδέν του οφείλει, τις οποίες επικαλέστηκε και προσκόμισε ενώπιον αυτού νομίμως. Από τις παραπάνω παραδοχές του Εφετείου και ιδίως από τη βεβαίωση που υπάρχει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα προσκομιζόμενα μετ` επικλήσεως αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των εγγράφων που νομότυπα προσκόμισαν οι διάδικοι και τη φράση ότι "Τα παραπάνω αποδεικνύονται από τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη καταστάσεις καταβολής αποδοχών του ενάγοντα, όπου φαίνεται ότι καταβάλλονταν στον ενάγοντα και υπερωρίες", σε συνδυασμό με το λοιπό περιεχόμενο αυτής που προαναφέρθηκε, δεν καταλείπεται αμφιβολία, ότι το Εφετείο για να καταλήξει στο ως άνω αποδεικτικό του πόρισμα, έλαβε υπόψη του και τα επικαλούμενα από την αναιρεσείουσα αποδεικτικά έγγραφα, των οποίων το περιεχόμενο εκτίμησε ελεύθερα (ανέλεγκτα), χωρίς να έχει υποχρέωση να κάμει ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση αυτών. Ειδικότερα, η με βάση το ΠΔ 159/1994 έγγραφη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική σπουδαιότητα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, αλλά έχει απλά ενημερωτικό χαρακτήρα (ΑΠ 1100/2009). Η δια του ερευνώμενου λόγου προβαλλόμενη περαιτέρω αιτίαση ότι από τα παραπάνω έγγραφα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κρίνεται απαράδεκτη καθόσον, με την επίκλησή της πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το αρθρ. 561 § 1 KΠολΔ , αξιολόγηση και εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων. Επομένως και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 562 § 2 KΠολΔ , είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας (εκτός αν πρόκειται για τις περ. α`, β` & γ` οι οποίες εν προκειμένω δεν συντρέχουν). Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο `Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού όλων των αναιρετικών λόγων του άρθρου 559 KΠολΔ , η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, έστω και αν ο εν λόγω ισχυρισμός ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος προτάσεώς του και επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να κριθεί, με βάση το αναιρετήριο, αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Επομένως, αν ο αναιρεσείων -εναγόμενος που έχει ηττηθεί στον πρώτο βαθμό προσβάλλει με λόγο αναίρεσης την εφετειακή απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 KΠολΔ , γιατί δεν έλαβε υπόψη καταλυτική ένσταση αυτού, για να είναι ορισμένος ο λόγος πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που συνιστά την ένσταση, για τον οποίο δεν γίνεται επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 KΠολΔ , νομίμως επαναφέρθηκε στο εφετείο με λόγο έφεσης, δηλ. ότι είχε παραδεκτά προταθεί πρωτοδίκως δια δηλώσεως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής και καταγραφής στα πρακτικά (βλ. KΠολΔ 591 § 1δ`), ώστε να επαναφερθεί ούτω νομίμως στο εφετείο με λόγο εφέσεως. Με τον πέμπτο, κατ` εκτίμηση, λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα αιτιάται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ. 8 KΠολΔ , γιατί δεν έλαβε υπόψη την εξόφληση των καταχθεισών στη δίκη αξιώσεων δια της καταβολής πολλαπλάσιων των αιτουμένων ποσών, την οποία προέβαλε με το δεύτερο λόγο εφέσεως. Ωστόσο, μη επικαλουμένης της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 527 KΠολΔ , δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός της αυτός είχε νόμιμα προταθεί πρωτοδίκως, δια δηλώσεως ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής και καταγραφής στα πρακτικά, ώστε να επαναφερθεί ούτω νομίμως στο εφετείο με λόγο εφέσεως και επομένως ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος κατ` άρθρο 562 § 2 KΠολΔ ως απαράδεκτος.
Μετά από όλα αυτά και μη προβαλλομένου ετέρου λόγου πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα λόγω της ήττας της στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, ο οποίος κατέθεσε και προτάσεις και αιτείται την καταδίκη αυτή KΠολΔ 176, 183, 189 § 1, 191 § 2), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.