Αρείου Πάγου 1457/2019: «Μειώσεις αποδοχών των εργαζομένων του δημοσίου τομέα»

Περίληψη: Αίτηση αναιρέσεως σχετικά με μείωση αποδοχών μόνιμων υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου τομέα, για τον λόγο ότι η εφαρμογή του ν. 4093/2012 είχε ως συνέπεια δεύτερη μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους σε ποσοστό 25%, ενώ σύμφωνα με τον Ν. 4024/2011 για τις μειώσεις σε ποσοστό 25% των μηνιαίων αποδοχών απαιτείται για τον υπολογισμό της μείωσης το ποσοστό αυτό να βρεθεί βάσει των αποδοχών, που καταβάλλονταν κατά την έναρξη ισχύος της πιο πάνω διάταξης, δηλαδή στις 27.10.2011 και όχι την 31η.12.2012 - Ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, παραπέμπεται στην Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ.

1. Η από 20-2-2018 και με αριθμό κατάθεσης 35/23-2-2018 αίτηση αναίρεσης κατά της 427/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, επί της ασκηθείσας από την εναγομένη έφεσης κατά της 636/2014 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, επί της από 1-11-2013 και με αριθμό κατάθεσης 1662/1-11-2013 αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα KΠολΔ 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144).

Συνεπώς, είναι παραδεκτή KΠολΔ 577 παρ.1) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της KΠολΔ 577 παρ. 3).

2. Ο ν. 4024/2011 "Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-

2015" (ΦΕΚ Α` 226/27-10-2011), ορίζει στο Κεφάλαιο Δεύτερο αυτού και υπό τον τίτλο "Σύστημα βαθμολογικών προαγωγών και μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του Κράτους, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α` και Β` βαθμού και άλλων φορέων του δημόσιου τομέα και συναφείς διατάξεις", τα εξής: Στο άρθρο 4 ότι "1. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ): α) του Δημοσίου, β) των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), πρώτου και δεύτερου βαθμού, γ) των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ), [...].

2. Υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, [...] εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 17", στο δε άρθρο 6 παρ.1 ότι "Οι θέσεις όλων των κατηγοριών εκπαίδευσης - Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) - κατατάσσονται σε έξι (6) συνολικά βαθμούς, κατά φθίνουσα σειρά, [...]". Στο άρθρο 12 του νόμου αυτού καθορίζεται το σύστημα μισθολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων του άρθρου 4 και στο άρθρο 14 καθορίζονται οι μηνιαίες αποδοχές κάθε υπαλλήλου. Στο άρθρο 29 παρ.2 του ίδιου νόμου, όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ.3 της ΠΝΠ 16/16-12-2011 (ΦΕΚ Α` 262/16-12-2011), ορίζεται ότι "Σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του Κεφαλαίου αυτού προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μεγαλύτερες από αυτές που έπαιρναν οι δικαιούχοι τους κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κεφαλαίου, η προκαλούμενη αύξηση καταβάλλεται ως εξής: [α)... β)... γ)...]. Εφόσον προκύπτει μείωση, η οποία είναι μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου". Εξάλλου, στο άρθρο 31 του ίδιου νόμου και υπό τον τίτλο "Αναλογικές ρυθμίσεις για νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα", ορίζεται στην παρ.1 αυτού ότι: "α) Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ) που ανήκουν στο κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιριών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005 (Α` 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ.1α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α` 212), με εξαίρεση τα ΝΠΙΔ του ν. 3864/2010 (Α` 119) και άρθρου 1 του ν. 3986/2011 (Α` 152), εφαρμόζεται ανώτατο όριο μέσου κατά κεφαλή κόστους αμοιβών προσωπικού σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους. [...]". Στις παρ.3 και 4 του ίδιου άρθρου, όπως αυτές συμπληρώθηκαν από τις παρ.3 και 4, αντίστοιχα, του άρθρου 1 της από 31-12-2011 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ Α` 268/31-12-2011), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α` 31) και έχει ισχύ νόμου από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, ορίζεται ότι: "3. Για τους εργαζόμενους στους φορείς της υποπαραγράφου 1α με σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου, το ανώτατο όριο των μηνιαίων τακτικών αποδοχών για κάθε εκπαιδευτική κατηγορία ΥΕ, ΔΕ, ΤΕ και ΠΕ ισούται με το αντίστοιχο ανώτατο όριο που προκύπτει κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου για τους υπαλλήλους με αντίστοιχη σχέση εργασίας (ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου) στο Δημόσιο. [...]. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου καθ` ύλην Υπουργού μπορεί να εξαιρούνται κλάδοι ή ειδικότητες των φορέων της υποπαραγράφου 1α από τα ανώτατα όρια μηνιαίων τακτικών αποδοχών που προβλέπονται στα προηγούμενα εδάφια της παρούσης παραγράφου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, δεν υπερβαίνει τα όρια που ορίζονται στην επόμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου. 4. Το μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά, εξαιρουμένων των εργοδοτικών εισφορών, των φορέων της υποπαραγράφου 1α του παρόντος άρθρου, απαγορεύεται να υπερβαίνει τα χίλια εννιακόσια (1.900) ευρώ το μήνα. Αν με την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει μέσο κατά κεφαλή κόστος των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά του πάσης φύσεως προσωπικού του φορέα, μικρότερο του 65% του μέσου κατά κεφαλή αντίστοιχου κόστους του φορέα, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31-12-2009, ισχύει ως όριο, το ως άνω όριο του 65%". Ακόμη, στην παρ.7 του άρθρο 31 του ίδιου ως άνω νόμου ορίζεται ότι "Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 29 εφαρμόζονται αναλογικά και στους εργαζομένους των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εφόσον προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών τους μεγαλύτερη από το ποσοστό που ορίζεται στο τελευταίο εδάφιο της παρ.2 του άρθρου 29", στο δε άρθρο 32 παρ.4 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι "Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου αρχίζει την 1-11-2011".

3. Περαιτέρω, ο ν. 4093/2012 "Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016", στην παράγραφο Γ`, υποπαράγραφο Γ1 του άρθρου πρώτου αυτού, υπό τον τίτλο "Μισθολογικές Διατάξεις του Δημοσίου Τομέα", περ. 2 και 12, ορίζει, αντίστοιχα, τα εξής: "2. Αναστέλλεται μέχρι 31-12-2016, η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 19 και της περίπτωσης β` του τελευταίου εδαφίου της παρ.2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α` 226). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν από 31-10-2012" και "12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1-1-2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο Κράτος ή σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ, κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, συμπεριλαμβανομένων των Γενικών και Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιριών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α` του ν. 3429/2005

(Α` 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1α του άρθρου 1 του ν. 3899/2010 (Α` 212). [...]. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, για τους ανωτέρω παύουν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 31 του ν. 4024/2011 , εκτός από αυτές της παραγράφου 2". Εξάλλου, στο άρθρο 31 παρ.1 του ν. 4354/2015 (ΦΕΚ Α` 176/16-12-2015) ορίζεται ότι "Στο τέλος της περίπτωσης 2 της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ` του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α` 222), προστίθεται νέο εδάφιο, από τότε που ίσχυσε, ως εξής: Για τους υπαλλήλους των φορέων της περίπτωσης 12, η αναστολή των διατάξεων του πρώτου εδαφίου ισχύουν από 1-1-2013".

4. Στο άρθρο 1 του ν. 3920/2011 "Εξυγίανση, αναδιάρθρωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών Περιφέρειας Αττικής και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α` 33/3-3-2011) ορίζεται ότι: Οι δημόσιες συγκοινωνίες, που εκτελούνται μέσα στα όρια της Περιφέρειας Αττικής, όπως αυτή ορίζεται στο ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α`), εκτός από τις νήσους, οι οποίες εξυπηρετούν το γενικότερο δημόσιο συμφέρον, αναδιαρθρώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Όπου στον παρόντα νόμο γίνεται μνεία στον "Όμιλο ΟΑΣΑ" ή στις "Εταιρίες του Ομίλου ΟΑΣΑ" νοούνται ο ΟΑΣΑ και οι εταιρίες της παραγράφου 1 του άρθρου 7 (παρ.1). Προκειμένου να εξυπηρετηθεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, που συνίσταται στην αποδοτικότερη λειτουργία των ακόλουθων φορέων- εταιριών προς όφελος του επιβατικού κοινού και της Εθνικής Οικονομίας με την παράλληλη τεχνικοοικονομική εξυγίανσή τους, οι εταιρίες "Ανώνυμη Συγκοινωνιακή Εταιρία Θερμικών Λεωφορείων" ("ΕΘΕΛ"), "Ηλεκτροκίνητα Λεωφορεία Περιοχής Αθηνών Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία" ("ΗΛΠΑΠ"), "Αττικό Μετρό Εταιρία Λειτουργίας Ανώνυμη Εταιρία" ("ΑΜΕΛ"), "Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών Πειραιώς Ανώνυμη Εταιρία" ("ΗΣΑΠ") και "ΤΡΑΜ Ανώνυμη Εταιρία" ("ΤΡΑΜ") μετασχηματίζονται κατά τις ειδικές διατάξεις του παρόντος νόμου (παρ.2). Από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως: α).... β) Η ΑΜΕΛ τίθεται σε διαδικασία συγχώνευσης με τον ΗΣΑΠ και την ΤΡΑΜ με απορρόφηση των τελευταίων από την πρώτη. Με τη συντέλεση της συγχώνευσης, σύμφωνα με την παράγραφο 6, η ΑΜΕΛ μετονομάζεται σε "Σταθερές Συγκοινωνίες Ανώνυμη Εταιρία" ("ΣΤΑΣΥ") (παρ.5 περ. β`). Για τις συγχωνεύσεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 134 Α`) και των άρθρων 68 επ. του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 216 Α`), με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις: ....(παρ.6). Στη συνέχεια, εκδόθηκε η 28737/2637/10-6-2011 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (ΦΕΚ Β` 1454/17-6-2011), με την οποία συγχωνεύθηκαν οι ανώνυμες εταιρίες "ΑΜΕΛ ΑΕ", "ΗΣΑΠ ΑΕ" και "ΤΡΑΜ ΑΕ" και μετονομάσθηκε η νέα εταιρία, που προέκυψε από τη συγχώνευση αυτή, σε "ΣΤΑΣΥ ΑΕ". Τέλος, στο άρθρο 7 παρ.1 του ανωτέρω ν. 3920/2011 ορίζεται ότι "Ο ΟΑΣΑ, οι ΟΣΥ και ΣΤΑΣΥ υπάγονται στο ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α`)". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι η "ΣΤΑΣΥ ΑΕ", η οποία υπάγεται στο ν. 3429/2005

"Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί (ΔΕΚΟ)", υπόκειται στις ρυθμίσεις των προαναφερθέντων διατάξεων του ν. 4024/2011 και της υποπαραγράφου Γ1, της παρ. Γ` του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 .

5.Το Σύνταγμα ορίζει, στο μεν άρθρο 4 παρ.5 ότι "Οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους", στο δε άρθρο 25 παρ.1 και 4 ότι: "1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. [...]. Οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. [2. ... 3. ...]. 4. Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης". Από το συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων συνάγεται ότι, σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών, που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού και, ιδίως, όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Η δυνατότητα, όμως, αυτή δεν μπορεί να είναι απεριόριστη, αλλά έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής να κατανέμεται μεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουμένων τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα, δεδομένου, μάλιστα, ότι η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών είναι προς όφελος όλων. Και τούτο διότι, ενόψει και της καθιερούμενης στο άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος αξίωσης του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημοσίων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών (ΟλΣτΕ 481/2018, σκέψη 12, ΟλΣτΕ 4741/2014 σκέψη 12). Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η επέμβαση σε περιουσιακής φύσεως αγαθό, πρέπει να προβλέπεται από νομοθετικές ή άλλου είδους κανονιστικές διατάξεις, καθώς και να δικαιολογείται από λόγους γενικού συμφέροντος, στους οποίους περιλαμβάνονται, κατ` αρχήν, και λόγοι συναπτόμενοι προς την αντιμετώπιση ενός ιδιαιτέρως σοβαρού, κατά την εκτίμηση του εθνικού νομοθέτη, δημοσιονομικού προβλήματος. Η εκτίμηση του νομοθέτη ως προς την ύπαρξη λόγου δημοσίου συμφέροντος επιβάλλοντος τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος και ως προς την επιλογή της ακολουθητέας πολιτικής για την εξυπηρέτηση του δημοσίου αυτού συμφέροντος υπόκειται σε οριακό δικαστικό έλεγχο. Ακόμη, η επέμβαση στην περιουσία πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού γενικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση προς αυτόν (ΟλΣτΕ 734/2016).

6.Ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ.1 KΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται, εάν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου (όταν προσδίδεται σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή) είτε ως κακή εφαρμογή (όταν γίνεται εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης), με αποτέλεσμα την κατάληξη σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ενστάσεων των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την αξιοποίηση των ουσιαστικών παραδοχών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 563 παρ.2 περ. β` KΠολΔ , στην αρμοδιότητα της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου υπάγονται αιτήσεις αναίρεσης κατά αποφάσεων πολιτικών δικαστηρίων που παραπέμπονται για εκδίκαση στην Ολομέλεια με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με απόφαση του τμήματος που δικάζει. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή για μερικούς μόνο από τους λόγους της αναίρεσης, αν σε κάθε περίπτωση κριθεί ότι δημιουργούνται ζητήματα με γενικότερο ενδιαφέρον ή ότι τούτο είναι αναγκαίο για την ενότητα της νομολογίας. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 23 παρ.2 εδ. γ` του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 "Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων κλπ", στην Πλήρη Ολομέλεια υπάγονται, μεταξύ άλλων, και αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος, αν πρόκειται για ζήτημα εξαιρετικής σημασίας.

7.Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, κατ` άρθρο 561 παρ.2 KΠολΔ , προκύπτει ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες, με την ένδικη, από 1-11-2013 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επικαλούμενοι ατομικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με πλήρη απασχόληση, ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρία με την επωνυμία "Σταθερές Συγκοινωνίες ΑΕ" να επιστρέψει στον καθένα από αυτούς τα αναφερόμενα ποσά, που παρακρατήθηκαν από τις νόμιμες αποδοχές τους, κατά το χρονικό διάστημα από 1-2-2013 έως 31-10-2013, κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παρ. Γ`, υποπαρ. Γ1, περ.12 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 , λόγω εσφαλμένης υπαγωγής του τρόπου εκκαθάρισης των αποδοχών τους στις διατάξεις αυτές και, επικουρικά, λόγω αντίθεσης αυτών στις αναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 636/2014 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία αυτή έγινε δεκτή στο σύνολό της. Κατά της πρωτόδικης απόφασης, η εναγομένη άσκησε την από 2-6-2014 (με αριθμό κατάθεσης 1318/23-6-2014) έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η 427/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίσθηκε η εκεί εκκαλουμένη απόφαση και, αφού δικάσθηκε εκ νέου η αγωγή, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, τόσο ως προς την κυρία βάση όσο και ως προς την μη εξετασθείσα πρωτοδίκως επικουρική βάση της.

8.Με το μοναδικό λόγο της αίτησης από το άρθρο 560 αρ.1 KΠολΔ (και όχι από το άρθρο 559 αρ.1 του ίδιου Κώδικα που αναφέρεται στο αναιρετήριο), οι αναιρεσείοντες μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 29 του ν. 4024/2011 , πρώτου παρ. Γ`, υποπαρ. Γ1, περ.12 του ν. 4093/2012 , 4 παρ.5 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ισχυριζόμενοι ότι η εφαρμογή του ανωτέρω ν. 4093/2012 είχε ως συνέπεια και δεύτερη μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους σε ποσοστό 25%, ενώ το άρθρο 29 του ν. 4024/2011 , για τις μειώσεις σε ποσοστό 25% των μηνιαίων αποδοχών, απαιτεί, για τον υπολογισμό της μείωσης, το ποσοστό αυτό να βρεθεί με βάση τις αποδοχές που καταβάλλονταν κατά την έναρξη ισχύος της πιο πάνω διάταξης (27-10-2011) και όχι την 31-12-2012. Με το λόγο αυτό αναίρεσης και ενόψει των νομικών διατάξεων που αναφέρονται ανωτέρω (σκέψεις 2 και 3), κατ` εφαρμογή των οποίων οι αναιρεσείοντες υπέστησαν διπλή μείωση των μηνιαίων αποδοχών τους, ανακύπτει το ζήτημα εάν τυγχάνει εφαρμοστέα μία ενιαία μείωση επί των κατά την 31η Οκτωβρίου 2011 αποδοχών του προσωπικού της αναιρεσίβλητης (ΣΤΑΣΥ ΑΕ) κατά ποσοστό μέχρι 25% αμέσως και κατά το τυχόν υπερβάλλον μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, ή είναι εφαρμοστέες δύο μειώσεις, μία την 1η Νοεμβρίου 2011 κατά ποσοστό μέχρι 25% και μία την 1η Ιανουαρίου 2013 κατά ποσοστό πάλι μέχρι 25%, επί των προκυπτουσών από την εφαρμογή της πρώτης μείωσης αποδοχών και κατά τα τυχόν υπερβάλλοντα ποσοστά μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016, καθώς επίσης εάν η εν λόγω διπλή μείωση τυγχάνει συμβατή προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.5 και 25 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το εν λόγω ζήτημα είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, διότι αφορά όχι μόνο την κρινόμενη υπόθεση, αλλά μεγάλο αριθμό υποθέσεων με παρόμοιο αντικείμενο. Με τα δεδομένα αυτά, πρέπει, με ομόφωνη απόφαση του παρόντος τμήματος, να παραπεμφθεί ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, συναφώς προς τον οποίο γεννάται το ανωτέρω ζήτημα, στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 563 παρ.2 περ. β` KΠολΔ και 23 παρ.1 και 2 εδ. γ` περ. β` του κυρωθέντος με το ν. 1756/1988 "Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών".