ΕΓΓΡ. 10515/246/17.3.2021 Υπ. Εργασίας και Κοιν. Υποθέσεων «Παροχή πληροφοριών για θέματα ετήσιας κανονικής άδειας και επιδόματος αδείας σε περίπτωση αναστολής της εργασιακής σχέσης».

 

Α. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 της από 20.03.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α’68), «…Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που πλήττονται σημαντικά, λόγω των αρνητικών συνεπειών του φαινομένου του κορωνοϊού-COVID 19, δύνανται να αναστέλλουν τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού τους, προκειμένου να προσαρμοστούν οι λειτουργικές ανάγκες τους στο δυσμενές περιβάλλον που δημιουργείται…»

Η αναστολή της εργασιακής σχέσης, αναστέλλει κατ’ αρχήν την εκτέλεση των υποχρεώσεων των μερών για το χρονικό διάστημα αυτής, όμως δεν την καταλύει. Απλώς αναστέλλει την ενέργεια και τη λειτουργία της εργασιακής σχέσης, με διατήρησή της όμως προς το σκοπό της συνέχισής της, όταν εκλείψει ο λόγος αναστολής. Η αναστολή αναφέρεται στις κύριες υποχρεώσεις των μερών από την εργασιακή σχέση, δηλαδή στην υποχρέωση παροχής της συμφωνημένης εργασίας και σ’ εκείνη της υποχρέωσης καταβολής του συμφωνημένου ή νόμιμου μισθού. Αντιθέτως, οι λοιπές παρεπόμενες  υποχρεώσεις των μερών δεν επηρεάζονται, ενώ ο χρόνος αναστολής υπολογίζεται κατά κανόνα, ως χρόνος εργασίας, για όλα τα δικαιώματα του εργαζομένου που στηρίζονται στην απασχόλησή του (Α.Π. 317/53, 463/63, Πρωτ. Θεσ/κης 30/60, Α.Π. 231/53, Π. Θεσ/κης 1312/72,Α.Π. 751/87 κλπ., Ι. Κουκιάδης: Εργατικό Δίκαιο 1984 σελ. 643- 649).

Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά την ετήσια κανονική άδεια των μισθωτών, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παρ.6 του αρ.2 του Α.Ν. 539/45, για τον υπολογισμό του χρόνου απασχόλησης των μισθωτών, τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απείχε ή απέχει από την εργασία του, λόγω βραχείας ασθενείας, στρατεύσεως, απεργίας, ανταπεργίας ή ανωτέρας βίας, δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχολήσεως, ούτε συμψηφίζονται με τις ημέρες αδείας τις οποίες αυτός δικαιούται.

Ενόψει των ανωτέρω νομικών και νομολογιακών δεδομένων, καθίσταται εμφανές ότι οι εργαζόμενοι που τελούν σε αναστολή της εργασιακής τους σχέσης, είτε λόγω απαγορεύσεως λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης στην οποία εργάζονται, με εντολή Δημοσίας Αρχής, είτε επειδή οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται έχουν προβεί σε αναστολή των συμβάσεων εργασίας μέρους ή συνόλου των εργαζομένων τους, προκειμένου να προσαρμόσουν τις λειτουργικές ανάγκες τους στο δυσμενές περιβάλλον που δημιουργείται, (πληττόμενες) εξακολουθούν να δικαιούνται άδεια και επίδομα αδείας καθώς ο χρόνος αναστολής υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας για τα συγκεκριμένα δικαιώματα.

Β. Πιο συγκεκριμένα ισχύουν και για αυτούς, τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004 (ΦΕΚ 267/ Α’/28-12-2004), καθώς και την αρ. πρωτ. 3392/01-03-2005 Εγκύκλιο του Υπουργού Απασχόλησης, κάθε μισθωτός ο οποίος συνδέεται με σύμβαση εξαρτημένης σχέσης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούται να λάβει ετήσια άδεια με αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής του σε συγκεκριμένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικά (ποσοστό) με βάση το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε ο εργαζόμενος στον εργοδότη αυτό. Η αναλογία της χορηγούμενης άδειας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και 24 εργασίμων ημερών επί εξαημέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 μήνες συνεχούς απασχόλησης. Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, να χορηγήσει τμηματικά την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση. Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει την ετήσια κανονική άδεια με αποδοχές, η οποία αναλογεί στο χρόνο απασχόλησής του στην υπόχρεη επιχείρηση και υπολογίζεται όπως ανωτέρω. Η άδεια αυτή επαυξάνεται κατά μία (1) εργάσιμη ημέρα για κάθε έτος απασχόλησης επιπλέον του πρώτου μέχρι τις είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες σε περίπτωση εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ή μέχρι τις είκοσι δύο (22) ημέρες αν στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας. Κατά το τρίτο ημερολογιακό έτος καθώς και τα επόμενα ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.

Επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ.6 της Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2000/2001, εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει υπηρεσία 10 ετών στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιονδήποτε εργοδότη και με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, δικαιούνται άδεια 30 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα εξαήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και 25 εργασίμων ημερών αν εφαρμόζεται σύστημα πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας.

Από 01-01-2008 (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε. 2008/2009), μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία (1) επιπλέον εργάσιμη ημέρα, δηλ. συνολικά τριάντα μία (31) ημέρες επί εξαημέρου και είκοσι έξι (26) εργάσιμες ημέρες επί πενθημέρου.

Εκτός από τις αποδοχές αδείας οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν και «Επίδομα αδείας» (αρ. 3 Ν. 4504/66). Το επίδομα της αδείας υπολογίζεται όπως υπολογίζονται και οι αποδοχές της αδείας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβεί το μισό μισθό για όσους μισθωτούς αμείβονται με μισθό, και τα 13 ημερομίσθια για όσους αμείβονται με ημερομίσθιο ή με ποσοστά κλπ.

Το επίδομα αδείας ακολουθεί την άδεια και καταβάλλεται, από τον εργοδότη, μαζί με τις αποδοχές αδείας του μισθωτού, κατά την έναρξη της αδείας του μισθωτού, κατ΄αναλογία πάντα των ημερών αδείας που λαμβάνει κάθε φορά ο μισθωτός.

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/45, η χρονική περίοδος χορήγησης της αδείας συμφωνείται μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού, με τον εργοδότη, σε κάθε περίπτωση, να είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει την αιτηθείσα άδεια το πολύ εντός διμήνου από την διατύπωση της σχετικής αίτησης από τον εργαζόμενο. Επισημαίνεται ωστόσο ότι, σύμφωνα με την παρ.15 του άρθρου 3 του Ν.4504/1966 (Φ.Ε.Κ. Α’ 57), η αίτηση αυτή δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για την άσκηση του δικαιώματος αδείας μετ’ αποδοχών εκ μέρους του μισθωτού. 

Επιπροσθέτως, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Α.Ν. 539/45, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 3 του Ν. 4504/66, σε συνδυασμό με την παρ. 1 του άρθρου 2 του Α.Ν. 539/45, όπως ισχύει με το άρθρο 1 του Ν. 3302/2004, καθώς και την αρ.πρ. 3321/1-3-2005 Εγκύκλιο επί του άρθρου αυτού, η κανονική άδεια θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει εξαντληθεί έως την 31η Δεκεμβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους, ακόμη και εάν δεν έχει ζητηθεί από τον εργαζόμενο. (Άρειος Πάγος 1240/2014)

Με τη λήξη του ημερολογιακού έτους, η αξίωση για την άδεια μετατρέπεται σε χρηματική, δεδομένου ότι  δεν επιτρέπεται μεταφορά της αδείας σε επόμενο έτος, έστω και αν αυτό έγινε με τη συναίνεση του εργαζομένου. 

Όταν η μη χορήγηση μέρους ή του συνόλου των ημερών κανονικής άδειας των εργαζομένων εντός του αυτού ημερολογιακού έτους δεν οφείλεται στον εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος δικαιούται τις αποδοχές μη ληφθείσας αδείας χωρίς προσαύξηση, δεδομένου ότι ο εργοδότης δεν δύναται να εκπληρώσει τη νομική υποχρέωσή χορηγήσεως των οφειλόμενων ημερών κανονικής άδειας με τη χορήγηση αυτούσιων των ως άνω ημερών μέσω της μεταφοράς τους στο επόμενο ή σε μεθεπόμενα έτη (Άρειος Πάγος 1240/ 2014).

Σε περίπτωση λύσης της σχέσης εργασίας μισθωτού με οποιονδήποτε τρόπο (απόλυση, αποχώρηση απ’ την εργασία κ.λ.π.) πριν λάβει την κανονική άδεια που του οφείλεται, ο μισθωτός δικαιούται από τον εργοδότη, σύμφωνα με το άρθρο 1, παρ. 3 του Ν. 1346/83, αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.

Η αποζημίωση αδείας καθώς και το επίδομα αδείας θα πρέπει, σύμφωνα και με την υπ. Αρ. 97/09 Απόφαση του Αρείου Πάγου, να λαμβάνονται από τον εργαζόμενο κατά το χρόνο της λύσης της σχέσης εργασίας, που αποτελεί και τη δήλη ημέρα πληρωμής. 

Εύλογο είναι ότι το ίδιο ισχύει και επί συμβάσεων ορισμένου χρόνου των οποίων η διάρκεια έληξε χωρίς να έχει χορηγηθεί η νομίμως προβλεπόμενη άδεια.

Γ. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στη χορήγηση αδείας και επιδόματος αδείας σε εργαζομένους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έχουν τεθεί σε αναστολή, σας επισημαίνουμε τα εξής:

Με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Κεφαλαίου Α2, της αρ.πρωτ.12998/232/2020 ΚΥΑ (Α΄ 1078),   προβλέφθηκε ότι οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, εργαζομένων που απασχολούνται σε επιχειρήσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και δεν έχουν λήξει μέχρι την 21-03-2020, δύνανται να τίθενται σε αναστολή. Μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής, οι συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται, μετά την ολοκλήρωση του χρόνου της αναστολής τους.

Με την εν λόγω ρύθμιση, οι εργαζόμενοι αυτοί κατέστησαν δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού για το χρονικό διάστημα αναστολής της σύμβασης εργασίας, ενώ η συμφωνηθείσα  διάρκεια της συμβάσεως ορισμένου χρόνου παρέμεινε αναλλοίωτη. 

Δ. Ως εκ τούτου λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω νομικά και νομολογιακά δεδομένα, επισημαίνεται ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου που ετέθησαν σε αναστολή εντός του 2020, δικαιούνται, με βάση τα ανωτέρω, κανονική άδεια, αποδοχές αδείας και επίδομα αδείας κατ’ αναλογία του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος της σύμβασης.

Εν προκειμένω, εργαζόμενος με σύμβαση ορισμένου χρόνου εξάμηνης διάρκειας από 01/07/2020 έως 31/12/2020, δικαιούται για το έτος 2020 ετήσια κανονική άδεια διάρκειας 10 εργάσιμων ημερών, που αντιστοιχεί στο συμφωνηθέν χρονικό διάστημα της σύμβασης των 6 μηνών. Αυτός συνεπώς είναι και ο αριθμός ημερών αδείας που θα πρέπει να δηλώσει ο εργοδότης, για τον
συγκεκριμένο εργαζόμενο στο έντυπο Ε11 για το έτος 2020.

Η άδεια αυτή με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις θα έπρεπε να έχει χορηγηθεί μέχρι 31/12/2020, ήτοι μέχρι τη συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης της σύμβασης. Δεδομένου ότι αυτή δεν χορηγήθηκε λόγω της αναστολής της σύμβασης της εργασιακής σχέσης,  ο εργοδότης θα έπρεπε, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2020 (συμφωνηθείσα ημερομηνία λήξης της σύμβασης) να καταβάλει στον εν λόγω εργαζόμενο αποζημίωση αδείας και επίδομα αδείας σύμφωνα με τις αποδοχές που θα ελάμβανε αν του είχε χορηγηθεί η άδεια.