VII. Αρείου Πάγου 847/2020 - Τμ. Β1: «Ομαδικές απολύσεις - Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων κατά το ΠΔ 240/2006 - Όριο πρόσθετης αποζημιώσεως του Ν. 4093/12 λόγω καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας»

Περίληψη: Βασικές διατάξεις του Ν. 1387/83 περί ομαδικών απολύσεων - Κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό των ορίων πέραν των οποίων οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές είναι η αρχή του μηνός κατά τον οποίο ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις, και όχι του μηνός κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας - Ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων κατά το ΠΔ 240/2006 - Ορισμοί του ΠΔ - Η τήρηση των υποχρεώσεων ενημερώσεως και διαβουλεύσεως του ΠΔ 240/2006 δεν έχει ταχθεί ως όρος του κύρους των εργοδοτικών αποφάσεων και δεν επιφέρει ως κύρωση την ακυρότητα των γενομένων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας κατ’ αρθρ. 174 και 180 ΑΚ - Η πρόβλεψη διοικητικής φύσεως κυρώσεως, με την επιβολή προστίμου σε περίπτωση παραβιάσεως των υποχρεώσεων που ορίζει το ΠΔ 240/2006, είναι απολύτως σύμφωνη με την Οδηγία 2002/14/ΕΚ και αποτελεί κύρωση εξ ίσου αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική - Ισχυρισμοί εναγόντων περί ακυρότητος της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους λόγω καταχρηστικότητος και απόρριψη αυτών με την αιτιολογία ότι κατέτειναν στον ουσιαστικό έλεγχο της σκοπιμότητος και της αναγκαιότητος της επιχειρηματικής αποφάσεως του εργοδότη να διακόψει την λειτουργία του εργοστασίου, καθώς και των οικονομικοτεχνικών συνθηκών που οδήγησαν στις καταγγελίες - Περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου καταχρηστικότητος της καταγγελίας συνεπεία οικονομικοτεχνικών λόγων και διάρθρωση του ελέγχου σε τρία στάδια - Έννοια του «ημερολογιακού μήνα» βάσει του οποίου υπολογίζονται τα όρια των ομαδικών απολύσεων κατά Ν. 1387/83 και κρίση ότι η εν λόγω πρόβλεψη είναι σύμφωνη με την αντίστοιχη της Οδηγίας 98/59/ΕΚ - Ισχυρισμός περί ακυρότητος της καταγγελίας λόγω καταβολής ελλιπούς αποζημιώσεως - Κρίση ότι η καταβολή ελλιπούς κατά πολύ μικρό ποσό, αποζημιώσεως δεν καθιστά την γενόμενη καταγγελία άκυρη, καθώς δεν οφείλεται σε κακοβουλία, αλλά σε εύλογη αμφιβολία ή παραδρομή ως προς το ακριβές ποσό της αποζημιώσεως - Διατάξεις της ΠΥΣ 6/12 σχετικά με την «μετενέργεια» των όρων των ΣΣΕ και ΔΑ - Για την παύση καταβολής των «μη μετενεργούντων» επιδομάτων δεν απαιτείται η προηγούμενη συναίνεση ή ενημέρωση του εργαζομένου - Δυνατή η συνέχιση χορηγήσεώς τους βάσει αντίθετης ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας ή και επιχειρησιακής συνήθειας - Τα «μη μετενεργούντα» επιδόματα που τυχόν καταβάλλονται από τον εργοδότη, δεν υπολογίζονται στις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μηνός για την εξεύρεση της πρόσθετης αποζημιώσεως της υποπαρ. ΙΑ.12 παρ. 3 του Ν. 4093/12, στον βαθμό που ξεπερνούν το προβλεπόμενο όριο των 2.000 ευρώ - Κρίση ότι η προσαύξηση του εν λόγω ορίου κατ’ αναλογία του επιδόματος αδείας, Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και κατ’ αναλογία αμοιβής νυκτερινής εργασίας και εργασίας Κυριακών, δεν παραβιάζει την διάταξη της υποπαρ. ΙΑ.12 παρ. 3 του Ν. 4093/12, αφού ο εν λόγω υπολογισμός, τον οποίο εδέχθη το δικαστήριο, αποτελούσε αντικείμενο επιχειρησιακής συνήθειας της εταιρείας.

 

(...) 4. Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2, 3 παρ. 1 και 6 παρ. 1 του Ν. 1387/83,(παρ. 41) με τον οποίο έχει ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 75/129 του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 1975 “περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών - μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις”, όπως η παράγραφος 2 του άρθρου 1 έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 74 παρ. 1 Ν. 3863/2010,(παρ. 42) ορίζονται αντιστοίχως τα εξής: “Ομαδικές απολύσεις θεωρούνται όσες γίνονται από επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν περισσότερους από είκοσι εργαζόμενους για λόγους που δεν αφορούν το πρόσωπο των απολυομένων και υπερβαίνουν κάθε ημερολογιακό μήνα τα όρια της επόμενης παραγράφου”, “Τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές καθορίζονται από τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα και είναι τα εξής: α) Μέχρι έξι (6) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν είκοσι (20) έως εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους, β) Ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του προσωπικού και μέχρι τριάντα (30) εργαζόμενους για επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, που απασχολούν πάνω από εκατόν πενήντα (150) εργαζόμενους. (Το ποσοστό αυτό καθορίζεται για κάθε ημερολογιακό εξάμηνο και ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως)”,(παρ. 42) “Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στο προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας σε όλες τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις του ιδιωτικού τομέα καθώς και του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, που ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Ως σχέση εργασίας νοείται εκείνη που δημιουργείται από την πραγματική απασχόληση του εργαζόμενου, ανεξάρτητα από το κύρος της σύμβασης εργασίας. Ο εργοδότης, πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις, οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό να ερευνηθεί η δυνατότητα αποφυγής ή μείωσης των απολύσεων και των δυσμενών συνεπειών τους, και ομαδικές απολύσεις, που γίνονται κατά παράβαση των διατάξεων του νόμου αυτού είναι άκυρες”. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 1387/83 συνάγεται ότι κρίσιμο χρονικό σημείο, βάσει του οποίου καθορίζεται το ως άνω όριο, καθ’ υπέρβαση του οποίου οι απολύσεις των επί σχέσει εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου εργαζομένων, τις οποίες επιχειρεί ο εργοδότης στα πλαίσια οικονομοτεχνικών μεταβολών, κατά την άσκηση της επιχειρηματικής του δραστηριότητος, θεωρούνται ομαδικές, είναι η αρχή του μηνός, κατά τον οποίον ο εργοδότης εξωτερικεύει την πρόθεσή του να προβεί σε απολύσεις και όχι του μηνός κατά τον οποίον θα υλοποιηθούν τελικώς οι απολύσεις και θα λυθούν οι καταγγελθείσες συμβάσεις εργασίας.(παρ. 43) Η εξωτερίκευση της βουλήσεως του εργοδότη γίνεται είτε όταν προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων σχετικώς με τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, είτε, εάν δεν προέλθει προηγουμένως σε διαπραγματεύσεις, όταν περιέλθουν στους εργαζομένους τα καταγγελτήρια των συμβάσεών τους εργασίας, τούτο δε ισχύει και εάν οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας γίνονται υπό προειδοποίηση συμφώνως προς την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 εδ. α’ Ν. 2112/20, αφού η κοινοποίηση στον εργαζόμενο της καταγγελίας της συμβάσεώς του εργασίας αποτελεί την έκφραση της αποφάσεως περί διακοπής της σχέσεως εργασίας, η δε εν τοις πράγμασι λήξη της εν λόγω σχέσεως κατά την παρέλευση της προθεσμίας προειδοποιήσεως, συνιστά απλώς και μόνον το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως. Η ανωτέρω ερμηνεία προκύπτει σαφώς και από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 1387/83, στην οποία, κεφ. Β’ αρ. 4, διαλαμβάνονται τα εξής: “τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του μήνα, κατά τον οποίον ο εργοδότης εκδηλώνει τη βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις”, και από την γραμματική διατύπωση της ως άνω διατάξεως του άρθρου 3 παρ. 1 Ν. 1387/83 ”Ό εργοδότης πριν προχωρήσει σε ομαδικές απολύσεις οφείλει να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ...” θεσπίζουσα υποχρέωση του εργοδότη να προέλθει σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, προτού προβεί σε καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας, είναι δε συμβατή και προς την Οδηγία 98/59, με την οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις της προαναφερομένης Οδηγίας 75/129 ως και της μεταγενεστέρως εκδοθείσης οδηγίας 92/56.

  1. Με τις διατάξεις του προεδρικού διατάγματος 240/2006 (ΦΕΚ Α’ 252/16.11.2006)(παρ. 44) “Περί θεσπίσεως γενικού πλαισίου ενημερώσεως και διαβουλεύσεως των εργαζομένων”, το οποίο εκδόθηκε προκειμένου να προσαρμοσθεί ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ της 11.3.2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (E.E.L 80/23.3.2002), ορίζονται τα ακόλουθα:(...) 7) Τέλος, στο άρθρο 8, υπό τον τίτλο “Προστασία των δικαιωμάτων”, ότι “1. Απαγορεύεται στους εργοδότες ή σε πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό τους ή σε οποιοδήποτε τρίτο να προβαίνουν σε πράξεις ή παραλείψεις με σκοπό να παρακωλύουν την άσκηση των δικαιωμάτων των εκπροσώπων των εργαζομένων, που απορρέουν από το παρόν διάταγμα. 2. α) Η μη συμμόρφωση προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 6 του παρόντος διατάγματος συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/98 “Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 205 Α’), όπως ισχύει, β) Η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 7 και της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, συνεπάγεται την επιβολή των διοικητικών κυρώσεων, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/98, όπως ισχύει.”. Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της παραπάνω Οδηγίας, για την ενσωμάτωση της οποίας στο εθνικό δίκαιο εκδόθηκε το ανωτέρω ΠΔ, υπό τον τίτλο “Προστασία των δικαιωμάτων”, ορίζεται ότι “1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τα δέοντα μέτρα για τις περιπτώσεις μη τήρησης της παρούσας οδηγίας από τον εργοδότη ή από τους εκπροσώπους των εργαζομένων ιδιαίτερα, φροντίζουν να υπάρχουν κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ της παρούσας οδηγίας υποχρεώσεων. 2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τις κατάλληλες επιβλητέες κυρώσεις, όταν ο εργοδότης ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων παραβαίνουν την παρούσα οδηγία. Οι κυρώσεις αυτές πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.”. Οι λοιπές διατάξεις της Οδηγίας συνιστούν ακριβή διατύπωση των παραπάνω διατάξεων του ΠΔ 240/2006 γι’ αυτό και δεν επαναλαμβάνονται εν προκειμένω.

Ακολούθως, στο άρθρο 174 ΑΚ ορίζεται ότι “η δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη ταυ νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη”, ενώ στο άρθρο 180 ΑΚ ορίζεται ότι “Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε.”

Από την ερμηνεία των προαναφερθεισών διατάξεων προκύπτει ότι η επιβολή προστίμου ως κυρώσεως για την μη τήρηση των διατάξεων τού π.δ. 240/2006 είναι σύμφωνη με την διάταξη τού άρθρου 8 της οδηγίας 2002/14/ΕΚ, η οποία υποχρεώνει τα κράτη -μέλη να επιβάλουν την εφαρμογή της οδηγίας, καθιερώνοντας διαζευκτικώς και κατ’ επιλογήν της νομοθετικής εξουσίας είτε διοικητικές είτε δικαστικές κυρώσεις. Επομένως, η διαβούλευση δεν έχει ταχθεί ως όρος του κύρους των εργοδοτικών αποφάσεων, όπως προκύπτει από την διατύπωση τού συνόλου των διατάξεων τού π.δ. 240/2006, γι’ αυτό και δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση οι διατάξεις των άρθρων 174 και 180 Α.Κ. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι όποτε ο νομοθέτης θέλησε να επέλθει ακυρότητα απολύσεως λόγω παραβιάσεως διατάξεως νόμου, το προέβλεψε ρητώς (π.χ. άρθρο 3, 6 §1 ν. 1387/83). (...)

  1. Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., αναιρετική πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 4 και 8 του Π.Δ. 240/2006, 174 ΚΑΙ 180 ΑΚ κύρια βάση της αγωγής, παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Επ’αυτού, με την προσβαλλόμενη απόφαση, έγιναν δεκτά τα εξής: Ότι η ως άνω βάση της αγωγής των εναγόντων, επί της οποίας οι τελευταίοι στηρίζουν την αξίωσή τους για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεών τους, που επήλθε ως συνέπεια της απόφασης της εναγομένης να διακόψει οριστικά την λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα, για το λόγο ότι η τελευταία παρέλειψε και δεν τήρησε την υποχρέωσή της να τους ενημερώσει προηγουμένως σχετικά και να διαβουλευθεί μαζί τους, ισχυριζόμενοι ότι η κύρωση αυτή (ακυρότητα) πρέπει να επιβληθεί ως αναγ-καίο και αποτελεσματικό μέτρο, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 174 και 180 του ΑΚ, για την επίτευξη του σκοπού της διάταξης του άρθρου 4 του ΠΔ 240/2006, όπως αυτή ερμηνεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ, είναι νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι, η επικαλούμενη συμπεριφορά της εναγομένης, και αληθής υποτιθέμενη, δεν συνεπάγεται, κατά το νόμο, την ανωτέρω κύρωση, καθόσον η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 2 περιπτ. α’ του ΠΔ 240/2006 προβλέπει ότι, επί μη συμμορφώσεως προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την, ενδιαφέρουσα εν προκειμένω και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, διάταξη του άρθρου 4 αυτού, επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του ν. 2639/98 “Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων, σύσταση Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 205 Α’),(παρ. 45) όπως αυτό ισχύει και ήδη ενόψει της καταργήσεως του παραπάνω άρθρου με το άρθρο 33 παρ. 14 του νόμου 3996/2011,(παρ. 46) σύμφωνα με τα άρθρα 22 και 23 του νόμου 3996/2011.(παρ. 47) Ότι ενόψει δε της σαφούς και μονοσήμαντης γραμματικής διατύπωσης της διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 2 περιπτ. Α’ του ΠΔ 240/2006, το οποίο συμφωνεί απολύτως με το αντίστοιχο άρθρο 8 της Οδηγίας 2002/14/ΕΚ, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση σύγκρουσης εθνικού και κοινοτικού δικαίου και, συνακόλουθα, ερμηνείας του πρώτου σύμφωνης με το περιεχόμενο και τους σκοπούς του δεύτερου. Ότι ειδικότερα, δεν διαπιστώνεται αντίθεση μεταξύ των παραπάνω διατάξεων, αφού η επιλογή του εθνικού νομοθέτη για επιβολή διοικητικών κυρώσεων από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας είναι εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας, την οποία το άρθρο 8 της Οδηγίας καταλείπει στα κράτη μέλη, στα οποία επιβάλλει την υποχρέωση να φροντίζουν, ώστε να υπάρχουν οι κατάλληλες διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες που να επιβάλλουν την εκπλήρωση των εκ της οδηγίας υποχρεώσεων (παρ. 1) και να προβλέπουν τις κατάλληλες επιβλητέες κυρώσεις, όταν ο εργοδότης ή οι εκπρόσωποι των εργαζομένων παραβαίνουν αυτή, οι οποίες πρέπει να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές (παρ. 2). Ότι, επομένως, κατά την κοινοτική νομοθεσία, η επιβολή διοικητικής κύρωσης, μέσω διοικητικής διαδικασίας, θεωρείται το ίδιο αποτελεσματική, ανάλογη και αποτρεπτική με οποιαδήποτε δικαστική κύρωση και διαδικασία, γι’ αυτό και στο κείμενο του άρθρου 8 της παραπάνω Οδηγίας τα δύο αυτά είδη κυρώσεων και διαδικασιών προβλέπονται διαζευκτικά. Επομένως, υφίσταται συμφωνία της παραπάνω εθνικής και κοινοτικής διάταξης.(παρ. 48) Ακολούθως, το Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την ως άνω κύρια βάση της αγωγής. Έτσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Εφετείο με την ως άνω κρίση του ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και συνακόλουθα ο 1ος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
  1. Με τον 2ο από τους λόγους αναίρεσης οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Εφετείο παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 648, 649 παρ. 2, 281 και 288 ΑΚ και 17 παρ. 1 και 106 παρ. 2, 22 παρ. 2 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος κρίνοντας ότι τα επικαλούμενα από αυτούς περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να προβεί στις ένδικες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, ήτοι αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση για την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., πλημμέλεια. (...)

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγόντων και αληθείς υποτιθέμενοι δεν μπορούν να επιστηρίξουν την αιτούμενη αξίωσή τους για ακυρότητα των επίδικων καταγγελιών των εργασιακών συμβάσεών τους λόγω καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος της εναγόμενης, καθόσον κατατείνουν, άμεσα και έμμεσα, αφενός μεν στον ουσιαστικό έλεγχο της σκοπιμότητας και της αναγκαιότητας της επιχειρηματικής απόφασης της τελευταίας να παύσει οριστικά τη λειτουργία του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τους οικονομοτεχνικούς λόγους που επικαλέστηκε, για να δικαιολογήσει την απόφασή της αυτή (πτώση παραγωγής και μειωμένη ζήτηση), συνεπεία των οποίων προέβη στις επίμαχες καταγγελίες, αφετέρου δε στην έρευνα του πώς δημιουργήθηκαν οι οικονομοτεχνικές συνθήκες, που οδήγησαν στις επίμαχες καταγγελίες. Ωστόσο, ένας τέτοιος έλεγχος εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να ελέγξει τυχόν καταχρηστικότητα στην άσκηση του δικαιώματος της εναγόμενης να καταγγείλει τις εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων ως συνέπεια της παραπάνω εργοδοτικής - επιχειρηματικής απόφασής της, στα κατωτέρω τρία στάδια και δη α) της ύπαρξης οικονομοτεχνικού λόγου και οικονομικού σκοπού, β) της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επιχειρηματικής απόφασης της εναγόμενης να διακόψει οριστικά τη λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα και της καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων και γ) της ορθής επιλογής των εναγόντων ως απολυομένων. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η κατ’ ουσίαν έρευνα στα ανωτέρω στάδια δεν είναι δυνατή καθόσον 1ον) οι ενάγοντες δεν επικαλούνται στην αγωγή, πέραν των ανωτέρω, πρόσθετα περιστατικά που να συνιστούν μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία της εναγόμενης ως προς αυτούς, οπότε υπό προϋποθέσεις και εφόσον αποδεικνύονταν, θα καθιστούσαν καταχρηστική την επιλογή της αυτή. Ειδικότερα, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι η εναγόμενη, καίτοι διέκοψε την λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα επικαλούμενη πτώση της παραγωγής του, λόγω μειωμένης ζήτησης και κατήγγειλε τις εργασιακές συμβάσεις τους συνεπεία της παραπάνω απόφασής της, εντούτοις συνέχισε την λειτουργία του εργοστασίου της, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο και προσέλαβε άλλους στη θέση τους με μικρότερους μισθούς και με μειωμένα ή καθόλου επιδόματα, αποσκοπώντας όχι πραγματικά στην αντιμετώπιση οικονομοτεχνικών προβλημάτων, αλλά στην μείωση του κόστους εργασίας, ή ότι προσχηματικά επικαλέστηκε τους ανωτέρω λόγους και προσχηματικά έκλεισε το εργοστάσιό της στην Χαλκίδα, προκειμένου να μπορέσει να “απαλλαγεί” από τους ενάγοντες, απολύοντάς τους, επειδή ήταν ανεπιθύμητοι στην διοίκησή της λόγω της συνδικαλιστικής δράσης τους, των πολιτικών πεποιθήσεών τους ή για άλλους λόγους. Αντιθέτως, οι ίδιοι οι ενάγοντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι κατά τον ίδιο τρόπο η εναγόμενη εταιρεία προέβη στην καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων (229 άτομα) στο εργοστάσιό της στην Χαλκίδα, 2ον) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανωτέρω απόφασης της εναγομένης και των απολύσεων των εναγόντων είναι αυταπόδεικτος, ενόψει και του προαναφερόμενου ισχυρισμού των τελευταίων περί καταγγελίας των εργασιακών συμβάσεων σχεδόν του συνόλου των εργαζομένων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από τις επίδικες. Άλλωστε, η πρώτη κύρια βάση της αγωγής στηρίζεται στον ισχυρισμό των εναγόντων περί ακυρότητας των επίμαχων καταγγελιών, κατά παράβαση των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, μετά την απόφαση της διοίκησης και δη του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνει τις αιτούμενες από την εναγόμενη απολύσεις 229 εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας, μετά την οριστική διακοπή της λειτουργίας αυτού, κι όχι μόνο αυτές των εναγόντων και 3ον) οι ενάγοντες δεν ισχυρίζονται και δεν εκθέτουν στην αγωγή τους περιστατικά που να υποδηλώνουν ότι η εναγόμενη εργοδότρια επέλεξε να απολύσει ειδικά αυτούς, προκειμένου να αντεπεξέλθει στα επικαλούμενα οικονομικά προβλήματα του εργοστασίου της στην Χαλκίδα, χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά, υπηρεσιακά και κοινωνικά κριτήρια σε σύγκριση με άλλους συναδέλφους τους, που έπρεπε να απολυθούν και δεν απολύθηκαν και συγκεκριμένα, δεν εκθέτουν τις ανάγκες, την αρχαιότητα, την ηλικία, την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των ίδιων και άλλων απολυτέων συναδέλφων τους. Αντιθέτως, οι ενάγοντες βάλλουν κατά της επιχειρηματικής απόφασης της εναγομένης να παύσει την λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα και ζητούν να ελεγχθεί η απόφαση αυτή υπό το πρίσμα και πνεύμα της καταχρηστικότητας βάσει του άρθρου 281 ΑΚ, έλεγχος, ο οποίος δεν είναι επιτρεπτός.

Ότι, περαιτέρω, οι ενάγοντες, με το επικουρικό αίτημα της δεύτερης κύριας βάσης της αγωγής και με την τρίτη αγωγική βάση, επικαλούνται ότι οι επίμαχες καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων τους ως γενόμενες συνεπεία της ανωτέρω αποφάσεως της εναγομένης για διακοπή της λειτουργίας του εργοστασίου της στη Χαλκίδα, η οποία (απόφαση) λήφθηκε άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεως και διαβουλεύσεως μεταξύ των εκπροσώπων της εργοδότριας και των εργαζομένων και κατά παράβαση της έως τότε επιχειρησιακής πρακτικής, είναι άκυρες ως ασκούμενες κατά κατάχρηση του σχετικού δικαιώματος της εναγομένης , καθόσον μάλιστα είχε δημιουργηθεί στους ενάγοντες η πεποίθηση ότι δεν κινδυνεύουν οι θέσεις εργασίας τους. Τα ανωτέρω επικαλούμενα περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν κατά νόμο την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει τις εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων. Τούτο διότι, με τους ανωτέρω αγωγικούς ισχυρισμούς, που συνίστανται στο ότι λόγω του αιφνιδιαστικού χαρακτήρα της ανωτέρω επιχειρηματικής απόφασης περί οριστικής διακοπής του παραπάνω εργοστασίου, συνεπεία της οποίας έλαβαν χώρα οι επίμαχες καταγγελίες, αυτές ασκήθηκαν κατά κατάχρηση του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος, επιχειρείται, κατ’ έμμεσο τρόπο, ο ουσιαστικός δικαστικός έλεγχος της οικονομικής σκοπιμότητας και αναγκαιότητας της παραπάνω επιχειρηματικής απόφασης της εναγομένης εργοδότριας, ο οποίος δεν είναι δυνατός. Όπως δε αναλυτικά προεκτέθηκε, επί καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης για λόγους οικονομοτεχνικούς, ο δικαστικός έλεγχος της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού εργοδοτικού δικαιώματος διέρχεται τα προαναφερόμενα τρία στάδια.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε κατ’ ουσίαν έρευνα των σταδίων αυτών. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, οι ενάγοντες δεν εκθέτουν στην αγωγή τους ποια ήταν η προγενέστερη εκείνη συμπεριφορά της εναγομένης που τους δημιούργησε εύλογα και δικαιολογημένα την πεποίθηση ότι το εργοστάσιο της Χαλκίδας θα συνεχίσει να λειτουργεί, ενόψει και των διαλαμβανόμενων στην αγωγή (αντιφατικών) ισχυρισμών των ίδιων, ότι η εναγόμενη στο άμεσο παρελθόν και δη τον Δεκέμβριο του 2012 είχε επιχειρήσει την εφαρμογή στο παραπάνω εργοστάσιο του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο τελικά δεν εφαρμόστηκε, λόγω αποτυχίας των σχετικών διαβουλεύσεων ανάμεσα στους εκπροσώπους της εργοδότριας και των εργαζομένων. Ακολούθως, και οι παραπάνω αγωγικές βάσεις κρίνονται απορριπτέες ως νόμω αβάσιμες “. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Εφετείο με τις ως άνω παραδοχές, που συμπυκνώνονται στο γεγονός ότι η επιχειρηματική συμπεριφορά της εργοδότριας να διακόψει τη λειτουργία του εργοστασίου της στη Χαλκίδα, όταν εκδηλώνεται στα ως άνω πλαίσια, δεν ελέγχεται ως καταχρηστική, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και συνακόλουθα ο 2ος λόγος αναίρεσης κατά τα δύο σκέλη του είναι αβάσιμος. (...)

  1. Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση για την από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. πλημμέλεια και συγκεκριμένα ότι το Εφετείο, με την κρίση του ότι η ερειδόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ βάση της αγωγής, σύμφωνα με την οποία οι επίδικες καταγγελίες έγιναν επί σκοπώ παραβιάσεως του νόμου περί ομαδικών απολύσεων και συνεπώς είναι άκυρες ως καταχρηστικές, υπό την έννοια ότι η αναιρεσίβλητη κατένειμε σκοπίμως τον αριθμό των απολύσεών τους σε διαδοχικές περιόδους αναφοράς κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφύγει την εφαρμογή των δυσμενών για τα συμφέροντά της αναγκαστικών κανόνων του ν. 1387/83 και ιδίως την υποχρέωση ενημέρωσης και διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εναγομένων, για την οποία δέχτηκε εσφαλμένα ότι δεν έπρεπε να γίνει σε προγενέστερο των απολύσεων χρονικό διάστημα, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι 1ον) οι επίδικες απολύσεις είναι κάτω του νόμιμου ορίου των ομαδικών απολύσεων και 2ον) δεν επικαλούνται οι ενάγοντες ότι η εναγομένη προέβη σε αυτές αφενός μεν από μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία προς το πρόσωπό τους, αφετέρου δε χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των απολυτέων εργαζομένων, παραβίασε ευθέως τις διατάξεις των άρθρων 1, 5 και 6 της Οδηγίας 98/59/ΕΚ, 1, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1387/83 καθώς και την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ.
  1. Σχετικά με τον λόγο αυτό το Εφετείο δέχτηκε τα ακόλουθα: (...)

Κατά το σαφές νοηματικό περιεχόμενο του άρθρου 1 §1 του Ν. 1387/83, το χρονικό διάστημα, βάσει του οποίου υπολογίζονται τα όρια των απολύσεων (κατά αριθμητική μονάδα και ποσοστά, ανάλογα με το σύνολο του δυναμικού των εργαζομένων) που δεν θεωρούνται ομαδικές, είναι ο ημερολογιακός μήνας, δηλαδή το χρονικό διάστημα από την 1η ημέρα κάθε μήνα μέχρι την τελευταία ημέρα αυτού. Αντίθετη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, καθόσον, πέραν της ανωτέρω σαφούς γραμματικής διατυπώσεως της παραπάνω διατάξεως, εάν ο νομοθέτης ήθελε να ορίσει διαφορετική χρονική μονάδα αναφοράς και δη αυτήν των τριάντα ημερών, θα είχε χρησιμοποιήσει ακριβώς αυτήν την φράση, ενόψει και του ότι υπάρχουν μήνες με τριάντα μία ημέρες καθώς και ο Φεβρουάριος με είκοσι οκτώ ή είκοσι εννέα ημέρες. Επιχείρημα που συνηγορεί προς την ανωτέρω κρίση του Δικαστηρίου, αντλείται και από σαφή γραμματική διατύπωση της διάταξης της δεύτερης παραγράφου του παραπάνω άρθρου, η οποία θέτει ως αφετηριακό χρονικό σημείο υπολογισμού του απασχολούμενου προσωπικού, με βάση το οποίο θα υπολογιστούν και τα όρια των απολύσεων, την πρώτη ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα. Πρόσθετο επιχείρημα υπέρ της ανωτέρω κρίσεως του Δικαστηρίου αντλείται από την υπ’ αριθ. 32865/2.9.1983 Εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας,(παρ. 49) στην οποία στο κεφάλαιο “Έννοια ομαδικών απολύσεων” αναφέρεται ότι “με τις διατάξεις του άρθρου αυτού (1) κρίθηκε σκόπιμο να διατηρηθεί η μέθοδος που ισχύει μέχρι σήμερα, σύμφωνα με την οποία τα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις χαρακτηρίζονται ομαδικές, προσδιορίζονται κάθε φορά σε σχέση με τον αριθμό του προσωπικού που απασχολείται στην αρχή του κάθε μήνα, κατά τον οποίο ο εργοδότης εκδηλώνει την βούλησή του να πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις». Ζήτημα δε ερμηνείας του άρθρου 1 του Ν. 1387/83, σύμφωνης με τα διαλαμβανόμενα στην κοινοτική οδηγία 98/59/ΕΚ, στην οποία γίνεται λόγος για απολύσεις που πραγματοποιούνται εντός περιόδου τριάντα ημερών, χωρίς να τίθεται κάποιο συγκεκριμένο χρονικό σημείο έναρξης της 30θήμερης προθεσμίας, θεωρούμενης ως τέτοιας της αντίστοιχης ημέρας που πραγματοποιούνται οι απολύσεις, δεν συντρέχει ενόψει του ορίου που θέτει σε μία τέτοια ερμηνεία το σαφές νοηματικό περιεχόμενο της παραπάνω εθνικής διάταξης, όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωσή της. Ότι, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η προαναφερθείσα αγωγική βάση (ακυρότητα των επίδικων καταγγελιών διότι αυτές έλαβαν χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του ν. 1387/83 περί ομαδικών απολύσεων) κρίνεται μη νόμιμη και για το λόγο ότι ο αριθμός των απολυόμενων ανά ημερολογιακό μήνα δεν υπερβαίνει το ποσοστό, που ορίζει ο νόμος βάσει του συνόλου των εργαζομένων ( 2140) την 1-6-2013 στο εργοστάσιο της εναγομένης στη Χαλκίδα. ‘Οτι, περαιτέρω, ο αγωγικός ισχυρισμός περί ακυρότητας των επίδικων καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων, που έλαβαν χώρα μετά την από 26-4-2013 απόφαση του Υπουργού Εργασίας να μην εγκρίνει το αίτημα της εναγομένης για ομαδικές απολύσεις διακοσίων είκοσι εννέα (229) εργαζομένων με σκοπό την παραβίαση της απόφασης αυτής, κρίνεται μη νόμιμος, διότι 1ον) η εναγομένη εργοδότρια νόμιμα προέβη στις επίδικες απολύσεις, οι οποίες είναι κάτω του νόμιμου ορίου των ομαδικών απολύσεων, παρά την ολική απόρριψη του συνόλου των ομαδικών απολύσεων από την διοίκηση, καθόσον οι επίδικες απολύσεις των εναγόντων δεν υπερβαίνουν το όριο που θέτει η διάταξη του άρθρου 1 ν. 1387/83, πάνω από το οποίο οι γενόμενες απολύσεις θεωρούνται ομαδικές, επιπλέον δε δεν συμπίπτουν με τον αριθμό των απολύσεων (229), που δεν ενέκρινε ο Υπουργός Εργασίας και 2ον) οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ότι η εναγομένη προέβη στις συγκεκριμένες καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους αφενός μεν από μίσος, εμπάθεια ή κακοβουλία προς το πρόσωπό τους, αφετέρου δε χωρίς να τηρήσει αντικειμενικά κριτήρια (κοινωνικά και υπηρεσιακά) επιλογής αυτών προς απόλυση, καθόσον μάλιστα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι ίδιοι αναφέρουν στην αγωγή ότι η εναγομένη σχεδίασε και επιχείρησε την απόλυση συνολικά 229 εργαζομένων, μετά δε την απορριπτική απόφαση της διοίκησης προέβη σταδιακά σε απολύσεις, που ανά μήνα δεν υπερβαίνουν τον παραπάνω αριθμό, αλλά ούτε και το όριο που θέτει ο νόμος περί ομαδικών απολύσεων. Έτσι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις και συνακόλουθα ο 4ος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.(...)

  1. (...) Στην προκείμενη περίπτωση, με τον ένατο λόγο αναίρεσης, ο έκτος αναιρεσείων Α. Ν. ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθμ. 19 ΚΠολΔ, καθόσον η διατύπωση του πορίσματος, στο οποίο καταλήγει το Εφετείο ως προς το ζήτημα της καλόπιστης μη καταβολής πλήρους αποζημίωσης απόλυσης εκ μέρους της αναιρεσίβλητης στον ανωτέρω αναιρεσείοντα, είναι ενδοιαστική, δεδομένου ότι από τη διατύπωση αυτής προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με το λόγο της μη προσήκουσας καταβολής της αποζημίωσης και συγκεκριμένα με το αν τελικά η ελλιπής καταβολή οφείλεται σε εύλογη αμφιβολία ως προς την υποχρέωση καταβολής ή σε συγγνωστή πλάνη, δηλαδή στην αδυναμία της εναγομένης να διαγνώσει την υποχρέωσή της αν και κατέβαλε την προσήκουσα επιμέλεια ή σε παραδρομή(...), δ) την ανεπάρκεια της αιτιολογίας επιτείνει το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επί ποίων αποδοχών και με ποιο τρόπο υπολόγισε η εναγομένη την αποζημίωση αυτού και έτσι παραβίασε εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ. Άλλως, επικουρικά, κατά το 10ο λόγο αναίρεσης, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, ως προς το ίδιο κρίσιμο ζήτημα, το Εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 288 ΑΚ και δεν εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3198/1955 και 5 παρ. 1 του ν. 2112/20, καθόσον υπό τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε δεν συνέτρεχε περίπτωση εύλογης αμφιβολίας ή συγγνωστής πλάνης ή παραδρομής εκ μέρους της αναιρεσίβλητης για το καταβληθέν σ’ αυτόν ποσό της αποζημίωσης απόλυσης.
  1. Οι παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά, με τη βασιμότητα των 9ου και 10ου λόγων αναίρεσης, είναι οι εξής: Ο έκτος ενάγων προσλήφθηκε την 1-9-2005 με την ειδικότητα του τεχνολόγου μηχανολόγου μηχανικού, ότι η εργασιακή του σύμβαση έληξε με την καταγγελία από μέρους της εναγομένης εταιρείας, η οποία έλαβε χώρα στις 3-6-2013. Ότι ο έκτος ενάγων, κατά τον τελευταίο μήνα της απασχόλησής του στην εναγομένη, είχε τακτικές μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.634,61 ευρώ (...). Ότι η οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης ανέρχεται στο ποσό των 12.788, 84 ευρώ (2.634,61 Χ 4μήνες Χ1,21354229 (συντελεστής υπολογισμού επιδόματος αδείας κλπ)= 12.788,84 ευρώ. Ότι η εναγομένη κατέβαλε ως αποζημίωση στον έκτο ενάγοντα το ποσό των 12.524 ευρώ και συνεπώς η καταβληθείσα αποζημίωση υπολείπεται της οφειλομένης σ’ αυτόν κατά το ποσό των 264,84 ευρώ. Εκτίθεται περαιτέρω στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η εν λόγω διαφορά μεταξύ της οφειλομένης και της καταβληθείσας αποζημίωσης ανέρχεται σε πολύ μικρό ποσό, οφειλόμενη σε εσφαλμένο εκ μέρους της εναγομένης υπολογισμό για λόγο που δικαιολογείται από την καλή πίστη και δεν προκύπτει ότι έγινε από κακοβουλία, αλλά οφείλεται σε εύλογη αμφιβολία ή παραδρομή ως προς το ακριβές ποσό της αποζημίωσης, οπότε δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της καταγγελίας, όπως βάσιμα επικαλείται η εναγομένη. Ότι η εν λόγω καταγγελία δεν είναι άκυρη εκ του λόγου αυτού και η εναγομένη δεν κατέστη υπερήμερη, αφού προέκυψε από συγκεκριμένες συνθήκες ότι η καταβολή ελλιπούς αποζημίωσης απόλυσης και μάλιστα για πολύ μικρό ποσό σε σχέση με το μέγεθος της αποζημίωσης είναι, λαμβανομένου υπόψη ότι σε ορισμένες περιπτώσεις καταβλήθηκε μεγαλύτερη αποζημίωση, δικαιολογημένη κατά τις αρχές της καλής πίστης και δεν προκύπτει από κακοβουλία, αλλά οφείλεται σε εύλογη αμφιβολία ή παραδρομή ως προς το ακριβές ποσό της αποζημίωσης. Μετά τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη την ένσταση της εναγομένης περί συγγνωστής πλάνης, έκρινε ότι η καταγγελία είναι έγκυρη και ότι ο έκτος ενάγων δικαιούται μόνο να απαιτήσει τη συμπλήρωση της ελλιπούς αποζημίωσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 288 ΑΚ, δεδομένου ότι και υπό τις δύο εκδοχές που δέχθηκε το Εφετείο, ήτοι εύλογη αμφιβολία ή παραδρομή ως προς το ύψος της καταβληθείσας αποζημίωσης, δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία για την έλλειψη κακοβουλίας από μέρους της εναγομένης ως προς το ύψος της αποζημίωσης, αφού σύμφωνα με όλες τις παραδοχές της προσβαλλόμενης η καταβολή μικρότερου ποσού ήταν ανυπαίτια. (...)
  1. Αναφορικά με το αίτημα των εναγόντων περί υποβολής προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου και συγκεκριμένα των Οδηγιών 98/59 και 2002/14 και, αντίστοιχα, των διατάξεων του Ν. 1387/83 και του ΠΔ 240/2006, που ενσωματώνουν τις διατάξεις της προαναφερθείσας Οδηγίας στην ελληνική έννομη τάξη, αυτό κρίνεται απορριπτέο ως αβάσιμο, εφόσον το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας του πρωτογενούς ή δευτερογενούς δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλ. των Οδηγιών 98/59 και 2002,2014 καθώς και ερμηνείας του εσωτερικού δικαίου (Ν. 1337/1983 και Π.Δ 240/2006 ), κατά το μέρος που ενσωματώνουν όμοιες ρυθμίσεις της Ένωσης. (...)
  1. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 της υπ αριθ. 6./28.2.2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38),(παρ. 50) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 4046/2012 “Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της ..., του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της .... και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της Εθνικής Οικονομίας” (ΦΕΚ Α 28)(παρ. 51) και στο πλαίσιο της χορηγηθείσας νομοθετικής εξουσιοδότησης (ΟλΣτΕ 2307/2014),(παρ. 52) ορίζεται ότι: “Οι κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα λήξει ή θα καταγγελθεί εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο από τη λήξη ή την καταγγελία της. Κανονιστικοί όροι Συλλογικής Σύμβασης που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του Ν. 4046/2012. Με την πάροδο του τριμήνου και εφόσον εν τω μεταξύ δεν έχει συναφθεί νέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, εξακολουθούν να ισχύουν από τους κανονιστικούς όρους εργασίας αποκλειστικώς εκείνοι οι όροι που αφορούν α) το βασικό μισθό ή το βασικό ημερομίσθιο και β) τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικινδύνου εργασίας, εφόσον τα επιδόματα αυτά προβλέπονταν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας που έληξαν ή καταγγέλθηκαν, ενώ παύει αμέσως να ισχύει κάθε άλλο προβλεπόμενο σε αυτές επίδομα. Η προσαρμογή των συμβάσεων στις διατάξεις του προηγουμένου εδαφίου γίνεται χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων. Οι όροι του τρίτου εδαφίου εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν από εκείνους της νέας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ή της νέας ή τροποποιημένης ατομικής σύμβασης”. Με τη διάταξη της παρ. 6 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν και για τις Διαιτητικές Αποφάσεις. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά το στάδιο της μετενέργειας, ήτοι κατά τη χρονική περίοδο μετά την πάροδο του προβλεπομένου ως άνω τριμήνου από την καταγγελία συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, οπότε λήγει η ισχύς των όρων αυτής, οι κανονιστικοί όροι συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή εξομοιουμένων με αυτές διαιτητικών αποφάσεων που αφορούν το βασικό μισθό και τα ανωτέρω επιδόματα εξακολουθούν να ισχύουν ως προσωρινά πλέον ενσωματωμένοι ενοχικοί όροι των ήδη εν ισχύϊ ατομικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 453/2010), ενώ παύουν αμέσως να ισχύουν ρυθμίσεις αυτών που προέβλεπαν την καταβολή οποιουδήποτε άλλου επιδόματος. Για την παύση της καταβολής των λοιπών ως άνω επιδομάτων, πλην δηλαδή των επιδομάτων ωρίμανσης (τριετιών, πολυετίας), τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας, δεν απαιτείται κατά νόμο συναίνεση του εργαζομένου, ούτε προηγούμενη ενημέρωση των μισθωτών, αφού αυτή επιβάλλεται ευθέως από το νόμο. Η επαναχορήγηση των καταργηθέντων ως άνω επιδομάτων μπορεί να γίνει με σχετική πρόβλεψη σε νέα συλλογική σύμβαση εργασίας ή διαιτητική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως η κατάρτιση νέας αντίθετης ατομικής συμφωνίας μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού ή η τροποποίηση της ήδη ισχύουσας τοιαύτης που να προβλέπει τη συνέχιση της χορήγησης των καταργηθέντων επιδομάτων, η οποία μπορεί να γίνει και σιωπηρά ( ΑΠ 1096/2018 ). Περαιτέρω, η επιχειρησιακή συνήθεια, δηλαδή η πρακτική που έχει διαμορφωθεί από μακροχρόνιο και ομοιόμορφο χειρισμό ορισμένων ζητημάτων, που ανάγονται στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτού, μέσα στο χώρο μιας επιχείρησης, δεν αποτελεί από μόνη της πηγή γένεσης αξιώσεων, μπορεί, όμως, να αποτελέσει βάση σιωπηρής συμφωνίας. Αυτό συμβαίνει όταν ο εργοδότης, είτε ρητά, με ανακοίνωσή του, υπόσχεται στους εργαζόμενους τη χορήγηση μελλοντικών παροχών υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είτε χωρίς θετική υπόσχεση χορηγεί συνεχώς τέτοιες στους εργαζόμενους, οπότε η αποδοχή των παροχών αυτών από τους τελευταίους παρέχει τη βάση συμβατικής δέσμευσης και αφαιρεί από την πράξη το χαρακτήρα της μονομερούς και συνεπώς ελευθέρως ανακλητής θέλησης. Για την ύπαρξη, όμως, επιχειρησιακής συνήθειας απαιτείται η συμπεριφορά του εργοδότη να είναι γενική και απρόσωπη, να αντιμετωπίζεται, δηλαδή, το ίδιο θέμα κατά τρόπο γενικό, μακροχρόνιο και ομοιόμορφο. Η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο ύψος της καταβαλλόμενης κατά την αποχώρηση του μισθωτού αποζημιώσεως (Ολ ΑΠ 1144/ 1983,(παρ. 53) ΑΠ 226/2014, ΑΠ 258/2012,(παρ. 54) ΑΠ 1277/2010, ΑΠ 1801/2008).(παρ. 55) Ακολούθως, με την υποπαράγραφο ΙΑ 12 § 3 ν. 4093/ 2012(παρ. 56) προβλέπεται για τους εργαζόμενους, που κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4093/2012) έχουν υπηρεσία στον ίδιο εργοδότη 17 έτη συμπληρωμένα και άνω, ότι, εκτός της προβλεπόμενης στην προηγούμενη περίπτωση αποζημίωσης, δικαιούνται επιπλέον αποζημίωσης η οποία αυξάνεται κατά ένα μηνιαίο μισθό για κάθε επιπλέον έτος υπηρεσίας μέχρι και τους 12 μηνιαίους μισθούς για όσους έχουν συμπληρώσει 28 έτη και άνω προϋπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη. Για τον ανωτέρω υπολογισμό λαμβάνονται υπόψη: α) ο χρόνος προϋπηρεσίας που είχε συμπληρώσει ο υπάλληλος κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού (4093/2012) ανεξάρτητα από το χρόνο απόλυσής του και β) οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης που δεν υπερβαίνουν το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Σε περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 8 του ν. 3198/55, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί, λαμβάνονται υπόψη για τον ανωτέρω υπολογισμό οι τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, με την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 3198/55. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, την ειδικά προβλεπόμενη επιπλέον αποζημίωση της περίπτωσης 3 της υποπαραγράφου ΙΑ. 12 του άρθρου πρώτου του Ν.4093/ 2012, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 34 ν. 4111/2013,(παρ. 57) την δικαιούνται μόνον εργαζόμενοι οι οποίοι στις 12-11-2012, ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4093/2012, συμπλήρωσαν στον ίδιο εργοδότη υπηρεσία 17 ετών και άνω (ΑΠ 84/ 2016).(παρ. 58) Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ακόμα και μετά την έκδοση της παραπάνω ΠΥΣ, αν ο μισθωτός αμείβεται με αποδοχές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται βάσει επιχειρηματικής συνήθειας και καταργηθέντα από την ΠΥΣ επιδόματα κλπ και με τον τρόπο αυτό οι μηνιαίες αποδοχές του ξεπερνούν το ποσό των 2000 ευρώ μηνιαίως και πάλι η αποζημίωση απόλυσής του θα υπολογιστεί με βάση τον προπεριγραφέντα περιορισμό των 2000 ευρώ μηνιαίως.
  1. Με τον πρώτο λόγο, κατά το 1° σκέλος του, της από 8-2-2019 αίτησης αναίρεσης της εναγομένης εταιρείας αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ 1. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Εφετείο, κατ’εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των σχετικών με την αποζημίωση απόλυσης διατάξεων και ειδικότερα αυτή της υποπαραγράφου ΙΑ 12 § 3 ν. 4093/2012, υπολόγισε για τον μετά την 12.11.2012 χρόνο υπηρεσίας του αναιρεσιβλήτου Α. Α. ( 10ου ενάγοντος) την αποζημίωση απόλυσης με μηνιαίες αποδοχές, που υπερβαίνουν το ανώτατο όριο που θέτουν οι διατάξεις που αφορούν την αποζημίωση απόλυσης, καθόσον προσαύξησε τη νόμιμη μηνιαία βάση υπολογισμού τής αποζημιώσεως για την πέραν των 17 συμπληρωμένων ετών υπηρεσία του (€ 2.000,00) όχι μόνον κατά την αναλογία των επιδομάτων αδείας και εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων (συντελεστής 1,2135422), αλλά και κατά την αναλογία αμοιβής νυκτερινής εργασίας και εργασίας Κυριακών (συντελεστής 1,2520), πράγμα που οδηγεί σε υπέρβαση τού ανωτάτου νομίμου ορίου και έχει ως συνέπεια να δεχθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η οφειλόμενη για το πέραν των 16 ετών χρόνο υπηρεσίας αποζημίωση ανέρχονταν σε 30.387,09 ευρώ, αντί του ορθού των 20.000 ευρώ.

23.Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα ουσιώδη, όσον αφορά τον ερευνώμενο αναιρετικό λόγο: (...) Ότι κατά την επιχειρησιακή πρακτική που είχε διαμορφωθεί και προκειμένου να καθίσταται ευχερής ο συνυπολογισμός στο βασικό μηνιαίο μισθό των εναγόντων Α) αφενός μεν της αναλογίας για τις μηνιαίες προσαυξήσεις των διαφόρων επιδομάτων, που χορηγούνταν μόνιμα, σταθερά και τακτικά και δη των επιδομάτων για εργασία κατά τις Κυριακές και τις αργίες, σε όσους εργάζονταν με εναλλασσόμενη βάρδια, για τις παροχές σε είδος (κουπόνια για τις εορτές Πάσχα και Χριστουγέννων), για πριμ συμμετοχής, για οικονομική ενίσχυση σπουδών μαθητών-σπουδαστών- νηπίων, ως και επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού, για όσους είχαν τέκνα και για επίδομα αλλαγής προγράμματος εργασίας, σε όσους είχαν συμφωνήσει με την διοίκηση της εταιρείας την αλλαγή του προγράμματος εργασίας τους, προκειμένου να καλυφθεί η απώλεια ενός μέρους των προσαυξήσεων λόγω νυχτερινής εργασίας, Β) αφετέρου δε της αναλογίας για τις μηνιαίες προσαυξήσεις των επιδομάτων κανονικής αδείας, των εορτών του Πάσχα και των Χριστουγέννων και της παροχής εργασίας κατά τις νύχτες και τις Κυριακές, είχε διαμορφωθεί συγκεκριμένος τύπος υπολογισμού της αποζημίωσης και ειδικότερα ο ακόλουθος: βασικός μισθός + μηνιαία αναλογία επιδομάτων όποιων και για όσους τα λάμβαναν (Κυριακές - αργίες, κουπόνια, πριμ συμμετοχής, επίδομα οικονομικής ενίσχυσης μαθητών - σπουδαστών, επίδομα βρεφονηπιακού σταθμού και επίδομα αλλαγής προγράμματος εργασίας) Χ 1,2135422 (συντελεστής υπολογισμού στην αποζημίωση της μηνιαίας αναλογίας για προσαυξήσεις επιδομάτων αδείας και εορτών) Χ 1,2520 (συντελεστής υπολογισμού στην αποζημίωση της μηνιαίας αναλογίας για προσαυξήσεις λόγω παροχής εργασίας τη νύχτα και κατά την ημέρα της Κυριακής). Ότι, σύμφωνα με τον προαναφερθέντα τύπο υπολογισμού της αποζημίωσης, οι ενάγοντες έπρεπε να λάβουν, κατά την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας κατά τον μήνα Ιούνιο του έτους 2013 για τους εννέα πρώτους ενάγοντες και κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2013 για τους λοιπούς δέκα ενάγοντες, και σύμφωνα με το ύψος των τακτικών μηνιαίων αποδοχών τους κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησής τους, τις ακόλουθες αποζημιώσεις ... (...) Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν παραβίασε ευθέως τις προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και ειδικότερα τη διάταξη της υποπαραγράφου ΙΑ 12 παρ. 3 του Ν. 4093/2012, κατά τον υπολογισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης του αναιρεσιβλήτου Α. Α., αφού δέχθηκε ότι ο υπολογισμός αυτής έγινε με βάση τις τακτικές αποδοχές των 2000 ευρώ το μήνα, όπως ορίζουν οι προαναφερθείσες διατάξεις, αλλά το προσαύξησε κατά την αναλογία τού επιδόματος αδείας και των επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων (συντελεστής 1,2135422) και το προκύψαν μέγεθος το προσαύξησε και κατά την αναλογία αμοιβής νυκτερινής εργασίας και εργασίας Κυριακών (συντελεστής 1,2520), για το λόγο ότι, με βάση τις παραδοχές της, είχε δημιουργηθεί στην αναιρεσείουσα επιχειρησιακή συνήθεια ως προς τον ανωτέρω τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης, ο οποίος αφορούσε όλους τους εργαζόμενους και δεν μεταβλήθηκε μέχρι το χρόνο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσιβλήτου, η συνήθεια δε αυτή μπορεί να αναφέρεται και στην αποζημίωση απόλυσης. Επομένως, εφόσον λόγω της επιχειρησιακής αυτής συνήθειας υπολογίσθηκε η αποζημίωση απόλυσης με τον προαναφερόμενο τρόπο, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, κατά το 1° σκέλος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.