Άρειος Πάγος 771/2017: «περί βιβλιαρίου υγείας και εκ περιτροπής εργασίας»

Περίληψη: Υποχρέωση εφοδιασμού με βιβλιάριο υγείας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία τροφίμων και ποτών– Άκυρη η σύμβαση εργασίας εν ελλείψει βιβλιαρίου υγείας – Η ακυρότητα ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο –Εάν εξακολουθήσει η παροχή της εργασίας μετά την απόκτηση του βιβλιαρίου υγείας ή την θεώρησή του, θεωρείται ότι επικυρώθηκε η άκυρη σύμβαση – Περίπτωση επιχειρήσεως παρασκευής και πωλήσεως μαντολάτου – Μονομερώς επιβαλλόμενη από τον εργοδότη εκ περιτροπής εργασία. Για τη νόμιμη επιβολή της απαιτείται ο περιορισμός της δραστηριότητος του εργοδότη σε βαθμό που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους – Δεν είναι νοητή η επιβολή εκ περιτροπής εργασίας χωρίς εναλλάξ παροχή της εργασίας – Προϋπόθεση για τη νόμιμη επιβολή μονομερους εκ περιτροπής εργασίας αποτελεί και η ενημέρωση και διαβούλευση με τους μισθωτούς, η οποία αφορά όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων – Η επιβολή μονομερούς εκ περιτροπής απασχολήσεως χωρίς την τήρηση των απαιτούμενων όρων και προϋποθέσεων συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή.

 

 

Αρείου Πάγου 771/2017 - Τμ. Β2

Πρόεδρος: ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΑΡΕΛΛΟΥ

Εισηγητής: Ν. ΠΙΠΙΛΙΓΚΑΣ

Δικηγόροι: Σπ. Παυλάτος - Παν. Πρόκος

Από τη διάταξη του άρθρου 14 της με αριθμό Α1β/8557/83 κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας (ΦΕΚ Β’ 526), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ΑΝ 2520/40 και αντικαταστάθηκε με την με αριθμό 8405/29-10-1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 665 Β’), όπως αυτή ίσχυε κατά την επίδικη περίοδο πριν τη κατάργησή της με το άρθρο 19 παρ. 8 της κανονιστικής απόφασης του Υπουργού Υγείας με αριθμό Υ1γ/ΓΠ/οικ/96967/12 (ΦΕΚ Β 2718),(παρ. 16) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 3, 174 και 180 του ΑΚ, συνάγεται ότι η έλλειψη βιβλιαρίου υγείας ή η μη θεώρησή του επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας των μισθωτών που απασχολούνται με την παρασκευή, προετοιμασία και συσκευασία των τροφίμων και ποτών για τη διάθεσή τους στην κατανάλωση ή παρέχουν υπηρεσίες προς το κοινό, οι οποίες προϋποθέτουν ή συνεπάγονται άμεση επαφή με τον καταναλωτή των τροφίμων ή των ποτών ή με τον χρήστη των υπηρεσιών, αφού τότε μόνο υπάρχει ο κίνδυνος να μεταδοθούν στο τελευταίο τα νοσήματα από τα οποία αυτοί τυχόν πάσχουν ή τα μικρόβια, οι ιοί ή τα παράσιτα, των οποίων είναι τυχόν φορείς (ΑΠ 1113/13,(παρ. 17) ΑΠ 709/08,(παρ. 18) ΑΠ 1098/03).(παρ. 19) Η άνω ακυρότητα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, λόγω ελλείψεως του βιβλιαρίου υγείας, ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, επειδή αφορά τη δημόσια τάξη, καθόσον η ύπαρξη του βιβλιαρίου υγείας αποβλέπει στη προστασία της δημόσιας υγείας (ΑΠ 904/04).

Συνεπώς στη περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας εξ αιτίας της ελλείψεως βιβλιαρίου υγείας, ο εργαζόμενος διατελεί σε απλή σχέση εργασίας με τον εργοδότη του και δικαιούται να αξιώσει από αυτόν κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθ. 904 επ. ΑΚ) την απόδοση της ωφέλειας που αποκόμισε ο εργοδότης από την παρασχεθείσα εργασία (ΑΠ 1667/10). Αν όμως μετά την απόκτηση του βιβλιαρίου υγείας ή τη θεώρησή του εξακολουθεί η παροχή της σχετικής εργασίας, θεωρείται ότι επικυρώθηκε η άκυρη σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματά της σαν να ήταν από την αρχή έγκυρη, σύμφωνα με το άρθρο 183 του ΑΚ.(παρ. 20) Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή που ερείδεται σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και επιδιώκει την πληρωμή οφειλόμενων διαφορών από μισθολογικές αξιώσεις, δεν απαιτείται να διαλαμβάνεται στο δικόγραφό της ότι ο εργαζόμενος ήταν εφοδιασμένος με βιβλιάριο υγείας στις περιπτώσεις που τούτο απαιτείται, διότι η αναφορά «σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας» στο δικόγραφο της αγωγής έχει την έννοια της έγκυρης σύμβασης, ενώ η έλλειψη του βιβλιαρίου υγείας αποτελεί ένσταση του εναγόμενου εργοδότη περί ακυρότητος της συμβάσεως αυτής, η παραδοχή της οποίας συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως ουσία αβάσιμης (ΑΠ 439/10, ΑΠ 65/09, ΑΠ 1098/03) και όχι ως αόριστης. Στην περίπτωση προβολής κατά την συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκ μέρους του εναγομένου εργοδότη ισχυρισμού περί ακυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας λόγω ελλείψεως του βιβλιαρίου υγείας του ενάγοντος μισθωτού στις περιπτώσεις που το απαιτεί ο νόμος, ο μισθωτός, αντικρούοντας την ένσταση αυτή και μαχόμενος υπέρ της εγκυρότητας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού, μπορεί να προσκομίσει με επίκληση το βιβλιάριο υγείας αυτού το πρώτον και μετά τη συζήτηση με την προσθήκη στις προτάσεις του, αφού η επίκληση αυτή γίνεται προς απόκρουση αυτοτελούς ισχυρισμού του αντιδίκου του, προταθέντος κατά τη συζήτηση, σύμφωνα με τα άρθρα 238, 270 και 591 παρ. 1, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το Ν. 4335/15 (ΑΠ 439/10).

Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο κατά το πρώτο αυτού σκέλος από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία προσάπτει στη προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό αυτής περί ακυρότητας των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας των αναιρεσιβλήτων που απασχολούντο σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα στην επιχείρηση παρασκευής και πώλησης μαντολάτου, μάντολας και παστελιού της αναιρεσείουσας εταιρίας λόγω ελλείψεως βιβλιαρίου υγείας αυτών, την κατοχή του οποίου έπρεπε αυτοί να επικαλεσθούν, και εν συνεχεία εσφαλμένως επιδίκασε σε αυτούς κατά μερική παραδοχή των αγωγών αυτών, ως ουσιαστικά βάσιμων, χρηματικές διαφορές από αξιώσεις αυτών από την παροχή της εργασίας τους δυνάμει των ρυθμίσεων των επικαλουμένων στις αγωγές συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που προϋποθέτουν όμως έγκυρες ατομικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αυτών, και όχι δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, τις οποίες όφειλε να εφαρμόσει, λόγω της αυτεπαγγέλτως ερευνωμένης από το Δικαστήριο απόλυτης ακυρότητας των πιο πάνω συμβάσεων, ενόψει μάλιστα ότι τοιαύτη βάση (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) δεν περιεχόταν στις αγωγές. Ο ανωτέρω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά από επικύρωση της ομοίως αποφανθείσας απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι αμφότεροι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ήταν εφοδιασμένοι με το απαιτούμενο κατά νόμο και προσηκόντως θεωρημένο βιβλιάριο υγείας και κατά συνέπεια ορθά απέρριψε εκ του πράγματος τον περί ακυρότητας των πιο πάνω συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ισχυρισμό της εναγομένης - εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας εταιρίας. Επίσης ορθώς με ειδική σκέψη απέρριψε και τον περί απαραδέκτου των αγωγών, λόγω αοριστίας αυτών, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας εταιρίας, διότι η κατοχή θεωρημένου βιβλιαρίου υγείας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής του μισθωτού. (...)

Με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/90 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/98 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/00 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/10 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/10 (ΦΕΚ Α’ 212) ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: «Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών, κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 240/06 και του Ν. 1767/88. Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας». Κατά δε την παρ. 4 του ιδίου άρθρου «Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητά τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας. Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα: 1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και 2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 468/12), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησής του, να επιβάλει στην επιχείρησή του «σύστημα εκ περιτροπής εργασίας», μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι: α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη, β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 1252/14), γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας. Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο «αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας», προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους. Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μειώσεως της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγκης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής. Από την πρόβλεψη δε επιβολής «συστήματος εκ περιτροπής εργασίας» αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής. Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας. Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ. 3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/90, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 1252/14,(παρ. 21) σχετ. ΑΠ 969/11 υπό το πριν το Ν. 3846/10 ισχύον νομοθετικό καθεστώς). Συνακόλουθα δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στη περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το ΠΔ 240/06 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/ΕΚ, στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία. Η ενημέρωση αυτή,(παρ. 22) η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης. Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ’ άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας. Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση με τους εργαζομένους, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου. Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στη περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων, σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του ΠΔ/τος 240/06 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/88 (σχετ. ΑΠ 1252/14), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στο τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης. Τούτο ενισχύεται και από τη ρύθμιση της παρ. 4 περ. δ του πιο πάνω άρθρου, που ορίζει ότι η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων, εάν ελλείπουν οι κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων στην επιχείρηση αυτή. Αντίθετη άλλωστε ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την αιφνίδια και χωρίς προηγούμενο διάλογο επιβολή του επαχθούς εκ του αποτελέσματος μέτρου της εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση του εργοδότη, δια της οποίας τροποποιούνται μονομερώς επί τα χείρω και κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής pacta sunt servanda οι όροι της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού και θα περιόριζε την καθιέρωση του εν λόγω διαλόγου σε μικρό αριθμό επιχειρήσεων, ενόψει και της δομής της Ελληνικής Οικονομίας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 Ν. 2112/20, διότι λαμβάνει χώρα κατ’ ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο. Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/20 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθ. 361 ΑΚ), εφ’ όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/20 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/20 και 1 και 5 του Ν. 3198/55 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 3198/55 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/20 (και επί εργατοτεχνιτών, των άρθρων 3 και 5 του ΒΔ/τος της 16/18-7-1920 που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθ. 12 παρ. 2 του Ν. 2112/20), 174 και 180 του ΑΚ, η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού με ποινή την σχετική ακυρότητα αυτής υπέρ του μισθωτού, πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η προβλεπομένη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω μή τηρήσεως των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων, η σύμβαση εργασίας δεν λύεται και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση παραμένουν ακέραια. Έτσι ο εργαζόμενος, για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας) [...]