Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 5405/2017: «περί μεταβίβασης επιχειρήσεως και πτώχευσης»

Περίληψη: Έννοια «μεταβιβάσεως επιχειρήσεως» – Για να υπάρχει μεταβίβαση πρέπει τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία της επιχειρήσεως να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα, ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό. Η επί μακρόν διακοπή της λειτουργίας της επιχειρήσεως είναι δυνατόν να μεταβάλει την ταυτότητά της, ενώ προσωρινή διακοπή δεν μεταβάλλει κατά κανόνα την ταυτότητα της επιχ/σεως - Κριτήρια για την ύπαρξη μεταβιβάσεως – Οι διατάξεις περί μεταβιβάσεως των άρθρων 4 και 5 ΠΔ 178/02 δεν έχουν εφαρμογή όταν ο μεταβιβάζων ευρίσκεται σε διαδικασία πτωχεύσεως.

 

Μονομ. Πρωτοδικείου Αθηνών 5405/2017 (Τμ. Ασφαλ. Μέτρων)

Πρ. Πρωτοδικών: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΕΒΕΝΙΩΤΗΣ

Δικηγόροι: Παν. Λιακόπουλος και Δημ. Περπατάρης - Γεώργιος Μελισσάρης

Κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Ν. 2112/20 «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχομένη, ουδόλως επηρεάζει την εφαρμογήν των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος νόμου». Κατά δε το άρθρο 4 του ΠΔ/τος 178/02 «Περί προστασίας δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων αυτών», που ισχύει από 17-7-2001 (άρθρο 12 αυτού) με το οποίο, αφού καταργήθηκε το, αναλόγου σκοπού, ΠΔ 572/88, εναρμονίστηκε η Ελληνική νομοθεσία με την οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης 77/187/14-2-1977, με τις διατάξεις του οποίου ρυθμίζονται οι συνέπειες της μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, εφόσον διατηρείται η ταυτότητα της επιχειρήσεως και η οικονομική της δραστηριότητα, στις εργασιακές σχέσεις, με βασικές αρχές την προστασία της υπόστασης και του περιεχομένου των σχέσεων εργασίας του προσωπικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης, την παράλληλη, εις ολόκληρον ευθύνη παλαιού και νέου εργοδότη και την ενίσχυση των συμμετοχικών δικαιωμάτων των εργαζομένων διά της μεταβιβάσεως και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταβιβάζονται στο διάδοχο. Ο μεταβιβάζων, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο, που αναλαμβάνει ο διάδοχος. Μετά τη μεταβίβαση, ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας, που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, και 4 παρ. 1, 2 του Προεδρικού αυτού Διατάγματος, οι οποίες εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων σε άλλον εργοδότη, ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του ΠΔ/τος, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας. Ως «μεταβιβάζων» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης, ενώ ως «διάδοχος» νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, κατά την έννοια αυτών, μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών, είναι η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον, εφόσον δεν μεταβάλλεται η ταυτότητα της επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως, εφόσον, δηλαδή, συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση. Η μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, συνεπάγεται ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή της μεταβίβασης, αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξάρτητα από οποιαδήποτε συναίνεση των εργαζομένων. Ο νέος εργοδότης υπεισέρχεται σε όλες τις υποχρεώσεις, που απορρέουν από τις προϋφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, χωρίς αυτές και τα εν γένει δικαιώματα των μισθωτών να επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, είτε τα δικαιώματα αυτά προέρχονται από ΣΣΕ, είτε από ατομική σύμβαση εργασίας ή από διαιτητική απόφαση, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητά της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Διατήρηση της ταυτότητάς της σημαίνει ότι διατηρούνται αμετάβλητες οι θέσεις εργασίας του προσωπικού της και συνεπώς δικαιολογείται ο νέος φορέας της να αναλάβει τις εργασιακές σχέσεις που συνδέονται με αυτές. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει. Επομένως εάν ο τέως εργοδότης δεν απέλυσε προτού να μεταβιβάσει την επιχείρηση του, τους εργαζόμενους σ’ αυτή μισθωτούς, ο νέος εργοδότης υποχρεούται να δεχθεί τη συνέχιση της εργασίας τους, χωρίς βέβαια να απαιτείται η σύναψη νέας σύμβασης εργασίας μεταξύ αυτού και των μισθωτών. Εάν τυχόν αρνηθεί, θεωρείται ότι τους απέλυσε άκυρα, με όλες τις επιζήμιες γι’ αυτόν συνέπειες. Νοείται ότι εάν ο νέος εργοδότης επιθυμεί, μπορεί να καταγγείλει τις υπάρχουσες συμβάσεις εργασίας, αφού βέβαια τηρήσει τις νόμιμες διατυπώσεις. Στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισμό του ποσού της οφειλόμενης αποζημίωσης συνυπολογίζεται ολόκληρος ο χρόνος εργασίας του μισθωτού, δηλαδή συμπεριλαμβάνεται και αυτός που έχει διανυθεί στον προηγούμενο εργοδότη (ΑΠ 200/09, ΔΕΝ 2009/ σελ.1291). Οι ίδιες έννομες συνέπειες επέρχονται και στην περίπτωση που προς καταστρατήγηση των παραπάνω προστατευτικών διατάξεων υποχρεωθεί ο μισθωτός, που συνεχίζει αδιάλειπτα την εργασία του στην επιχείρηση, να καταγγείλει τη σύμβασή του με τον αρχικό εργοδότη και ευθύς εν συνεχεία να υπογράψει νέα σύμβαση εργασίας με το διάδοχο εργοδότη (ΑΠ 259/06, ΕλλΔνη 2007/1405). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών (άρθρο 2 ΠΔ 572/88 και ΠΔ 178/02) πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία της επιχειρήσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό (ΑΠ 1319/15, ΑΠ 14/12, ΑΠ 431/10, ΑΠ 1150/07 ΝΟΜΟΣ). Η μεταβολή αφορά το πρόσωπο του φορέα της μονάδας και όχι την ίδια. Η ταυτότητα της επιχειρήσεως δεν μεταβάλλεται από το γεγονός ότι ο διάδοχος προσέθεσε στα μεταβιβαζόμενα στοιχεία και νέα (νέα μηχανήματα, εγκαταστάσεις, προσέλαβε και νέο προσωπικό, τροποποίησε μερικώς τον σκοπό π.χ. επέκταση εργασιών, παραγωγή και νέων προϊόντων κ.λπ., ΕφΑΘ 6363/07, ΕΕΡΓΔ 2007/761). Η επί μακρόν διακοπή της λειτουργίας της επιχείρησης είναι δυνατόν να μεταβάλει την ταυτότητα της επιχείρησης, γιατί στην περίπτωση αυτή η οργάνωση, η φήμη, η πελατεία εξαφανίζονται. Ωστόσο, εκτός από τη διακοπή πρέπει να συνεκτιμώνται και άλλα στοιχεία προς διαπίστωση αν υπάρχει μεταβίβαση της επιχείρησης. Προσωρινή διακοπή δεν μεταβάλλει κατά κανόνα την ταυτότητα της επιχείρησης (ΑΠ 1850/06, ΕλλΔνη 2009/1707).

Η κρίση για τη διατήρηση ή μη της ταυτότητας της οικονομικής μονάδας και, επομένως, για το αν συντρέχει μεταβίβαση επιχείρησης, εκμετάλλευσης ή τμημάτων τους, εξαρτάται από τη συνολική εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Στο πλαίσιο της συνολικής αυτής εκτίμησης κρίσιμα είναι τα εξής στοιχεία: 1) Η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων (κτίρια, μηχανήματα κ.λπ.), 2) η μεταβίβαση ή μη άυλων αγαθών και η αξία τους, 3) η απασχόληση ή μη σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού της μεταβιβαζόμενης επιχείρησης από τον νέο επιχειρηματία. 4) η μεταβίβαση ή μη της πελατείας. 5) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά τη μεταβίβαση, και 6) η διάρκεια της ενδεχόμενης διακοπής των δραστηριοτήτων αυτών (ΑΠ 1850/06 ΧρΙΔ 2007. 258. βλ. και Γνωμοδότηση Δημ. Ζερδελή σε ΔΕΝ 2009.1169. με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ και στην εθνική νομολογία). Τα κρίσιμα στοιχεία για την κατάφαση της έννοιας της «μεταβίβασης επιχείρησης» δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα, αλλά, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης, εφόσον η σημασία τους δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένη, ενώ η βαρύτητα που θα αποδοθεί στο κάθε κριτήριο, στο πλαίσιο πάντοτε συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το είδος της επιχείρησης ή εγκατάστασης για την οποία πρόκειται και από τις εφαρμοζόμενες σε αυτή μεθόδους παραγωγής και εργασίας (Δημ. Ζερδελής, Γνωμοδότηση, ό.π., ΔΕΚ 17-12-1987. Συλλογή Νομολογίας 1987. σ. 5479. ΔΕΚ 11.3.1997. Συλλογή Νομολογίας 1997. σ. 1275. ΔΕΚ 25-1-2001 ΝΖΑ 2001. 249. ΔΕΚ 4-1-2002). Τελικά δε κρίσιμο είναι να διαπιστωθεί, βάσει της συνολικής αξιολόγησης, αν ο «διάδοχος» αναλαμβάνει πράγματι μία οργάνωση εργασίας που έχει δημιουργήσει ένας άλλος, για την επιδίωξη κατά τρόπο διαρκή και σταθερό συγκεκριμένου οικονομικού σκοπού, την οποία και διατηρεί αξιοποιώντας την για την επίτευξη του ίδιου βασικού σκοπού (Ζερδελής. Γνωμοδότηση, ό.π., σ. 1173). Μόνο το γεγονός ότι ο εκμισθωτής κατήγγειλε τη μίσθωση για ιδιόχρηση και εγκαταστάθηκε στο ακίνητο για άσκηση επιχείρησης όμοιας με την ασκούμενη κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης από το μισθωτή, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει την επιχείρηση ως συνεχιζόμενη ως οικονομική μονάδα κατά τρόπο που να δημιουργούνται σε βάρος του νέου επιχειρηματία οι υποχρεώσεις από τη σχέση εργασίας του παλαιού, αλλά πρέπει να συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις που αναφέρθηκαν (ΑΠ 18/91, ΔΕΝ 1993/579). Δεν συντρέχει περίπτωση διαδοχής εργοδότη επί απλής εγκαταστάσεως στον ίδιο μίσθιο χώρο ομοειδούς επιχείρησης. Επίσης, δεν υφίσταται μεταβολή του προσώπου του εργοδότη όταν δεν μεταβιβάζεται ως σύνολο η επιχείρηση, αλλά απλώς συμφωνείται η αγορά μέρους των μηχανημάτων αυτής από άλλη επιχείρηση. Για τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων επί μεταβολής του προσώπου του εργοδότη, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο ο τίτλος ή η μορφή συνέχισης της επιχείρησης, αλλά αρκεί η συνέχισή της ως οικονομικής μονάδας και η διατήρηση της ταυτότητάς της (Βαθρακοκοίλης,ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 648, αριθ. 231, άρθρο 651, αριθ. 20 ). Ειδικότερα, από το άρθρο 3 παρ. 1 του ως άνω ΠΔ 572/1988, το οποίο ορίζει ότι «τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που έχει ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, που υφίστανται κατά την ημερομηνία της για οποιοδήποτε λόγο μεταβίβασης, βαρύνουν εξαιτίας της μεταβίβασης αυτής το διάδοχο, και ο μεταβιβάζων, παράλληλα προς τον διάδοχο, παραμένει και μετά τη μεταβίβαση υπεύθυνος σε ολόκληρο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος», προκύπτει ότι χρονικό σημείο μεταβίβασης της επιχειρήσεως είναι εκείνο στο οποίο ο νέος επιχειρηματίας υπεισέρχεται στη θέση του παλαιού εργοδότη και είναι σε θέση να ασκήσει τη διευθυντική του εξουσία στην επιχείρηση γενικά, και το διευθυντικό του δικαίωμα στους μισθωτούς ειδικότερα (ΑΠ 1553/02 ΔΕΝ 59,10).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 ΠΔ 178/02, τα άρθρα 4 και 5 αυτού δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο μεταβιβάζων βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 44 παρ. 5 Ν. 2648/98. Τα δικαιώματα των εργαζομένων διασφαλίζονται εξίσου και στην περίπτωση κατά την οποία η μεταβιβαζόμενη επιχείρηση τελεί υπό εκούσια ή δικαστική εκκαθάριση, εφόσον η δραστηριότητά της συνεχίζεται, όχι όμως και όταν τελεί σε κατάσταση πτωχεύσεως. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3, παράγραφος 1 της κοινοτικής οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, ορίζεται: «Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται [για τον μεταβιβάζοντα] από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση που υφίσταται κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, μεταβιβάζονται εξ αιτίας της μεταβιβάσεως αυτής, στον [προς ον η μεταβίβαση»],ενώ το άρθρο 1, παράγραφος 1, της κοινοτικής οδηγίας 77/187/ΕΟΚ που ορίζει ότι «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων σε άλλο επιχειρηματία, οι οποίες προκύπτουν από συμβατική [μεταβίβαση] ή συγχώνευση» δεν έχει εφαρμογή στη μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως όταν ο μεταβιβάζων έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως (ΔΕΚ, Υπόθεση. Ο 319/94, απόφαση 12-3-1998, ΔΕΕ 4/520).

Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 728 παρ. 1 περ. γ και δ του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει, απαιτήσεις καθυστερουμένων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την εργασία, μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλονται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεώς της. Η έννοια των αποδοχών δεν εκτείνεται μόνο στο βασικό μισθό αλλά, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσης της διατάξεως, καταλαμβάνει όλες τις αποδοχές του εργαζομένου, όπως π.χ. τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας, το επίδομα οικογενειακών βαρών κλπ (ΜΠΠειρ 1311/13, ΜΠΡοδοπ 303/13, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1879/82, ΕΕργΔ 42/25, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Δ, άρθρο 728, αριθμ. 27).

Με την υπό κρίση αίτηση, οι αιτούντες, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, εκθέτουν ότι προσλήφθηκαν από την εταιρία με την επωνυμία: «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ «Π» ΑΕ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ» που έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή ιατρικών υπηρεσιών, κατά τους χρόνους που αναφέρονται ειδικά για τον καθένα με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και με τις ειδικότητες και τις αποδοχές που ειδικά αναφέρονται για τον καθένα. Οτι από το έτος 2011 η ως άνω εταιρία παρουσίασε σημαντικές καθυστερήσεις στην καταβολή των αποδοχών τους, γεγονός που τους οδήγησε στην άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων με αίτημα την προσωρινή επιδίκαση των δεδουλευμένων αποδοχών τους, οι οποίες τελικά τους καταβλήθηκαν οικειοθελώς. Ότι από το έτος 2012 η ως άνω εργοδότρια εταιρία εξακολούθησε να είναι αφερέγγυα ως προς την καταβολή των αποδοχών τους λόγω σοβαρών οικονομικών προβλημάτων, γεγονός που τους οδήγησε στην άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης εργασίας τους. Ότι η ως άνω εργοδότρια εταιρία σταδιακά μετέφερε την πελατεία της και την υλικοτεχνική της υποδομή στην καθ’ ης εταιρία, η οποία έχει το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας και την ίδια σύνθεση Διοικητικού Συμβουλίου με την εργοδότρια εταιρία, ενώ από τις αρχές του 2012 αρκετοί συνάδελφοί τους μεταφέρθηκαν από την αρχική εργοδότρια στην καθ’ ης εταιρία, γεγονότα που συνιστούν μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για την ίδια επιχείρηση με το ίδιο αντικείμενο δραστηριότητας ,ενώ μεταβιβάστηκαν από την πρώτη στην καθ’ ης στοιχεία που διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα (εργοδότη), ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, οπότε κατά τις διατάξεις του ΠΔ 178/02 με τη μεταβίβαση διατηρούνται τα δικαιώματά τους ως εργαζομένων και η καθ’ ης η αίτηση εταιρία ευθύνεται εις ολόκληρον με την αρχική εργοδότρια για τις γεγεννημένες απαιτήσεις τους. Ότι με την υπ’ αριθ. 877/14 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αρχική εργοδότρια εταιρία με την επωνυμία: «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ «Π» ΑΕ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ κηρύχθηκε σε πτώχευση. Ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση για να επιδικαστεί σε αυτούς προσωρινά μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών τους, ενώ λόγω της αφερεγγυότητας της καθ’ ης υφίσταται κίνδυνος ματαίωσης της ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους. Με βάση τα παραπάνω ζητούν να επιδικαστούν προσωρινά τα ποσά που ειδικότερα αναφέρονται για τον καθένα, να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ ης έως το ποσό των 187.643 ευρώ και να καταδικαστεί η καθ’ ης στη δικαστική τους δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, πρέπει όμως να απορριφθεί ως μη νόμιμη, γιατί όπως συνομολογούν οι αιτούντες, η αρχική εργοδότριά τους εταιρία με την επωνυμία: «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ «Π» ΑΕ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ» έχει κηρυχθεί σε πτώχευση η οποία κατά το χρόνο συζήτησης δεν έχει ολοκληρωθεί, οπότε σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, τα άρθρα 4 και 5 του ΠΔ 178/02 δεν έχουν εφαρμογή όταν ο μεταβιβάζων βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να απορριφθεί ως μη νόμιμη.