Άρειος Πάγος 699/2015: «περί πρόσθετων παροχών (bonus) και αποζημίωσης απόλυσης»

Περίληψη: Για να χαρακτηρισθεί μια μισθολογική παροχή του εργοδότη μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού πρέπει να χορηγείται σταθερά, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Διαφορετικά, όταν δηλαδή χορηγείται εκτάκτως, παρά το γεγονός ότι ενδέχεται να έχει μισθολογικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των τακτικών αποδοχών. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να διευρύνει τη βάση υπολογισμού της αποζημιώσεως, που οφείλεται στον εργαζόμενο σε περίπτωση απολύσεως. Το ίδιο ισχύει και για τις οικειοθελείς διευκολύνσεις, οι οποίες αποβλέπουν, προεχόντως, στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης, ανεξαρτήτως από το κατά πόσον έχουν μισθολογικό χαρακτήρα ή χορηγούνται σταθερά.

 

 

Α.Π. 699/2015

Πρόεδρος: ο κ. Χριστόφορος Κοσμίδης

Εισηγητής: ο κ. Χριστ. Κοσμίδης

Δικηγόροι: οι κ.κ. Αναστ. Θεοδωράκης – Ιωαν. Μπενετάτος

1. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 του ν. 2112/1920 και 5 παρ. 1 του ν. 3198/1955, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου, υπολογίζεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα πριν από την καταγγελία. Για να χαρακτηρισθεί μια μισθολογική παροχή του εργοδότη ως μέρος των τακτικών αποδοχών του εργαζόμενου πρέπει να χορηγείται, σταθερά, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Διαφορετικά, όταν, δηλαδή, μια εργοδοτική παροχή χορηγείται εκτάκτως, παρά το γεγονός ότι ενδέχεται να έχει μισθολογικό χαρακτήρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των τακτικών αποδοχών. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να διευρύνει τη βάση υπολογισμού της αποζημιώσεως, που οφείλεται στον εργαζόμενο σε περίπτωση απολύσεως. Εξ άλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ, παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση του κειμένου του εγγράφου, στο οποίο στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο την κρίση του, απέδωσε σε αυτό περιεχόμενο καταδήλως διάφορο του αληθινού, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Αντιθέτως, δεν υπάρχει παραμόρφωση όταν το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τη συνεκτίμηση περισσοτέρων αποδεικτικών μέσων, μεταξύ των οποίων και το επίμαχο έγγραφο, χωρίς τούτο να εξαίρεται ιδιαιτέρως, όπως και όταν το δικαστήριο, αξιολογώντας το αληθινό περιεχόμενο του εγγράφου, οδηγήθηκε σε συμπέρασμα διαφορετικό από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, αφού η κρίση αυτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Περαιτέρω, στο άρθρο 173 ΑΚ ορίζεται ότι «κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις» και στο άρθρο 200 ΑΚ ορίζεται ότι «οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπ’ όψη και τα συναλλακτικά ήθη». Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους. Οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ.

2. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, επί του ουσιώδους ζητήματος του προσδιορισμού του αληθινού ύψους των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, το οποίο είναι κρίσιμο για τον προσδιορισμό της αποζημιώσεως, η οποία έπρεπε να καταβληθεί στον ίδιο ως προϋπόθεση της εγκυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, η οποία τον συνέδεε με την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 7748/2013 απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι, με το από 1.12.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, η εναγομένη προσέλαβε τον ενάγοντα με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να προσφέρει σ’ αυτήν τις υπηρεσίες του ως υπεύθυνος [manager] ανάπτυξης και διαχείρισης της δραστηριότητάς της [παραγωγή και εμπορία φαρμακευτικών καλλυντικών] σε διεθνές επίπεδο, ήτοι σε αντικείμενο για το οποίο είχε προηγούμενη εμπειρία σε ανταγωνίστρια επιχείρηση. Ότι στο ως άνω έγγραφο συμφωνήθηκε ότι στον ενάγοντα θα καταβάλλεται μηνιαίος [μικτός] μισθός ύψους 4.500 ευρώ και, επί πλέον αυτού, ως πρόσθετη παροχή σε χρήμα [bonus] τέσσερις μηνιαίοι [μικτοί] μισθοί ετησίως και ως πρόσθετες παροχές σε είδος η χρήση επιβατικού αυτοκινήτου 1800 κυβικών εκατοστών, το δικαίωμα κατανάλωσης βενζίνης αξίας 150 ευρώ μηνιαίως, η χρήση κινητού τηλεφώνου με όριο χρεώσεων 80 ευρώ μηνιαίως και η συμμετοχή σε ομαδικό ασφαλιστήριο με ασφάλιστρο 600 ευρώ ετησίως. Ότι η εναγομένη, εκτιμώντας ότι η συμβολή του ενάγοντος στην επίτευξη των στόχων της στον τομέα, όπου είχε ορισθεί υπεύθυνος, δεν υπήρξε η αναμενόμενη [διότι τα αντίστοιχα οικονομικά αποτελέσματα εμφάνισαν σημαντική πτώση], μετά ένα περίπου έτος, ήτοι την 18.12.2009, κατήγγειλε εγγράφως τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 15.000 ευρώ, εκ του οποίου 10.500 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως και 4.500 ευρώ ως επιβράβευση του ενάγοντος για την εκ μέρους του δημιουργία ενός εγχειριδίου – οδηγού αγορών, που αξιοποιήθηκε από την εναγομένη. Ότι ο ενάγων θεώρησε την καταβληθείσα αποζημίωση ελλιπή, διότι κατά τον υπολογισμό της, κατά την άποψή του, θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπ’ όψη και οι ως άνω πρόσθετες μισθολογικές παροχές. Ότι, κατόπιν αυτού, ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε και απαίτησε να του καταβληθεί, επί πλέον, αφ’ ενός το ποσό των 5.903,33 ευρώ ως συμπλήρωμα της αποζημιώσεως απολύσεως με συνυπολογισμό των πρόσθετων αμοιβών του και αφ’ ετέρου το ποσό των 13.500 ευρώ ως υπόλοιπο του bonus του τότε λήγοντος έτους [υπολαμβάνοντας ότι το ήδη καταβληθέν ποσό των 4.500 ευρώ αποτελούσε το 1/4 του συμφωνημένου ετήσιου bonus]. Ότι η εναγομένη αμφισβήτησε την ορθότητα των απόψεων του ενάγοντος και αυτός θεώρησε την γενομένη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ως άκυρη, οπότε άσκησε την ένδικη αγωγή. Ότι, στο από 1.12.2008 ιδιωτικό συμφωνητικό, δεν είχε γίνει κάποιος ειδικότερος προσδιορισμός των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες τελούσε η κατ’ έτος καταβολή του bonus, αλλά ότι από το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τεθεί υπ’ όψη του δικαστηρίου της ουσίας [μεταξύ των οποίων η κατάθεση του μάρτυρα Κ.Α. και οι ένορκες βεβαιώσεις των Α.Α. και Ε.Ζ.] είχε αποδειχθεί ότι η παροχή του ποσού αυτού γινόταν από την εναγομένη μόνο προς τα διευθυντικά της στελέχη, όπως ο ενάγων, ήταν εξαρτημένη από την επίτευξη των στόχων, που η ίδια η εναγομένη έθετε ετησίως για τον τομέα της ευθύνης του καθενός και, ως εκ τούτου, αποτελούσε κίνητρο για αύξηση της απόδοσής τους και, συνακόλουθα, για βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων της επιχείρησης. Ότι, εν όψει των δεδομένων αυτών και «σε συνδυασμό με τα κρατούντα συναλλακτικά ήθη και τα διδάγματα της κοινής πείρας» (οι εντός εισαγωγικών φράσεις μεταφέρονται αυτούσιες), παρά το γεγονός ότι στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν γίνεται ειδική αναφορά, η συγκεκριμένη, πρόσθετη χρηματική παροχή «δεν είχε το χαρακτήρα τακτικού μισθού», αφού δεν δινόταν ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του ενάγοντος [για την οποία αυτός λάμβανε τον ως άνω, συμφωνημένο μισθό], αλλά «αποτελούσε έκτακτη παροχή, συνδεόμενη με την ιδιαίτερη επίδοση του τελευταίου κατά την επίτευξη των στόχων, που έθετε σε ετήσια βάση η εναγομένη και αποτελούσαν επιβράβευσή του για την επίτευξή τους». Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείου έκρινε ότι το ετήσιο bonus δεν έπρεπε να συνυπολογισθεί στη βάση προσδιορισμού της αποζημιώσεως απολύσεως του ενάγοντος, η οποία, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε ελλιπής και δεν έπασχε ως προς το κύρος της. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας ουδόλως παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 1.12.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού, διότι δεν δέχθηκε κάτι περισσότερο από τα αναγραφόμενα σ’ αυτό. Αντίθετα, συνεκτίμησε το περιεχόμενό του με το σύνολο των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τεθεί υπό την κρίση του και, αναζητώντας το αληθινό νόημα των συμφωνηθέντων με βάση τις κατ’ ιδίαν περιστάσεις, τις οποίες ανελέγκτως δέχθηκε και περιέγραψε και τις οποίες συνδύασε με τα «συναλλακτικά ήθη» και την «κοινή πείρα», ήτοι με έμμεση, αλλά σαφή αναφορά και στην καλή πίστη, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα που αναφέρθηκε. Και, κατόπιν, υπήγαγε ορθώς το πόρισμα αυτό στις ουσιαστικές διατάξεις που εφάρμοσε, διότι, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το συμφωνημένο bonus είχε μισθολογικό χαρακτήρα, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εργοδοτική παροχή εμπίπτουσα στην έννοια των τακτικών αποδοχών, αφού, σύμφωνα με τις ανέλεγκτες παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας, καταβαλλόταν εκτάκτως στα στελέχη της εναγομένης και ήταν εξαρτημένο από τα ετήσια, οικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης (πρβλ. Α.Π. 1139/2010). Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αντιστοίχως, οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 20 και αρ. 1 [ως παραβίαση των κανόνων ερμηνείας των δικαιοπραξιών] ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι.

3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως για την προστασία του ημερομισθίου, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι, στη σχέση εργασίας, ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία καταβάλλει, σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση, ο εργοδότης ως αντάλλαγμα της εργασίας, που παρέχεται σ’ αυτόν από τον εργαζόμενο. Ως εκ τούτου, οι πρόσθετες παροχές που δίδονται στον εργαζόμενο όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για άλλους λόγους, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, εκτός αν ορίζεται, ειδικώς, το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των εργοδοτικών παροχών που δεν είναι μισθολογικές, περιλαμβάνονται και εκείνες που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, που εξασφαλίζουν, δηλαδή ή διευκολύνουν τις συνθήκες της απασχόλησης του μισθωτού προς όφελος του εργοδότη. Οι παροχές αυτές μπορεί να επιβάλλονται από το νόμο ή να έχουν συμφωνηθεί ρητώς ή σιωπηρώς με την ατομική σύμβαση εργασίας ή να είναι οικειοθελείς μονομερείς παροχές του εργοδότη, αλλά δεν αποτελούν μισθό, ακόμη και όταν παρέχουν κάποια ωφέλεια στον εργαζόμενο, εφόσον κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς τους είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης του εργοδότη (Α.Π. 774/2003). Εξ άλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης «αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση όταν στις αιτιολογίες, που συνιστούν την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται διόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόστηκε. Αντιθέτως, η απόφαση δεν στερείται από νόμιμη βάση όταν οι ανωτέρω ελλείψεις αφορούν στα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου ή ανάγονται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων (ΚΠολΔ 561 παρ. 1) και ειδικότερα στην ανάλυση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αρκεί τούτο να εκτίθεται στην απόφαση σαφώς.

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και σε συνέχεια των ουσιαστικών παραδοχών που ήδη αναφέρθηκαν (βλ. παραπάνω, σκέψη αρ. 2), το Μονομελές Εφετείο Αθηνών, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του και αφού στάθμισε το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν τεθεί υπό την κρίση του, δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η εκ μέρους της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης παροχή προς τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσείοντα του δικαιώματος χρήσεως αυτοκινήτου, καταναλώσεως βενζίνης για την κίνηση του εν λόγω αυτοκινήτου και χρήσεως κινητού τηλεφώνου αποτελούσε μη χρηματικές, πρόσθετες και οικειοθελείς διευκολύνσεις, οι οποίες απέβλεπαν, προεχόντως, στην εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης και στην εκ μέρους του ενάγοντος ευχερέστερη και αποτελεσματικότερη παροχή της εργασίας του. Ότι, ως εκ τούτου, οι παροχές αυτές, παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν, παραλλήλως, πηγή ωφέλειας και για τον ενάγοντα, δεν είχαν μισθολογικό χαρακτήρα και δεν μπορούσαν να συνυπολογισθούν στις τακτικές αποδοχές αυτού, για να διευρύνουν τη βάση προσδιορισμού της οφειλόμενης αποζημίωσης απολύσεως. Ότι, αντιθέτως, αυτό δεν συνέβαινε με την παροχή του δικαιώματος συμμετοχής σε πρόγραμμα ομαδικής ασφάλισης, το οποίο η εναγομένη χορηγούσε, αρχικά, στα στελέχη της και, αργότερα, σε όλο το προσωπικό της και το οποίο δεν συνδεόταν με οποιοδήποτε τρόπο με την παροχή της εργασίας ή με τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης. Ότι η κατά μήνα ωφέλεια του ενάγοντος από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό [το 1/12 του ετησίου ασφαλίστρου, το οποίο κατέβαλλε η εναγομένη] αποτελούσε μεν μισθολογική παροχή, που έπρεπε να συνυπολογισθεί στις τακτικές αποδοχές του, αλλά ακόμη και με το συνυπολογισμό αυτό δεν επερχόταν διαφοροποίηση στο ύψος της αποζημιώσεως, που είχε καταβληθεί στον ενάγοντα για την απόλυσή του. Σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Εφετείο Αθηνών κατέληξε στην ουσιαστική κρίση ότι η καταβληθείσα αποζημίωση ήταν η προσήκουσα και ότι η γενομένη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ήταν ισχυρή και είχε επιφέρει τη λύση αυτής. Γι’ αυτό και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την έφεση του ενάγοντος κατά της 911/2012 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που είχε αποφανθεί ομοίως. Με την κρίση αυτή, το δικαστήριο της ουσίας, και ως προς το εδώ εξεταζόμενο ζήτημα του νομικού χαρακτηρισμού των ενδίκων, μη χρηματικών εργοδοτικών παροχών, αφ’ ενός δεν παραμόρφωσε το περιεχόμενο του από 1.12.2008 ιδιωτικού συμφωνητικού και αφ’ ετέρου διέλαβε επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε ως αληθινά, στις ουσιαστικές διατάξεις, τις οποίες εφάρμοσε και βάσει των οποίων κατέληξε στις έννομες συνέπειες που προαναφέρθηκαν. Επομένως, και ο τρίτος από τους λόγους της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι αναιρετικές πλημμέλειες του άρθρου 559 αρ. 20 και αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά, με τους ίδιους λόγους πλήττονται γενικώς, αλλά απαραδέκτως, οι ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας.

5. Επειδή, σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα της τελευταίας (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2).

Για τους λόγους αυτούς απορρίπτει την από 5.12.2014 αίτηση περί αναιρέσεως της 7748/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.