Αρείου Πάγου 475/2018 περί «διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου στο Δημόσιο και της δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων»

Περίληψη: Δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα των εργαζομένων να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεών τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι οι διαφορές που δημιουργούνται από την εφαρμογή του άρθρου 11 του ΠΔ 164/2004, εφόσον, έχουν ως βάση και αναφύονται από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίστηκαν και ανανεώθηκαν με το Δημόσιο και λοιπά νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (της εργατικής νομοθεσίας) ή από συμβάσεις έργου ή απλές σχέσεις εργασίας που υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες από τη φύση τους ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, είναι διαφορές ιδιωτικές και υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων.

 

Διαβάστε περισσότερα:

  1. Με το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 ορίζονται τα εξής: «1. Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ.1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση. β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση. γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον το οποίο υπηρετεί ο φορέας αυτός. δ) Ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια η παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση. […]. 5. Στις διατάξεις της παρ.1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α’ της παρ.1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης». Η ισχύς του ως άνω π.δ. 164/2004 άρχισε, κατά το άρθρο 12, αν δεν ορίζεται διαφορετικά σε επί μέρους διατάξεις του, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (19-7-2004).
  2. Περαιτέρω, με τις παρ.2 και 3 του ίδιου άρθρου 11 του ως άνω π.δ. ορίζονται τα ακόλουθα: «Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεως αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω, εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμόδιου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο εντός πέντε (5) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος» (παρ.2). «Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων» (παρ. 3). Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 κρίθηκαν «συνταγματικώς ανεκτές», ως μεταβατικές διατάξεις «τακτοποίησης» εκκρεμών εργασιακών σχέσεων του Δημοσίου και των άλλων νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα με εργαζόμενους που συνέχισαν, ακόμη και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής, να απασχολούνται με διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
  3. Εξ άλλου, στο άρθρο 94 παρ.1 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ των άλλων, ότι η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει. Περαιτέρω, στο άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1406/1983 ορίζεται ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, περιλαμβάνονται ιδίως αυτές που αναφέρονται στην εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά, εκτός άλλων, και στις διοικητικές συμβάσεις. Διοικητικές συμβάσεις είναι εκείνες, στις οποίες ένα τουλάχιστον από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ), έχουν αντικείμενο σχετικό με τη λειτουργία δημοσίας υπηρεσίας ή εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό και, προσθέτως, η κατάρτιση και εκτέλεση τους διέπεται, έστω και εν μέρει, από κανόνες ιδιωτικού δικαίου ή περιέχουν νόμιμους όρους που εξασφαλίζουν υπέρ του συμβαλλόμενου Δημοσίου (ή ΝΠΔΔ) δυνατότητες μονομερούς επέμβασης ή εξαιρετικό συμβατικό καθεστώς. Συμβάσεις που δεν συγκεντρώνουν τα γνωρίσματα αυτά είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια. Δεν είναι, άρα, διοικητικές διαφορές ουσίας, αλλά ιδιωτικές, εκείνες που αναφύονται από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες συνάπτονται μεν με το Δημόσιο (ή ΝΠΔΔ), ανήκουν όμως από τη φύση τους στο ιδιωτικό δίκαιο και ρυθμίζονται από αυτό, εφόσον δεν υπάγονται σε εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς.

Συνεπώς, διαφορές από τέτοιες συμβάσεις ανήκουν στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Η ως άνω προβλεπόμενη διαδικασία της αρμοδιότητας του οικείου φορέα να διαπιστώσει τη συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων του νόμου για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθώς και η δυνατότητα του ΑΣΕΠ να ασκεί τον αντίστοιχο έλεγχο, δεν αρκούν να χαρακτηρίσουν τη σχετική διαδικασία ως ειδική διοικητική διαδικασία, η οποία, αν υπήρχε, θα μπορούσε υπό ορισμένες προϋποθέσεις να προσδώσει στις διαφορές αυτές το χαρακτήρα διοικητικής διαφοράς (ΣτΕ 999/2009, 2970/2007) και δεν μεταβάλει τις διαφορές αυτές σε διοικητικές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα των εργαζομένων να προσφύγουν στα πολιτικά δικαστήρια, προκειμένου να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις μετατροπής των συμβάσεών τους σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου (ΣτΕ 4049/2005), δεδομένου ότι οι διαφορές που δημιουργούνται από την εφαρμογή του άρθρου 11 του ως άνω π.δ., εφόσον, κατά τα ανωτέρω, έχουν ως βάση και αναφύονται από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, που καταρτίστηκαν και ανανεώθηκαν με το δημόσιο και λοιπά νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα κατά τους κανόνες του ιδιωτικού δικαίου (της εργατικής νομοθεσίας) ή από συμβάσεις έργου ή απλές σχέσεις εργασίας που υποκρύπτουν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες από τη φύση τους ανήκουν στο ιδιωτικό δίκαιο, είναι διαφορές ιδιωτικές και υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1325/2010).

  1. Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ένδικη αγωγή, η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη εξέθετε ότι από 1-8-1997, δυνάμει των εκεί αναφερομένων διαδοχικών συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου μεταξύ αυτής και της IB’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων, που συνιστά αποκεντρωμένη υπηρεσία του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, προσλήφθηκε και παρείχε εξαρτημένη εργασία ως αρχαιολόγος, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της εν λόγω υπηρεσίας με πλήρες ωράριο, όπως και οι λοιποί υπάλληλοι αυτής, μέχρι την 31-10-2008, οπότε απολύθηκε χωρίς έγγραφη καταγγελία και χωρίς την καταβολή αποζημίωσης. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι συνδέεται εξ αρχής με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι η γενομένη καταγγελία της σύμβασης είναι άκυρη, κατόπιν αυτού δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την απασχολεί όπως και πριν από την καταγγελία. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την τότε εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε νόμιμη και βάσιμη την αγωγή, ως θεμελιούμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 και 11 του παραπάνω π.δ. 164/2004. Το εναγόμενο άσκησε έφεση και το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, έκρινε ότι η αγωγή, με το ανωτέρω ιστορικό και αίτημα, εισήγαγε διαφορά ιδιωτικού δικαίου, διότι οι συμβάσεις εργασίας, από τις οποίες απορρέουν οι ένδικες αξιώσεις της ενάγουσας, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινού εργατικού δικαίου και δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο έκρινε αβάσιμο το μοναδικό λόγο, με τον οποίο προβαλλόταν έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων και απέρριψε την έφεση. Με την κρίση αυτή, το Εφετείο ορθώς εφάρμοσε τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν και προσηκόντως υπήγαγε σ’ αυτές τα πραγματικά περιστατικά που είχαν εκτεθεί ενώπιόν του, αποδεχόμενο τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επομένως, ο περί του αντιθέτου μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.4 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος.
  2. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικασθεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ. 2), μειωμένα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 22 παρ.1 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ.18 του ΕισΝ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 5 παρ.12 του ν. 1738/1987 και 2 της ΚΥΑ 134423 Οικ/1992 Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

Για τους λόγους αυτούς, απορρίπτει την από 21-12-2011 αίτηση για αναίρεση της 218/2011 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων.